Το «καζανι του Κατη Κολιου» και το «Ατυχημα», στο νυχτερι της Μεσσουνης

1. Το καζάνι

Φθινοπωριάτικα επισκέφτηκα για λίγες ημέρες το χωριό. Στην καθιερωμένη βόλτα μου στους έρημους δρόμους, πέρασα από το πηγάδι του Αγγουρίδη.

Σταμάτησα για λίγο και σαν παλιά ασπρόμαυρη ξεθωριασμένη κινηματογραφική ταινία θυμήθηκα τη γειτονιά του «καζανιού». Τα χαμόσπιτα, τη χαμηλή πλινθόκτιστη αποθήκη του Κάτη Κόλιου, το «καζάνι» του παππού Νικόλα». Τέτοιες φθινοπωρινές ημέρες και κυρίως νύχτες, ήταν το επίκεντρο του χωριού.

Δυο τρία ξεπεζεμένα κάρα, φορτωμένα με βαρέλια γεμάτα τσιπουρτίνες (στέμφυλα μετά την αφαίρεση του μούστου), που ήδη άρχιζαν να ξινίζουν, περίμεναν τη σειρά τους, να «βράσουν» στο καζάνι.

Ο υγροποιημένος ατμός τους, προσέφερε στους μερακλήδες Μεσσουνιώτες το πατροπαράδοτο σπιτικό τσίπουρο της χρονιάς, προσθέτοντας βέβαια στην κάθε καζανιά και λίγο ανασόλ (γλυκάνισο).

Πανηγύρι πραγματικό.

Πού και πού εμφανιζόταν και ο Μπάρμπα Χρήστος με τη γκάιντα ή ο Μαντραφίδης με το ακορντεόν.

Στο μικρό εσωτερικό χώρο, ανάμεσα σε καπνούς από τη φωτιά, το ντουμάνι από τα στριφτά τσιγάρα, την ξινίλα και τους ατμούς από τα αναβράζοντα και αναμοχλευόμουνα στέμφυλα, ο ατμός, περνώντας στο σωλήνα  μέσα από κρύο νερό του πηγαδιού, υγροποιείτο και έσταζε λίγο λίγο.

Το αρχικό απόσταγμα ήταν θολό και κακής ποιότητας, ακατάλληλο για κατανάλωση  το ονόμαζαν «λάγκυρος», ενώ στη συνέχεια έτρεχε διαυγές, σα μικρή βρύση το τσίπουρο στο γανωμένο μπακίρι.

Τακτικά κάποιος, δήθεν ειδήμον, έβαζε το γραδόμετρο και μετρούσε, πότε θα άρχιζε η συγκέντρωση και πότε θα σταματούσε, ώστε το τσίπουρο να είναι «άριστης ποιότητας».

Όταν ήθελαν οι Μεσσουνιώτες να πειράξουν κάποιον για την κακή ποιότητα του τσίπουρου έλεγαν:

-« Του τσίπουρους είνι σκέτους Λάγκυρους».

Πολλοί θεωρούσαν τον εαυτό τους για «πολύ ειδικό». Πηγαινοέρχονταν στο βρυσάκι, δοκιμάζοντας την ποιότητα, μέχρι που δεν έβλεπαν, όχι μόνο τα γράδα, αλλά ούτε και μπροστά τους.

Ποιους να πρωτοθυμηθώ, καλύτερα να μην αναφέρω ονόματα και παρεξηγηθώ, πιο σωστό είναι να πω:

-Και ποιος δεν περνούσε από το ιερό τούτο τόπο, το ναό του Βάκχου, της χαράς και της πνευματικής ηδονής, όλοι περνούσαν από το καζάνι του Κάτη Κόλιου.

Θολωμένα κεφάλια, σε Διονυσιακό συμπόσιο, μέσα στη θολούρα του καπνισμένου περιβάλλοντος, πόσες και πόσες θολές και κατασκευασμένες ιστορίες δεν διηγήθηκαν, πόσα και πόσα φανταστικά κατορθώματα δεν ακούσθηκαν και πόσα πειράγματα και παρεξηγήσεις δεν έγιναν.   

Εμείς οι πιτσιρίκοι, ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Ηλίας, ο Βασίλης, ο Τάκης , ο Γιάννης, ο Σιδέρης και τόσοι άλλοι, από το παιδομάνι της Μεσσούνης, που τότε γέμιζε τους δρόμους με την παρουσία του και τις χιλιάδες φωνές, φθάναμε στην πόρτα, κοιτούσαμε στο ντουμανιασμένο μισοσκόταδο, περιμένοντας να μας προσφέρουν κάνα μεζεδάκι. Τί μεζεδάκι, ψημένα κυδώνια, κολοκύθια και τουρσί έτρωγαν. Σπάνια η μυρουδιά καμιάς ψημένης ρέγκας τρυπούσε τη μύτη μας.

 Αναλογίζομαι!!!!! Πότε πρόλαβαν και πέρασαν,  εξήντα χρόνια και παραπάνω, από την πρώτη ζωντανή παράσταση αυτής της μνήμης, με πρωταγωνιστές τους παππούδες και τους πατεράδες μας.

Ανάμεσά τους και εγώ με τα παιδιά, σε δευτερεύοντα ρόλο.

Έμειναν οι μνήμες που καταγράφω, σα να είναι τώρα τα δρώμενα, αυτή ακριβώς τη στιγμή, σαν παλιά ανεπανάληπτη κινηματογραφική ταινία.

ΥΓ1:Στη φωτογραφία του ΜΠΣ Μεσσούνης, οι πατεράδες και οι παππούδες μας, σε «Διονυσιακό Συμπόσιο» στΆλανούδ, το χοροστάσι, στις αρχές της δεκαετίας του 50. Όλοι, χωρίς εξαιρέσεις, ήταν παραγωγοί κρασιού και τσίπουρου, «ειδικοί» και επισκέπτες στο καζάνι του Κάτη Κόλιου.

2. Το «ατύχημα»

Συνέχισα το δρόμο μου κοιτάζοντας τα χαλάσματα που κάποτε ήταν γεμάτα ζωή. Φιλοξενούσαν πολύβουες, πολύτεκνες και πολυμελείς οικογένειες.

Κάθε σπίτι, κάθε πόρτα μια ανάμνηση και τουλάχιστον μια αξέχαστη ιστορία.

Θυμήθηκα τα νυχτέρια στα σπίτια του χωριού, ήταν συνηθισμένα, κυρίως τις χειμωνιάτικες νύχτες.

Οι άνδρες το απόγευμα έφευγαν για το καφενείο και οι γυναίκες, παίρνοντας τη ρόκα ή το πλεχτό μαζί τους, επισκέπτονταν συνήθως γειτονικά σπίτια, να περάσει η ώρα, να μασαλέψουν λίγο, συνεχίζοντας την οικοτεχνία, εφόσον βέβαια δεν ήταν παρεξηγημένοι (μαλωμένοι) για κάποια ασήμαντη αφορμή.

Ένα βράδυ λοιπόν, στο σπίτι του νταή του Τέλιου (θείου Στέργιου), ήλθε με τη ρόκα της, το αδράχτι, το σφοντύλι και δυο τρεις τούπες μαλί, η καλή φίλη και γειτόνισσά τους λέλιου (θεία) Κατίνα, η γυναίκα του μπάρμπα Χρήστου, νύφη του Κάτη Κόλιου που είχε το «καζάνι» δια τα τσίπουρα.

Κάθισαν οι δυο γυναίκες στο μικρό το κουζινάκι, που ήταν αριστερά όπως έβλεπες το σπίτι, η γκαζόλαμπα έδινε το λιγοστό της φως, η μία έγνεθε και η άλλη έπλεκε τσουράπια για τον αφέντη.

Άνοιξε η συζήτηση, έλεγαν τα νέα, κουτσομπόλευαν τα γενόμενα και η ώρα περνούσε ευχάριστα.

Μέσα στην κουζίνα έπαιζαν και η δυο αδελφούλες, η Ντόντου (Θεοδώρα), επτά χρονών και η Γιαννούλα τεσσάρων.

Η Ντόντου, πείνασε και είπε σιγανά, συνωμοτικά, κοφτά, αλλά και επιτακτικά στο αυτί της μάνα της:

-Μάνα πείνασα.

Η μάνα, της ψιθύρισε στο αυτί:

-Κάτσει λίγου, δα νυχτώσ΄, δα φύβγει η λέλιου Κατίνα κι δα συ βάου να φας.

Υπάκουσε η Ντόντου, δεν πέρασαν όμως δυο τρία λεπτά, ξανά η ίδια στιχομυθία, που σε ένα πεντάλεπτο επαναλήφθηκε πολλές φορές.

Το στομάχι της Ντόντους γουργούριζε, δεν άντεχε άλλο, η θεία η Κατίνα δεν σκεφτόταν να φύγει, οπότε η Ντόντου, με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, παίρνει το κάθισμα, πλησιάζει στον τοίχο, όπου η  λάμπα κρεμόταν στο καρφί, ανεβαίνει στο κάθισμα, κάνει ένα δυνατό φούουουου!!!! πάνω από το λαμπογυάλι, έσβησε η λάμπα, βυθίστηκε στο σκοτάδι το μικρό κουζινάκι, που φωτιζόταν πλέον μόνο από τη φλόγα και το παραθυράκι της ξυλόσομπας και πριν ακόμη κατεβεί από το κάθισμα, είπε θαρραλέα και δυνατά, θυμωμένη και ανακουφισμένη, να ακούσουν όλοι:

-Ούφ, άιντι, να νυχτώσ΄ να φύβγει η λέλιου η Κατίνα, να φάμει κι μείς.

Σύξυλη η θεία Κατίνα, ζεματισμένη η οικοδέσποινα, η κυρά Τσιτσιά (Τασούλα), διέλυσαν το νυχτέρι.

Όλοι μπορούμε να φανταστούμε τί επακολούθησε.

Μάλλον, αντί για φαΐ εκείνο το βράδυ, η Ντόντου, γεύτηκε μόνο ξυλιές από τη μάνα της και μάλλον κοιμήθηκε νηστική και τιμωρημένη, με κλάματα, τόσο των ματιών της, όσο και της κοιλιάς της, από το γουργουρητό και την πείνα.

Δεν πέρασαν δυο μέρες και με τις κόρες της η Τσιτσιά,  προσπερνώντας το καζάνι του πάππου Νικόλα, όπου έβραζαν εκείνες της ημέρες τα τσίπουρα οι Μεσσουνιώτες, κάθισαν, για άλλο ένα βράδυ, στον τρανό οντά (μεγάλο δωμάτιο-σαλόνι) της θείας Κατίνας, για τη συνέχεια του εργόχειρου και της συζήτησης που είχαν αφήσει, απρόβλεπτα μισή, μετά το σβήσιμο της λάμπας,  από την μικρή αλλά πολύ σκανδαλιάρα Ντόντου.

Η φουκαριάρα η Τσιτσιά, η κυρά Τασούλα, πόσες και πόσες δικαιολογίες δεν είπε στην κυρά Κατίνα.

-Δεν πειράζει, έλεγε χαμογελαστή η καλοσυνάτη κυρά Κατίνα, παιδιά είναι και τις περισσότερες φορές, αυτά έχουν δίκιο.

ΥΓ2. Άιντι μαρή Ντόντου, να ειδούμι δα καταλάβς, πού βρέθκει η φουτουγραφία; Ευκαιρία να θυμθείς κι άλλεις ιστουρίεις.

Οκτώβριος  2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.