Συμβολη στην εκκλησιαστικη ιστορια της Ιερας Μητροπολεως Μαρωνειας και της νησου Θασου

Η αντίδραση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμόθεου Ματθαιάκη για την εν έτει 1953 υπαγωγή της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και για την εν έτει 1962 συνοδική απόφαση περί της προσαρτήσεως αυτής στην Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης

Είναι γεγονός ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι η κατά τον ΙΔ΄ αιώνα υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανυψωθείσα μέχρι τότε Αρχιεπισκοπή Μαρωνείας σε Μητρόπολη, κατά το διάβα του χρόνου πολλάκις ευρέθη αντιμέτωπη τόσο με τις επιδρομές αλλοφύλων όσο και με λίαν δυσχερείς και δεινώς επικρατούσες οικονομικές συνθήκες οπότε η Πρωτόκλητος και Πρωτόθρονος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία αναγκάσθηκε να υποβιβάσει αυτή σε «Πατριαρχική Εξαρχία», τόσο κατά το β΄ ήμισυ του ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνος, όσο και κατά το α΄ ήμισυ του ΙΖ΄ αιώνος, ήτοι κατά το έτος 1620, επειδή η εν λόγω εκκλησιαστική επαρχία «ερημωθείσα», «διά το του καιρού άστατον», ευρέθη εν απολύτω παρακμή. Όταν όμως αισίως ανέκαμψε το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεκατέστησε και πάλι την ιστορική εκκλησιαστική επαρχία Μαρωνείας σε εν ενεργεία Μητρόπολη του της Κωνσταντινουπόλεως Πρώτου Θρόνου.

Άξιο ιδιαιτέρας ιστορικής μνείας είναι το γεγονός ότι περί το έτος 1620 η Μητρόπολη Μαρωνείας εξ αιτίας των δυσβάστακτων φορολογικών και λοιπών καταπιέσεων και βαρών επί των ασθενικών ώμων των υποδούλων Ορθοδόξων Χριστιανών αυτής από μέρους της Υψηλής Πύλης, που είχαν ως συνέπεια, όπως επισημαίνει ο Πέτρος Γεωργαντζής, «πολλοί Χριστιανοί να αλλαξοπιστούν και να εξισλαμίζονται και αφ’ ετέρου λόγω της πλημμυρίδας των μουσουλμάνων Γιουρούκων και λοιπών Οθωμανικών φυλών που μεταφέρθηκαν και διασπάρησαν στην εύφορη πεδιάδα της περιοχής, κατέστη «έρημος ανθρώπων (Χριστιανών) και στερησκομένη της ανηκούσης αυτής προόδου». Η τραγικώς δραματική απομείωση του χριστιανικού ποιμνίου και η συνεπακόλουθη μεγάλη οικονομική δυσπραγία και δυσχέρεια που επικρατούσε στην εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Μαρωνείας οδήγησε την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «ως καλός γεωργός και φυτοκόμος άριστος» να υποβιβάσει αυτήν σε Πατριαρχική Εξαρχία (εύρε την μητρόπολιν Μαρωνείας κατακεχωσμένην εν αφανεί και αγνοουμένην παρά αυτή προσόδου τε και τιμής και το χείρον, πνευματικής διδασκαλίας αμοιρούσαν και νουθεσίας πατρικής και τοσούτου μάλλον περιππεύσαντος καιρού υπό εξαρχίαν τελείσθαι και καταπατείσθαι υπό των τυχερών και φθείρεσθαι κατ’ άμφω).

Η ανύψωση της πατριαρχικής εκκλησιαστικής επαρχίας Μαρωνείας από «Πατριαρχική Εξαρχία» και πάλι σε εν ενεργεία Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου συνέβη κατά τον Δεκέμβριο του έτους 1646, όταν ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄μετά της περί Αυτόν εν Φαναρίω Αγίας και Ιεράς Συνόδου εξέδωσαν «Συνοδικό Τόμο» όπου ορίζετο σαφώς «…ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον, η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο μητρόπολις, έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένα και υποκείμενα αυτή τα ποτέ πατριαρχικά δύο νησιά, Θάσο και Σαμοθράκη, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα…». Καθίσταται δε ευκόλως αντιληπτό ότι τα δύο «Πατριαρχικά νησιά», Θάσος και Σαμοθράκη, τα οποία ήταν «Πατριαρχικές Εξαρχίες» του Οικουμενικού Θρόνου, υπήχθησαν υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας για την επιβίωσή της μέσω της αυξήσεως του χριστεπωνύμου πληρώματος αυτής και της συνεπακολούθως βελτιώσεως των οικονομικών της.

Το εν έτει 1646 εκδοθέν υπό της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας σημαντικό ιεροκανονικό εκκλησιαστικό κείμενο του «Συνοδικού Τόμου» διά του οποίου αποκαθίστατο η μέχρι τότε εκκλησιαστική επαρχία Μαρωνείας από «Πατριαρχική Εξαρχία» σε εν ενεργεία Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου, αποτελεί συγχρόνως και λίαν αξιόπιστη ιστορική πηγή και μαρτυρία για πλείστα όσα γεγονότα συνέβαιναν καθώς και για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες επικρατούσαν κατ’ εκείνη την ιστορική περίοδο στην ευρυτέρα περιοχή της Θράκης, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα κάτωθι:

 «+Ιωαννίκιος Ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.

Γεωργού τε και φυτοκόμου ίδιον το μη μόνον αιρείσθαι γην αγαθήν τε και εύκαρπον ως πλεονάζειν τον άσταχυν τριάκοντα, εξήκοντα και εκατόν αλλά και των φυτών όσα ευγενή τε και ήμερα και καρπόν δυνάμενα προσενεγκείν, αγαθόν τε και κάλλιστον, επωφελή τε άμα και επαινετόν. Και τούτου όσα μεν οργώσι και περιττόν αφιάσι κλάδον περικόπτειν και αφαιρείν, όσα δε πάλιν των ικμαλέων εισί και ευωδεστέρων, της προσούσης αυτώ επιμελείας επάρδειν τε και περιθάλπειν εις αύξησιν και προκοπήν αυτών, εν οις και του καιρού ενδιδόντος δυναμούσθαι και ερριζούσθαι έσονται προς τε πληθυσμόν αυτών και ευχρηστίαν.

Τοίνυν και η καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, ως καλός γεωργός και φυτοκόμος άριστος, φροντίζουσα ως έθος αυτή, των όσα θεοφιλή και τω κοινώ πληρώματι αυτής επωφελή εισί και εμμελώς αναζητούσα εύρε την μητρόπολιν Μαρωνείας κατακεχωσμένην εν αφανεί και αγνοουμένην παρά πολλοίς άτε έρημην ούσαν ανθρώπων και στερησκομένην της ανηκούσης αυτή προσόδου τε και τιμής, και το χείρον, πνευματικής διδασκαλίας αμοιρούσαν και νουθεσίας πατρικής και τοσούτου μάλλον παριππεύσαντος καιρού υπό εξαρχίαν τελείσθαι και καταπατείσθαι υπό των τυχόντων και φθείρεσθαι κατ’ άμφω.

Έγνω δειν ανακαινίσαι ταύτην και εις την αρχαίαν αποκαταστήσαι τιμήν και καθέδραν, το τε ενδεές αυτής αναπληρώσαι και το ελλείπον εξισώσαι επί αυξήσει αυτής και συντηρήσει της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Και τούτου προσετέθη αυτή παρεπομένως τα δύο πατριαρχικά νησιά, Θάσος και Σαμοθράκη, επί βοηθεία αυτής και συστάσει, ως δύνασθαι τον κατά καιρούς αυτή προστατεύοντα επιχορηγείν ευχέρως μάλλον προς την Μ. Εκκλησίαν τα οφειλόμενα, και ταύτα του κανόνος διαγορεύοντος μικροτέρας χώρας μηδένα αρχιερατεύειν επί καταφρονήσει του αρχιερατικού υψώματος.

Τούτου χάριν και η μετριότης ημών, ακριβώς και ασφαλώς διασκεπτομένη και το περί τούτου εν συνέσει, και ως είκος, δοκιμασία και απταίστω πείρα και πληροφορία αληθή διεγνωκυία, γράφει συνοδικώς και εν αγίω παρακελεύεται Πνεύματι, ειδήσει και γνώμη της ιεράς και υπερτελούς των αρχιερέων ομηγύρεως, των τε τιμιωτάτων κληρικών και των ευγενεστάτων αρχόντων της πολιτείας, ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον, η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο μητρόπολις έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένα και υποκείμενα αυτή τα ποτέ πατριαρχικά δύο νησία, Θάσον και Σαμοθράκην, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα, και χειροτονηθείη εν αυτή τη Μαρωνεία γνήσιος και καθολικός αρχιρεύς αυτής και νόμιμος μητροπολίτης, υπείκων και υποτασσόμενος τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία κατά τους λοιπούς των αρχιερέων, παρέχων αυτή το βασιλικόν αυτού χαράτζιον φλωρία χρυσά τριάκοντα και τα λοιπά άλλα δικαιώματα, όσα κοινώς επιρρίπτονται αυτώ κατά καιρούς υπό της ιεράς των αρχιερέων συνόδου, ποιμαίνειν τον εκείσε υπ’ αυτού Χριστώνυμον λαόν κατά την περίληψιν της πράξεως αυτού εκλεγείς τη κανονική ψήφω και επιτραπείς παρά της Εκκλησίας, της μητρός πασών των εκκλησιών.

Όθεν εις δήλωσιν και ασφάλειαν διηνεκή εγένετο και ο παρών συνοδικός τόμος, καταστρωθείς εν τώδε τω ιερώ της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας κώδικι.

Εν έτει σωτηρίω αχμς΄ εν μηνί Δεκεμβρίου. Ινδικτ. ΙΕ΄».

Από του σωτηρίου έτους 1646 και μέχρι το έτος 1932 η «Πατριαρχική νήσος» Θάσος υπήγετο αδιαλείπτως στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, αλλά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή επειδή πολλοί από τους Πατριαρχικούς Αρχιερείς των απορφανεμένων του ποιμνίου τους Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν εμπερίστατοι, η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία ήχθη στην απόφαση να αποκαταστήσει τους συγκεκριμένους εμπερίστατους Μητροπολίτες αυτής μέσω της ιδρύσεως προσωποπαγών Μητροπόλεων κυρίως στις εν Ελλάδι επαρχίες αυτής, ήτοι των λεγομένων «Νέων Χωρών», στην Μακεδονία, στην Θράκη και στις νήσους του Βορειοανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων επελέγη και η νήσος Θάσος, η οποία κατόπιν της σχετικής Πατριαρχικής και Συνοδικής αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου απεσπάσθη προσωρινώς, «άχρι καιρού», κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 1924, της εκκλησιαστικής κανονικής δικαιοδοσίας της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και απετέλεσε την εκκλησιαστική έδρα της αρτισυσταθείσης ανεξαρτήτου προσωπαγούς «Ιεράς Μητροπόλεως Θάσου» της οποίας πρώτος και μοναδικός Μητροπολίτης αυτής ανεδείχθη ο από Προικοννήσου Ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου Γεώργιος (Μισαηλίδης), ο οποίος ετιτλοφορείτο ως «Ιερώτατος Μητροπολίτης Θάσου υπέρτιμος και έξαρχος Αιγαίου Πελάγους». Όταν όμως κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1932 ο Μητροπολίτης Γεώργιος μετετέθη στην Ιερά Μητρόπολη Παραμυθίας, η προσωποπαγής Μητρόπολη Θάσου κατηργήθη και επανυπήχθη στην εκκλησιαστική κανονική διακαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Ο δε αοίδιμος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας σε σχετική μελέτη του μνημονεύει ότι ο Αναγκαστικός Νόμος 2170/1940 «Περί Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος» εις το 13 άρθρον ομιλεί και πάλι περί «Μητροπόλεως και Θάσου».

Όταν όμως κατά τον Δεκέμβριο του έτους 1952 εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος Κωνσταντίνου (1941-1952),ο τελευταίος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου, επί σχεδόν ένα και ήμισυ έτος, ήτοι μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 1954, κατόπιν της σχετικής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορίσθηκε ως Τοποτηρητής της χηρευσάσης Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας ο Μητροπολίτης Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσόστομος Χατζησταύρου (1924-1962), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1962-1967), ο οποίος αξιοποιώντας ή μάλλον εκμεταλλευόμενος, συστηματικώς και μεθοδικώς, την λίαν ευνοϊκή εκκλησιαστική συγκυρία της συνοδικής τοποθετήσεώς του ως Τοποτηρητού της χηρευσάσης Μητροπόλεως Μαρωνείας και εν τέλει επέτυχε εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος, μετά την παρέλευση ούτε καν δύο μηνών από της αναλήψεως των εκκλησιαστικών καθηκόντων αυτού ως Τοποτηρητού, ήτοι κατά Φεβρουάριο του έτους 1953, κατόπιν συνοδικής αποφάσεως και εκδόσεως ακολούθως Βασιλικού Διατάγματος, «παρά τας πανταχόθεν δημοσιευθείσας και ακουσθείσας διαμαρτυρίας του Πληρώματος της ημετέρας Επαρχίας», όπως γράφει διαμαρτυρόμενος και αντιδρών προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο μετέπειτα εκλεγείς νέος Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος Ματθαιάκης, την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική διακαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως όπου ο ίδιος ήταν επιχώριος Μητροπολίτης και Ποιμενάρχης (Δυνάμει του υπ’ αρίθμ. 2353/31.3.1953 Νόμου. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, αρίθμ. Φύλλου 77). Το ισχυρότερο επιχείρημα μάλιστα του Μητροπολίτου Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσοστόμου, το οποίο συνετέλεσε στην ευόδωση των προσπαθειών του ήταν ότι η σχετική απόφαση περί της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και η υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως ανταπεκρίνετο απολύτως τόσο στις διοικητικές όσο και ποιμαντικές ανάγκες των κατοίκων της νήσου, διότι αυτοί μέχρι τότε πολιτικώς μεν υπήγοντο στην Καβάλα, εκκλησιαστικώς δε στην Κομοτηνή, έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Θάσου. Σημειωτέον δε εν προκειμένω ότι η νήσος Σαμοθράκη, η οποία από του έτους 1646 υπήγετο στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, υπήχθη στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της αρτισυστάτου εν έτει 1922 Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, μετά το έτος 1924, αφ’ ότου δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 6 Νοεμβρίου 1924, με την υπ’ αρίθμ. 3939 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη αυτού κατά το «είωθε τα εκκλησιαστικά συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς πράγμασιν», προέβη στον επανακαθορισμό των εκκλησιαστικών κανονικών και διοικητικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων αυτού στην Ελλάδα, ήτοι των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων «Νέων Χωρών».

Κατά την επίσημη εκκλησιαστική τελετή της κανονικής υπαγωγής και ενσωματώσεως της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως και της ενθρονίσεως του πρώτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου, η οποία έλαβε χώρα κατά την 8η Αυγούστου του 1953 στη πρωτεύουσα της νήσου, στον Λιμένα, και στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εξεφώνησε τον επιβατήριο ή ενθρονιστήριο λόγο του, αναφέροντας μεταξύ άλλων και τα κάτωθι:

«Αγαπητά εν Κυρίω τέκνα της νήσου Θάσου.

Μετά την εις Κύριον εκδημίαν του κυριάρχου ημών Ιεράρχου κ. Βασιλείου, ου αιωνία έστω η μνήμη, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αξιοχρέω προνοία λαβούσα υπ’ όψιν αιτήσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών, κατοίκων της υμετέρας νήσου, περιβληθείσας διά του κύρους  και της υποδείξεως της καθ’ ημάς Νομαρχίας και εκτιμήσασα διαβήματα προς αυτήν του τε Υπουργού και από δεκαετηρίδων πολιτευτού εν αυτή κυρίου Αυγούστου Θεολογίτου και των εν ενεργεία αξιοτίμων βουλευτών υμών εν τη συνεδρία αυτής της 5ης του μηνός Φεβρουαρίου ενεστώτος έτους απεφάσισε παμψηφεί και απέσπασε μεν από της τέως εκκλησιαστικής εξαρτήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας την νήσον ημών ταύτην, προσήρτησε δε ταύτην εις την Ιεράν Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως.

Εις την απόφασιν ταύτην ήχθη η Αγία και Ιερά Σύνοδος, διότι απέβλεπεν εις την ουκ ευκαταφρόνητον απόστασιν την χωρίζουσαν την νήσον της Κομοτηνής, της έδρας της Ιεράς Μητροπόλεως, ήτις απόστασις καθιστά δυσχερεστάτην την μετ’ αυτής επικοινωνίαν προς επίλυσιν των εκάστοτε εμπιπτόντων ζητημάτων και την μικράν απόστασιν αυτής από της πόλεως Καβάλας, ήτις απόστασις ευνοεί την ευχερή και αδιάκοπον μετ’ αυτής επικοινωνίαν.

Την απόφασιν ταύτην της Αγίας και Ιεράς Συνόδου περιέβαλε συνωδά των κατασταστικών νόμων της Εκκλησίας της Ελλάδος  διά της εγκρίσεως αυτού το σεβαστό Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δημοσιεύσαν τον υπ’ αρίθμ.2353 της 31ης Μαρτίου ε.έ εν τω αρ.77 του πρώτου τεύχους της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως νόμον, ον ηκούσατε αναγνωσθέντα.

Διά των πράξεων όθεν τούτων η Αγιωτάτη Εκκλησία της παλαιφάτου υμών νήσου αποτελεί ήδη την ηνωμένην Μητρόπολιν Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

Η εκ του γεγονότος τούτου ηθική ικανοποίησις των Ορθοδόξων Χριστιανών της νήσου ταύτης και η πνευματική χαρά η εκδηλωθείσα δι’ αναφοράν προς τε την Ιεράν Σύνοδον και προς το Προϊστάμενον Υπουργείον και προς την εμήν ταπεινότητα, τον νέον αυτών πνευματικόν Ποιμένα, είναι πρόσθετος ένδειξις της επιτυχούς προς το συμφέρον των Χριστιανών λύσεως του σπουδαίου ζητήματος, το οποίον εδημιουργείτο μετά πάσαν χηρείαν της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας…».

Από της κατά την 26η Μαρτίου 1954 εκλογής του από Μυρέων, νέου Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη (1954-1974), ήλθε στο προσκήνιο και πάλι το όλο ζήτημα της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας – και μάλιστα σε μιά χρονική περίοδο κατά την οποία ως χηρευούσα εκκλησιαστική επαρχία και Μητρόπολη ήταν ακέφαλη – και την υποταγή αυτής στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως, όταν ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος πολλάκις έθεσε εγγράφως το ζήτημα στην Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και  με επισημότερο τρόπο ακόμη και ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας, κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 1959, διότι όπως ο ίδιος γράφει: «Η Ιερά Μητρόπολις μέχρι 31ης Μαρτίου 1953 περιελάμβανε και την νήσον Θάσον. Κατά την χηρείαν του Θρόνου ηκρωτηριάσθη, της Θάσου προσαρτηθείσης εις την Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως. Ούτω, απεστερήθη η Επαρχία ενός αξιολόγου τμήματος, έχοντος ομοιογενή πληθυσμόν, εκ του οποίου σημαντικώς ενισχύετο η Μητρόπολις κατά το παρελθόν. Πολλάκις εφέραμεν το ζήτημα εγγράφως ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ως και ενώπιον της Σεπτής Ιεραρχίας, τον Οκτώβριον του 1959. Εξ αφορμής της ληφθείσης υπό της Ιεράς Συνόδου, το έτος 1962, αποφάσεως περί προσαρτήσεως της Θάσου εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ξάνθης, υπεβάλομεν εις Αυτήν… Υπόμνημα, το οποίον ελήφθη σοβαρώς υπ’ όψιν, συνετέλεσε δε, μεταξύ άλλων, εις την ανάκλησιν της αποφάσεως και την παραπομήν του ζητήματος εις την Ιεραρχίαν».

Είναι γεγονός ότι κατά το έτος 1962, όταν ο Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1962-1967), προέβη σε μιά όλως παραδόξως αντιφατική απόφαση και πρωτοβουλία ζητώντας από την Αγία και Ιερά Σύνοδο την λήψη επισήμου αποφάσεως, όπερ και εγένετο, για την προσάρτηση της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου, καίτοι προ μιάς δεκαετίας ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει σθεναρώς και εν τέλει επέτυχε την απόσπαση της Θάσου από την κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική διοικητική  και κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως της οποίας μάλιστα ήταν Μητροπολίτης και Ποιμενάρχης. Περί δε του εκκλησιαστικού παρασκηνίου το οποίο οδήγησε την Αγία και Ιερά Σύνοδο στην λήψη μιάς τέτοιας θετικής αποφάσεως υπέρ της σχετικής διεκδικήσεως της νήσου Θάσου από την Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης κάνει λόγο ο Αθανάσιος Αγγελόπουλος σε σχετική μελέτη του, υπό τον τίτλο: «Η διαμόρφωσις των ορίων της Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου», όπου αναφερόμενος στο εκ του μη όντος εξαίφνης ανακύψαν εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα, επισημαίνει ότι όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου και Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων ήταν ο όμορος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (1958-1984), επισημαίνει ότι οι σχετικές προσπάθειες και ενέργειες για την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου προήρχοντο από πλευράς της Μητροπόλεως Ξάνθης όταν Μητροπολίτης αυτής ήταν ο Αντώνιος (1954-1994), ο οποίος προφανώς τελούσε σε πλήρη συνεννόηση και αγαστή συνεργασία με τον Τοποτηρητή Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο, αφού κατά την περίοδο αυτή της τοποτηρητείας αυτού στην Ιερά Μητρόπολη Φιλίππων υπήρξαν ανάλογες ενέργειες και για την συνένωση της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως μετά της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

Ωστόσο, παρά την σχετική θετική απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου περί αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιερά Μητροπόλεως Φιλίππων και της υπαγωγής αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιερά Μητροπόλεως Ξάνθης, τούτο δεν κατέστη εφικτό, αφενός μεν λόγω της αντιδράσεως των κατοίκων της Θάσου, επειδή ακριβώς μιά τέτοια απόφαση και εξέλιξη δεν ανταπεκρίνετο στις ουσιαστικές και αντικειμενικές διοικητικές, ποιμαντικές και πνευματικές εκκλησιαστικές ανάγκες τους, εάν ληφθεί υπόψιν ότι οι Θάσιοι εξυπηρετούνταν ταχύτερα από την εγγύτερη προς την νήσο τους πόλη της Καβάλας, όπου και η εκκλησιαστική διοικητική έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, αφετέρου δε λόγω της σθεναράς αντιδράσεως του τότε Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη, ο οποίος ευθέως και ευθαρσώς, αλλά και με τον πλέον ρητό και κατηγορηματικό τρόπο έθεσε το όλο ζήτημα στην Αγία και Ιερά Σύνοδο, καίτοι Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν ο από Φιλίππων Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου), ο και πρωτεργάτης του όλου εγχειρήματος της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, καταθέτοντας και σχετικό υπόμνημα, γεγονός το οποίο συνετέλεσε αποφασιστικώς στην ανάκληση της σχετικής συνοδικής αποφάσεως και το σοβαρό αυτό εκκλησιαστικό ζήτημα απεφασίσθη εν τέλει να έλθει προς οριστική διευθέτηση ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το εν έτει 1962 υποβληθέν στην Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ευσύνοπτο και λίαν τεκμηριωμένο με αδιάσειστα ιεροκανονικά και ακραιφνώς νομικά κριτήρια εκκλησιαστικό υπόμνημα του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου, που δημοσιεύουμε στην παρούσα μελέτη από το προσωπικό αρχείο αυτού και είναι κατατεθημένο στα αρχεία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, με το οποίο ο αοίδιμος Ιεράρχης επειχειρηματολογούσε για την αναγκαιότητα της ανακλήσεως της προειρημένης συνοδικής αποφάσεως, όπερ και εγένετο, περί της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου και της προσαρτήσεως αυτής στην Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθωρίου και όχι στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας στην οποία με την εν έτει 1646 επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήγετο επί 307 συναπτά έτη και εκ της οποίας απεσπάσθη κατά το έτος 1953, έχει ως εξής:

«Ευσεβάστως εκφράζομεν τη Αγία και Ιερά Συνόδω την κατάπληξιν ημών εκ της δημοσιευθείσης εις τον Τύπον πληροφορίας, καθ’ ην απεφάσισεν Αύτη την προσάρτησιν την νήσου Θάσου εις την Ι. Μητρόπολιν Ξάνθης, ήτις απόφασις έχει εξερεθίσει σοβαρώς και τον Λαόν της ακριτικής ημετέρας Θεοσώστου Επαρχίας.

Διά την απόφασιν ταύτην ευλαβώς υποβάλλομεν την παρούσαν διαμαρτυρίαν διά τους κάτωθι σοβαρωτάτους καθ’ ημάς λόγους:

1. Η νήσος Θάσος αποτελεί τμήμα της καθ’ ημάς Θεοσώστου Επαρχίας, το όνομα της οποίας περιελαμβάνετο εις τον τίτλον αυτής «Ιερά Μητρόπολις Μαρωνείας και Θάσου» μέχρι του έτους 1953.

Κατά την χηρείαν της Ιεράς ημών Μητροπόλεως, αποφάσει της Διαρκούς Ι. Συνόδου, προσηρτήθη δυνάμει του υπ΄ αρίθμ. 2353/31-3-1953 Νόμου η νήσος Θάσος εις την Ι. Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως, παρά τας πανταχόθεν δημοσιευθείσας διαμαρτυρίας του Πληρώματος της ημετέρας Επαρχίας. Διά την προσάρτησιν ταύτην ελήφθη η συγκατάθεσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ημείς, εκλεγέντες και κατασταθέντες εν τη ουτωσί κολοβωθείση Επαρχία ημών, εσεβάσθημεν την απόφασιν της Ι. Συνόδου και απεφύγομεν επιμελώς να θέσωμεν τοιούτον ζήτημα, καίτοι επιστεύομεν και εξακολουθούμεν να φρονώμεν, ότι υφίσταται ανοικτόν το θέμα τούτο, δι’ ους λόγους εξεθέσαμεν ενώπιον της Σεπτής Ιεραρχίας κατά την έκτακτον σύγκλησιν Αυτής του Οκτωβρίου του 1959. Συζητουμένων υπό της Σεπτής Ιεραρχίας του σχεδίου του Καταστατικού Χάρτου και συγκεκριμένως του άρθρου του αναφερομένου εις τας Ιεράς Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν ω ανεγράφετο η ημετέρα Μετριότης υπό μόνον τον τίτλον «Μαρωνείας», ηναγκάσθημεν να ζητήσωμεν την επιστροφήν της νήσου Θάσου διά νομικούς και κανονικούς λόγους, αλλά και ίνα μη η σιωπή ημών κατά την συζήτησιν του πίνακος των Ι. Μητροπόλεων εκληφθή ως σιωπηρά και αδιαμαρτύρητος αναγνώρισις de facto της γενομένης αποσπάσεως της Θάσου, δι’ ην θα εφέρομεν ιστορικήν ευθύνην.

Η νήσος Θάσος έχει παραχωρηθή εις την Μητρόπολιν Μαρωνείας από του έτους 1646 υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιωαννικίου, δυνάμει Τόμου Συνοδικού, «ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο Μητρόπολις έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένοι και υποκείμενα αυτή τα ποτέ Πατριαρχικά δύο νησία Θάσον και Σαμοθράκην, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα…». Η παραχώρησις της νήσου Θάσου εις την Μητρόπολιν Μαρωνείας εγένετο «προς βοήθειαν αυτής και σύστασιν…». Δυστυχώς όμως, πριν ο ήλιος παύση να περιτρέχει τον ίδιον κύκλον, η Μητρόπολις ημών απεστερήθη και της νήσου Θάσου, επανελθούσα εις την προτέραν αυτής θλιβεράν κατάστασιν, εξ ης η χειρονομία του Οικουμενικού Πατριάρχου απεσκόπει να την εξαγάγη οριστικώς.

2. Η απόφασις της Διαρκούς Ι. Συνόδου του 1953 περί προσαρτήσεως της Θάσου εις την Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως ήτο αντικανονική, διότι, ναι μεν εγένετο κατά την χηρείαν του Θρόνου, αλλ’ ουχί διά της κανονικής οδού, τουτέστι δι’ αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή της Ιεραρχίας, μόνης αρμοδίας εν προκειμένω να ρυθμίζη οριστικώς και αμετακλήτως τα όρια των Επαρχιών και ουχί της μικράς Ιεράς Συνόδου, συμφώνως τη ισχυούση σχετική διατάξει του Νόμου 2170/40.

3. Η πρότριτα ληφθείσα Συνοδική απόφασις περί προσαρτήσεως της νήσου Θάσου εις την Ι. Μητρόπολιν Ξάνθης είναι ομοίως αντίθετος προς την κανονικήν τάξιν και παράδοσιν της Εκκλησίας, επί πλέον δε και παράνομος, διότι αντίκειται προς την υφισταμένην Νομοθεσίαν, ορίζουσαν:

α) Ανωτάτην Εκκλησιαστικήν Αρχήν την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, εις τας αρμοδιότητας της οποίας (Β.Δ.16-12-1959, άρθρον 4 εδάφ.Δ΄) υπάγεται και το ζήτημα της ρυθμίσεως των ορίων, περί ου προβλέπει το άρθρον 1 παράγρ.2 εδάφ, γ΄του Νόμου 3952/21-4-59.

β) Είναι αντίθετος προς σχετικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, δι’ ης ανετέθη εις Επιτροπήν εξ Αρχιερέων και Δ/ντών Υπουργείων η μελέτη και η εισήγησις του όλου θέματος της διαρρυθμίσεως των ορίων των περιφερειών των Ι. Μητροπόλεων, εφ’ ων τον τελευταίον λόγον έχει η Σεπτή ιεραρχία.

γ) Ειδικώς περί της νήσου Θάσου, η ληφθείσα απόφασις υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όλως αναρμοδίως, εφ’ όσον δεν περιλαμβάνεται εις τας εν τω άρθρω 8 αρμοδιότητας Αυτής, εγένετο παρά το γεγονός, ότι το ζήτημα της αποδόσεως της νήσου εις την καθ’ ημάς Ι. Μητρόπολιν Μαρωνείας είναι τεθειμένον ενώπιον της Ιεραρχίας, ευμενώς δεχθείσης την πρότασιν ημών, επιφυλαχθείσης δε να λάβη απόφασιν κατά τον καθορισμόν των ορίων όλων των Επαρχιών.

δ) Επιτραπείτω δε να φρονώμεν, ότι δεν είναι και δικαία η απόφασις, διότι, εάν λόγοι σοβαροί συντρέχουσιν εις την ενίσχυσιν της ομόρου Ι. Μητροπόλεως Ξάνθης, της οποίας το αίτημα μετά συμπαθείας πολλής αναγνωρίζομεν, τουλάχιστον ίσης σοβαρότητος λόγοι, αν μη μεγαλυτέρας, επιβάλλουσι την απόδοσιν της νήσου εις την εξ ης απεσπάσθη προ εννέα ετών Επαρχίαν ημών και διά λόγους σοβαρότητος, διότι δεν είναι ορθόν εντός μιάς δεκαετίας να αλλάσση το τμήμα τούτο της Χώρας τρεις κυρίους.

4. Η Ι. Μητρόπολις Μαρωνείας έχει μικρόν πληθυσμόν κατοίκων, εξ ων μόλις 50.000 κάτοικοι είναι Χριστιανοί, το δε μεγαλύτερον μέρος, ήτοι 60.000 περίπου τυγχάνουσι Μουσουλμάνοι. Μόλις είναι ανάγκη να είπωμεν, ότι δεν είναι δικαιοσύνη να ενισχύωνται Μητροπόλεις εις βάρος άλλων Μητροπόλεων, μη δυναμένων αλλαχόθεν να ενισχυθώσι, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον καταδικάζονται μικραί και πτωχαί Επαρχίαι εις μαρασμόν, εφ’ όσον φυτοζωούσαι δεν είναι εις θέσιν να συντηρηθώσιν, ούτε δε και το ευάριθμον Προσωπικόν αυτών να μισθοδοτήσωσιν, ως συμβαίνει εις την Επαρχίαν ημών, χωρίς να δύναται να γίνη λόγος βεβαίως αναπτύξεως ευρυτέρας Εκκλησιαστικής δραστηριότητος δι’ ανυπάρκτων οικονομικών μέσων και δυνατοτήτων.

Κατά ταύτα, ευσεβάστως παρακαλούμεν την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον, όπως αναθεωρήση την απόφασιν Αυτής, ληφθείσαν ερήμην της Ιεράς ημών Μητροπόλεως, και παραπέμψη το ζήτημα εις την συγκληθησομένην Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, μόνην αρμοδίαν να αποφασίση οριστικώς και τελεσιδίκως επί της διαρρυθμίσεως των ορίων πασών των Ιερών Μητροπόλεων.

Ευπειθέστατος και αγαπητός εν Χριστώ αδελφός

+Ο Μαρωνείας Τιμόθεος»

Η υποβολή του ως άνω υπομνήματος υπό του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου συνετέλεσε τα μέγιστα και επέδρασε αποφασιστικώς στην ανάκληση της προληφθείσης αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου για την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου προκειμένου να υπαχθεί στην κανονική διακαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης. Έκτοτε το εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές διότι έμελλε να ληφθεί οριστική συνοδική απόφαση υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την σχεδιαζόμενη διαρρύθμιση των εκκλησιαστικών διοικητικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων, αλλά εν τέλει ουδέποτε ετέθη το σχετικό ζήτημα επί τάπητος ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας, οπότε και οι προσπάθειες της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης για ενσωμάτωση της νήσου Θάσου εντός των ορίων της εκκλησιαστικής εδαφικής δικαιοδοσίας αυτής εναυάγησαν. Μόνο μετά την εν έτει 1974 μετάθεση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη στην αρτισυσταθείσα Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας (1974-1992), ο διάδοχος αυτού Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Δαμασκηνός Ρουμελιώτης (1974-2012) απεπειράθη ανεπιτυχώς να επαναφέρει την επανεξέταση του από του έτους 1962 εκκρεμούντος  αιτήματος  περί της διεκδικήσεως και  επανυπαγωγής της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής, αλλά το όλο ζήτημα έκλεισε πριν καν τεθεί, οπότε η νήσος Θάσος παραμένει  αμεταθέτως, οριστικώς και αμετακλήτως, από του έτους 1953 στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

Υ.Γ. Το παρόν ιστορικό κείμενο αποτελεί  επιστημονική εισήγηση του γράφοντος , Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, η οποία δημοσιεύθηκε στον συλλογικό επιστημονικό τόμο: «ΘΑΣΙΑΚΑ», 21 (2020-2021), σελ.306-318.

*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος, Εκκλησιαστικός Ιστορικός, Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.