Η Βουλγαρικη Κατοχη στην Ανατολικη Μακεδονια και στην Θρακη (1941-1944)

Ο ρόλος της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Σύντομη Επισκόπηση (Μέρος Α)

Της Άννας Μπατζέλη*

Εισαγωγή

Η εξωτερική πολιτική που ανέπτυξε η βουλγαρική κυβέρνηση κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνιστά συνέχεια και αποτέλεσμα της εθνικής στρατηγικής που είχε χαράξει η χώρα, έπειτα από την υπογραφή της «ταπεινωτικής» Συνθήκης του Νεϊγύ. Η Βουλγαρία ήταν αναμφίβολα το ρεβιζιονιστικό κράτος των Βαλκανίων και καθ’ όλην την διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι εκάστοτε κυβερνώντες είχαν επιφορτιστεί με το έργο ικανοποίησης των εθνικών διεκδικήσεων έναντι των όμορων χωρών, τακτική που αναπόδραστα είχε αντίκτυπο στην διαμόρφωση των διαβαλκανικών σχέσεων και ισορροπιών. Οι εδαφικές αξιώσεις της Βουλγαρίας αποδείχτηκαν καταλυτικές και στην απόφαση ένταξης της χώρας στο στρατόπεδο του Άξονα με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μπελβεντέρε. Έπειτα από την ολοκλήρωση της προέλασης του Χίτλερ στα Βαλκάνια, η Γερμανία προχώρησε στην «προσωρινή παραχώρηση της διοίκησης» τμήματος της Γιουγκοσλαβίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στην Βουλγαρία, αφήνοντας το ζήτημα της οριστικοποίησης του εδαφικού status quo των περιοχών αυτών για μετά το πέρας του πολέμου (Συμφωνία Κλόντιους-Ποπώφ). Παρά τον προσωρινό χαρακτήρα της Συμφωνίας, η Βουλγαρία εξέλαβε τις εξελίξεις αυτές ως ένα προστάδιο της πλήρωσης του  εθνικού οράματος της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και προχώρησε άμεσα στον σχεδιασμό και υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου και δαπανηρού σχεδίου διοικητικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών στο βουλγαρικό κράτος ως συστατικά, ενιαία και αδιαίρετα τμήματά του.[1] Για την παγίωση της «Τσελοκούπνας Μπαλκάριγιας (Ενιαίας και Αδιαίρετης Βουλγαρίας)», καίριας σημασίας υπήρξε η ενεργός συμμετοχή του συνόλου της κοινωνίας: των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων, των εκπαιδευτικών, των εξαρχικών ιερέων και των απλών πολιτών. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η ανάδειξη του ρόλου της βουλγαρικής Εξαρχίας στην υλοποίηση των κυβερνητικών στόχων μέσω της αξιοποίησης της σχετικής βιβλιογραφίας και βουλγαρικών πηγών.

Έναρξη της Βουλγαρικής Κατοχής: η εκκλησιαστική διαίρεση των «νεοαποκτηθεισών εδαφών»:

            Λαμβάνοντας υπόψη την θέση της θρησκείας στην εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των βαλκανικών λαών, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο βουλγαρικός στρατός με την είσοδό του στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη έθεσε στο στόχαστρό του τους Έλληνες κληρικούς, οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που ήρθαν αντιμέτωποι με σκληρές διώξεις.[2] Ταυτόχρονα η βουλγαρική Εξαρχία έσπευσε να προσαρμόσει την εκκλησιαστική διοίκηση στο βουλγαρικό πρότυπο. Συγκεκριμένα, στις 16 Απριλίου 1941, η Βουλγαρική Εξαρχία συγκάλεσε έκτακτη Ιερά Σύνοδο, υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Βιδινίου Νεόφυτου και με την συμμετοχή όλων των Βούλγαρων Μητροπολιτών της «παλαιάς Βουλγαρίας»: του Μητροπολίτη Σόφιας Στεφάνου, του Μητροπολίτη Σιλίστρας και Τσέρβεν Μιχαήλ, του Μητροπολίτη Βρατσάς Παϊσίου, του Μητροπολίτη Νευροκοπίου Βόρις, του Μητροπολίτη Βελίκο Τίρνοβο Σωφρονίου, του Μητροπολίτη Βάρνας και Πρεσλάβ (Preslav) Ιωσήφ, του Μητροπολίτη Φιλιππούπολης Κύριλλο, του Μητροπολίτη Λόβετς Φιλάρετο, του Μητροπολίτη Σλίβεν Ευλόγιο και του Μητροπολίτη της Στάρα Ζαγκόρα Κλήμη. Περίπου δύο εβδομάδες μετά, στις 29 Απριλίου 1941, εκδόθηκε η απόφαση της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των «νεοαποκτηθεισών εδαφών». Η διάρθρωση της απόφασης της Ιεράς Συνόδου απαρτίζεται από τρία μέρη, το πρώτο μέρος της οποίας αναφέρεται στον σκοπό της σύγκλησης της έκτακτης σύσκεψης:

            «Τα πρόσφατα σπουδαία γεγονότα, επιτάσσουν την σύγκληση έκτακτης Ιεράς Συνόδου. Πρώτα απ’ όλα χαιρετίζουμε την Ανάσταση του Χριστού. Χαιρετίζουμε, ακόμη, την αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης με τον βουλγαρικό λαό και παρακαλούμε τον Θεό να δώσει την δύναμη στον λαό και στην εκκλησία μας να εκπληρώσουμε την αποστολή μας στην ιστορία. Να επιτελέσουμε το ιστορικό μας έργο με οδηγό τις αρχές της ηθικής και υπό την σκέπη της Δικής του ευλογίας.

            Το ζήτημα, λοιπόν, που η Ιερά Σύνοδος έχει κληθεί να εξετάσει στην παρούσα συνεδρίαση αφορά την λήψη των απαραίτητων κανονιστικών μέτρων προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση της λειτουργίας των ιερών μας εκκλησιών στις νεοαπελευθερωθείσες επαρχίες, καθώς και η εκκλησιαστική διοικητική διαίρεση αυτών. Ακόμη, θα πρέπει να λάβουμε την σχετική απόφαση έγκαιρα, διότι η εκκλησιαστική διαίρεση των νέων περιοχών από εμάς θα αποτελέσει πυξίδα για τις πολιτικές αρχές, προκειμένου να προβούν στην διοικητική διαίρεσή τους».[3]

Το έργο, λοιπόν, της Ιεράς Συνόδου ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η εκκλησιαστική διάρθρωση των «νέων περιοχών» θα λειτουργούσε ως βάση και για την διοικητική διαίρεσή τους από την πολιτική ηγεσία. Το απόσπασμα αυτό αναδεικνύει, με άλλα λόγια, τον σημαίνοντα ρόλο της Εξαρχίας στην δημόσια ζωή. Ρόλος που αποτυπώνεται παραστατικά και στα δημοσιεύματα του Τύπου, στα οποία παραδίδεται η έντονη παρουσία των εκπροσώπων της Εκκλησίας σε όλες τις επίσημες εκδηλώσεις και εορτασμούς.[4]

            Στο δεύτερο μέρος της απόφασης που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος, επιχειρείται μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Στόχος την περιεκτικής ιστορικής αναψηλάφησης είναι η ανάδειξη του διαχρονικού έργου της εκκλησίας και του ιστορικού ρόλου της βουλγαρικής Εξαρχίας στα «νέο-απελευθερωθέντα εδάφη» από την εποχή της δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, στην οθωμανική κυριαρχία και την εθνική απελευθέρωση. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στα γεγονότα που αφορούν την δράση που είχε αναπτύξει η Βουλγαρική Εξαρχία στην Αχρίδα και στον ρόλο του Παΐσιου Χιλανδαρίνου στην διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας.[5]

            Το τρίτο και τελευταίο μέρος αφορά την εκκλησιαστική διαίρεση των «νέων επαρχιών», η οποία είχε ως ακολούθως:

            «1. Ιερά Μητρόπολις Μαρώνειας: υπό την δικαιοδοσία της οποίας θα περιληφθούν οι πόλεις Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Ξάνθη, Σουφλί και Φέρες,

            2. Ιερά Μητρόπολις Αχρίδας-Μοναστηρίου: υπό την δικαιοδοσία της οποίας θα περιληφθούν οι πόλεις Μοναστήρι, Δίβρη, Κίτσεβο, Καστοριά, Κρούσεβο, Λερίν, Αχρίδα, Πρίλεπ, Ρέσεν, Στρούγκα,

            3. Ιερά Μητρόπολις Σκοπίων-Βέλες: υπό την δικαιοδοσία της οποίας θα περιληφθούν οι πόλεις Βέλες, Βρανά, Γκόστιβαρ, Κότσανι, Κράτοβο, Κουμάνοβο, Λέσκοβετς, Παλάνκα,  Σκόπια, Τέτοβο, Στιπ,

            4. Ιερά Μητρόπολις Στρώμνιτσας-Δράμας: υπό την δικαιοδοσία της οποίας θα περιληφθούν οι πόλεις Ηράκλεια Σερρών, Ντεμίρ Χισάρ, Δράμα, Καβάλα, Πέχτσεβο, Ράντοβις, Σέρρες και Στρώμνιτσα. [..]

            Το ζήτημα της Ιεράς Μητρόπολις Θεσσαλονίκης θα παραμείνει ανοικτό έως ότου αποσαφηνιστούν τα όρια των συνόρων.».[6]

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο παραπάνω απόσπασμα γίνεται ιδιαίτερη μνεία από τους συμμετέχοντες της Ιεράς Συνόδου στην Θεσσαλονίκη, την οποία αμφότεροι οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί ηγέτες προσδοκούσαν ότι θα εντασσόταν στην βουλγαρική ζώνη Κατοχής μετά από συμφωνία με την Γερμανία.

Χάρτης του Βασιλείου τη Βουλγαρίας από το 1941 μέχρι το 1944

Ζητήματα στελέχωσης και λειτουργίας των «νέων» Μητροπόλεων και ο ρόλος των Βούλγαρων κληρικών

            Χρέη Μητροπολιτών στις «απελευθερωθείσες περιοχές» ανέλαβαν τέσσερις ιερείς που είχαν ανάλογο ρόλο σε Ιερές Μητροπόλεις της «παλαιάς Βουλγαρίας». Η ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης καίριων θέσεων από Βούλγαρους ιερείς κρίθηκε ως απαραίτητη προκειμένου να είναι δυνατή η ομαλή συσσωμάτωση των «νέων επαρχιών» με τις «παλαιές», καθώς και η άμεση κανονιστική προσαρμογή τους. Ομοίως είχε πραχθεί και σε καίριες δημόσιες/ διοικητικές υπηρεσίες. Τόσο, οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί, όσο και οι δημόσιοι υπάλληλοι, έφεραν τον συμβολικό ρόλο του φορέα του μηνύματος της ένωσης «με την μητέρα πατρίδα» και συνέδραμαν ουσιαστικά στην κρατική προσπάθεια παγίωσης της «νέας τάξης» με την παροχή των υπηρεσιών τους στα «απελευθερωθέντα εδάφη». Ακόμη, η διαδικασία στελέχωσης των δημοσίων υπηρεσιών, των εκκλησιών και των Μητροπόλεων πραγματώθηκε με παρόμοιο τρόπο, ενώ καθ’ όλην την διάρκεια της βουλγαρικής παρουσίας στις «νέες επαρχίες» λάμβαναν χώρα ειδικά σεμινάρια για την ενδυνάμωση και εμπέδωση της διοικητικής και εκκλησιαστικής ένωσης.[7] Τέλος, στα βουλγαρικά κρατικά αρχεία, σώζονται γραπτά αιτήματα ιερέων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων, με τα οποία εξέφραζαν την διαθεσιμότητά τους για μετάθεση στις «νέες» Ιερές Μητροπόλεις.[8] Ανάλογα αιτήματα είχαν κατατεθεί και από δημόσιους λειτουργούς.[9] Παρά το ενδιαφέρον και τα υλικά ανταλλάγματα (όπως υψηλότερες απολαβές, διάθεση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων κλ. π.), αρκετές δημόσιες υπηρεσίες παρέμειναν υποστελεχωμένες καθ’ όλην την διάρκεια της Κατοχής, καθότι το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των «παλαιών και νέων» επαρχιών. Επιπλέον αρκετοί Βούλγαροι υπάλληλοι, οι οποίοι μετέβησαν στις κατεχόμενες επαρχίες, παραιτήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων τους, καθώς οι συνθήκες εργασίας στα «νέα εδάφη» δεν ήταν οι ιδανικές, με την δυσαρέσκεια του ντόπιου πληθυσμού και την ενίσχυση αντιστασιακών κινημάτων να αποτελούν βασικούς λόγους επιστροφής τους στην «παλαιά» Βουλγαρία.

Ανάλογο ζήτημα εξεύρεσης του απαιτούμενου αριθμού ιερέων που θα στελέχωναν τις εκκλησίες στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη αντιμετώπισε και η Εξαρχία, η οποία εντέλει κατέφυγε στην επιστράτευση ιερέων που είχαν συνταξιοδοτηθεί, αλλά ωστόσο ήταν σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Οι συνταξιούχοι ιερείς κατά κανόνα κλήθηκαν να καλύψουν τις ανάγκες ενοριών της «παλαιάς» Βουλγαρίας, καθώς οι ιθύνοντες αναγνώριζαν τις δυσκολίες μετοίκισης στις «νέες επαρχίες». Παρά τις προσπάθειες, η Εξαρχία αδυνατούσε να καλύψει τα κενά και περίπου 225 Έλληνες κληρικοί παρέμειναν στην ενορία τους καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής. Στους ιερείς αυτούς, η Εξαρχία απαγόρευσε να τελούν της ακολουθίες στην ελληνική γλώσσα.[10]

Παρόμοια μέτρα με την βουλγαρική Εξαρχία είχαν ληφθεί από την βουλγαρική κυβέρνηση, προκειμένου να καλυφθούν οι υπηρεσιακές ανάγκες των διοικητικών και λοιπών υπηρεσιών. Μάλιστα, η έλλειψη επαρκούς αριθμού ιατρών και φαρμακοποιών, οδήγησε στην απελευθέρωση – και διάσωση τελικά – 67 Εβραίων γιατρών και φαρμακοποιών και των οικογενειών τους από το προσωρινό στρατόπεδο διέλευσης του Μόνοπολ.[11]

            Όσον αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα, με την έναρξη της βουλγαρικής Κατοχής, η Ιερά Σύνοδος επιφορτίστηκε με το έργο κάλυψης των αναγκών των «νέων» Μητροπόλεων. Ειδικότερα, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να εκχωρήσει την ευθύνη διαχείρισής τους σε έμπειρα και αναγνωρισμένα για την προσφορά τους στην Βουλγαρική Εκκλησία μέλη της, τα οποία ήδη διατελούσαν Μητροπολίτες Ιερών Μητροπόλεων της παλαιάς Βουλγαρίας:

            «1. Ο Μητροπολίτης Φιλιππούπολης Κύριλλος θα αναλάβει την διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Μαρώνειας,

            2. Ο Μητροπολίτης Νευροκοπίου Βόρις θα αναλάβει την διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Στρώμνιτσας-Δράμας,

            3. Ο Μητροπολίτης Λόβετς Φιλάρετος θα αναλάβει την διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Αχρίδας-Μοναστηρίου και

            4. Ο Μητροπολίτης Βελίκο Τίρνοβο Σωφρόνιος θα αναλάβει την διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Σκοπίων-Βέλες».[12]

Η απόφαση όριζε, ακόμα, οι Μητροπολίτες να έχουν αδιάλειπτη επικοινωνία με την ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου, προκειμένου να  διασφαλιστεί η άρτια επιτέλεση των καθηκόντων τους και να είναι εφικτός ο έγκαιρος εξακοντισμός των όποιων δυσχερειών ανέκυπταν.

            Άμεσα, διοριστήκαν και οι ιδιαίτεροι γραμματείς των Μητροπολιτών των νεοσυσταθεισών Ιερών Μητροπόλεων:

            «1. Ιδιαίτερος Γραμματέας του Παναγιότατου Μητροπολίτη Λόβετς Φιλάρετου στην διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Αχρίδας-Μοναστηρίου, αναλαμβάνει ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος Μάξιμος, ο επονομαζόμενος Μπράνιτσκι [Branitski].

            2. Ιδιαίτερος Γραμματέας του Παναγιότατου Μητροπολίτη Φιλιππούπολης Κυρίλλου στην διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Μαρώνειας, αναλαμβάνει ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος Νις Ιλαρίων.

            3. Ιδιαίτερος Γραμματέας του Παναγιότατου Μητροπολίτη Νευροκοπίου Βόρις στην διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Στρώμνιτσας-Δράμας, αναλαμβάνει ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος Ντραγκόβιτσα [Dragovitijski] Χαρίτων.

            4. Ιδιαίτερος Γραμματέας του Παναγιότατου Μητροπολίτη Βελίκο Τίρνοβο Σωφρόνιος στην διοίκηση της Ιεράς Μητρόπολις Σκοπίων-Βέλες, αναλαμβάνει ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος Μπρεγκάλνιτσκι [Bregalnitski] Πανάρετος».[13]

            Ταυτόχρονα με τον διορισμό νέων Μητροπολιτών και των ιδιαιτέρων γραμματέων τους, η Ιερά Σύνοδος απέστειλε στους επαρχιακούς επισκόπους τις ακόλουθες οδηγίες:

            «1. Καλούνται όλοι οι ιερείς, οι οποίοι κατά το παρελθόν είχαν διαμείνει στα κατεχόμενα ή στα προσφάτως αποκτηθέντα εδάφη των νεοσύστατων Ιερών Μητροπόλεων, και τώρα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις παλαιές επαρχίες του βουλγαρικού Βασιλείου, να μετακινηθούν στις νεοαποκτηθείσες περιοχές, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις νέες Ιερές Μητροπόλεις.

            2. Καλούνται όλοι οι ιερείς, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σχετικά πρόσφατα και είναι ακόμα σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να αναλάβουν υπηρεσία στις ενοριακές εκκλησίες των νέων επαρχιών σύμφωνα με τις ανάγκες.

            Η Ιερά Σύνοδος σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζει την σημασία του έργου, το οποίο οι κληθέντες ιερείς καλούνται να προσφέρουν, καθώς και την ιδιαίτερη συμβολική αξία του για την ίδια την βουλγαρική Εκκλησία· για την ίδια την Αγία Εξαρχία.

            3. Οι αρχιερείς έκαστης επαρχίας οφείλουν να παρέχουν τις απαραίτητες διευκολύνσεις στους ιερείς που επιθυμούν να αναλάβουν υπηρεσία στις νεοαπελευθερωθείσες επαρχίες, έτσι ώστε να αναλάβουν τα καθήκοντά τους το συντομότερο δυνατό στην Μακεδονία και την Θράκη.

            Η πρόσκληση αυτή δεν αφορά τους ιερείς που ιερουργούν σε ενορίες των περιοχών του Τσέρβεν, της Βάρνας, του Πρεσλάβ και της Σιλίστρας, καθώς αυτοί καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις εγγύτερες στις ενορίες τους  γεωγραφικά περιοχές της Νοτίου Δοβρουτσάς».[14]

            Όπως βλέπουμε, η ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου αναγνώριζε και επίσημα την σημασία του ρόλου που οι ιερείς καλούνταν να διαδραματίσουν στα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης. Η θρησκεία στα Βαλκάνια της εποχής είχε ύψιστη αξία και παρουσία σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και του πολιτισμού των εθνών της Χερσονήσου του Αίμου. Οι κατά τόπους ιερείς, ειδικότερα, με την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες και την άμεση διεπίδραση, μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική και κοινωνική επιρροή, παράμετρος που τους καταστούσε τους κυριότερους φορείς των μηνυμάτων των εθνικών εκκλησιών. 

            Κατ’ αντιστοιχία, οι Έλληνες ιερείς που υπηρετούσαν στις «τέως ελληνικές περιοχές» πριν από την είσοδο των βουλγαρικών δυνάμεων, θα μπορούσαν εν δυνάμει να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα αποτυχίας του σχεδίου «βουλγαροποίησης» της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, η πραγμάτωση του οποίου κρινόταν ως απαραίτητη για την εδραίωση της νέας διοίκησης. Η επιρροή των Ελλήνων ιερέων και ο ελλοχεύων κίνδυνος να αποτελέσουν «αντι-βουλγαρικό» πόλο υπήρξε έναν από τους βασικούς λόγους σύγκλησης της έκτακτης Ιεράς Συνόδου. Για τον ίδιο λόγο, οι Έλληνες μητροπολίτες και ιερείς ήταν από τους πρώτους που υπέστησαν τις συνέπειες της Κατοχής και υποχρεώθηκαν (συχνά υπό την απειλή βίας) σε μετανάστευση στις υπό γερμανική διοίκηση περιοχές από τους Βούλγαρους στρατιώτες και αστυνομικούς. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του αρχιμανδρίτη Δ. Νικολαΐδη:  

«Αφού με υποχρέωσαν να γυμνωθώ τελείως, ήρχισαν να ερευνούν τα ενδύματα και τας αποσκευάς μου. Αφού αφήρεσαν όσα χρήματα είχον εντός των ενδυμάτων μου, με διέταξαν να ενδυθώ την φανέλαν και εσώβρακον. Αμέσως άρχισαν να με ξυλοκοπούν δια των υποκοπάνων και των υποδημάτων, αποκαλούντες με κομιτατζήν και ερωτώντες: «Πόσον αίμα βουλγαρικόν έχεις ρουφήξει, διαβολόπαπα;». Η τραγωδία αυτή επανελήφθη πεντάκις σε διάστημα τριών ωρών και κατόπιν κάθε ξυλοκοπήματος τραβούσαν δι’ όλης της δυνάμεως τα  μαλλιά και τα γένεια μου, εις τρόπον ώστε πολλαί τρίχες να μείνωσιν εις χείρας των».[15]

Ανάλογες διώξεις υπέστησαν και οι Σέρβοι μοναχοί και θεολόγοι, όπως και πρόσωπα που επιτελούσαν κατηχητικό έργο στις κατεχόμενες από τους Κροάτες περιοχές. Μάλιστα, είχαν επιβληθεί απαγορεύσεις και περιορισμοί παρόμοιοι με αυτούς που ίσχυσαν για τον εβραϊκό πληθυσμό (έφεραν λ. χ. δηλωτικό της θρησκευτικής ταυτότητάς τους και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιούν ελεύθερα τα μέσα αστικής μεταφοράς). Ο καθηγητής Γόνης αναφέρει σχετικά ότι:

«Με καλά προγραμματισμένες ενέργειες οι Κροάτες Ustaši έδωσαν συντριπτικό κτύπημα στους Σέρβους. Δολοφονήθηκαν 8 επίσκοποι, 219 ιερείς, μοναχοί και θεολόγοι και 800.000 πιστοί. Τριακόσιες χιλιάδες Σέρβοι υποχρεώθηκαν σε εθελούσιο ή βίαιο εκτοπισμό στη Σερβία».[16]

Ταυτόχρονα, στις υπό βουλγαρική Κατοχή περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, οι Σέρβοι κληρικοί υπέστησαν σφοδρές διώξεις και εκατοντάδες ιερείς με τις οικογένειές τους υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν στις υπό γερμανικής διοίκησης επαρχίες.[17] Δεν εξέλειπαν ωστόσο οι περιπτώσεις γιουγκοσλάβων ιερέων που ανέλαβαν σημαίνοντες ρόλους κατά την περίοδο παρουσίας των Βουλγαρικών αρχών. Επρόκειτο, πρωτίστως, για άτομα που έτρεφαν φιλοβουλγαρικά αισθήματα («Βουλγαρομάνοι») ή ήταν βουλγαρικής καταγωγής και συνείδησης. Ας σημειωθεί τέλος το γεγονός ότι ορισμένοι υπηρέτησαν υπό διαφορετική θέση, ως καθηγητές θρησκευτικών και εκκλησιαστικής ιστορίας σε σχολεία.[18]

            Τις κενές θέσεις από τον εκτοπισμό των Ελλήνων ιερέων, η Βουλγαρική Εξαρχία επεχείρησε να καλύψει με την τοποθέτηση στις «νέες επαρχίες» εν ενεργεία και συνταξιούχων Βούλγαρων κληρικών. Οι ιερείς αυτοί άμεσα καθιέρωσαν το βουλγαρικό εορτολόγιο και τυπικό στις ακολουθίες στις «τέως ελληνικές εκκλησίες». Η εκβουλγαροποίηση της θρησκευτική ζωής συνιστά βασικό πυλώνα της «πολιτιστικής επίθεσης» της Βουλγαρικής Κατοχής, για την πραγμάτωση της οποίας διατέθηκαν σημαντικά ποσά:

            «1. Για την κάλυψη των αναγκών και των λοιπών εξόδων των τεσσάρων Μητροπολιτών των νεοσύστατων Ιερών Μητροπόλεων θα διατίθεται το ποσό των 6.000 λεβίων σε έκαστο Μητροπολίτη ανά μήνα.

            2. Ομοίως, για την κάλυψη των αναγκών και των λοιπών εξόδων των βοηθών των τεσσάρων Μητροπολιτών, θα καταβάλλεται κάθε μήνα σε κάθε έναν από αυτούς το ποσό των 5.000 λεβίων.

            3. Ακόμη, προβλέπεται η μετακίνηση τριάντα αρχιερέων και των βοηθών τους στις νέες επαρχίες του Βουλγαρικού Βασιλείου, από τις παλαιές που τώρα υπηρετούν, προκειμένου να προσφέρουν στην εκκλησία μας από την νέα τους θέση. Σχετικά, με την κάλυψη των αναγκών και των λοιπών εξόδων των αρχιερέων και των βοηθών τους, με την παρούσα απόφαση της ιεραρχίας της Ιεράς Συνόδου αποφασίζεται η συνέχιση της μηνιαίας καταβολής του μισθού τους.

            4. Αντίστοιχα, 500 ιερείς θα μετακινηθούν για να ιερουργήσουν στις ενορίες των νέων Ιερών Μητροπόλεων. Η καταβολή του μηνιαίου μισθού τους θα συνεχιστεί χωρίς διακοπή.

            Επιπλέον, οι Βούλγαροι ιερείς που ήδη διαμένουν και ιερουργούν στις προσφάτως απελευθερωθείσες περιοχές θα κληθούν να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

            5. Ακόμη, 200 εν ενεργεία ιερείς των παλαιών επαρχιών του Βουλγαρικού Βασιλείου θα μετακινηθούν στις νέες Ιερές Μητροπόλεις, προκειμένου να συνεισφέρουν επικουρικά στην διαδικασία αποκατάστασης της λειτουργίας των εκκλησιών.

            6. Για την κάλυψη των εξόδων των τεσσάρων νέων Ιερών Μητροπόλεων, ορίζεται η εκταμίευση του ποσού των 15.000 λεβίων για έκαστη Μητρόπολη. Το ποσό αυτό κρίνεται ως επαρκές για την κάλυψη των εξόδων έκαστης Μητρόπολης για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών.

            7. Για την διεκπεραίωση των διοικητικών ζητημάτων αποφασίζεται η πρόσληψη τεσσάρων πρωτοσύγκελων, τεσσάρων γραμματέων, τεσσάρων λογιστών-ταμιών, τεσσάρων αρχειοφυλάκων, οκτώ ατόμων βοηθητικό προσωπικό, τριάντα γραμματέων για την διεκπεραίωση των υποθέσεων των αρχιερέων και τριάντα γραφέων.

            8. Για την κάλυψη του κόστους των αναλωσίμων και των λοιπών εξόδων, προβλέπεται η διάθεση του ποσού των 500.000 λεβίων συνολικά.».[19]

            Η ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου, λοιπόν, με το ψήφισμα αυτό τακτοποίησε τις άμεσες διοικητικές και οικονομικές ανάγκες των «νέων επαρχιών», διαθέτοντας τους απαιτούμενους υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Μία μόλις μέρα μετά, οι συμμετέχοντες της Ιεράς Συνόδου ετοίμασαν προσχέδιο  ευχαριστήριας επιστολής με αποδέκτες τους Χίτλερ και Μουσολίνι, στην οποία εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για την συμβολή τους στην «εθνική απελευθέρωση» και επισήμαιναν την αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής ενοποίησης των «παλαιών επαρχιών με τις νέες». Μεταξύ άλλων στο προσχέδιο αυτό αναφέρονται τα ακόλουθα:

            «Σήμερα η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία είναι ξανά ευτυχισμένη, διότι τα παιδιά της απελευθερώθηκαν, χάρη στην νικηφόρα μάχη που έδωσαν δύο μεγάλα σύμμαχα έθνη – της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η ιστορική αυτή στιγμή ήταν θέλημα Θεού να γίνει πραγματικότητα. Ήταν θέλημα Θεού η αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

            Η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στον Θεό για την αγάπη και την ευσπλαχνία Του. Η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία νιώθει ακόμη την ανάγκη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της στο γενναίο Γερμανικό έθνος και στον μεγάλο ηγέτη του κ. Αδόλφο Χίτλερ που με αυταπάρνηση πολέμησαν για την αποκατάσταση της τάξης, για την δικαιοσύνη. Με την πράξη τους αυτή θα εξασφαλιστεί μια διαρκής και δίκαιη ειρήνη μεταξύ των εθνών της Βαλκανικής.

            Ας ελπίσουμε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός θα αναπαύσει τις ψυχές των στρατιωτών που πέθαναν ηρωικά κατά την διάρκεια των συγκρούσεων και θα συμβάλει στην γρήγορη αποκατάσταση μιας δίκαιης τάξης πραγμάτων στον κόσμο».[20]

Το απόσπασμα αυτό θυμίζει αρκετά τα διθυραμβικά δημοσιεύματα, τα οποία κατέκλυσαν τις βουλγαρικές εφημερίδες μετά την «απελευθέρωση», με την μόνη διαφορά ότι οι εκκλησιαστικές αρχές επιτονίζουν την «θεϊκή παρέμβαση» στα γεγονότα:

            «Η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι ιστορικές στιγμές που ζούμε σήμερα είναι προϊόν θεϊκής παρέμβασης. Ήταν θέλημα Θεού να αποκατασταθούν οι δίκαιες διεκδικήσεις του βουλγαρικού έθνους. Ήταν θέλημά Του να επιστρέψουν οι βουλγαρικές επαρχίες εντός των ορίων του βουλγαρικού κράτους.

            Ήταν θέλημα Του η αποκατάσταση της κυριαρχίας της βουλγαρικής κουλτούρας στην ακριβή μας Μακεδονία. Ήταν θέλημα Του η επιστροφή της Μακεδονίας στην Μητέρα Πατρίδα, ως αναπόσπαστο τμήμα της».[21]

Κοινό στοιχείο στα δημοσιεύματα του βουλγαρικού Τύπου και στις αποφάσεις της έκτακτης Ιεράς Συνόδου αποτελεί το γεγονός ότι υπερτονίζεται η συνδρομή του Βασιλιά Βόρις στα διαδραματισθέντα και στην «απελευθέρωση της Μακεδονίας»:

            «Η ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου νιώθει την ανάγκη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της στην Σεβαστή βουλγαρική κυβέρνηση, Επικεφαλής της οποίας είναι ο αυτού Μεγαλειότης Βασιλιάς Φερδινάνδος ο Τρίτος.

            Με το παρόν, λοιπόν, εκφράζουμε τις ειλικρινείς μας ευχαριστίες στον Βασιλιά όλων των Βουλγάρων. Ο Βασιλιάς ανταποκρίθηκε στις επιθυμίες όλων των Βουλγάρων και συνέβαλε στην πραγμάτωσή τους.

            Για τον λόγο αυτόν, ο Μεγαλειότατος χαίρει της εκτίμησης της Αγίας Εκκλησίας και του ευχόμαστε κάθε επιτυχία στο έργο του και να χαίρει πάντα της εκτίμησης του λαού Μας».[22]

Τέλος, ταυτόχρονα με την αποστολή ευχαριστήριας επιστολής στην γερμανική και ιταλική ηγεσία, η ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου αποφάσισε να προχωρήσει στην διάθεση του ποσού των 150.000 λεβίων για την κάλυψη μέρους των αναγκών των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών που τραυματίστηκαν κατά την διάρκεια των εμπόλεμων συγκρούσεων.[23]

*Η Άννα Μπατζέλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ


[1] Για τις διεργασίες αυτές, βλ. αναλυτικά: Άννα Μπατζέλη, Κατοχή ή Απελευθέρωση; Όψεις της βουλγαρικής πολιτικής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1941-1944), Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 8-19. Η διατριβή είναι προσβάσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/46640

[2] Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, «Η Ελληνική Εκκλησία στην Ανατ. Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής», σ. 71 στο Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002.

[3] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова (επιμ. έκδοσης), Българското управление във Вардарска Македония (1941-1944): документален сборник (София: Държавна агенция “Архиви”, 2011), σ. 26-27 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[4] Βλ. λ. χ. τις εφημερίδες Целокупна България, 12 Ιανουαρίου 1942·  Илюстрация Илинден,, Απρίλιος 1943, σ. 4.

[5] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 27-30.

[6] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 30-31 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[7] Ενδεικτικά, βλ. Целокупна България, 8 Σεπτεμβρίου 1941, 3 Ιανουαρίου 1942.

[8] ДА – Ловеч (Κρατικά Αρχεία – Λόβετς), фонд 122К, опис 1, а.е. 295, Γραπτό αίτημα του γραμματέα της Επισκοπής Μπουργκάς, Ντιμίταρ Μπλ. Ντασκαλώφ (Dimitâr Bl. Daskalov), προς τον Μητροπολίτη Λόβετς, Φιλάρετο, στην οποία εκφράζει την επιθυμία του να παρέχει τις υπηρεσίες του στην νεοσύστατη  Μητρόπολη Αχρίδας-Μοναστηρίου (Λόβετς, 4 Μαΐου 1941).

[9] Ενδεικτικά: ДА – Монтана (Κρατικά Αρχεία – Μοντάνα), фонд 329К, опис 1, а.е. 12, Πρωτόκολλο του Συμβουλίου των Καθηγητών της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Μπερκόφσκα (Berkovska) στο οποίο επισυνάπτεται η λίστα με τα στοιχεία των εκπαιδευτικών που επιθυμούν να μετατεθούν «στις προσφάτως απελευθερωθείσες περιοχές» (Μπερκόφσκα, 10 Μαΐου 1942).  

[10] Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, «Η Ελληνική Εκκλησία στην Ανατ. Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής», σ. 76 στο Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002.

[11] Жамила Колономос, Вера Весковиќ-Вангели, Евреите во Македонија во Втората светска војна (1941-1945), Зборник на документи, том 1, и том 2 (Скопје: 1986), σ. 834-885· Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 30-31.

[12] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 30-31 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[13] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 5, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τα ακόλουθα θέματα: 1. ορισμός των βοηθών των Μητροπολιτών των νεοσυσταθεισών Μητροπόλεων· 2. προσχέδιο ευχαριστηρίου υπομνήματος προς την Γερμανία και την Ιταλία για την συμβολή τους στην απελευθέρωση βουλγαρικών εδαφών από «ξένες διοικήσεις» και 3. προϋπολογισμός του ποσού που θα έπρεπε να εκταμιευθεί από το εκκλησιαστικό ταμείο για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών (Σόφια, 30 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 33 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[14] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 30-31 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[15] Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, «Η Ελληνική Εκκλησία στην Ανατ. Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής», σ. 74 στο Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002.

[16] Δ. Γόνης,  Ιστορία των Ορθόδοξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας, Αθήνα 2001, σ. 256-257.

[17] Μ. Γ. Τρίτου, Η «Μακεδονική Εκκλησία των Σκοπίων», Ιστορική και επίκαιρη συμβολή στην επίλυση προβλήματος του Σερβικού Πατριαρχείου, Ιωάννινα 1999, σ. 11.

[18] ЦДА (Κεντρικά Κρατικά Αρχεία Βουλγαρίας), фонд 177К, опис 3, а.е. 2110, πράξη διορισμού του ιερέα Μεθόδιου Πάντσεφ Γκογκώφ ως καθηγητή του μαθήματος των θρησκευτικών και της ιστορίας της βουλγαρικής εκκλησίας στο Γυμνάσιο του Στιπ (Σόφια, 11 Οκτωβρίου 1941).

[19] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 4, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την εκκλησιαστική διαίρεση των νέων εδαφών (Σόφια, 29 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 31-32 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[20] Πρωτόκολλο υπ. αρ. 5, της Συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τα ακόλουθα θέματα: 1. ορισμός των βοηθών των Μητροπολιτών των νεοσυσταθεισών Μητροπόλεων· 2. προσχέδιο ευχαριστηρίου υπομνήματος προς την Γερμανία και την Ιταλία για την συμβολή τους στην απελευθέρωση βουλγαρικών εδαφών από «ξένες διοικήσεις» και 3. προϋπολογισμός του ποσού που θα έπρεπε να εκταμιευθεί από το εκκλησιαστικό ταμείο για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών (Σόφια, 30 Απριλίου 1941), στο: Александър Гребенаров, Надя Манолова-Николова, όπ. π., σ. 33, 36 (μτφρ. από τα βουλγαρικά από την συγγραφέα).

[21] Αυτόθι.

[22] Αυτόθι.

[23] ЦДА (Κεντρικά Κρατικά Αρχεία Βουλγαρίας), фонд 791К, опис 1, а.е. 67, Βιβλίο Πρωτοκόλλων Γενικών Συνελεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ. 43-50, (1 Απριλίου 1941 – 26 Δεκεμβρίου 1941).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.