Οργωμα με το ζευγαρι στο αγροκτημα της Μεσσουνης

Αρχές Σεπτεμβρίου του 1961 άνοιξε το σχολείο, αλλά δεν βρέθηκα στην αίθουσα του μονοτάξιου δημοτικού σχολείου Μεσσούνης.

Τα μεγάλα μου αδέλφια υπηρετούσαν στρατιώτες και ο πατέρας μας, ζήτησε από τη δασκάλα να απουσιάσω μερικές ημέρες, ώστε, με τα δυο ζευγάρια της οικογένειας, να οργώσουμε περίπου εξήντα στρέμματα για τη σπορά.

Έτσι βρέθηκα, εντεκάχρονο παιδί, για ένα δεκαήμερο να κρατώ, με το δεξί χέρι τον πλούχο (μεταλλικό άροτρο), ζεμένο στο ζυγό, που τον οδηγούσαν δυο αγελάδες και με το αριστερό τα γκέμια και τη φκέντρα (βουκέντρα).

Δυσανασχέτησα στην αρχή, για τη δύσκολη και πρωτόγνωρη εμπειρία. Πολύ κουραστική, αλλά από κάποιο σημείο και μετά έμοιαζε σαν καινούργιο παιχνίδι.

Δυο πράγματα μου έμειναν αξέχαστα από τότε και μου έγιναν οδηγός ζωής:

-Ο τεράστιος κόπος του αγρότη πατέρα μας, για την καλλιέργεια της γης και

-Η σχέση σεβασμού, αγάπης και λατρείας, του αγρότη με τα ζώα του.

Πρώτα έπρεπε να καλύψει τις ανάγκες των ζώων, των συνεργατών του και μετά τις δικές του.

Η προετοιμασία άρχιζε αμέσως μετά την επιστροφή, αργά το βραδάκι από το χωράφι, ώστε το όργωμα να ξεκινήσει και πάλι την επομένη νωρίς το πρωί.

 Ένα μεγάλο διάλειμμα γινόταν το μεσημέρι, για ξεκούραση και φαΐ, ανθρώπων και ζώων.

Τα μικροδιαλλείματα ήταν συχνά και τακτικά, με κύριο σκοπό  να ξεκουραστούν τα ζώα.

Σε κάθε σταμάτημα, ένα χάδι στο κεφάλι του ζώου, συνομιλία επιβράβευσης, σα να ήταν μικρά παιδιά, χτένισμα με ειδικό χτένι για χαλάρωση.

Φίλος πραγματικός και συνεργάτης όλων των ζώων του σπιτιού, με πολύχρονη και συνειδητοποιημένη σχέση, σχέση ισοζυγίου απαιτήσεων και δικαιωμάτων, σχέση ζωής και επιβίωσης.

Όχι ξεπεσμοί, παιχνιδίσματα και κινήματα δήθεν φίλων των ζώων, που, ενώ δεν είναι απαραίτητα στη ζωή τους , τα κρατούν δεμένα και φιμωμένα, κλεισμένα σε κλουβιά και τα εγκαταλείπουν αδέσποτα όταν περάσει η λόξα τους.  

Λέγοντας «ζευγάρι» οι παλιοί Μεσσουνιώτες, εννοούσαν τα δύο βόδια, που είχε κάθε προκομμένο σπίτι, για την καλλιέργεια του αγροτικού τους κλήρου.

Στην όμορφη και σπάνια φωτογραφία, με έτος λήψεως 1957, βλέπουμε τον σαραντάρη τότε, Χρήστο του Κάτη Κόλιου (Χρήστος Ν. Παρασκευούδης), με το κασκέτο στο κεφάλι τη φκέντρα (βουκέντρα) επώμου, να κρατά με το δεξί του χέρι το άροτρο, στο όργωμα με το ζευγάρι τους.

Σταμάτησε την αυλακιά στη μέση του χωραφιού, για τις ανάγκες της φωτογράφησης.

Φωτογράφιση για βραβείο.

Δυο θηριώδη βόδια, όμορφα και καλοταϊσμένα, λες και κατάλαβαν ότι η στιγμή θα μείνει στην αιωνιότητα και πήραν κατάλληλη στάση, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Πάντα τη δεξιά πλευρά του ζυγού οδηγούσε το εμπειρότερο και ποιο ήσυχο ζώο. Με τα χρόνια μάθαινε να οδηγεί ακριβώς μέσα στην αυλακιά, ώστε το οργωμένο χωράφι να φαίνεται σαν ακριβοπληρωμένος πίνακας του Van Gog.

Τα ζώα ήταν δεμένα με τριχιά (χοντρό σχοινί) ή με αλυσίδα, από τα κέρατα.  Το δέσιμο του δεξιού-οδηγού βοδιού ήταν ιδιαίτερο, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, έτσι ώστε ο αγρότης που κρατούσε την τριχιά και τον πλούχο (μεταλλικό άροτρο), με κατάλληλες κινήσεις, να δίνει εντολές στο οδηγό για το πρακτέο κάθε στιγμής. (σταμάτημα, στροφή δεξιά, αριστερά, επιτάχυνση, επιβράδυνση).

Στη δεύτερη φωτογραφία, ίδιας εποχής με την προηγούμενη,  έχουμε την τύχη να δούμε στο όργωμα, μαζί με το ζευγάρι τα βόδια και το νεαρό ζευγάρι (ανδρόγυνο) των αφεντικών. Είναι ο τριαντάρης τότε, Στέργιος Πασιάς (Στέργιος Κ. Σκουδραμούδης) και αυτός φορώντας κασκέτο, κρατώντας στο αριστερό χέρι τη βουκέντρα και με το δεξί το ξύλινο αλέτρι. Μαζί του  και η συνομήλικη γυναίκα του, η αξέχαστη κυρά Θοδώρα, με λυμένη την άσπρη μαντήλα.

Πιθανόν να αναρωτηθούν κάποιοι, γιατί ακολουθούσε και η σύζυγος;

Υπάρχει ερμηνεία:

Αν προσέξουμε, ο μπάρμπα Στέργιος δεν κρατά πλούχο (σιδερένιο άροτρο), αλλά το αλέτρι (ξύλινο άροτρο), που είχε διαφορετικό υνί και προορισμό.

Με το αλέτρι αυτό άνοιγε καρύκια (μικρό χαντάκι), όπου η Θοδώρα έριχνε τους σπόρους (καλαμπόκι, ρεβίθια, ηλιόσποροι κλπ). Στην επιστροφή ανοιγόταν νέο καρύκι και συγχρόνως, με τεχνική και εμπειρία, σκεπαζόταν κατάλληλα το προηγούμενο.

Άλλη μια χαρακτηριστική φωτογραφία εκείνης της εποχής, στο δρόμο προς το χωράφι, για το όργωμα. Είναι το νεαρό ζευγάρι (αντρόγυνο), Χρήστος Β. Γιοβανούδης, γνωστότερος σα «Μουστάκας», λόγω ευτραφούς και περιποιημένου μύστακος, με το κασκέτο του, στη θέση οδηγού του κάρου που το σέρνουν ένα δυνατό ζευγάρι βοδιών. Καθισμένη πάνω στο πλαϊνό παραπέτο (λυσιά) του κάρου, είναι η συμβία του η Ασήμω.

Τα βόδια, ήταν μεν δυνατά, αλλά σιγά σιγά θεωρήθηκαν ασύμφορα για τους αγρότες και αντικαταστάθηκαν από αγελάδες, που έδιναν στο νοικοκύρη και μοσχάρια και γάλα.

Όμως σύντομα, αν θυμούμαι καλά, το 1961 ή 1962, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα τρακτέρ στο χωριό.  Ήταν μεταχειρισμένα και αγοράσθηκαν συνεταιρικά, το ένα Zetor, από τις οικογένειες, Γιάννη Γιοβανούδη και Γιώργου Γκουτσίδη και το άλλο, από τα παιδιά του Χρήστου Ρουκούδη (Γκαϊντατζή).

Σύντομα ακολούθησαν και άλλες αγορές τρακτέρ και άλλων γεωργικών μηχανημάτων, που έμελε πραγματικά να αλλάξουν, σε ελάχιστα χρόνια, τη ζωή των αγροτών, του χωριού και γενικά της υπαίθρου.

Έτσι, σφάχθηκαν τα τελευταία βόδια και οι βελτιωμένες αγελάδες, δεμένες στο μαντρί, ξεκούραστες και καλοταϊσμένες προσφέρουν πλέον στους ιδιοκτήτες τους παχουλά μοσχάρια και μεγάλες ποσότητες γάλα.

Σεπτέμβριος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.