Ο Χουτης με τα «λιφουδια», στη Μεσσουνη του πενηντα

Αποκαλύψεις της ζωής, μέσα από ένα παιδικό παιχνίδι

Μεταπολεμικά και μέχρι τις αρχές του 1960, τα παιδιά της Μεσσούνης, ανάμεσα στα πολλά αυτοσχέδια παιχνίδια έπαιζαν πολύ και με παλιά μεταλλικά νομίσματα.

Κυκλοφορούσαν στα χέρια τους, χωρίς αξία, προπολεμικά, μεταπολεμικά, κατοχικά και βουλγαρικά νομίσματα.

Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, εμφανίσθηκε στην πιάτσα των παιχτών, στο αλανούδι, ο μικρός Χούτης (Χρήστος,) κρατώντας στη χούφτα του χεριού του καμιά τριανταριά πολύ μικρά και ελαφρά παλιά χρυσαφένια νομίσματα.

Στήθηκε το παιχνίδι, έδωσαν και πήραν οι παίχτες, έχασε ο Χρήστος μερικά μικρά νομίσματα, κέρδισε μερικά μεγάλα και χαρούμενος, όταν σκόρπισε η παρέα, έφυγε για σπίτι.

Άπλωσε στο ξεστρόχι του σπιτιού την περιουσία του και την τακτοποιούσε καμαρώνοντας για τα κέρδη του.

Κάποια στιγμή η μάνα του, η λέλιου Ιώργαινα, πέρασε από κοντά του, κοίταξε την πραμάτεια του και έκπληκτη, έσκυψε να δει καλύτερα, τι χρυσίζει.

Αλαφιασμένη άρχισε να ρωτά:

-Χούτη, που τα βρήκεις αυτά τα λιφούδια, έχς κι άουα.

-Σ΄ν κότσινα, απάντησε ο Χρήστος, έσκαψει του γρουν κι αυτά ήταν μέσα σ΄ λάσπεις. Τα μάζουξα, τάπλεινα κι παίξαμει μι τα πιδούδια. Να τώρα αυτά έχω, έδωκα κάμποσα μικρά κι πήρα αυτό, του τρανό.

Νταμπλάς χτύπησε την κυρά Ιώργαινα, κόλπος της ήλθε, πήρε τα χρυσαφένια νομίσματα από το Χούτη, έτρεξε στην κότσινα, έψαξε προσεκτικά στις λάσπες, βρήκε ακόμη καμιά δεκαριά και με το Χούτη πιασμένο από το χέρι, έτρεξε στα σπίτια των παιδιών που κέρδισαν, έχασαν ή έκαναν ανταλλαγές με το γιο της, εκείνο το πρωινό. Έτσι μάζεψε απ΄ όλα τα παιδιά τα λιφούδια.

-Τι έκαμεις ε Χούτη, είπε ελαφρά ανακουφισμένη και προβληματισμένη, αυτά δεν είνι παλιά κι άχρηστα, αυτά είνι χρυσά λιφούδια, τα αγόρασει η πατέρας όταν πούλσαμει τα αρνιά, τάβαλει κρυφά μέσα σ΄ ένα παλιό τσιαράπ, έσκαψει κι τα παράχουσει  σ΄ν κότσινα, να μην τα ξέρ η πάππους, μουναχά ιγώ κι αυτός. Αμά αυτό του διαβουλμένου, σκάψει-σκάψει τα ξεπαράχουσει.

Μην πεις σι κανέναν τίποτα, μην του μάθ΄ η πάππους, μην ακούσν οι χουριανοί ότι έχουμι παράδες και μας κλέψν.

Προφανώς το ζευγάρι έκανε κρυφά από τους παππούδες, με τους οποίους συγκατοικούσαν, μερικά χρυσά νομίσματα για προσωπική αποταμίευση, φοβηθήκαν να τα κρύψουν μέσα στο σπίτι, μήπως να ανακαλύψουν οι λοιποί συγκάτοικοι, έσκαψαν σε μια άκρη της αυλής και καταχώνιασαν στη γούρνα, μέσα σε ένα παλιό τσουράπι, το θησαυρό τους.

Από τους κλέφτες και τους συγκατοικούντες γλύτωσαν, προδόθηκαν όμως από το γουρούνι, που χώνει τη μούρη του όπου βρει μαλακό έδαφος. 

Βέβαια το νέο δεν έμεινε κρυφό, διαδόθηκε αμέσως από τις μανάδες των άλλων παιδιών.

Μετά από χρόνια, έφθασε στα αυτιά μου και το καταγράφω, σαν μνημείο Μεσσουνιώτικης και Σιναπλιώτικης κουτοπόνηρης αφέλειας.

Τι να έκαναν όμως τα νέα ζευγάρια. Κάτω από την ίδια στέγη ζούσαν τουλάχιστον δύο-τρία ζευγάρια με πολλά παιδιά, κάτω από την αυστηρή πατριαρχική επίβλεψη και επιβολή των γεροντότερων. Μόνο δούλευαν, χωρίς δικαιώματα, ακόμη και το μικρό κερί για την εκκλησία έπρεπε να εγκριθεί από τον «αφέντη».   

Εκείνο που δεν έμαθα και έμεινε αναπάντητο ερωτηματικό είναι, αν διαπιστώθηκαν απώλειες στην καταμέτρηση, το σημείο του σπιτιού που έγινε η καινούργια κρυψώνα του θησαυρού και αν το μυστικό έγινε γνωστό στους αφέντες του σπιτιού. (στουν πάππου και τη μπάμπου). 

Σημείωση:

Λιφούδια έλεγαν στη Μεσσούνη, τα πολύ μικρά και ελαφρά χρυσά νομίσματα, που έμοιαζαν με τα φλουριά, αλλά πολύ μικρότερης αξίας.

Χούτης: Χρήστος

Λέλιου: Θεία

Κότσινα: Το πρόχειρο ξύλινο σπιτάκι για το γουρούνι.

Τσιαράπ: Κάλτσα  

Ξεστρόχι: Ανοιχτός στεγασμένος ημιυπαίθριος χώρος της κύριας κατοικίας, απ΄ όπου επικοινωνούσαν με όλα τα δωμάτια.

Αλανούδ(ι): Η μικρή πλατεία του χορού που ήταν σα μικρό αλώνι. . 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.