Η εν τελει ειρηνευση και ενοτητα της Εκκλησιας

Ιστορικά παραλειπόμενα της υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου Χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου Εκκλησιαστικού Καθεστώτος και της Πατριαρχικής Αξίας και Τιμής στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες (Μέρος Β΄)

Η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωσταντινουπολίτις Εκκλησία επί Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ εχορήγησε εν έτει 1924 διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου «τη συγκαταθέσει και της νομίμου πολωνικής κυβερνήσεως» το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία, αφού προηγουμένως είχε επανιδρυθεί το ανεξάρτητο κράτος της Πολωνίας (1922), «δεδομένου συν άλλοις, ότι η από του Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου «αρχική απόσπασις της Μητροπόλεως Κιέβου και των εξ αυτής εξαρτωμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών Λιθουανίας και Πολωνίας και η προσάρτησις αυτών τη Αγία Εκκλησία Μόσχας ουδαμώς συνετελέσθη συμφώνως ταις νενομισμέναις κανονικαίς διατάξεσιν, ουδ’ ετηρήθησαν τα συνομολογηθέντα περί πλήρους εκκλησιαστικής αυτοτελείας του Μητροπολίτου Κιέβου, φέροντος τον τίτλον Εξάρχου του Οικουμενικού Θρόνου».
 
Η θυγάτηρ Ορθόδοξη εν Ρωσία Εκκλησία όλως αυθαιρέτως και αντικανονικώς, ως συνήθως δρώσα, επανεχορήγησε εν έτει 1948 στην Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία το απολύτως «άκυρο», «ανυπόστατο» και «ανίσχυρο» αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς, θεωρήσασα προκλητικώς το ήδη χορηγηθέν εκκλησιαστικό αυτοκέφαλο εν έτει 1924 υπό του Πρωτοθρόνου Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία ως μη υφιστάμενο για λόγους πολιτικής και ιμπεριαλιστικής σκοπιμότητος.
 
Ο δε αοίδιμος λόγιος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας επικρίνοντας την λίαν αντικανονική και αφιλάδελφη ενέργεια του Πατριαρχείου Μόσχας αναφέρει σχετικώς τα κάτωθι:
 
«Δια την υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακήρυξιν εις αυτοκέφαλον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας διεμαρτυρήθη το 1927 ο τότε Τοποτηρητής του Ρωσικού Πατριαρχικού Θρόνου και από του 1943 Πατριάρχης Μόσχας Σέργιος, φρονών, ότι το τοιούτο απετέλει αποκλειστικόν δικαίωμα του Πατριαρχείου της Ρωσίας, ανανεώσας το 1930 τας ενστάσεις αυτού, το δε 1948, μετά την εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσάρτησιν εις την Σοβιετικήν Ένωσιν των ανατολικών εδαφών της Πολωνίας, ένεκα της οποίας το πλείστον του Ορθοδόξου πληθυσμού της Εκκλησίας της Ρωσίας, και την καθεστωτικήν εν Πολωνία μεταβολήν, του Μητροπολίτου Διονυσίου εξαναγκασθέντος εις περιορισμόν μέχρι του θανάτου του, ο Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος, θεωρών το δοθέν αυτοκέφαλον ως μη υφιστάμενον, εχορήγησε διά Πράξεως της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, από 22ας Ιουνίου 1948, επικυρωθείσης υπό της Ιεραρχίας αυτής, νέον αυτοκέφαλον, ανακοινώσας την πράξιν ταύτην διαγράμματος αυτού προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.
 
Εις την ήκιστα προς το Ορθόδοξον κανονικόν πνέυμα, αλλά και προς την αδελφικήν συνεργασίαν μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προς την Πρωτόθρονον Μητέρα Εκκλησίαν προσοχήν και ευλάβειαν συμβιβαζομένην ταύτην ενέργειαν σαφώς αντετάχθη, ότι η εν Πολωνία Ορθόδοξος Εκκλησία απολαύει το παρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου χορηγηθέντος εν έτει 1924 και υπό πασών των Εκκλησιών αναγνωρισθέντος αυτοκεφάλου και ότι κανονικώς ηγείται αυτής ο Μακ. Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Διονύσιος… της επί του θέματος τούτου αμφισβητήσεως και διενέξεως συνεχισθείσης, τελικώς οι δεσμοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποκατεστάθησαν επί του Μητροπολίτου Τιμοθέου (1961-1962) και έκτοτε διατηρούνται αδιατάρακτοι εν αδελφική συνεργασία των δύο Εκκλησιών».
 

Ως γολγοθάς λογίζεται η όλη πορεία της πολυμαρτυρικής Ορθοδόξου εν Αλβανία Εκκλησίας προς την ιεροκανονική χορήγηση του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος αυτής υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1937. Αρχικώς μάλιστα όταν το έτος 1920 η Αλβανία κατέστη ανεξάρτητο κράτος, άρχισαν και οι σχετικές συντονισμένες ενέργειες για την ίδρυση Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου εν Αλβανία Εκκλησίας με αποτέλεσμα κατά το έτος 1922 να αυτοανακηρυχθεί αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς ως Αυτοκέφαλη η Ελληνορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας υπό την κάλυψη της Αλβανικής Κυβερνήσεως.
 
Το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο αν και εφαίνετο περισσότερο διατεθειμένο για την χορήγηση του αυτονόμου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος, επειδή δεν θεωρούσε ακόμη ώριμες τις επικρατούσες εν Αλβανία συνθήκες για την χορήγηση του Τόμου της αυτοκεφαλίας, εντούτοις ανέλαβε πρωτοβουλίες, οι οποίες διήρκεσαν επί 15 συναπτά έτη (1922-1937), προκειμένου να επανεδραιώσει την διασαλευθείσα ιεροκανονική εκκλησιαστική ευταξία και να αποκαταστήσει επί υγιών κανονικών και εκκλησιολογικών βάσεων την ειρήνευση και κοινωνία μετά της Ορθοδόξου εν Αλβανία Εκκλησίας.
 
Οι άοκνες και ανύστακτες προσπάθειες και διαπραγματεύσεις του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1926 στην Αλβανία με την παρουσία του ευφυούς και ικανοτάτου Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, ενώ αρχικώς οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας των Τιράνων, η οποία προέβλεπε τελικώς την χορήγηση υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος στην Ορθόδοξη εν Αλβανία Εκκλησία, εντούτοις το 1927 επήλθε αδιέξοδο λόγω της από μέρους του Αλβανικού κράτους μη τηρήσεως των συμφωνηθέντων. Ο δε Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας επικαλούμενος και τις σχετικές μεγάλης ιστορικής αξίας έγγραφες εκθέσεις του αοιδίμου Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου περί των διαπραγματεύσεων και των εν γένει παραμέτρων του εν λόγω ακανθώδους εκκλησιαστικού ζητήματος, κατά τα έτη κυρίως 1926-1929, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής αποκαλυπτικά: «Το θλιβερόν είναι, ότι την περίστασιν ευρέθησαν πρόθυμοι να εκμεταλλευθώσι προπαγάνδαι, ιδία των γειτόνων Σέρβων και Ρουμάνων, του Σέρβου Επισκόπου Βίκτωρος, κατόπιν συνεννοήσεως μετά της Σερβικής Ορθόδοξου Εκκλησίας, χειροτονήσαντος εις Επισκόπους, επί αντιπαροχή της παρ’ αυτού διαποιμάνσεως των σλαβοφώνων Ορθόδοξων της Σκόδρας, υπαγομένων άλλοτε υπό τον Μητροπολίτην Ρασκοπρέσδρένης, τον εξ Ελμπασάν Αθανάσιον Οικονόμου, τον εκ Κορυτσάς Αρχιμανδρίτην Αγαθάγγελον Τσάμτσην και τον εκ Χοστέβας της Ζαγοράς Ευγένιον Χοστέβαν».
 
Αξιοσημείωτη εν προκειμένω είναι η ιστορική επισήμανση και του Καθηγητού Αθανασίου Αγγελοπούλου, ο οποίος αναφέρει ότι: «Η Αλβανία, τον Σεπτέμβριο του 1928, κηρύσσεται Μοναρχία. Ο Ζώγος από Πρωθυπουργός και Πρόεδρος τώρα ανακηρύσσεται και Βασιλιάς. Μεθοδεύει τη λύση του εκκλησιαστικού, χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσπάθεια αποτυγχάνει γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πέραν της έντονης διαμαρτυρίας προς την Αλβανική Κυβέρνηση, καθαιρεί τους απείθαρχους κληρικούς και πείθει το Σερβικό Πατριαρχείο, με την μετάβαση στο Βελιγράδι του Χρυσάνθου, να απόσχει περαιτέρω ενεργειών».


 
Η τελική έκβαση της σταυρικής μέριμνας του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αυτοκεφαλία της θυγατρός Ορθοδόξου εν Αλβανία Εκκλησίας υπήρξε θετική εν έτει 1937, οπότε και εξεδόθη επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Βενιαμίν Α΄ ο Πατριάρχης και Συνοδικός Τόμος διά του οποίου εχορηγήθη ιεροκανονικώς το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην Ορθόδοξη εν Αλβανία Εκκλησία, η οποία μετά από την σκοτεινή αθεϊστική περίοδο 1967-1991 είδε και πάλι φως Χριστού όταν για την εκ της τέφρας ανασυγκρότηση αυτής εμερίμνησε φιλοστόργως και πάλιν και πολλάκις η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία αποστέλλουσα αρχικώς εν έτει 1951 ως Πατριαρχικό Έξαρχο αυτής στην Αλβανία τον τότε Επίσκοπο (και μετέπειτα Μητροπολίτη) Ανδρούσης Αναστάσιο, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον οποίο εν έτει 1992, προτάσει του Οικουμενικού Πατριαρχείου Βαρθολομαίου, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε παμψηφεί Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας.
 
Όταν οι ανίερες γραφίδες των εντός και εκτός των τειχών φαναριομάχων αδιαλείπτως χύνουν την χολή τους ένεκα των νοσηρών συμπλεγμάτων τους εναντίον αυτής ταύτης της πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης Μητρός αυτών Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, υπερασπιζόμενοι τα «άρρητα ρήματα» των εθνοφυλετιστών ιμπερλιαστών, μωροφιλοδόξων και υπονομευτών της πανορθοδόξου ενότητος ρασοφόρων εν Μόσχα ηγετίσκων, καλόν και ορθόν, συνετόν και φρόνιμον θα ήταν να ενθυμηθούν τα όσα οι εν Μόσχα ρασοφόροι έπραξαν προκειμένου η Ορθόδοξη εν Γεωργία Εκκλησία ουδέποτε να λάβει το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς και την λεγομένη πατριαρχική αξία και τιμή από το Πρωτόκλητο και Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
 
Εάν λοιπόν η Πρωτόρθονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία υπέκυπτε στους δόλιους και ύπουλους, γνωστούς πλέον τοις πάσι, τακτικισμούς και ανοίκειους εκβιασμούς των ηγητόρων της θυγατρός εν Ρωσία Ορθοδόξου Εκκλησίας, τότε μέχρι και σήμερα δεν θα υπήρχε η Ορθόδοξη εν Γεωργία Εκκλησία, η οποία από τον Ε΄ αιώνα ανεγνωρίσθη ως αυτοκέφαλος υπό του Πρεσβυγενούς Πατριαρχείου Αντιοχείας αφού μέχρι τότε υπήγετο στην κανονική δικαιοδοσία του. Κατά το έτος 1811 εστερήθη της ιστορικής εκκλησιαστικής – κανονικής προνομίας αυτής, όταν κατηργήθη αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς το ανεξάρτητο και αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό αυτής διοικητικό καθεστώς υπό του αυτοκράτορος της Ρωσίας και βιαίως υπετάγη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μόσχας.
 
Μόλις κατά το έτος 1917 και παρά τα πολλαπλά προσκόμματα της θυγατρός Οθροδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας, κατέστη δυνατή η αποκατάσταση της ιστορικής ανεξαρτησίας της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου εν Γεωργία Εκκλησίας η οποία ναι μεν κατά το έτος 1917 αποφασίζει την αποκατάσταση του αυτοδιοίκητου (αυτοκέφαλου) καθεστώτος αυτής, αλλά μέχρι και το έτος 1990 η Τιφλίς εκούσα άκουσα συνέχιζε να παραμένει υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του Μόσχας, που είχε συγκατανεύσει στην δημιουργία απλώς φυλετικής Γεωργιανής Εκκλησίας και η Ιερά Σύνοδος της θυγατρός εν Ρωσία Ορθοδόξου Εκκλησίας είχε αναγνωρίσει α posteriori τα διενεργηθέντα (1927), ενώ η Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία ουδέποτε έπαυσε να διερευνά τρόπους άρσεως του αμφιλεγομένου τούτου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος στην Γεωργία.
 
Χάρις στην αφοβική και κυριαρχικώ προνομιακώ δικαιώματι του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου Α΄ (1972-1991) το όλο ακανθώδες ζήτημα της κανονικότητος της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξου εν Γεωργία Εκκλησίας επανεθεωρήθη υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την 3η Μαρτίου του έτους 1990, Πατριαρχική και Συνοδική αποφάσει, η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) ανεκηρύχθη αυτοκέφαλη διά της εκδόσεως του σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου περί αναγνωρίσεως και κυρώσεως του αυτοκεφάλου, ενώ παράλληλα εξεδόθη υπό της Πρωτοθρόνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη αποδόσεως της πατριαρχικής αξίας και περιωπής στην αρτισυσταθείσα κανονικώς Αγιωτάτη Ορθόδοξη εν Γεωργία Εκκλησία. Στο δε κείμενο του Τόμου της αυτοκεφαλίας ορίζετο ότι ο του Στάχυος Θρόνος, ήτοι το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο «ελέω Θεού την αποστολικήν μέριμναν πασών των Εκκλησιών αναδεδειγμένος και της περί αυτάς οικονομίας άνωθεν εμπεπιστευμένος την διαχείρισιν και την χειραγωγίαν, κατά την του βιοτικού πολιτεύματος καιρίαν χρείαν», απετίμησε το πρόσφορον των συνθηκών και συνήνεσε στην εκπλήρωση του παλαιού τούτου αιτήματος των αδελφών Ορθοδόξων Γεωργιανών, όπως ακριβώς εντός ενός σαφούς και ακριβούς κανονικού και εκκλησιολογικού πλαισίου εχορήγησε διά του εκδοθέντος Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου και το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς και στην μαρτυρική και μέχρι πρότινος πολυδιηρημένη μαρτυρική Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία.
 
Στην χορεία των τοπικών Αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Ορθόδοξων Εκκλησιών συμπεριελήφθη εν έτει 1998 και εκείνη των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας, αφού όμως κατά το πρότερον επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη (1921-1923), κατόπιν του υποβληθέντος σχετικού αιτήματος των εκεί διαβιούντων Ορθοδόξων, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανεκήρυξε εν έτει 1923 την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας σε αυτόνομη με πρώτο κανονικό Αρχιεπίσκοπο αυτής, τον χειροτονηθέντα εις Επίσκοπον εν Φαναρίω της Κωνσταντινουπόλεως Σαββάτιο.
 
Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος κατά το σωτήριο έτος 1948 εζήτησε εγγράφως, όλως μάλιστα αιφνιδίως, από την Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία την «απόλυση» αυτού και της υπ' αυτού Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Τσεχοσλοβακίας από το δικαιοδοτικό ιεροκανονικό κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο, όπως πάντοτε τραγικώς συμβαίνει, εκρύπτετο όπισθεν της κατευθυνόμενης αντικανονικής αυτής ενεργείας.
 
Μεγίστης ιστορικής και ιεροκανονικής σημασίας και αξίας είναι η απολύτως αρνητική απαντητική επιστολή του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄ (1946-1948), ο οποίος «expressis verbis» υπογράμμιζε στον Πράγας Σαββάτιο, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: «… κατάπληξιν, ως εικός, προυξένησεν ημίν το αίτημα τούτο αυτής. Έδει γαρ ίνα η υμετέρα Ιερότης καλώς γινώσκη, ότι ουκ έξεστι τοις Επισκόποις μεθίστασθαι κατ’ ιδίαν βούλησιν και προαίρεσιν από της υφ’ ην τελούσιν έκαστος αυτών εκληρώθη επαρχίαν, επί συγχύσει μεν των δικαίων και των ορίων των κατά τόπους αγίων του Θεού Εκκλησιών, καταλύσει δε και της αρχήθεν εν τη διοικήσει της Εκκλησίας κατασταθείσης τάξεως.
 
Η υπαγωγή της Ορθόδοξου Αρχιεπισκοπής Τσεχοσλοβακίας υπό την της Αγιωτάτης Ρωσικής Εκκλησίας δικαιοδοσίαν, δι’ ην η υμετέρα Ιερότης την ημών αιτείται άδειαν, μηδοποστιούν εστι δυνατόν ίνα ευλογηθή και επιτραπή, καθ’ όσον, ει ο καθ’ ημάς Αγιώτατος Οικουμενικός Θρόνος παρείχε την προς τούτο ευλογίαν, πρώτος αυτός παρεβίαζεν αν και κατέλυε την κρατούσαν κανονικήν τάξιν, ης τέτακται φύλαξ και επιτηρητής. Η Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Τσεχοσλοβακίας, δι’ ιστορικούς τε και κανονικούς λόγους αποτελούσα τμήμα του καθ’ ημάς κλίματος, πώς αποτελέσειε μέρος τοπικής Εκκλησίας, ης η δικαιοδοσία ου δύναται επεκταθήναι πέρα των αρχήθεν καθωρισμένων αυτή ορίων, ει μη διά παραβιάσεως θεμελιωδών κανόνων Αγίων Οικουμενικών Συνόδων;
 
Γνωρίζοντες τοίνυν διά της παρούσης τη Υμετέρα Ιερότητι την επί τω αιτήματι αυτής κατάπληξιν ημών, και επιδηλούντες ότι πάσα παρά γνώμην ημών ενέργεια αυτής μέλλει ίνα συνεπάγηται την λήψιν των ενδεικνυομένων κανονικών μέτρων, προτρεπόμεθα αυτήν, εξ αποφάσεως συνοδικής, όπως και εφεξής μη αμελή της κατά την εις Επίσκοπον χειροτονίαν και εις Αρχιεπίσκοπον ανάδειξιν αυτής ανατεθείσης αυτή από μέρους του καθ' ημάς Αγιωτάτου Οικουμενικού Θρόνου εντολής του ποιμαίνειν το Ορθόδοξον αυτόθι πλήρωμα και αγρύπνως μεριμνάν περί της σωτηρίας αυτού, συναρωγόν και συναντιλήπτορα έχουσα εν παντί τον Ουράνιον της Εκκλησίας Κυβερνήτην, ου η χάρις και το άπειρον έλεος είη μετ’ αυτής…».
 
Επειδή δε οι εθνοφυλετιστές ιμπεριαλιστές και μωροφιλόδοξοι υπονομευτές της πανορθοδόξου ενότητος εν Μόσχα εκκλησιαστικοί ηγήτορες ομού μετά των πειθήνιων άβουλων δορυφόρων τους εν οις και οι της Τσεχοσλοβακίας εκκλησιαστικοί ηγήτορες τολμούν να επικρίνουν την Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη αυτών Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία διότι εχορήγησε, ως μόνη αυτή κατέχει τούτο το ύψιστο ιεροκανονικό εν Ορθοδόξοις προνόμιο, το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην νεόφυτη κανονική Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία, οφείλουν να ενθυμούνται, πριν από κάθε τοποθέτησή τους, ότι εν έτει 1951 οι τότε εκκλησιαστικοί εν Μόσχα ηγήτορες εχορήγησαν αντικανονικώς και αυθαιρέτως, προκλητικώς και πραξικοπηματικώς, το ούτως ή άλλως απολύτως άκυρο, ανυπόστατο και αβάσιμο «αυτοκέφαλο» στην μέχρι τότε Αυτόνομη Ορθόδοξη εν Τσεχοσλοβακία Εκκλησία και μάλιστα ο Μόσχας προέβη στην αντικανονική και αυθαίρετη αυτή ενέργεια ένεκα πολιτικών σκοπιμοτήτων ικανοποιώντας το σοβιετικό αθεϊστικό καθεστώς προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος της τοπικής Ορθοδόξου εν Τσεχοσλοβακία Εκκλησίας και να πληγεί το κύρος του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά απέτυχε παταγωδώς διότι η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία εθεράπευσε φιλοστόργως το κανονικώς και εκκλησιαστικώς πάλαι ποτέ ατόπημα, χορηγώντας εν έτει 1998, επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου Α΄, κατόπιν δε σχετικού υποβληθέντος αιτήματος του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Δωροθέου εξ ονόματος του Ορθοδόξου κλήρου και του λαού των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας, διά Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς. Περί πάντων των ως άνω και οι «λίθοι κεκράξονται», οπότε οι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί ηγήτορες της θυγατρός Ορθοδόξου εν Τσεχοσλοβακία Εκκλησίας οφείλουν εντίμως να διαθέτουν οξυτέρα εκκλησιαστική ιστορική μνήμη και ο έχων νουν νοείν νοείτω…
 
Όσον αφορά την υπό του Πρωτοκλήτου και Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου χορήγηση του αυτονόμου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος, μνείαν ποιούμεθα αρχικώς της αυτονόμου Ορθοδόξου εν Φιλλανδία Εκκλησίας, η οποία εν έτει 1923 διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου εκδοθέντος υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, και διαλαμβάνοντος ότι «του λοιπού ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός της Φιλλανδίας, μετά των ιδρυμάτων του, θα αποτελέση εν μόνον Χριστιανικόν έδαφος, ονομαζόμενον Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Φιλλανδίας». Τούτο δε συνετελέσθη επειδή κατά το έτος 1919 η Φιλλανδία απέκτησε την εθνική ανεξαρτησία της ως ελεύθερο από την εξουσία της Ρωσίας κράτος.
 
Η θυγάτηρ Ορθόδοξη εν Εσθονία Εκκλησία απέκτησε υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου το αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς εν έτει 1923 και αφότου είχε προηγηθεί η κατά το έτος 1918 ανακήρυξη της κρατικής ανεξαρτησίας της Εσθονίας. Ιστορικώς ιχνηλατούντες τα γεγονότα, σημειωθήτω ότι μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και κατά την ίδρυση του ανεξαρτήτου κράτους τας Εσθονίας και την επακολουθήσασα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, οι εν Εσθονία Ορθόδοξοι πιστοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδία Επισκοπή με πρώτο Επίσκοπο αυτών τον αοίδιμο Πλάτωνα (+1919), απηυθύνθησαν στη μία και μόνη φιλόστοργη Μητέρα αυτών Εκκλησία, ήτοι στο Πρωτόκλητο και Πρωτεύθυνο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ζητούντες αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς «ένεκα της επελθούσης πολιτικής αλλαγής και διά λόγους εκκλησιαστικής φύσεως», με σκοπό την στερέωση, εδραίωση και αρραγή ευστάθεια της μικράς εκείνης τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της οποίας την οιακοστροφία είχε μετά τον θανόντα Επίσκοπο Πλάτωνα ο εν Επισκόποις συνετός και με αδούλωτο φρόνημα Αλέξανδρος.
 
Κατά το έτος 1923 και επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Δ΄ (Ματαξάκη) του Κρητός, εδόθη υπό της Πρωτοκλήτου και Προκαθημένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, το αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην Ορθόδοξη εν Εσθονία Εκκλησία διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου με τον οποίο ιδρύθη η Αυτόνομη υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατελούσα ιεροκανονικώς «Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία της Εσθονίας».
 
Το αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς της Ορθοδόξου εν Εσθονία Εκκλησίας κατελύθη απολύτως παρανόμως και αντικανονικώς, αυθαιρέτως, μονομερώς και διά της χρήσεως της ωμής κρατικής βίας υπό της θυγατρός εν Ρωσία Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την 9η Μαρτίου 1945, ήτοι μετά από την προσάρτηση της Εσθονίας στην Κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε συνεστήθη από τους εν Μόσχα εκκλησιαστικούς ηγέτες η Επισκοπή Ταλλίνης, τελούσα ως μία των Επισκοπών του Πατριαρχείου Μόσχας.
 
Εν τέλει το λεγόμενο εκκλησιαστικό «Εσθνονικό Ζήτημα» ελύθη εφάπαξ και διαπαντός, επί τη βάσει υγιών εκκλησιολογικών και κανονικών παραδεδομένων Ορθοδόξων αρχών και κριτηρίων καθώς και επί του αρραγούς θεμελίου της ιστορικής αληθείας και του δικαίου εν έτει 1996, όταν μετά την κατάρρευση του αθεϊστικού σοβιετικού καθεστώτος και κατόπιν της επιμόνου και διακαούς επιθυμίας κλήρου και λαού καθώς και της νομίμου κυβερνήσεως της Εσθονικής Δημοκρατίας για την επανενεργοποίηση υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου του αυτονόμου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου, αποδεξαμένη το σχετικό υποβληθέν αίτημα των Ορθοδόξων Εσθονών, αυτεξουσίως και κυριαρχικώς ενεργώντας διά της υπ' αρίθμ. 201/20 Φεβρουαρίου 1996 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως επανενεργοποίησε το αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς και απεκατέστησε διά του τρόπου αυτού την Αυτόνομη Ορθόδοξη εν Εσθονία Εκκλησία υπό τις προστατευτικές πτέρυγες της φιλοστόργου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Τοιουτοτρόπως η Πρωτόθρονος εν Ορθοδόξοις Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησίας απέδειξε ότι: «κατά χρέος αυτής και δικαίωμα κανονικόν και ιστορικόν, όφειλε να ανταποκριθή φιλοστόργως και προστατευτικώς», καθώς επίσης επιβεβαίωσε de Facto και de Jure εν τω πλαισίω του ιεροκανονικώς ισχύοντος κατά πάντα αποκλειστικού και κυριαρχικού αυτής υψίστου προνομίου και απαραμειώτως αδιαμφισβητήτου δικαιώματος αυτής ότι ενεργεί αυτεξουσίως όταν χορηγεί το αυτοκέφαλο ή αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς σε μία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία επειδή, ως απεδείχθη εκτενώς παραπάνω, «κατά παγίαν τάξιν της Ορθοδοξίας, άπασαι αι αυτοκέφαλοι και αυτόνομοι Οθρόδοξοι Εκκλησίαι ανεκηρύχθησαν πάντοτε κατ’ απαίτησιν της κυβερνήσεως των χωρών αυτών, του κλήρου και του λαού», και φυσικά άνευ της συγκλήσεως Οικουμενικής ή Πανορθοδόξου Συνόδου, όπως υποκριτικώς, δολίως και υπονομευτικώς απαιτούσαν -και εν παραζάλη όντες απαιτούν- οι μωροφιλόδοξοι εθνοφυλετιστές ιμπεριαλιστές εκκλησιαστικοί εν Μόσχα ηγήτορες ομού μετά των πειθηνίων και άβουλων δορυφόρων τους προκειμένου όχι μόνον να ενταφιάσουν το «αυτοκέφαλο» της μίας και μόνης, ενιαίας και αδιαιρέτου, νεοφύτου κανονικής αυτοκεφάλου Ορθοδόξου εν Ουκρανία Εκκλησίας, αλλά και να θέσουν de Facto εν αμφιβόλω το ύψιστο και αυτεξουσίως κυριαρχικό προνόμιο και απαραμειώτως, αδιαπραγμάτευτο και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του Πρωτοκλήτου και Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου «του χορηγείν το αυτοκέφαλον και αυτόνομον εκκλησιαστικόν καθεστώς».
 
*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.