Τι πολυτιμο εφερε απο τη Σμυρνη ο ζωγραφος Γεωργιος Προκοπιου το 1922;*

1922-2022: 100 χρόνια μνήμης

Ο ζωγράφος Γεώργιος Προκοπίου, μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές της ζωγραφικής, υπήρξε παράλληλα ένας εξαίρετος πατριώτης, που με τη συμμετοχή του στους εθνικούς πολέμους κατέλειπε ιδανικό παράδειγμα ανδρείας. Υπήρξε παράτολμος, γενναίος, αποφασιστικός, ευρηματικός και γενικά άξιος.

Η μεγάλη παρακαταθήκη του υπήρξαν τα έργα του χρωστήρα του, πίνακες ανεκτίμητης αξίας, αλλά και η συμμετοχή του στους πολέμους, όπου από την πρώτη γραμμή φωτογράφιζε ή κινηματογραφούσε τις μάχες. Αξιοσημείωτη θεωρείται και η κινηματογράφηση της καταστροφής της Σμύρνης.

Ο ηρωικός και παράτολμος Προκοπίου

Ο Γεώργιος Προκοπίου γεννήθηκε στο προάστιο της Σμύρνης Μπουρνόβα, το 1876. Τα πρώτα μαθήματα στο σχέδιο τα διδάχθηκε από μια Αγγλίδα ζωγράφο, η οποία ζούσε στη Σμύρνη. Σπούδασε από το 1895 στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, με δασκάλους τους μεγάλους ζωγράφους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ροϊλό. Αποφοίτησε το 1901 και το 1904 πρώτευσε στον Διεθνή Διαγωνισμό Προσωπογραφίας του Αιθίοπα Αυτοκράτορα Μενελίκ Α΄. Τιμήθηκε δε με τον Μεγαλόσταυρο του Σολομώντος και με τον Αιθιοπικό Αστέρα, ενώ τοποθετήθηκε ως ιδιαίτερος ζωγράφος της Αυλής της Αντίς Αμπέμπα. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1906.

Όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ακολούθησε τον ελληνικό στρατό ζωγραφίζοντας πίνακες από τις μάχες. Ο Προκοπίου, στις 31 Ιουλίου 1913, βόρεια του Μελένικου, είχε μια δυσάρεστη συνάντηση. Έπεσε σε ενέδρα με Βούλγαρους κομιτατζήδες. Τρεις σφαίρες των Βούλγαρων χτύπησαν το άτυχο άλογό του και το σκότωσαν. Ο δεκανέας και οι στρατιώτες που ήταν μαζί του αμέσως ανταπέδωσαν τα πυρά. Ο ίδιος ο Προκοπίου τράβηξε το πιστόλι του και άρχισε να πυροβολεί και αυτός. Η μάχη με ανταλλαγή σφοδρών πυροβολισμών κράτησε περίπου μισή ώρα. Οι κομιτατζήδες τελικά τράπηκαν σε φυγή και οι εύζωνοι τους καταδίωξαν, σκοτώνοντας κάποιους Βούλγαρους. Εν τω μεταξύ ο Προκοπίου πρόλαβε να τραβήξει και μερικές φωτογραφίες (βλ. σχετικά στον σύνδεσμο https://sitalkisking.blogspot.com/2015/03/blog-post_16.html).

Ζώντας στο πεδίο των μαχών, ο Προκοπίου δεν έλειψε να δεχθεί επιθέσεις αλλά και να κινδυνεύσει η ζωή του. Μια από αυτές τις στιγμές έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, όπου και βρέθηκε σε ενέδρα Βούλγαρων Κομιτατζήδων, όπως μας επιβεβαιώνει και σχετικό ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής

Αργότερα, πήρε μέρος στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Στα χέρια του κρατούσε κινηματογραφική μηχανή και την παλέτα του ζωγράφου. Η παρουσία του στη Μικρά Ασία έγινε με επιθυμία του αρχιστράτηγου Λεωνίδα  Παρασκευόπουλου. Ο Προκοπίου, εκτός από πίνακες, κινηματογράφησε σε περίπου 14.000 μέτρα φιλμ τις επιχειρήσεις στο Μικρασιατικό Μέτωπο από το 1920 έως το 1922.

Επισκέφθηκε πολλά μέτωπα όπου διεξάγονταν άγριες μάχες. Παράτολμος ο ίδιος, αψηφούσε τους κινδύνους και έτρεχε στην πρώτη γραμμή θέλοντας να ζήσει τις πραγματικές συνθήκες των συγκρούσεων για να αποδώσει με τον χρωστήρα του την ατμόσφαιρα του πολέμου.

Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, που γνώρισε τον Προκοπίου στις μάχες του Ελμαλί και του Εσκί Σεχίρ από κοντά, έγραψε στις 10 Ιουλίου 1921: 

«Περιτρέχων και αυτάς τας εγγυτέρας προς τον εχθρόν γραμμάς των ακροβολιστών, ευρεθείς πολλάκις εν μέσω διαρρηγνυομένων οβίδων και βροχής σφαιρών, ίνα αποτυπώση φευγαλέα ηρωικά επεισόδια δυνάμενα ν’ αποδοθώσιν εις την αιωνιότητα μόνον διά του χρωστήρος, χειριζόμενου υπό τόσον τολμηρού και ριψοκίνδυνου όσον και επιδέξιου καλλιτέχνου».

Ήταν τόσο παράτολμος, που ο Γεώργιος Κονδύλης, συνταγματάρχης τότε στον τομέα των Σάρδεων, αναγκάστηκε να τον θέσει υπό περιορισμό, γιατί με τις κινήσεις του στην πρώτη γραμμή προκάλεσε αιφνιδιασμό των αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων. Έγραφε συγκεκριμένα ο Κονδύλης στις Σάρδεις, στις 3 Μαΐου 1920:

«Η Διοίκησις του τομέως επανειλημμένως ηναγκάσθη να λάβη μέτρα περιοριστικά της τόλμης του εμπνευσμένου εραστού της τέχνης κατά τας υπερβολάς εις ας ετρέπετο εν τη προσπάθεια του να συλλάβη και αυτάς τας κινήσεις του πυροβολούντος εχθρού».

Ο ηρωικός Προκοπίου υπήρξε άτυχος. Το 1922 συνελήφθη από τους Τούρκους και καταδικάστηκε σε θάνατο, κατάφερε όμως να διαφύγει με τη βοήθεια ενός Γάλλου αξιωματικού ονόματι Λαφόνς και να επιστρέψει στην Αθήνα.

Το 1940, με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, παρά τα 64 χρόνια του και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλάνιζαν –κυρίως έπασχε από άσθμα και βρογχικά– επέτυχε να πάρει ειδική άδεια, στις 27 Νοεμβρίου 1940, από τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, που του επέτρεπε να ξαναβρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τότε υπηρετούσαν στον στρατό και δύο γιοι του. Τελικά όμως δεν άντεξε. Πέθανε από συγκοπή στις 20 Δεκεμβρίου 1940 κοντά στο Τεπελένι της Αλβανίας, εξαντλημένος από τις κακουχίες των επιχειρήσεων και τις αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες. Η θερμοκρασία ήταν στους -20. Η σορός του μεταφέρθηκε τελικά στην Αθήνα, όπου κηδεύθηκε με τιμές εν ενεργεία συνταγματάρχη.

Από την παρουσία στο μέτωπο, σώθηκε δυστυχώς ένας μόνο πίνακας και αυτός ημιτελής, που απεικονίζει το Αργυρόκαστρο. Ο Προκοπίου, πριν αρρωστήσει, είχε στερεώσει το τελάρο του με τη λεγόμενη καλή επιφάνειά του μέσα στο καπάκι της μεγάλης κασετίνας του. Έτσι, όποιος άνοιγε την κασετίνα έβλεπε μια αδιάφορη επιφάνεια ενός σκούρου μουσαμά, που ήταν η πλάτη του έργου! Όταν λοιπόν κάποιοι άγνωστοι λεηλάτησαν τις αποσκευές του Προκοπίου από το στρατιωτικό αυτοκίνητο που τον έφερνε νεκρό στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 1940, δεν βρήκαν τον πίνακα αυτό!

Οι ιστορικές μαρτυρίες που κατέθεσε στις ελληνικές στρατιωτικές αρχές ο φιλόπατρης ζωγράφος σκιαγραφούν την τραγική κατάσταση την οποία βίωσε ο ελληνισμός με την έλευση του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη και ευρύτερα στη Μ. Ασία. «Η εν γένει κατάστασις των Ελλήνων αιχμαλώτων ιδιωτών εις το εσωτερικόν της Μ. Ασίας λυπηρά και αξιοθρήνητος από πάσης απόψεως» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και αποδεικνύει και η φωτογραφία που διασώζει το ΕΛΙΑ – ΜΙΕΤ

Η αφήγησή του για τη Μικρά Ασία

Αξία μεγάλου ιστορικού ντοκουμέντου έχει η αφήγηση που έκανε στις ελληνικές στρατιωτικές αρχές (στο 2ο γραφείο της Επανάστασης του 1922), όταν επέστρεψε από τη Μικρά Ασία, τον Δεκέμβριο του 1922. Η αφήγηση αυτή σώζεται στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.

Κατά την αφήγηση του Προκοπίου, όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας, μετά την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων, είχαν οχυρωθεί καλά από τον φόβο μιας νέας ελληνικής απόβασης. Στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης ήταν ο Ιτζεδίν πασάς, καταγόμενος από τα Ιωάννινα. Μιλούσε τέλεια ελληνικά και είχε διατελέσει προηγουμένως διοικητής μικτού αποσπάσματος μεραρχιών στον τομέα του Αφιόν Καραχισάρ.

Μετά την κατάληψη της Σμύρνης, στρατιωτικός διοικητής ανέλαβε ο Νουρεντίν πασάς. Ήταν αυτός που διέταξε το κάψιμο της Σμύρνης. Στη Σμύρνη, όταν κατελήφθη από τους Τούρκους, είχε συγκεντρωθεί πολύ πυροβολικό, ενώ μεγάλη δύναμη ιππικού βρισκόταν στο Αξάρι. Ο τουρκικός στρατός είχε αρχίσει να έχει καλό ιματισμό και να τρέφεται καλά. Η πειθαρχία των στρατιωτών εξασφαλιζόταν με τον φόβο, αλλά μπορούσε κανείς να διακρίνει τον κάματο από τη μακρά διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι στρατιώτες επιθυμούσαν να επανέλθουν στον πολιτικό βίο. Πάντως παρατηρούνταν συχνά φαινόμενα λιποταξιών. Υπήρχε επίσης ακόμα διαίρεση στον τουρκικό στρατό μεταξύ αυτών που ήταν υπέρ του σουλτάνου και των άλλων που ήταν υπέρ του Κεμάλ.

Πολιτικός διοικητής Σμύρνης είχε τοποθετηθεί ο εξάδελφος του Νουρεντίν, τρομερός διώκτης και αυτός των Χριστιανών. Ήταν επίσης και πρόεδρος της επιτροπής περισυλλογής εγκαταλειφθεισών χριστιανικών περιουσιών. Τις εκποιούσε και τα χρήματα τα έστελνε στην Άγκυρα. Στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στα παράλια εξακολουθούσαν να δρουν στίφη ατάκτων.

Στη Μενεμένη έδρευε μεραρχία υπό τον Κιαζήμ Καραμπεκίρ. 

Η κατάσταση των Ελλήνων αιχμαλώτων

Κατά την αφήγηση του Προκοπίου, μέσα στη Σμύρνη υπήρχαν ελάχιστοι αιχμάλωτοι αξιωματικοί. Υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες, που τους χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι σε διάφορες εργασίες. Στο Διοικητήριο υπήρχαν αρκετοί αιχμάλωτοι χωροφύλακες. Ανέφερε συγκεκριμένα ο μεγάλος ζωγράφος:

«Η εν γένει κατάστασις των Ελλήνων αιχμαλώτων ιδιωτών εις το εσωτερικόν της Μ. Ασίας λυπηρά και αξιοθρήνητος από πάσης απόψεως. Δεν διαιτώνται ειμή μόνον άπαξ της ημέρας δ’ άρτου μόνον και τούτου ελαχίστου, τελείως ανυπόδητοι και γυμνοί κεκαλυμμένα έχοντα τα διάφορα μέλη του σώματός των με ενδύματα κατασκευασμένα από τσουβάλια κ.λπ. Συμπεριφορά των Οθωμανών στρατιωτικών προς αυτούς λίαν βάναυσος και σκληρά, υβριζόμενοι και ξυλοκοπούμενοι αγριώτατα. Αποθνήσκωσιν αρκετοί καθ’ εκάστην εκ πείνης, κακουχιών, ψύχους και διαφόρων νόσων».

«Χιλιάδες χριστιανικών πτωμάτων ευρίσκονται ξαπλωμένα εις τους κάμπους»

Δραματική όμως ήταν η εικόνα των νεκρών στις διάφορες μάχες, που έμεναν άταφοι, όπως τις περιέγραψε το έμπειρο και διεισδυτικό μάτι του ζωγράφου και όπως αναγράφεται στην κατάθεσή του στις ελληνικές στρατιωτικές αρχές:

«Χιλιάδες χριστιανικών πτωμάτων ευρίσκονται ξαπλωμένα εις τους κάμπους, ανήκοντα ως επί το πλείστον εις χωρικούς Έλληνας μη προλαβόντων την αναχώρησιν. Εις Βουρνόβα όλα τα πηγάδια είναι γεμάτα πτωμάτων Χριστιανικών, δύναται δε να βεβαιώσει [σ.σ. ο Προκοπίου] ότι ουδείς κάτοικος της κωμοπόλεως ταύτης διεσώθη λόγω της κατά την κατάληψιν προβληθείσης υπό των κατοίκων αντιστάσεως».

Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο Προκοπίου ανέφερε ότι στο Σεβδίκιοϊ υπήρχε χαράδρα γεμάτη από εκατοντάδες πτωμάτων άταφων Χριστιανών, όπως και σε πολλά άλλα χωριά της περιφέρειας Σμύρνης.

Στον Άγιο Ιωάννη είχαν αφεθεί τέσσερις απαγχονισμένοι ιερείς, που τους είχαν κρεμάσει με τις αλυσίδες του κωδωνοστασίου, και άλλοι έξι κατακρεουργημένοι, που είχαν αφεθεί έξω από τον ναό. Το απεχθές αυτό περιστατικό είχε προκαλέσει τις διαμαρτυρίες του αμερικανικού και του ιταλικού προξενείου, που είχαν τραβήξει και σχετικές φωτογραφίες. Οι Τούρκοι κατά τον Προκοπίου είχαν ανατινάξει με δυναμίτιδα όλες τις ελληνικές εκκλησίες και ισοπέδωσαν όλα τα νεκροταφεία.

Από την παρουσία του στο μέτωπο, σώθηκε δυστυχώς ένας μόνο πίνακας και αυτός ημιτελής, που απεικονίζει το Αργυρόκαστρο

Τι διέσωσε ο Προκοπίου;

Ο παράτολμος Προκοπίου παρέμεινε στη Σμύρνη και κινηματογραφούσε τη μεγάλη πυρκαγιά που έβαλαν οι Τούρκοι. Συνελήφθη αμέσως, αλλά, προσποιούμενος τον ξένο υπήκοο, κατόρθωσε να πείσει αυτούς που τον συνέλαβαν ότι δεν είναι Έλληνας, αλλά Ευρωπαίος. Έτσι, αφέθηκε ελεύθερος και συνέχισε πλέον να φωτογραφίζει για καιρό. Φωτογράφιζε ακόμα και πασάδες!

Όταν τελικά με τη βοήθεια του Γάλλου αξιωματικού Λαφόνς κατόρθωσε να φύγει, έφυγε με συνθήκες Ευρωπαίου πολίτη. Δηλαδή δεν επέστρεψε με τις τραγικές συνθήκες της ανταλλαγής αιχμαλώτων. Αυτό του επέτρεψε να φέρει στην Ελλάδα ό,τι υλικό είχε συγκεντρώσει, οπτικό και εικαστικό. Και αυτό ακριβώς το υλικό έχει μεγάλη ιστορική αξία και αποτελεί εθνική παρακαταθήκη.

Κατά το έγγραφο των στρατιωτικών αρχών, ο Προκοπίου

«Έφερε μεθ’ εαυτού, ως περισωθείσας, όλας τας πολεμικάς ταινίας της Βενιζελικής εποχής και όλην την δράσιν του Συν/τος Πλαστήρα κατά την προέλασιν του Σαγγαρίου 14.000 μέτρων, 70 στρατιωτικούς πίνακας, ελαιογραφίας των νικών, μαχών και ηρωισμών του Ελληνικού στρατού, ον παρηκολούθησεν εκ του πλησίον. Πληθώραν συλλογής διαφόρων κλισέ και φωτογραφιών, καθώς και τας κάτωθι φωτογραφίας ληφθείσας κατά την μετά την κατάληψιν της Σμύρνης διαμονή του».

Ας δούμε όμως τον κατάλογο των πραγμάτων που κουβάλησε ο Προκοπίου στις αποσκευές του. Αναλυτικότερα, διέσωσε φωτογραφίες

—του Ιτζέτ πασά εξ Ιωαννίνων, διοικητή Σώματος Στρατού στο μέτωπο του Αφιόν,

—του Κιαζήμ πασά, Υπουργού Στρατιωτικών της κυβέρνησης της Άγκυρας,

—του Εμίν πασά, τέως επιτελάρχη του Νουρεντίν πασά και ήδη γενικού επόπτη της Σμύρνης,

—του Φαρούκ μπέη, διευθυντή του γραφείου κατασκοπίας Σμύρνης και γνώστη της γερμανικής, γαλλικής και ελληνικής γλώσσας,

—του Φεχμή μπέη, συνταγματάρχη του Στρατοδικείου Σμύρνης και επιτελάρχη του Ιτζεδίν πασά,

—του Ζία μπέη, κατάσκοπου Τούρκου αξιωματικού,

—του Μπεχλιβάν μπέη, αρχηγού των Τσετών,

—του Νουρεντίν πασά,

—του Σελαϊντίν πασά, αντιπροσώπου της κυβέρνησης της Άγκυρας στην Κωνσταντινούπολη με το αξίωμα του Υπουργού,

—του Κιαζήμ πασά, διοικητή της Στρατιάς Μενεμένης,

—του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης της Άγκυρας,

—του Ιτζέπ πασά με το επιτελείο του,

—της εισόδου του Φεβζή πασά στο Σαλ τζαμί,

—του τουρκικού πυροβολικού την παραμονή της επίθεσης στο Αφιόν Καραχισάρ,

—της παρέλασης του τουρκικού στρατού μετά την κατάληψη της Σμύρνης,

—της διέλευσης Τούρκων στρατιωτών από τον Σαγγάριο,

—του ελληνικού αεροπλάνου που υπήρξε λάφυρο των Τούρκων, ενός ακόμη ελληνικού πυροβόλου –επίσης λαφύρου– καθώς και φωτογραφία γαλλικού κατεστραμμένου αεροπλάνου,

—της διέλευσης του τουρκικού στρατού από την Πούντα, αλλά και προ της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ,

—με τσέτες ιππείς,

—Κωνσταντινουπολιτών Τούρκων που συγχαίρουν τον Κεμάλ για την κατάληψη της Σμύρνης,

—της δοξολογίας μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη και τέλος, φωτογραφία με την προκυμαία της Σμύρνης την παραμονή της κατάληψης. 

Ο Γεώργιος Προκοπίου παρουσίασε το 1923, στις αίθουσες της Σχολής Καλών Τεχνών, τους 70 περίπου πίνακες με θέματα από το μέτωπο, ενώ το 1924 η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε για τις υπηρεσίες του το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας.

Ο Προκοπίου ήταν ο ζωγράφος που έζησε τον πόλεμο από την πρώτη γραμμή. Έζησε με τους φαντάρους στα αντίσκηνα, μοιράστηκε μαζί τους την ξερή κουραμάνα, δίψασε, ανέπνευσε τον καπνό της μάχης, βίωσε την αγωνία των μαχητών και τα απεικόνισε όλα με τον χρωστήρα του ή τον φακό του. Το έργο του μας δίνει την πραγματικότητα μέσα από τους εθνικούς αγώνες. Έργο ενός ήρωα.

ΠΗΓΗ: Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα «Νεώτερη ελληνική ιστορία – Σκόρπια θέματα ελληνικής ιστορίας», sitalkisking.blogspot.com στις 22 Μαΐου 2022, από όπου προέρχεται και το σύνολο του φωτογραφικού υλικού.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.