Η επισκεψη της Κλειως

Πραγματικά δεν μας βοήθησαν οι Δυτικοί το 1453;

Ως γνωστόν, η Ιστορία βρίθει από μύθους. Ένας από τους πιο διαδεδομένους είναι ότι οι Ευρωπαίοι άφησαν το Βυζάντιο αβοήθητο το 1453 όταν οι ορδές του Μωάμεθ πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική, και κάποιοι από εμάς ίσως εκπλαγούν αν μάθουν ότι αυτοί που πολέμησαν με μεγαλύτερο σθένος ενάντια στους Οθωμανούς –πέρα από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και κάποιους ενωτικούς Έλληνες– ήταν οι Ευρωπαίοι.

Καταρχάς, οφείλουμε να αναφέρουμε τέσσερις πολύ σημαντικές παραμέτρους σχετικά με το θέμα.

Τουρκική μινιατούρα του 16ου αι.  που απεικονίζει τη μάχη της Νικόπολης (Προέλευση: www.peramuseum.org)

Πρώτον, η ευρωπαϊκή Δύση την εποχή εκείνη ήταν κατακερματισμένη, οπότε αν έχουμε κατά νου ότι οι χώρες της Δύσης μπορούσαν να στείλουν ολόκληρη στρατιά προς υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης, απατόμαστε οικτρά. 

Δεύτερον, οι στρατοί ήταν κάτι υπερβολικά κοστοβόρο εκείνη την εποχή –όπως άλλωστε και σήμερα– τόσο για το ίδιο το Βυζάντιο όσο και για τη Δύση. Ας μην ξεχνάμε πως η έλλειψη χρημάτων δεν ταλάνιζε μονάχα το Βυζάντιο εκείνη την εποχή, αλλά και τα καταχρεωμένα από τους πολέμους μεσαιωνικά δυτικά βασίλεια. 

Τρίτον, η Δύση, λίγα χρόνια μόλις πριν από το 1453, είχε διοργανώσει δύο σταυροφορίες προκειμένου να αποσοβήσει οριστικά τον οθωμανικό κίνδυνο από την Ευρώπη, αλλά, για κακή τύχη των Ελλήνων, απέτυχαν τελικά και οι δύο. Η πρώτη αποτυχημένη σταυροφορία ήταν εκείνη του 1396, οπότε οι Οθωμανοί είχαν νικήσει τους δυτικούς στη Νικόπολη, και η δεύτερη το 1444, οπότε είχε σημειωθεί η πανωλεθρία του συνασπισμένου ευρωπαϊκού στρατού στη Βάρνα. Και οι δύο τοποθεσίες βρίσκονται στη σημερινή Βουλγαρία. Μετά από αυτές τις αποτυχημένες προσπάθειες και τη διάλυση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων ήταν, φυσικά, πολύ δύσκολο για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, όπως της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, των ναυτικών ιταλικών δημοκρατιών και τους Ιωαννίτες ιππότες, να συστήσουν ξανά τέτοιον στρατό.

Τέταρτον,  στην ίδια την Κωνσταντινούπολη δεν ήθελαν όλοι οι Έλληνες να πολεμήσουν τους Οθωμανούς. Η μερίδα που αντιτασσόταν σφόδρα στον επικείμενο πόλεμο κατά των Οθωμανών και υπονόμευε κατά κόρον τις προσπάθειες αντίστασης του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήταν οι Ανθενωτικοί, με επικεφαλής τον Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος είχε παρεμπιπτόντως υπογράψει και αποδεχτεί τη διακήρυξη της Ένωσης των Εκκλησιών στη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας το 1439.

Η συμβολή των Ανθενωτικών στην πτώση της Βασιλεύουσας

Νωπογραφία του Γεννάδιου Σχολάριου από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στις Σέρρες (Προέλευση: wikimedia.org)

Οι Ανθενωτικοί –όσο κι αν είχαν τα δίκια με το μέρος τους εξαιτίας του τραύματος από την Άλωση του 1204– ήταν, δυστυχώς, οι συντηρητικοί εκείνης της εποχής και αυτοί που, προσκολλημένοι στην παράδοση και την Ορθοδοξία, απέρριπταν κάθε τι δυτικό και νεωτερικό, διακηρύσσοντας με φανατισμό «Kρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», καλύτερα δηλαδή να δούμε να βασιλεύει στην Πόλη το τούρκικο σαρίκι παρά η παπική τιάρα. Και ήταν εκείνοι που στη μεγάλη τους πλειονότητα αρνήθηκαν να πολεμήσουν όταν ο Μωάμεθ έφερε τον στρατό του έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας τον Απρίλιο του 1453.

Πολλοί από τους Ανθενωτικούς ήταν κλεισμένοι στα μοναστήρια και αρνήθηκαν κατηγορηματικά να σηκώσουν όπλο σε μια τόσο κρίσιμη ώρα για την άμυνα της Πόλης, ενώ άλλοι, όπως ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να υπονομεύσουν την άμυνα της Πόλης, αλλά και να προαγάγουν τη βαθιά διαίρεση του λαού της Πόλης και να προωθούν το μίσος για τους δυτικούς υπερασπιστές της. Ακόμη, πολλοί Ανθενωτικοί της ανώτερης τάξης είχαν επιλέξει να εγκαταλείψουν την Πόλη πριν από την έναρξη της πολιορκίας, σώζοντας τους εαυτούς, τις οικογένειές τους και την περιουσία τους.

Ο Γενουάτης στρατιωτικός Ιωάννης Ιουστινιάνης (1418-1453), που με τη γενναιότητά του και τους 700 στρατιώτες του συνέβαλε καθοριστικά στην άμυνα της Πόλης μέχρι τελευταία στιγμή, οπότε και τραυματίστηκε θανάσιμα (Προέλευση φωτογραφίας: alchetron.com)

Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Έλληνες που ήταν σε θέση να πολεμήσουν το 1453 δεν ήταν ούτε 5.000 –και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται τόσο οι Ενωτικοί που πολέμησαν με πάθος όσο και οι Ανθενωτικοί που υπονόμευαν την άμυνα–, ενώ οι Δυτικοί υπερασπιστές αριθμούσαν περί τους 3.000 και ήσαν εκείνοι που ήταν οι πλέον αξιόμαχοι και αυτοί στους οποίους στηριζόταν ο Κωνσταντίνος. Αυτοί περιλάμβαναν δυνάμεις από το Βασίλειο της Σικελίας, 200 στρατιώτες του Πάπα με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ισίδωρο, καθώς και στρατιώτες και στόλο που είχαν στείλει οι ναυτικές δημοκρατίες της Βενετίας και της Γένοβας. Ο επικεφαλής της άμυνας, ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης ήταν εκείνος που, μαζί με τους 700 στρατιώτες του, κράτησε γερά την άμυνα της Πόλης –τη γενναιότητά του δεν αρνούνται ούτε οι βενετσιάνικες πηγές της πολιορκίας παρ’ όλη την αντιπαλότητα που υπήρχε μεταξύ των δύο ναυτικών δυνάμεων– μέχρι την ατυχή στιγμή που τραυματίστηκε θανάσιμα, λίγη ώρα μόνο προτού η Πόλη πέσει τελικά, κυρίως εξαιτίας του τραυματισμού του.

Από τα παραπάνω, συνάγεται επομένως ότι η Δύση δεν άφησε, στο σύνολό της, αβοήθητη τη Βασιλεύουσα και θρήνησε ακολούθως την πτώση της πολύ περισσότερο από τον Γεώργιο Σχολάριο και τους φανατικούς οπαδούς του, οι οποίοι θεωρούσαν την κατάκτηση της Πόλης από τους Οθωμανούς αναπόφευκτη και αποτέλεσμα θείας θέλησης και «νέμεσις» για τις αμαρτίες των Ελλήνων και της Ένωσης των εκκλησιών. 

Και για την Ιστορία να αναφέρουμε εδώ ότι την προδοτική στάση του Νοταρά δεν εκτίμησε τελικά ούτε ο ίδιος ο Μωάμεθ –που τόσο πολύ ήθελε ο Νοταράς να του δώσει την Πόλη για να μην την πάρουν οι Δυτικοί– και αποκεφάλισε τον ίδιο και όλη του την οικογένεια. Ο Γεννάδιος αντίθετα είχε πολύ καλύτερη τύχη. Έγινε ο πρώτος Πατριάρχης μετά από την Άλωση και αυτό διότι ο σουλτάνος χρειαζόταν έναν φανατικό αντιδυτικό στο τιμόνι της διοίκησης των υπόδουλων πλέον Ελλήνων, έτσι ώστε να αποτρέψει τυχόν προσπάθεια των Δυτικών να ανακαταλάβουν την Πόλη με την αρωγή τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

–Ρότζερ Κρόουλι, «Κωνσταντινούπολη 1453, η τελευταία μεγάλη πολιορκία», Διαμαντής Κωνσταντινίδης μτφρ., εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2005.

–Donald Nicol, «Το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», Μάριος Μπλέτας μτφρ., εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2007.

–Σερ Έντουιν Πήαρς, «Η καταστροφή της ελληνικής αυτοκρατορίας 1453», Ιωσήφ Γρ. Κασσεσιάν, Χριστίνα Κασσεσιάν μτφρ., εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2005.

–Λεύκη Σαραντινού, «Μύθοι που έγιναν ιστορία», εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.