Προσωπικη εργασια στη Μεσσουνη

Συνήθεις εργασίες ήταν, ο καθαρισμός στα χαντάκια του χωριού και περιμετρικά, η επιχωμάτωση στις βαθιές λακκούβες των δρόμων

Νέοι τότε της Μεσσούνης, οικογενειάρχες οι περισσότεροι, στους δρόμους του χωριού, με φτυάρια, μπέλια (πατόφτυαρα), κασμάδες και τσάπες στο χέρι, ποζάρουν χαμογελαστοί στην αναμνηστική τους φωτογραφία, με φόντο το βουνό της Ροδόπης.

Τι κάνουν, θα αναρωτηθούν οι νεώτεροι, οι παλιοί όμως θα χαμογελάσουν. Οι περισσότεροι από αυτούς, βρέθηκαν κάποια στιγμή και οι ίδιοι με το φτυάρι και τον κασμά στο χέρι, μόνο που δεν έχουν όλοι φωτογραφίες, έχουν όμως ισχυρές αναμνήσεις.

Οι Κοινότητες, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, σύμφωνα με τον νόμο, συνέτασσαν κάθε χρόνο βεβαιωτικό κατάλογο για μικροέργα που έπρεπε να πραγματοποιηθούν μέσα στα χωριά, βεβαιώνοντας σε κάθε οικογένεια ένα χρηματικό ποσό, για τη χρηματοδότησή τους.

Η δυνατότητα εξόφλησης της οφειλής  ήταν ή με κατάθεση στο Δημόσιο Ταμείο του ποσού ή με εργασία, που ήταν και ο συνηθισμένος τρόπος εξόφλησης της οφειλής. Πού να περισσέψουν τότε μετρητά στα χέρια των χωριανών;

Ο Πρόεδρος της Κοινότητας, σε συνεργασία με τους τοπικούς συμβούλους, προσδιόριζαν τις εργασίες που ήταν απαραίτητες να πραγματοποιηθούν και όριζαν τις ημερομηνίες. Επέβλεπε συνήθως κάποιος κοινοτικός υπάλληλος ή σύμβουλος, που σημείωνε και το χρόνο εργασίας καθενός.

Η προσωπική εργασία, όπως την ονόμαζαν, για να διευκολύνονται οι χωριανοί, πραγματοποιούνταν συνήθως αρχές φθινοπώρου, που οι αγροτικές δουλειές ήταν περιορισμένες, ώστε να αποφεύγονται και τα πλημμυρικά φαινόμενα από τις χειμωνιάτικες βροχές.  

Συνήθεις εργασίες ήταν, ο καθαρισμός στα χαντάκια του χωριού και περιμετρικά, η επιχωμάτωση στις βαθιές λακκούβες των δρόμων, τοποθετώντας πέτρες και χαλίκι, η επέκταση του δικτύου ύδρευσης, η περιποίηση των χώρων του σχολείου και της εκκλησίας, γενικά έργα σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους.

Η απόφαση της Κοινότητας όριζε πόσες ημέρες έπρεπε να δουλέψει ο καθένας, αλλά όριζε και εναλλακτικούς τρόπους προσφοράς. Οι πέτρες, το χαλίκι, η άμμος, έπρεπε να έρθουν από απόσταση, έτσι όριζε ότι κάθε κάρο φορτωμένο με χαλίκι λογαριαζόταν πχ για τρία μεροκάματα, κάθε πλατφόρμα για έξι μεροκάματα κλπ.

Μερικοί χωριανοί, έφταναν στον τόπο συγκέντρωσης αργούτσικα, νταϊακώνουνταν (στηρίζονταν) πάνω στο φτυάρι και δεν έλεγαν να σκύψουν, μόνο κάπνιζαν και μασάλευαν. Πολλές φορές δεν έφερναν ούτε φτυάρι μαζί τους. Τσακίσκει του μανίκ΄, άκουσα που έλεγε ένας στον επιστάτη, καθισμένος σε μια πέτρα έξω από το σχολείο, στρίβοντας τσιγάρο, σε χαρτί εφημερίδας.

Τα άδικα παράπονα, για δήθεν μεροληπτική συμπεριφορά του επιβλέποντος ήταν πολλά, πάντα βέβαια από αυτούς που δεν έσκυβαν να φτυαρίσουν, έστω και δέκα φτυαριές, όλη την ημέρα.

Υπήρχε όμως και άλλη εναλλακτική λύση στην ποσότητα της χειρονακτικής δουλειάς.

Για να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις και τα πραγματικά δίκαια παράπονα και για να σβήσουν σύντομα την υποχρέωσή τους, συνήθως οι νέοι, ζητούσαν από τον επιστάτη (επιβλέποντα) να τους ορίσει μια μεγάλη απόσταση στο χαντάκι, τους προσδιόριζε τα μεροκάματα που θα τους έγραφε και αυτοί, σε μια ημέρα έγραφαν δυο, τρία ή περισσότερα, πάντα βέβαια ελεγχόμενα και για την ποιότητα της εργασίας.

Έτσι ήταν τότε. Οι οικονομικές δυνατότητες μικρές, αλλά οι κοινωνίες αυτάρκεις. Με την καθοδήγηση της οργανωμένης κοινότητας, έγιναν θαυμαστά πράγματα. Κτίσθηκαν σχολεία, εκκλησίες, νηπιαγωγεία, φράγματα, αντιπλημμυρικά, πηγάδια, δρόμοι, γεφύρια, όλα με Προσωπική Εργασία.

Σήμερα το λένε εθελοντισμό, κοινωνική εργασία, κοινωνική προσφορά. Εύηχες οι λέξεις, πολύ μπλα μπλα και θεωρία για ΜΚΟ, μα το αποτέλεσμα θολό και αμφίβολο, για να μην πω τις περισσότερες φορές «μηδενικό», αν δεν είναι και «παθητικό». Όλα μένουν σχέδια στα λόγια και τα χαρτιά, για το φαίνεσθαι, ένας μανδύας για διαφήμιση και προβολή κάποιων.

Τα δυο παλληκάρια της φωτογραφίας συνεταιρίστηκαν και σε δυο μέρες ξεχρέωσαν την υποχρέωσή τους στην κοινότητα.

Θα μου πείτε βέβαια, ο ένας δυο μέτρα και ο άλλος μέχρι τον ώμο του, πώς συνεταιρίστηκαν τα δύο φιλαράκια.

Μην βλέπετε το μπόι, του γείτονά μας του Τάκη. Λιανός (μικροκαμωμένος) ήταν, αλλά αρσίζκους, γρήγορος, δουλευτιάρης, νοικοκύρης. Και ο κουμπάρος ο Μπούρνης, τανκ πραγματικό, σε δύναμη και θέληση.

Τι κι αν τους έδωσε παραπάνω μέτρα να σκάψουν ο φίλος τους ο Βασίλης ο Γραμματέας, αυτοί δεν παραπονέθηκαν, σε λίγες ώρες τελείωσαν και έφυγαν για το σπίτι.

Η Χρυσούλα και η Σταματία, από νωρίς έβαλαν το μπουκάλι με το τσίπουρο πάνω στο τραπέζι και καϊτερούσαν (περίμεναν) «τον αφέντη».

ΥΓ. Οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο της αείμνηστης Γιάννας Δραγανίδου και μάλλον από το φωτογραφικό φακό του Σιδέρη Μπουρνούδη, περίπου το 1962.

Νοέμβριος 2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.