Η εθνικη σταση του Μητροπολιτου Μαρωνειας και Θασου Βασιλειου (1941-1952)

Μετά τη μάχη στο Οχυρό της Νυμφαίας και την είσοδο των Βούλγαρων στο Νομό Ροδόπης (1941-1944)

Όταν το 1940 εκοιμήθη αιφνιδίως ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Σπυρίδων Αλιβιζάτος (1938-1940), λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας σε επείγουσα και έκτακτη συνεδρία της (21 Μαρτίου 1941) εξέλεξε τον καταγόμενο από το Αυλωνάρι Καρυστίας Αρχιμανδρίτη Βασίλειο ως νέο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου. Την 23η Μαρτίου 1941 και στον Μητροπολιτικό ναό Αθηνών έλαβε χώρα η εις Αρχιερέα χειροτονία του Βασιλείου προεξάρχοντος του Κομοτηναίου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου Α΄ (Φιλιππίδη).

Στις 29 Μαρτίου 1941 έγινε η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου στον ιστορικό και παλαίφατο Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής, όπου ο φιλότιμος λαός της Θράκης εν μέσω απεριγράπτου ενθουσιασμού υπεδέχθη τον νέο πνευματικό Πατέρα και Ποιμένα του. Ο δε Μητροπολίτης Βασίλειος από του ιστορικού θρόνου της Μητροπόλεως Μαρωνείας, κατά τον Ενθρονιστήριο ή Επιβατήριο Λόγο του, συγκινησιακά φορτισμένος έλεγε προς τον λαό του: «…πλήρης πίστεως προς τον δοτήρα παντός αγαθού, έρχομαι εν μέσω υμών, ίνα ως πιστός του Κυρίου δούλος, εξυπηρετήσω τας θρησκευτικάς υμών ανάγκας… θείω ελέει εμψυχούμενος, απευθύνω προς πάντας υμάς την πρώτην εγκάρδιον πατρικήν μου ευλογίαν. Έρχομαι εν μέσω υμών ως αδελφός εν Κυρίω προς αδελφούς, ίνα προσφέρω τον εαυτόν μου θυσίαν υπέρ της ψυχικής υμών σωτηρίας. Πιστεύω απολύτως εις την χάριν Εκείνου, όστις τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί και στηριζόμενος εις το θείον του έλεος θα προσπαθήσω, βοηθούμενος και υπό της υμετέρας αγάπης, να φανώ αντάξιος της αγίας και ουρανίου κλήσεως και να προσφέρω προς πάντας υμάς εν πάση στιγμή και ευκαιρία την εν Κυρίω φωτιστικήν πατρικήν στοργήν και την πρόθυμον αδελφικήν μου ενίσχυσιν. Ήτο θέλημα Κυρίου να έλθω εν μέσω υμών, ως πνευματικός αρχηγός, εις ημέρας κατά τας οποίας το Έθνος ημών αγωνίζεται σκληρόν αλλά καλλίνικον αγώνα εναντίον βαρβάρων και ανοσίων επιδρομέων».

Όντως ήταν θέλημα Θεού ο Μητροπολίτης Βασίλειος να συνδέσει το όνομά του με μεγάλες στιγμές ελληνορθοδόξου και εθνικοπατριωτικού αγώνος υπέρ του ποιμνίου του, αφού ολίγες ημέρες μετά την ενθρόνισή του, η Γερμανία εκήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941) και μετά την ηρωική μάχη και αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών στο Οχυρό της Νυμφαίας (6-7 Απριλίου 1941) οι Βούλγαροι άρχισαν να εισέρχονται στην Κομοτηνή, η οποία εγνώριζε καλά τι θα εσήμαινε η νέα «βουλγαρική κατοχή» ήδη από την πικρά περίοδο της πρώτης βουλγαρικής κατοχής των ετών 1913-1919.

Στο σημείο τούτο άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι το γεγονός ότι ο τέως Υπουργός Ορέστης Παπαστρατής σε προ ετών αξιόλογη ιστορική μελέτη του δημοσίευσε αποσπάσματα από το προσωπικό αρχείο του μακαριστού Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου, ο οποίος περιγράφει με κάθε ιστορική λεπτομέρεια τα όσα έλαβαν χώρα κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες και ημέρες της εισβολής των αντιπατριαρχικών εξαρχικών βουλγαροκομιτατζήδων στο Νομό Ροδόπης.

Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος στο προσωπικό του ημερολόγιο και με ημερομηνία 6 Απριλίου 1941, όταν πλέον ευρίσκετο σε εξέλιξη η ιστορική μάχη στο Οχυρό της Νυμφαίας Ροδόπης, όπου οι Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν αρχίσει την πυρ ομαδόν επίθεση κατά του Οχυρού προκειμένου να το καταλάβουν και να ανοίξουν τον δρόμο για τους συμμάχους τους Βουλγάρους για να εισέλθουν στα ενδότερα του Νομού Ροδόπης, γράφει τα κάτωθι: «Κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας με εκάλεσεν εις το τηλέφωνον του Ι. Ναού ο κ. Υπουργός Γενικός Διοικητής παρακαλών να σπεύσω εις το Κυβερνείον προς συνάντησίν του, ένθα και μετέβην. Καθ’ οδόν πλήθος γυναικοπαίδων με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και με συγκινητικάς εκδηλώσεις με καθικετεύουν να μη αναχωρήσω εκ της πόλεως και τους αφήσω απροστάτευτους. Δια πατρικών λόγων τους ενθαρρύνω και τους διαβεβαιώ ότι δεν θα αναχωρήσω αλλά θα μείνω μαζί των. Η διαβεβαίωσις αύτη ενέπνευσε θάρρος και απερίγραπτον ανακούφησιν εις τον λαόν, ούτινος αι εκδηλώσεις προς το πρόσωπόν μου με συνεκίνησαν βαθύτατα και μέχρι δακρύων.

Εις το Κυβερνείον είναι συνηθροισμένοι όλοι σχεδόν οι ανώτεροι υπάλληλοι, περιστοιχίζοντες τον κ. Υπουργόν όστις μοι ανακοινοί ότι αυτός ως και πάντες οι Δημόσιοι υπάλληλοι μετ’ ολίγον θα αναχωρήσωσι δι’ Αθήνας και ότι είναι διατεθημένος να διευκολύνη την αναχώρησίν μου. Εις τον κ. Υπουργόν εδήλωσα ότι είμαι αποφασισμένος να παραμείνω εις την πόλιν, συμμεριζόμενος την τύχην του ποιμνίου μου».

Από τις αδιάψευστες μαρτυρίες πολλών παλαιών Κομοτηναίων, οι οποίοι υπήρξαν αυτήκοοι μάρτυρες των τότε γεγονότων και ζουν ακόμη, πληροφορούμεθα ότι ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος ως φιλόστοργος Πατήρ και Ποιμήν καθ’ όλο αυτό το κρίσιμο χρονικό διάστημα επεδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα συσσίτια υπέρ των απόρων, επισκεπτόταν τους τραυματίες στο νοσοκομείο και στις οικίες τους, και γενικότερα νυχθημερόν, όπως κατεγράψαμε την προφορική μαρτυρία παλαιού Κομοτηναίου ο οποίος ζούσε μέχρι πρότινος σε βαθύτατο γήρας στην Θεσσαλονίκη και η πατρική του οικία ευρίσκετο στην ιστορική οδό Βενιζέλου, με το παϊτονάκι της Μητροπόλεως διήρχετο τα καλντερίμια,  τις οδούς και τους δρομίσκους της Κομοτηνής και των πέριξ χωρίων και ενθάρρυνε τους τρομοκρατημένους Κομοτηναίους, οι οποίοι στο άκουσμα και μόνο της επελάσεως των βουλγαροκομιτατζήδων κατέρρεαν ψυχικά.

Ο πονόψυχος Μητροπολίτης Βασίλειος στο προσωπικό του ημερολόγιο, με ημερομηνία 7 Απριλίου 1941, γράφει: «Από της πρώτης ημέρας της κατοχής ανέλαβον υπό την προστασίαν μου το συσσίτιον. Την 12 π.μ. επισκέφθην τα διάφορα τμήματα συσσιτίου γενόμενος δεκτός με συγκινητικάς εκδηλώσεις του πενομένου πλήθους, δοξάζοντας τον Θεόν και ευχαριστούντος ημάς δια την πατρικήν μέριμναν, κατόπιν της εγκαταλείψεώς του υπό των αρμοδίων αρχών. Εκδηλούμεν όλην την συμπάθειαν μας και διαβεβαιούμεν ότι θα εξακολουθήση λειτουργούν το συσσίτιον εφ’ όσον υπάρχουν άρτος και τρόφιμα. Την νύκτα κατέφθασαν και άλλα γερμανικά στρατεύματα, ως και μηχανοκίνητοι δυνάμεις…».

Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η καταγραφή και περιγραφή του Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου στο προσωπικό του ημερολόγιο υπό ημερομηνία 20 Απριλίου 1941 αναφορικά με την έντονη φημολογία περί της καθοδικής εισβολής των Βουλγάρων στα ενδότερα του Νομού Ροδόπης. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Βασίλειος έγραφε:

«Κυριακή του Πάσχα 20-4-1941.

Ελειτούργησα εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ καταμέστω ευσεβών χριστιανών μεταξύ των οποίων και πολλοί Γερμανοί στρατιώται. Μετά το ιερόν Ευαγγέλιον απηύθυνα προς το κατασυγκεκινημένον εκκλησίασμα πασχάλιον χαιρετισμόν ευχηθείς τα δέοντα. Την μεσημβρίαν συνοδευόμενος υπό του Κ. Λαναρά Δ/ντού του Κρατικού Νοσοκομείου επεσκέφθην τους Έλληνας τραυματίας εν τοις Νοσοκομείοις απευθύνας παρηγόρους ευχάς και διανείμας πασχαληνά αυγά. Περί την 1 μ.μ. εις το Μητροπολιτικόν μέγαρον, με επεσκέφθη ο κ. Δήμαρχος μετά δύο μελών της δημοτικής επιτροπής και μοι ανήγγειλεν ότι οι Γερμανοί αναχωρούν εκ της πόλεώς μας και ότι έρχεται ν’ αναλάβη την διοίκησιν ταύτης βουλγαρικός στρατός. Επί τη αναγγελία ταύτη εθορυβήθη το πλήθος και προσερχόμενον εις την Ι. Μητρόπολιν εζήτει πληροφορίας. Τους προσερχομένους καθησύχαζον διαβεβαιών ότι δεν πρέπει να ανησυχούν διότι οι Βούλγαροι είναι χριστιανοί Ορθόδοξοι και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να βιαιοπραγήσωσι κατ’ αδελφών χριστιανών. Την εσπέραν εισήλθεν εις την πόλιν Βουλγαρικός στρατός». Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Βασίλειος μετά την εισβολή των Βουλγάρων και μέχρι της βιαίας απελάσεώς του από την Κομοτηνή γράφει: «ασχολούμαι καθημερινώς με περίθαλψη και παρηγορίαν απόρων της πόλεως και διερχομένων Ελλήνων αιχμαλώτων».

Σε κάποιο άλλο απόσπασμα του Ημερολογίου του, το οποίο δημοσιεύει ο Θρ. Παπαστρατής, ο Μητροπολίτης Βασίλειος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι βουλγαρικές εξαρχικές κατοχικές αρχές τον εκτόπισαν βιαίως από την Κομοτηνή. Σε έρευνά μας εντοπίσαμε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό καταγράφεται τόσο στην «Έκθεση Μακεδόνων και Θρακών. Διαμαρτυρίαι, Εκθέσεις και Υπομνήματα περί των Βουλγαροκρατούμενων Ελληνικών Επαρχιών» (Αθήνα, 1942), όσο και από τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Βοβολίνη.

Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος περιγράφει το γεγονός ως εξής:

«Πέμπτη, 5-6-1941.

Την 10η π.μ. προσήλθεν εις το γραφείον μου Νομαρχιακός υπάλληλος της βουλγαρικής Κυβερνήσεως, συνοδευόμενος υπό χωροφυλάκων, όστις παρουσία του γραμματέως της Ι. Μητροπόλεως κ. Αλ. Αποστολίδου και του δικηγόρου κ. Λυσιμάχου Παυλίδου, ανέγνωσεν Ελληνιστί την κάτωθι εντολήν του Βουλγάρου Νομάρχου Κομοτηνής. «Σεβασμιώτατε, επεφορτίσθην υπό του κ. Νομάρχου να σας ανακοινώσω την απόφασίν του ήτις έχει ως εξής: ο κ. Νομάρχης έχει την γνώμην ότι η περαιτέρω παραμονή σας εν Κομοτηνή είναι τελείως άσκοπος και σας παρακαλεί να εγκαταλείψητε το ταχύτερον το έδαφος ταύτης, πράγμα όπερ έπραξαν άπαντες οι συνάδελφοί σας της Νέας Βουλγαρίας, εγκαταλείψαντες τας έδρας των από των πρώτων ημερών της στρατιωτικής κατοχής. Ο κ. Νομάρχης θα λυπηθή πολύ εάν αρνηθήτε την σύστασίν του ταύτην διότι θα έλθη εις την σκληράν ανάγκην να μεταχειρισθή βίαια μέσα διά την εντεύθεν απομάκρυνσίν σας. Ο κ. Νομάρχης διέταξε τας διευθύνσεις των υπηρεσιών να σας δεχθώσι διά να κανονήσωσι τα της αναχωρήσεώς σας». Συνεχίζων ο Βούλγαρος υπάλληλος της Νομαρχίας μου λέγει ότι: «Ο κ. Νομάρχης έχει την γνώμην ότι θα συμμορφωθήτε με την απόφασίν του ήτις είναι σύμφωνος με την δημιουργηθείσαν νέαν τάξιν και ότι δεν θα δημιουργηθώσιν επεισόδια κατά την αναχώρησίν σας».

Μετά την αναχώρησιν του κ. Νομαρχιακού Υπαλλήλου και των αστυνομικών, μετέβη εις το Νομαρχιακόν κατάστημα προς συνεννόησιν. Η πρώτη σύστασις του αρμοδίου υπαλλήλου ήτο ότι δέον να αναχωρήσω το ταχύτερον και ότι πάσα απόπειρα προς διασάλευσιν της τάξεως θα είναι εις βάρος μου.

Υποκύπτων εις την βίαν απήντησα ότι θα αναχωρήσω από την Μητρόπολίν μου εάν μου παρασχεθούν τα μέσα της αναχωρήσεώς μου από την Μητρόπολίν μου. Μου εδηλώθη ότι θα διαταχθή η εξεύρεσις αυτοκινήτων διά την αναχώρησίν μου ήτις πρέπει να πραγματοποιηθή αύριον την πρωίαν, και ότι δέον να αποφευχθή οιαδήποτε εκδήλωσις κατά ταύτην. Η απόφασις της Βουλγαρικής Νομαρχίας περί απελάσεώς μου διεδόθη αστραπιαίως εις την πόλιν, αθρόοι δε προσήρχοντο οι ευσεβείς Χριστιανοί μου εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον δια να ασπασθούν την δεξιάν μου και ζητήσωσι τας ευχάς μου, συνιστώντες αυτοί πλέον υπομονήν και ότι δεν πρέπει να στενοχωρούμαι. Κατασυγκινημένος ηυχαρίστουν, παρακαλών να αποφύγωσι εκδηλώσεις κατά την αναχώρησίν μου».

Ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης στο μνημειώδες ιστορικό πόνημά του,  υπό τον τίτλο: «Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας», αναφερόμενος στο περιστατικό της βιαίας απελάσεως του Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου, γράφει ότι ένας από τους παρισταμένους Βουλγάρους χωροφύλακες προσέθεσε ελληνιστί, συμπληρώνοντας την «επίσημη ανακοίνωση», με την εξής πρωτοφανή φράση: «Καταλάβατε, θα σας σκοτώσουμε».

Διήλθον την νύκτα χωρίς να κατακλιθώ, εν θλίψει και πικρία, αναλογιζόμενος τα μελλοντικά δεινά των αγαπητών μου Κομοτηναίων παρά των οποίων τόσον ηγαπήθην ανεξαιρέτως δια την προς αυτούς πατρικήν μου μέριμναν εις τόσον δεινάς του βίου των περιστάσεις. Από πρωίας, παρόλην την απαγόρευσιν, η οδός προ της Μητροπόλεως επληρώθη λαού. Περί ώραν 10ην π.μ. εστάθησαν προς της εισόδου του Μητροπολιτικού Μεγάρου δύο αυτοκίνητα προοριζόμενα δια την μεταφοράν μου εις Θεσσαλονίκην. Εις το εν ετοποθετήθησαν αι αποσκευαί μου καθώς και ο Γραμματεύς της Ι. Μητροπόλεως κ. Αλ. Αποστολίδης απελαθείς, εις το έτερον δε επέβην εγώ, ο αρχιερατικός μου επίτροπος Αιδεσιμ. π. Νικόλαος Βεζυρόπουλος, απελαθείς και αυτός, ως και ο υπάλληλος της Βουλγαρικής Ασφαλείας Κομοτηνής, ορισθείς υπό του Βουλγάρου Νομάρχου δια την ασφάλειαν του ταξειδίου μου

Απ’ όλα τα ανωτέρω γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος με την φιλανθρωπική και εθνοπατριωτική και αντιεξαρχική δράση του είχε γίνει το «κόκκινο πανί» για τους βουλγαροκομιτατζήδες, οι οποίοι αφού είχαν εκδιώξει όλους τους άλλους Αρχιερείς της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και τις λοιπές ελληνικές τοπικές αρχές, έπρεπε να ξεριζώσουν και το «αγκάθι» που λεγόταν Μαρωνείας Βασίλειος, ο οποίος έπρεπε να αφανισθεί τάχιστα από την ακριτική γη της Ροδόπης. Όπερ και εγένετο.

Την τελευταία νύκτα της παραμονής του στην Κομοτηνή ο Μητροπολίτης Βασίλειος την περιγράφει ως εξής:

«Παρασκευή, 6-6-1941.

Διήλθον την νύκτα χωρίς να κατακλιθώ, εν θλίψει και πικρία, αναλογιζόμενος τα μελλοντικά δεινά των αγαπητών μου Κομοτηναίων παρά των οποίων τόσον ηγαπήθην ανεξαιρέτως δια την προς αυτούς πατρικήν μου μέριμναν εις τόσον δεινάς του βίου των περιστάσεις. Από πρωίας, παρόλην την απαγόρευσιν, η οδός προ της Μητροπόλεως επληρώθη λαού. Περί ώραν 10ην π.μ. εστάθησαν προς της εισόδου του Μητροπολιτικού Μεγάρου δύο αυτοκίνητα προοριζόμενα δια την μεταφοράν μου εις Θεσσαλονίκην. Εις το εν ετοποθετήθησαν αι αποσκευαί μου καθώς και ο Γραμματεύς της Ι. Μητροπόλεως κ. Αλ. Αποστολίδης απελαθείς, εις το έτερον δε επέβην εγώ, ο αρχιερατικός μου επίτροπος Αιδεσιμ. π. Νικόλαος Βεζυρόπουλος, απελαθείς και αυτός, ως και ο υπάλληλος της Βουλγαρικής Ασφαλείας Κομοτηνής, ορισθείς υπό του Βουλγάρου Νομάρχου δια την ασφάλειαν του ταξειδίου μου.

Επέβημεν των αυτοκινήτων την 11ην π.μ. Είναι απερίγραπτοι αι συγκινητικαί σκηναί αίτινες έλαβον χώραν κατά την αναχώρησίν μου. Τα αυτοκίνητα είναι αδύνατον να προχωρήσουν προ του συσσωρευθέντος πλήθους ζητούνταος να ασπασθή την δεξιάν μου. Όλοι με δακρυσμένους οφθαλμούς εύχονται καλόν ταξείδι και ταχείαν επάνοδον.

Στρατός επεμβάς διανοίγει δίοδον και τα αυτοκίνητα απέρχονται. Κατασυγκεκινημένος ευλογώ τον ευσεβή εκείνον λαόν μετά του οποίου έζησα ημέρας αγωνίας, θλίψεων και πικριών…

Άμα τη αφίξει μου εις το βουλγαρικόν φυλάκιον Πραβίου (Ελευθερούπολις), ο επικεφαλής εζήτησε να ερευνήσει τας αποσκευάς μου, προς αποκάλυψιν Βουλγαρικού νομίσματος ή χρυσού των οποίων απαγορεύεται η έξοδος εκ του βουλγαρικού εδάφους. Εις διαμαρτυρίαν μου ότι αι αποσκευαί μου δεν περιέχουν τοιούτον τι αντικείμενον και ότι αύται εθεωρήθησαν και εσφραγίσθησαν υπό του Διευθυντού ασφαλείας Κομοτηνής, ουδεμίαν προσοχήν έδωσεν, αλλ’ ούτε και ο συνοδός μου υπάλληλος της ασφαλείας, καίτοι προσκληθείς υπ’ εμού επενέβη, αλλ’ απλώς εθεάτο. Επηκολούθησαν η έρευνα όλων των αποσκευών μου από τας οποίας αφήρεσαν διάφορα εσώρουχα, έναν σταυρόν, και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Τέλος μου αφήρπασαν το χρηματόδεμά μου το οποίον μου επέστρεψαν αφού εκράτησαν δρχ. πεντήκοντα χιλιάδες.

Η ληστεία αύτη διενεργήθη υπό ανδρών ενόπλων του φυλακείου και επί παρουσία των προσώπων της ασφαλείας οίτινες ουδόλως επενέβησαν καίτοι προσεκλήθησαν υπ’ εμού, διαμαρτυρομένου δια την τοιαύτην διαγωγήν. Μετά την έρευναν και ληστείαν μοι διεμηνύθη ότι είμαι ελεύθερος να συνεχίσω το ταξείδιόν μου…»

Ο Μαρωνείας Βασίλειος καθόλη την διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής (1941-1944) διέμενε πλησίον των συγγενών του στην πόλη της Χαλκίδος, όπου πολλοί Κομοτηναίοι, άστεγοι και πεινασμένοι, ως εσωτερικοί πρόσφυγες στην ίδια την πατρίδα τους, κατά τα φρικτά εκείνα έτη της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής, είχαν καταφύγει στην Χαλκίδα και ευεργετήθηκαν πολλαπλώς από τον εμπερίστατο Μητροπολίτη τους.

Με την αποχώρηση των Βουλγάρων από την Κομοτηνή ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος αμέσως επανέκαμψε στην λατρεμένη ακριτική Μητρόπολή του γενόμενος δεκτός από όλους τους άρχοντες, τον κλήρο και χιλιάδες λαού του Ν. Ροδόπης με εκδηλώσεις απεριγράπτου λατρείας και ενθουσιασμού. Είη η μνήμη αυτού αιωνία, άληστος και αγήρως.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Ο Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος, Θ.Η.Ε., 3(1963)
  • Κων/νου Βοβολίνη, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας, Αθήναι 1952.
  • Μηνά Μηναΐδη, Ιστορία της Θράκης, Θ.Ε., 5(1984)
  • Έκθεση Μακεδόνων και Θρακών, Διαμαρτυρίαι, Εκθέσεις και Υπομνήματα περί των Βουλγαροκρατούμενων Ελληνικών Επαρχιών, Αθήνα 1942
  • Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Θέμελη, Ευβοϊκαί Εκκλησιαστικαί προσωπικότητες, Αθήναι 1984
  • Ορέστη Θρ. Παπαστρατή, Ο Αυλωναρίτης Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος Κωνσταντίνου, Περιοδικό «Το Ρόπτρο», τευχ. 6ο,  Αυλωνάρι 2002

*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.