Πατριαρχικη Γραφη Βαρθολομαιου

Σοι τη κατ’ ουσίαν και ουχί μόνον κατά τίτλον Πρωτοθρόνω εν Ορθοδόξοις Μητρή Κωνσταντινουπολιτίδι Εκκλησία
  • Ιστορική πατριαρχική γραφή Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄ στην Επετηρίδα (Ημερολόγιο) του σωτηρίου έτους 2020, εξ αφορμής της κατά το παρελθόν έτος (2019) χορηγήσεως υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος εις την εν Ουκρανία Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αφιερούται στα από αιώνων ιερά προνόμια της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, τα θεσπισθέντα δι’ αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων και καθαγιασθέντα διά της κανονικής παραδόσεως και πράξεως της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Σε αποκαλυπτικούς και δισέκτους καιρούς και χρόνους ακόμη και για την Ορθόδοξη Εκκλησία η λερναία ύδρα με τις τέσσερις εωσφορικές κεφαλές του εθνοφυλετισμού, της ελκυστικής και λαοπλάνου εκκοσμικεύσεως, του αρχομανούς φρονήματος και του προπαγανδιστικού λαϊκισμού μετά μανίας και λύσσας αποπειράται να αναιρέσει άσειστα θεμέλια και αμετάθετα όρια «α έθεντο οι Πατέρες ημών» εντός της χορείας και του Αγίου Σώματος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στις οποίες η Πρωτόκλητος, Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Εκκλησία διά ιερωτάτων αρχιδιακονικών και πρωτοδιακονικών υπέρ των Πανορθοδόξων ανά την οικουμένη τέκνων του Χριστού προνομίων κατέστη, περιεκοσμήθη και εστεφανώθη κατόπιν θεοκινήτων εν Αγίω Πνεύματι αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων η φιλόστοργος και πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένη, εσταυρωμένη και ανισταμένη, αεί δε ζώσα, Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία.
 
Επειδή όμως οι εν αχαριστία όντες αγνώμονες και αμνήμονες ευεργετηθέντες κατελήφθησαν, ως οι Ρώσοι και λοιποί Σλάβοι και αραβόφωνοι Ορθόδοξοι, εκκλησιαστικοί μοιραίοι και θλιβεροί ηγετίσκοι, υπό δολίου μητροκτονικού φρονήματος κατά της κοινής αυτών Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, ένεκα των ανιέρων και ανόμων «Ρουβλίων του Κρεμλίνου», θεωρήσαντες ως «μικρομέγαλοι νάνοι», ότι «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» για την θεμελίωση και εφαρμογή της ανιστορήτου, αντιεκκλησιολογικής και αντικανονικής, ανυπάρκτου και αυθαιρέτου θεωρίας περί της δήθεν «Ρωσικής Τρίτης Ρώμης», η οποία ουδέποτε υπήρξε και ουδέποτε θα υπάρξει, η του Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου Α΄ πατριαρχική γραφή στην του Οικουμενικού Πατριαρχείου Επετηρίδα (Ημερολόγιο) του σωτηρίου έτους 2020, «εξ αφορμής της κατά το παρελθόν έτος χορηγήσεως υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού καθεστώτος εις την εν Ουκρανία Ορθόδοξον Εκκλησίαν», υπενθυμίζει στους εν υποκρισία όντες και προφασιζομένους «προφάσεις εν αμαρτίαις» ψευδαδέλφους, ραπίζοντας ηχηρώ ραπίσματι τους μητραλοίες, ότι είναι απαραχάρακτα, αδιαπραγμάτευτα, άσειστα, αμετάθετα και ανεκχώρητα τα από αιώνων ιερά προνόμια της Πρωτοθρόνου εν Ορθοδόξοις Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, διότι όντως αυτά τα ιερώτατα κηδεμονικά υπέρ της διακονίας των ανά την Οικουμένη Πανορθοδόξων προνόμια εθεσπίσθησαν δι’ αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων και καθηγιάσθησαν διά της κανονικής παραδόσεως και πράξεως της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, οπότε ουδείς δύναται να μετακινήσει «όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών».
 
Οι πρώιμοι αρνητές και αμφισβητίες των ιερωτάτων διακονικών και ουχί εξουσιαστικών προνομίων της Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, ως οι εν εωσφορική αρχομανία και ακραίω πτωτικώ κοσμικώ φρονήματι όντες, θλιβεροί λευκής καλύπτρας προβατόσχημοι βαρείς αρπακτικοί λύκοι, ρώσοι εκκλησιαστικοί ηγετίσκοι και οι λοιποί, όσοι εσχάτως απεκαλύφθησαν μοιραίοι εξωνημένοι, ένεκα των του «Κρεμλίνου Ρουβλίων», δορυφορίσκοι, πειθήνιοι και άβουλοι θεράποντες της πτωτικής, κοσμικής, εωσφορικής, σχισματικής, αντιεκκλησιαστικής, αντικανονικής και πολυδιασπαστικώς διχαστικής Ρωσικής ανομίας κατά της των Πανορθοδόξων Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι εναυάγησαν τα ανίερα και άνομα, δυσεβή και δόλια μητροκτονικά σχέδιά τους και ήδη βυθίζονται στην άβυσσο της αφιλαδέλφου και μητροκτονικής τάφρου, την οποία άθλιες χείρες ενίων εξωνημένων και αργυρονήτων ψευδαδέλφων διά την κοινή αυτών τροφό και φιλόστοργο Κωνσταντινουπολίτιδα Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, και ήδη οι ίδιοι ενταφιάσθησαν ατίμως και ανεκτίμως στην αθλία τάφρο της μητροκτονικής προαιρέσεώς τους, διότι τω όντως όντι η Πρωτόθρονος των Πανορθοδόξων Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία είναι διακονικώς και ουχί εξουσιαστικώς προνομιούχος και κηδεμονική Πρωτόθρονος εν Ορθοδόξοις Μήτηρ Εκκλησία, ουχί μόνον κατά τον ιστορικό τίτλο αυτής αλλά κυρίως και πρωτίστως κατ’ ουσίαν, όσο και αν οι μωροφιλόδοξοι πεπτωκότες μοιραίοι Ρώσοι εκκλησιαστικοί ηγέτες ως άβουλα και άφωνα, πειθήνια και άλαλα, υποτεταγμένα, ανελεύθερα πολιτικά όργανα των του Κρεμλίνου βουλών και ρουβλίων, συν τοις ομοίοις εξευτελιζομένοις εξωνημένοις και κατά πάντα αργυρονήτοις δορυφορίσκοις αυτών, παραπικραίνονται και μαραίνονται, λυσσομανούν και αποθηριώνονται, όντες κοσμικώ φρονήματι και πτωτική αρχομανία τετυφλωμένοι «εις βοθυνόν καθ’ ημέραν, πίπτουσι και αεί πεσούνται».
 
Θα ήταν ιδιαιτέρως βολική και συμφέρουσα για τους μωροφιλόδοξους ένεκα κοσμικού φρονήματος και πεπτωκυίας αρχομανίας Ρώσους εκκλησιαστικούς ηγετίσκους και για τους ποδηγετούμενους και δουλικώς υποτεταγμένους δορυφορίσκους αυτών, εάν το πρωτόκλητον, πρωτόθρονον και πρωτεύθυνον, προνομιακόν και προνομιούχον, κηδεμονικόν και οικουμενικόν οντολογικό ιδίωμα της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ήταν απλώς χαρακτηρισμοί μελανογραμμένοι επί χάρτου μουσειακής ή απολιθωματικής νεκράς σημασίας, άνευ ουσίας και ζωής, προκειμένου συν τω χρόνω να θαφτούν και να αφανισθούν υπέρ των ομολογημένων πια ανιέρεων, ανοσίων, δυσεβών και αθλίων υπονομευτικών και μητροκτονικών ραδιουργιών, πανουργιών και κακουργημάτων τους κατά της ιδίας της τροφού και φιλοστόργου αυτών Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, η οποία τους εγέννησε, τους ανέθρεψε και τους στερέωσε, όπως και τους λοιπούς σλαβοφώνους Ορθοδόξους αδελφούς.
 
Συνεπώς, η Πρωτόκλητη, Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη αρχιδακονική και πρωτοδιακονική αυτοθυσιαστική κένωση της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας υπέρ των ανά την Οικουμενική Πανορθοδόξων και αυτής ταύτης της θεοσδότου και θεοδωρήτου ευλογημένης και πολυποθήτου ενότητος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού είναι πάντοτε και αδιαλείπτως επικαιροποιημένη, ισχύουσα και ζώσα οντολογική εκκλησιολογική και ιεροκανονική οικουμενική πραγματικότητα και ουχί απλώς ευχολόγιο και θεωρητικολογία, επειδή ακριβώς δεν υφίσταται ως προνομιακή και προνομιούχος κηδεμονική (κήδομαι=φροντίζω, μεριμνώ) ιεροκανονική ευθύνη και οικουμενική αποστολή υπό αίρεση και ημερομηνία λήξεως, ούτε βεβαίως αναθεωρείται και περιορίζεται ή αναιρείται και καταργείται κατά το αυθαιρέτως δοκούν μιάς εκάστου άλλης τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μηδέ δωρείται, εκχωρείται ή καθίσταται στανικώς αντικείμενο συνδιαχειρίσεως και συνασκήσεως στον βωμό της ικανοποιήσεως εξωεκκλησιαστικών και δη πολιτικών σκοπιμοτήτων και γεωστρατηγικών σχεδιασμών, όλως αντικειμένων στην ιεροκανονική και εκκλησιολογική διδασκαλία, πράξη και παράδοση της Ορθοδόξου κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας.
 
Κατά τους εσχάτους καιρούς και χρόνους όμως παντελώς ατυχέστατα και δυστυχέστατα, άνευ αιδούς και συστολής, η θυγάτηρ τοπική Ορθόδοξη εν Ρωσία Εκκλησία, συν τοις δουλικοίς φερεφώνοις και δορυφορίσκοις αυτής, υπονομεύει αποκαλυπτικώς, ήτοι διχαστικώς, διαιρετικώς και φατριαστικώς, την ευλογημένη ενότητα του ενός και αδιαιρέτου εκκλησιαστικού σώματος της Ορθοδοξίας διεκδικώντας αυθαιρέτως και αντιεκκλησιολογικώς ρόλο και θέση ενός ιδιότυπου «Πάπα της Ανατολής» επί τη βάσει ενός κοσμικού εξουσιαστικού πρωτείου, ο οποίος ως μία άλλη, εκτός Βατικανού, λευκής καλύπτρας καρικατούρα εργαλειοποιεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, θεολογία και εκκλησιολογία προς ικανοποίηση του απλήστως και ακορέστως εωσφορικού νοσηρού πάθους αυτού, ήτοι της αρχομανίας και της κοσμικής εξουσίας και τυραννικής δυναστικής επιβολής και επικρατήσεως στον Ορθόδοξο κόσμο.
 
Αυτός ο ιδιότυπος εκκολαπτόμενος νεοφανής μοσχοβίτικος «Πάπας της Ανατολής» δρα και ενεργεί μετά πάσης δολιότητος, ραδιουργίας και πανουργίας, χρησιμοποιώντας μία διαβρωτική και άκρως διχαστική προαίρεση ως ανίερο και άνομο μέσο τα του «Κρεμλίνου Ρούβλια» διά των οποίων ποδηγετούνται και υποτάσσονται ένιοι, ατυχώς ανυποψίαστοι και επικινδύνως ανεύθυνοι, λειτουργούντες ως τραγικά φερέφωνα και δουλικώς φερόμενα ανελεύθερα ελεγχόμενα – ίσως και εκβιαζόμενα και απειλούμενα – όργανα της ρωσικής παποκαισαρικής λευκής καλύπτρας στο πλαίσιο ενός πτωτικού εωσφορικού και λίαν εκκοσμικευμένου, όντως παποκαισαρικού ιδεολογήματος, το οποίο επιδιώκει να καταστήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε κρατική υπηρεσία και πολιτικό οργανισμό, ήτοι θλιβερό υποχείριο και αθλία θεραπαινίδα γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών σχεδιασμών και σκοπιμοτήτων του κοσμικού Καίσαρος, ο οποίος διαθέτει αφειδώς τα ρούβλια, εξαγοράζοντας τους πάντες και τα πάντα, και είναι δυστυχώς πλέον η εμφανής – εσχάτως εμφανεστάτη – μία και μόνη εξουσιαστική κεφαλή της θυγατρός τοπικής Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας με πειθήνιο εκτελεστικό όργανο αυτού τον εκάστοτε Μόσχας. Φευ! Τα ρούβλια του Κρεμλίνου. Φευ!
 
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος με την πανσθενουργό χάρη και εν ταυτώ οξύτητα του Έλληνος Λόγου και με λόγο ευθύ και σαφή, εν αληθεία και δυνάμει πνεύματος, άνευ δήθεν διπλωματικών περιπλοκάδων και λεκτικών αμφίσημων νοημάτων, θέτει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», και στο άρτιο και τεκμηριωμένο από ιστορικής ιεροκανονικής και εκκλησιολογικής απόψεως βαρυσήμαντο κείμενο αυτού υπερασπίζεται ιερωτάτω ζήλω και παντί σθένει τα απαράγραπτα, ανεκχώρητα, αδιαπραγμάτευτα και απολύτως ισχύοντα δίκαια και προνόμια της Πρωτοκλήτου, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, έναντι παντός θρασυτάτου και αλαζόνος, εξωνημένου και δουλικώς φερομένου ένεκα των «τριάκοντα αργυρίων» της ατίμου και επαισχύντου προδοσίας, δορυφορίσκου και πειθηνίου φερεφώνου των φατριαστικών, σχισματικών, διχαστικών, διαιρετικών και διασπαστικών πλάνων επαγγελιών του λευκής καλύπτρας «εκκολαπτόμενου πάπα της Ανατολής», γράφων «expressis verbis erga omnes», ήτοι προς πάντας τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων αδελφών και θυγατέρων κατά τόπους Εκκλησιών και τους ανά την οικουμένη Πανορθοδόξους, τα κάτωθι, ουχί και τόσο αυτονόητα για όλους και δη για τους υπονομευτές του πολυμαρτυτικού και αειζώου τηλαυγεστάτου Φαναρίου ψευδαδέλφους, ως εξής:
 
«Δοξολογούμεν το όνομα του διά του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου, εν Αγίω Πνεύματι, ευδοξία Πατρός, αποκαλύψαντος την περί Αυτού Αλήθειαν Τριαδικού Θεού ημών, ότι ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν εντός της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, της ακολουθησάσης κατά πάντα και διά πάντα την Θείαν και Ιεράν Παράδοσιν, την τε Αποστολικήν και την επ’ αυτής οικοδομηθείσαν πατερικήν τοιαύτην.
 
Εν τω πνεύματι τούτω και η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στοιχούσα τη κανονική παραδόσει, μεριμνά θυσιαστικώς και κενωτικώς διά την πληροφόρησιν των κατά καιρούς ανατιθεμένων αυτή ευθυνών υπό τε Οικουμενικών Συνόδων και υπό των περιστάσεων των καιρών. Η εν τη Εκκλησία θέσις του Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου, αποδίδει εις αυτόν ειδικάς και σημαντικάς ευθύνας προς λυσιτελεστέραν διακονίαν των προκυπτόντων και αναφυομένων εκκλησιαστικών ζητημάτων, και μάλιστα των μη διευθετηθέντων εντός των δικαιοδοσιών των κατά τόπους Εκκλησιών. Μεταξύ των ευθυνών τούτων, μεγίστην κρίνομεν την της Εκκλήτου, ήτοι της αποδοχής προσφυγών κληρικών παντός βαθμού, θεωρούντων καθ’ οιονδήποτε τρόπον ότι η έναντι αυτών τελεσίδικος εντός των κόλπων της τοπικής Εκκλησίας των απόφασις αδικεί αυτούς.
 
Επικαλούμεθα συχνάκις και μνημονεύομεν τους Θ΄ και ΙΖ΄ κανόνας των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων Αγίων Πατέρων, τους επισήμω φωνή διαγράφοντας τας διαστάσεις του Εκκλήτου, ου μην αλλά προς τούτο συνεκβοά ημίν και η της Εκκλησίας καθηγιασμένη πράξις διά των πολλών και γνωστών τοις μελετηταίς παραδειγμάτων, αλλά και διά της τιμίας γραφίδος, τόσον των προκατόχων ημών, όσον και των Αγιωτάτων Πατριαρχών της καθ’ ημάς Ανατολής, οίτινες και εξ άπαντος απηυθύνοντο προς τον της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον διά την επίλυσιν των παρ’ αυτοίς εκκρεμών ζητημάτων, εις τύπον εσχάτου κριτηρίου.
 
Εξ άλλου, και το της Εκκλήτου δικαίωμα συνεδέθη μετά του πηγνύειν πανταχή Σταυροπήγια. Κατά τον Καθηγητή κ. Βλάσιον Φειδάν, «Το υπερόριον κανονικόν δικαίωμα του Εκκλήτου εξηγεί και την ιδιαιτέραν προβολήν της σχέσεως εκκλήτου και πατριαρχικών σταυροπηγίων εις το κεφάλαιον 10 του τρίτου τίτλου της Επαναγωγής: «Τω δε Κωνσταντινουπόλεως προέδρω έξεστι και εν ταις των άλλων θρόνων ενορίαις, εν οις ουκ έστι προκαθιέρωσις ναού, σταυροπήγια διδόναι, ου μην αλλά και τας εν τοις άλλοις θρόνοις γινομένας αμφισβητήσεις επιτηρείν και διορθούσθαι και πέρας επιτιθέναι ταις κρίσεσιν»…
 
Αι προαναφερθείσαι λοιπόν ευθύναι, συνδεδεμέναι αλλήλαις, αποσκοπούν εις την ανάδειξιν του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ως φανερού σημείου ενότητος του Κυριακού σώματος, διό και τον ρόλον αυτόν αναδεικνύει επίσης ο καθαγιασμός του Αγίου Μύρου μόνον υπό του Κωνσταντινουπόλεως. Η αποστολική των χειρών επίθεσις αντικατεστάθη διά του Αγίου Μύρου και τούτο, ουχί διά λόγους δόγματος, αλλ’ ως συμβολίζον τα εκ του ενός Αγίου Πνεύματος πηγάζοντα ποικίλα χαρίσματα, διό και καθιερώθη όπως ευλογήται εν τη καθ’ ημάς Μητρί Εκκλησία και διανέμηται ενεύθεν εις τας κατά τόπους Εκκλησίας.
 
Ούτως, ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης συνέδεεν αρρήκτως το Άγιον Μύρον μετά της χειροτονίας εις την αρχιερατικήν εξουσίαν, διό και ετόνιζε την άρρηκτον και αλληλέγγυον σχέσιν της «Αρχιερωσύνης» και του «Αγίου Μύρου», ίνα «η διαδοχή αεί μένη της χάριτος από του Χριστού εις ημάς». Άλλωστε, «ούτε το μύρον δίχα μύρου τελείται, ούτε χειροτονία χωρίς του μύρου. Διό και η Ιερωσύνη εν τω μύρω γίνεται… Το θυσιαστήριον δε προκεχρισμένον εστί τω μύρω, και δι’ αυτού καθηγίασται… Και πάλιν διά του αρχιερέως το μύρον ιερουργείται∙ και δίχως αρχιερέως ου δυνατόν… Εξ αλλήλων άρα τα χαρίσματα δίδονται (=Αρχιερωσύνης και Μύρου)∙ επειδή του αυτού και μόνον εν Τριάδι Θεού τελούσι δωρήματα» («Περί της Ιεράς τελετής του Αγίου Μύρου», PG 155, 249).
 
Συνεπώς, είναι άρρηκτος η σχέσις της «Αρχιερωσύνης» και του «Αγίου Μύρου» προς τε την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής διαδοχής διά της επισκοπικής χειροτονίας και προς τον καθαγιασμόν όλων των «θυσιαστηρίων», εις τοπικήν, περιφερειακήν και οικουμενικήν προοπτικήν. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται η καθιέρωσις της παρασκευής και του καθαγιασμού του Αγίου Μύρου ως ενός αποκλειστικού Πατριαρχικού προνομίου, αφού μόνον οι Πέντε Πατριάρχαι ήσαν «ιδίω δικαίω» Κύριοι των χειροτονιών όλων των Επισκόπων της κανονικής δικαιοδοσίας αυτών και όλων όσοι αναφέρουν εις αυτούς την ιερατικήν των εξουσίαν.
 
Ο αυτός Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ετόνιζεν, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης ετέλει την παρασκευήν και την τελετήν καθαγιασμού του Αγίου Μύρου, «του κλήρου συμπαρόντος αυτώ, επί πηγή ούτος της ιερωσύνης εστί, και οι συν αυτώ εξ αυτού έλαβον και λαμβάνουσιν». Εν τω πνεύματι τούτω, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Πρώτος τη τάξει μεταξύ των πρεσβυγενών Πατριαρχών, επέχων θέσιν κεφαλής εις την «Τετρακτύν» των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής, είχε και έχει το εξαιρετικόν κανονικόν δικαίωμα να μεριμνά και να εγγυάται την ομοφροσύνην αυτών εις την κοινωνίαν της παραδεδομένης πίστεως και της κανονικής τάξεως.
 
Συνεπώς, ούτος, έχων τα αποκλειστικά προνόμια όχι μόνον να δέχηται την Έκκλητον κληρικών παντός βαθμού εκ των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά και να πηγνύη Πατριαρχικά Σταυροπήγια, είχε και έχει και το προνόμιον να αποστέλλη εις αυτάς το Άγιον Μύρον προς βεβαίωσιν της ενότητος αυτών.
 
Έκφρασιν της ιδιαιτέρας θέσεως του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου αποτελεί και ευθύνη αυτού διά την χορήγησιν Αυτοκεφάλου καθεστώτος εις κατά τόπους Εκκλησίας.
 
Το Αυτοκέφαλον καθεστώς σημαίνει ότι εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων μία τοπική Εκκλησία δύναται πλέον να διαχειρίζηται τα εαυτής και επί μέρους ζητήματα εν εσωτερική διοικητική αυτοτελεία. Είδομεν δε πολλάκις τας Αυτοκεφαλίας και τα περί αυτάς σχήματα να μεταβάλλωνται εξ αιτίας ιστορικών συγκυριών, μόνον δε το σύστημα των πρεσβυγενών Πατριαρχείων έμενε και παραμένει αμετάβλητον εις τους αιώνας, ως παγέν υπό Οικουμενικών Συνόδων.
 
Ήδη, επειδή διεπιστώσαμεν μετ’ οδύνης ου της τυχούσης, ότι τα προμνημονευθέντα πάντα ήρξαντο, εν τω πλαίσιω υπερβαλλούσης αβροφροσύνης, επιδειχθείσης ποιμαντικώς από μέρους ημών, να παραθεωρώνται και να παραβιάζωνται υπό θυγατέρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ενίοτε δε και υπό αδελφών Πρεσβυγενών, και, αντιληφθένες εμπόνως τούτο, ευχαρίστως απεδεξάμεθα, ομού μετά των Αγίων Συνοδικών παρέδρων, την εισήγησιν της επί της εκδόσεως της μετά χείρας επετηρίδος του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου Επιτροπής, όπως αφιερώσωμεν ταύτην εις τας εν λόγω προνομίας.
 
Επιλέγοντες και ευχόμενοι, όπως Κύριος ο Θεός διαφυλάττη την ενότητα της Εκκλησίας Αυτού διά της υγιούς εκκλησιολογίας, της κατά τον της μόνης Τριάδος τύπον υπαρχούσης, παραφράζοντες τους του Λαοδικείας Νουνεχίου λόγους, υπενθυμίζομεν τοις εντευξομένοις: «Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω, η δόξα του Κωνσταντινουπόλεως, δόξα υμών εστίν, επειδή και τας μερίμνας υμών αναδέχεται…
 
Πρέπει δε πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις τω μόνω αφθάρτω Βασιλεί και Θεώ των Πατέρων ημών, Ου η χάρις και το άπειρον έλεος είησαν μετά πάντων υμών. Αμήν.
 
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος»
 
*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.