Ο Μαγγανος και οι κλεφτες καρπουζιων στη Μεσσουνη

Η Μεσσούνη της δεκαετίας του 50 και 60 ήταν παραγωγός πολλών και νόστιμων καρπουζιών.

Τα κάρα και αργότερα οι πλατφόρμες, φορτωμένα με καρπούζια, αράζανε νωρίς το πρωί, στην κύτη του Μπουκλουτζά, δίπλα στον καμένο μύλο, πολύ κοντά στα Βαρόσια της Κομοτηνής, περιμένοντας τους εμπόρους.

Μερικοί παραγωγοί, για να αποφεύγονται οι ζημιές και οι μικροκλοπές στα μποστάνια, τα φύλαγαν τις νύχτες.  

Ένας από τους καλούς παραγωγούς ήταν και ο μπάρμπα Γιώργης ο Μάγγανος. 

Δίκαια ήταν περήφανος για το τρανά και νόστιμα καρπούζια που καλλιεργούσαν και περιποιόντουσαν με την γυναίκα του, τη Γκούνου (Παγώνα).

Κάθε βράδυ φύλαγε το μποστάνι του και ήταν σίγουρος ότι δεν μπορούσαν να κλέψουν τα καρπούζια του, ούτε οι χωριανοί, ούτε οι κλεφταράδες οι Καβακλιωτάδες, όπως έλεγε.

-Ούλ τ΄νύχτα απομένου ξυπνιτός, μάτ δεν κλίνου, πώς δα μη κλέψν, έλεγε και ξανάλεγε στην παρέα του στο καφενείο του Παπά Μάρου, όπου σύχναζε, κάνοντας ιδιαίτερη παρέα με τον αγαπημένο του φίλο, τον αστυνόμο, Πέτρο Δρακουλάκο.

Ο αστυνόμος, με μια παρέα τριών χωριανών και φίλων του Μάγγανου, θαμώνων του ίδιου καφενείου, αποφάσισαν ένα βράδυ να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του.

Έτσι λοιπόν, αφού νύχτωσε και έφυγε ο Μάγγανος για τη φύλαξη στο μποστάνι, άφησαν να  περάσει αρκετή ώρα και πήγαν να βρουν τον άγρυπνο φύλακα.

Πλησιάζοντας στο μποστάνι, που ήταν δεξιά στο δρόμο προς τα τσαΐρια, δεν ήταν και μακριά από το χωριό, μέσα στην νυχτερινή ησυχία άκουσαν το ροχαλητό του Μάγγανου. Πλησίασαν την πρόχειρη καλύβα, οι κακές γλώσσες λένε ότι πήραν ακόμη και  τη σουργούτα, το σκουροπράσινο μακρόστενο καρπούζι που το χρησιμοποιούσε, σκεπασμένο με το σακάκι,  για προσκεφάλι, χωρίς να ξυπνήσει και το ροχαλητό συνεχιζόταν.

Τον άφησαν στη καλύβα, προχώρησαν μέσα στο μποστάνι και προσποιούμενοι τους κλέφτες, έκαναν μεγάλη φασαρία, να ξυπνήσει ο Μάγγανος, να κάνουν την πλάκα τους.

Αλαφιασμένος ο Μάγγανος, ξύπνησε κάποια στιγμή και πιστεύοντας ότι είναι πραγματικοί κλέφτες, είχε πρόβλημα και με την όρασή του, σήκωσε την τουπούζου (μαγκούρα) και όρμησε αλαλάζοντας εναντίον των «κλεφτών».

Στην φωτογραφία ο πρώτος αριστερά, με τα χαρακτηριστικά γυαλιά μυωπίας είναι ο Γιοβανούδης Γεώργιος του Χρήστου, πιο γνωστός σα Μάγγανος.
Απίθανος Σιναπλιώτης-Μεσσουνιώτης, με τα περίφημα μακάμια του, καλός αφηγητής, εύστοχος, παραστατικός, αθυρόστομος. Όλοι έψαχναν την παρέα του. Γεννήθηκε το 1905 στο Σιναπλή Ανατολικής Ρωμυλίας, απ΄ όπου ήλθε στην Μεσσούνη το 1924. Ήταν ήδη παντρεμένος με την Παγώνα (Παγούνου-Γκούνου), που γεννήθηκε το 1903.
Η «Γκούνου», εργατική, νοικοκυρά και έξυπνη, μπορούμε να πούμε ότι ήταν η «φεμινίστρια» του χωριού για την εποχή της. Έλεγαν ότι, όταν αρνήθηκε ο Μάγγανος να της παραδίδει το αντίτιμο της σύνταξής της, αξίωσε και πέτυχε από τον ταχυδρόμο να εισπράττει η ίδια τη σύνταξη, παρά τις «δυναμικές» αντιρρήσεις του μπάρμπα Γιώργη. 
Αναπαύονται στα κοιμητήρια της Μεσσούνης.

Έτρεξαν και απομακρύνθηκαν οι χωριανοί, τα πόδια του αστυνόμου όμως μπερδεύτηκαν στις κουσίνες (μακριές ρίζες) του μποστανιού και έπεσε φαρδύς πλατύς μέσα στο χωράφι.

Ο Μάγγανος, με την τουπούζου στον αέρα, κατέφθασε και μέσα στο σκοτάδι, σα νέος Ηρακλής με το ρόπαλο, ήταν έτοιμος να την κατεβάσει στο κεφάλι του ξαπλωμένου κλέφτη, όταν άκουσε ο κλέφτης να του λέει:

-Γιώργη, Γιώργη,  κάτσε καλά, ο αστυνόμος ο Πέτρος είμαι, αστεία, πλάκα κάναμε, δεν είμαστε κλέφτες.

-Αστυνόμους, ξιαστυνόμους, ιγώ δεν ξέρου, τί δλειά έχς τέτοια ώρα στου μπουστάν. Άμα δεν μη πεις ποιοι ήταν οι άλλοι, δα συ τραβίξου νια μη τ΄ντουπούζου στου τσιακάτ (μέτωπο) κι διμένου δα συ πάου σ΄νΑστυνουμία, δα συ καταγγείλου στου διοικητή ότι έκλιφτις τα καρπούζια μ.

Είδε και απόειδε ο αστυνόμος, σηκώθηκε σιγά σιγά, κατέβασε ο Μάγγανος τη μαγκούρα και είπε γελώντας τα ονόματα των άλλων τριών (κλεφτών) και έτσι γλύτωσε από την τουπούζου.

Ποιοι νομίζετε ότι ήταν οι άλλοι τρεις:

-Ιαννάκς του Ζαφειρούδ, Πασχάλς του Κυρουβγιούδ κι Επιτιλάρχης, Δημήτρης του Πασιούδ.

Φαντασθείτε πώς έφτασε το γεγονός την άλλη μέρα στην μεγάλη παρέα του καφενείου. Τρανταχτά ακούγονταν τα γέλια του παπά Μάρου, όταν αντάμωσαν, οι φίλοι, οι φύλακες, οι κλέφτες και οι αστυνόμοι του μποστανιού.

Ο Μάγγανος, φουντωμένος για το κατόρθωμά του, όλο καμάρι, έλεγε και ξανάλεγε, σε όλο τον κόσμο, ότι κανείς δεν τολμούσε να κλέψει τα καρπούζια του. Ακόμα και τον αστυνόμο που προσπάθησε, τον έπιασε.

Αποσιωπούσε βέβαια όλα τα άλλα και προπαντός ότι ροχάλιζε όταν έφτασαν οι «κλέφτες», που μπορούσαν να του κλέψουν τα καρπούζια μαζί με τις κουσίνες, χωρίς να πάρει χαμπάρι.

Πού να ομολογήσει ότι του πήραν, χωρίς να ξυπνήσει, ακόμη και τη σουργούτα με το σακάκι, που τα είχε για προσκέφαλο.

Βέβαια, τα πραγματικά γεγονότα διέρρευσαν και μαθεύτηκαν, όμως, έστω και έτσι, ο Μάγγανος είχε τον τελευταίο λόγο:

Όλοι γνώριζαν πλέον ότι ο Μάγγανος φύλαγε τα καρπούζια του και δεν αστειευόταν.

Κρατούσε και «τουπούζου» στα χέρια.

Εξιστόρηση γεγονότος: Γιώργος Χ. Τσαρακτσίδης

Καταγραφή, διαμόρφωση, παρουσίαση: Τάσος Γιοβανούδης

Η ιστορία είναι χαρισμένη στο Γιαννάκη, το μικρό τσολιά,  γιο του Μανιάτη αστυνόμου Πέτρου Δρακουλάκου, που έζησε πολλά χρόνια δίπλα μας και δεν μας ξεχνά.  Με πολύ αγάπη και συναισθήματα νοσταλγίας παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο χωριό μας,  ως γνήσιο τέκνο της Μεσσούνης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.