Η εγκατασταση των προσφυγων στην περιφερεια της Αλεξανδρουπολης το 1923, συμφωνα με το Αρχειο της Κοινωνιας των Εθνων

1922-2022: Μνήμη Μικρασιατικής Καταστροφής

Αμέσως μετά από την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών (9 Οκτωβρίου 1922), χιλιάδες χριστιανοί κάτοικοι της ανατολικής Θράκης αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, φοβούμενοι από ένα ενδεχόμενο ξέσπασμα διωγμών που θα εφάρμοζε εις βάρος τους το νέο τουρκικό καθεστώς διοίκησης, το οποίο θα επιβαλλόταν στην περιοχή σε διάστημα τριάντα ημερών από την υπογραφή της ανακωχής.

Η ανακωχή των Μουδανιών και η αποχώρηση των χριστιανικών πληθυσμών

Μεταξύ των προσφύγων κατοίκων της ανατολικής Θράκης συγκαταλέγονταν και πολλοί πρόσφυγες, μικρασιάτες, αρμένιοι και πόντιοι, που είχαν καταφθάσει στην περιοχή, μετά από τους διωγμούς που υπέστησαν από τα κεμαλικά στρατεύματα, τον Αύγουστο του 1922. Εκτός όμως από τους χριστιανούς πρόσφυγες, την περιοχή εγκατέλειψαν και ορισμένοι μουσουλμάνοι κάτοικοι «από φόβο αντιποίνων, επειδή είχον σχέσεις με τους γκιαούρηδες».

Οι χριστιανικοί πληθυσμοί που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ευξείνου Πόντου και της Προποντίδας συγκεντρώνονταν αρχικά στα λιμάνια  «Ουσιάδος, Μηδείας, Εξαστέρου, Επιβατών, Σηλυβρίας, Ηρακλείας, Ραιδεστού, Μυριοφύτου-Περιστάσεως, ως και των ενδιάμεσων μικρών όρμων της Προποντίδας». Στη συνέχεια, επιβιβάζονταν στα ατμόπλοια που είχαν σταλεί από το ελληνικό κράτος και αποβιβάζονταν οι μεν αστοί πρόσφυγες στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης  και της Καβάλας, οι δε αγρότες πρόσφυγες σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής. Παράλληλα, από τα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας στέλνονταν μικρά ιστιοφόρα πλοία στην Αίνο, για να παραλάβουν τους πρόσφυγες και τα σιτηρά που είχαν συγκεντρωθεί από τις περιφέρειες της Κεσσάνης και των Μαλγάρων.

Η αποχώρηση των χριστιανικών πληθυσμών που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στις πεδινές και ορεινές περιοχές της ανατολικής Θράκης έγινε με δύο τρόπους: Ο πρώτος τρόπος βασιζόταν σε ένα οργανωμένο σχέδιο αναχώρησης των πληθυσμών, βασικά σημεία του οποίου ήταν είτε να ακολουθήσουν τα απερχόμενα ελληνικά στρατεύματα είτε να αναχωρήσουν από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της περιοχής. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος αυτού του προσφυγικού πληθυσμού εγκατέλειψε άτακτα την περιοχή, εξαιτίας των επιθέσεων που δέχονταν τόσο από τους μουσουλμάνους κατοίκους των περιοχών που εγκατέλειπαν όσο και από τις άτακτες ομάδες του τουρκικού στρατού.

«Η Καθημερινή», στο φύλλο της 2ας Οκτωβρίου 1922, ανακοινώνει πως η ανακωχή των Μουδανιών βρίσκεται πλέον σε ισχύ, μεταφέροντας παράλληλα τις επιφυλάξεις της Ελληνικής Κυβέρνησης για τις εγγυήσεις και τις προθεσμίες που της δόθηκαν από τους συμμάχους για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης. Παραθέτει επίσης αναλυτικά τα μέτρα που έλαβε η ελληνική πολιτεία για την όσο δυνατόν ευκολότερη μεταφορά των πληθυσμών στη δυτική Θράκη και τον ελλαδικό χώρο, εγκαθιστώντας στην περιοχή στρατεύματα, επιτροπές αλλά και εκδίδοντας διαταγές για να διευκολύνει τη χρήση συγκοινωνιών. Ενδεικτική η διαταγή της διεύθυνσης σιδηροδρόμων που απαγορεύει την κυκλοφορία επιβατών και εμπορευμάτων στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Δεδέαγατς (Προέλευση φωτογραφίας: www.kathimerini.gr)

Οι πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την ανατολική Θράκη κατέφθασαν στην ελεύθερη Θράκη, ακολουθώντας τρεις διαδρομές:

α) Από τη γέφυρα της Αδριανούπολης, ακολουθώντας κατόπιν τον δρόμο «Διδυμότειχο – Σουφλί – Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη)», συνέχιζαν δυτικά «διά μέσου της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής)»,

β) από το «Ουζούν – Κιουπρού (Μακρά Γέφυρα)», ακολουθώντας κατόπιν τον δρόμο του Διδυμότειχου και συνεχίζοντας δυτικά, διά μέσου της «Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής)» και

γ) διασχίζοντας τον ποταμό Έβρο με πλωτήρες, ακολουθώντας κατόπιν τον δρόμο «Σουφλί – Φέρες – Δεδέαγατς».

Η συνεχόμενη άφιξη των πολυάριθμων προσφυγικών ομάδων από την ανατολική στην ελληνική Θράκη είχε ως αποτέλεσμα τη φραγή της κεντρικής οδικής αρτηρίας «Διδυμοτείχου – Αλεξανδρούπολης». Για την αποσυμφόρηση αυτής της κατάστασης, δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1922, με απόφαση του Υπουργού Περιθάλψεως  Αποστόλου Δοξιάδη, η «Επιτροπή Αποστολής και Κατανομής των Προσφύγων». Κύριος σκοπός της Επιτροπής ήταν να διακόπτει κάθε 48 ώρες τις προσφυγικές ροές από το Διδυμότειχο, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την είσοδο επιπλέον προσφύγων στην πόλη της Αλεξανδρούπολης.

Ειδικότερα, αποφασίστηκε η μεταφορά των προσφύγων με «ειδικές αμαξοστοιχίες, οι οποίες θα μετέφεραν τους πρόσφυγες του νομού Σαράντα Εκκλησιών και μέρος του νομού Αδριανουπόλεως και των μεσογείων του νομού Ραιδεστού», για να εγκατασταθούν σε «πόλεις, χωριά και μοναστηριακά τσιφλίκια του νομού Γκιουμουλτζίνας, Δράμας και Σερρών».

Επιπλέον, η υγιεινή επίβλεψη της περιφέρειας της Αλεξανδρούπολης ανατέθηκε, πάλι με εντολή του Υπουργού Περιθάλψεως, στον υγειονομικό επιθεωρητή Ελευθεριάδη και στον αρχίατρο Καναβάτσογλου, ενώ η Στρατιά Θράκης, με εντολή του αρχιστράτηγου Νίδερ, ίδρυσε ένα πρόχειρο προσφυγικό ιατρείο για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των προσφύγων. Τον επισιτισμό των προσφύγων ανέλαβε ο σύλλογος «Επιτροπή Κυριών της Αλεξανδρούπολης», που είχε ως έδρα του τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, παρέχοντας στους πρόσφυγες βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως φαγητό, νερό, ζάχαρη, καφέ και μακαρόνια, που ήταν δωρεά του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.

Τα μέτρα της ελληνικής πολιτείας για την εγκατάσταση των προσφύγων

Τα μέτρα όμως που έλαβε η ελληνική πολιτεία για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, με τη στήριξη της Διευθύνσεως Περιθάλψεως Θράκης, του Ταμείου Περιθάλψεως των Προσφύγων, καθώς και με τη βοήθεια διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων, δεν επαρκούσαν. Οι πρόσφυγες κατέλαβαν αγροτικές εκτάσεις γύρω από την πόλη της Αλεξανδρούπολης, στήνοντας πρόχειρα παραπήγματα, στις οποίες, λίγο αργότερα, ξεκίνησαν να κατασκευάζονται οι προσφυγικοί συνοικισμοί.

Παράλληλα, κατέλαβαν εγκαταλειμμένα τσιφλίκια στις περιοχές Γελ Βουργάζ (Πύργος), Κουμ Τσιφλίκ (Άρζος), Διβανέ Ελιάς (Ελιά), Οσμανλή Τσιφλίκ (Δύμη), Αχήρκιοϊ (Αχυροχώρι) και Κουλακλή (Αμπελάκια), που βρίσκονταν μεταξύ της Αλεξανδρούπολης και της Ορεστιάδας. Η συνολική έκταση των παραπάνω τσιφλικιών ανέρχονταν στα 43.915 στρέμματα γης, από τα 91.045 συνολικά στρέμματα που είχαν καταλάβει οι πρόσφυγες σε ολόκληρη τη Θράκη.

Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν επίσης σε «κακές σκηνές, αυτοσχέδιες καλύβες και στάβλους», σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ή κατοικίες σε επιταγμένα ή απαλλοτριωμένα οικήματα του ντόπιου πληθυσμού, καθώς και στις εγκαταλειμμένες οικίες των σλαβόφωνων κατοίκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή είτε με το μέτρο του εκτοπισμού που εφάρμοσε το πρώτο τρίμηνο του 1923 η Στρατιωτική Διοίκηση Θράκης είτε με την εκούσια ανταλλαγή των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919).

Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων, ο νομάρχης του νομού Έβρου, Στ. Γρηγορίου, τηλεγράφησε μία έκθεση στις 16/29 Οκτωβρίου 1922 στον αναπληρωτή Ύπατο Αρμοστή, συνταγματάρχη George Divine Treloar, o οποίος ήταν ο επικεφαλής της Αποστολής της Κοινωνίας των Εθνών στην ανατολική Θράκη, για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης που επικρατούσε στην περιοχή. Στην έκθεση ο νομάρχης περιέγραφε  τη δραματική κατάσταση που επικρατούσε εκείνο το χρονικό διάστημα στην περιφέρεια του Έβρου, εξαιτίας της καθημερινής άφιξης χιλιάδων προσφύγων.

Στην ίδια έκθεση περιγράφεται με δραματικό τρόπο η κακή ψυχολογική και σωματική κατάσταση των προσφύγων, η αδυναμία παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η απόγνωση του νομάρχη και των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, εξαιτίας της έλλειψης σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης (τροφίμων, ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων). Η έκθεση του νομάρχη τελειώνει με τη θερμή παράκλησή του προς τον Treloar να μεταβεί άμεσα ο ίδιος στην περιοχή για να αντιμετωπιστεί έγκαιρα η ανεξέλεγκτη κατάσταση.

Σύμφωνα πάντα με την ίδια έκθεση, ο αριθμός των προσφύγων τον Οκτώβρη του 1922 στην περιφέρεια του νομού Έβρου ξεπερνούσε τους  25.000 πρόσφυγες. Στην πόλη της Αλεξανδρούπολης όμως ο αριθμός των προσφύγων ήταν απροσδιόριστος  καθώς καθημερινά  κατέφτανε από την ανατολική Θράκη «τραίνο με 150 βαγόνια, όλα γεμάτα με πρόσφυγες». Από τα 150 βαγόνια, τα 50 ξεφόρτωναν τους πρόσφυγες στον σταθμό της πόλης, ενώ σε κάθε βαγόνι «στοιβάζονταν» 600 άτομα. Σε καθημερινή βάση δηλαδή αποβιβάζονταν περίπου 3.000 πρόσφυγες στην πόλη αναγκαστικά, επειδή το τραίνο δεν μπορούσε, εξαιτίας του τεράστιου βάρους που μετέφερε, να συνεχίσει τη διαδρομή του με τελικό προορισμό τον σταθμό της Θεσσαλονίκης, καθώς  η διαδρομή σε πολλά σημεία ήταν ανηφορική και προβληματική, ειδικά στο μήκος της διαδρομής Δράμα – Θεσσαλονίκη.

Απροσδιόριστος κατά τον νομάρχη ήταν επίσης ο αριθμός των προσφυγικών καραβανιών που εγκλωβίζονταν στην οδική αρτηρία «Διδυμότειχο – Σουφλί –Δεδέαγατς». Τα καραβάνια εισέρχονταν στην πόλη για να ανεφοδιαστούν με είδη πρώτης ανάγκης, με σκοπό να συνεχίσουν την πορεία τους σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.

Απροσδιόριστος επίσης ήταν και ο αριθμός των προσφύγων που κατέφθαναν με πλοία από την ανατολική Θράκη στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι στρατιώτες των ελληνικών στρατευμάτων που είχαν αποχωρήσει από την ανατολική Θράκη.

Ένα ακόμη προσφυγικό στιγμιότυπο διασώζει ο Θανάσης Αποστολίδης, με τη νέα ζωή στο λιμάνι της πόλης, με το νέο και το παλαιό εργατικό δυναμικό. Νέο… οι πρόσφυγες

Η συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών

Την 1η Νοεμβρίου του 1922, ένα μεγάλο τμήμα της Αποστολής της ΚτΕ που έδρευε στη Ραιδεστό της ανατολικής Θράκης μετέβη στην Αλεξανδρούπολη για να επιθεωρήσει το μέγεθος της προσφυγικής κρίσης και να κρίνει αν πράγματι ήταν αναγκαία η βοήθεια της ΚτΕ. Επικεφαλής αυτής της Αποστολής ορίστηκε από τον Ύπατο Αρμοστή, dr. Fridtjiof Nansen, ο αναπληρωτής Ύπατος Αρμοστής, συνταγματάρχης George Divine Treloar.

Τα μέλη της Αποστολής εγκαταστάθηκαν στην Αλεξανδρούπολη σε έναν καταυλισμό από σκηνές, σχήματος καμπάνας («bell-tents»), ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση «ενός μιλίου έξω από την πόλη». Ο καταυλισμός αυτός ήταν ο πρώτος που οργανώθηκε από την Αποστολή για την εγκατάσταση των προσφύγων και γι’ αυτόν τον λόγο ονομάστηκε  «Camp No 1».

Την Αποστολή ακολούθησε στην Αλεξανδρούπολη και η φορητή νοσοκομειακή μονάδα “Lady Rumbolds Field Ambulance”, που είχε συσταθεί με τη χορηγία της βρετανής λαίδης Rumbold, για την ιατρική περίθαλψη των προσφύγων της Θράκης. Το φορητό νοσοκομείο αποτελούνταν από σκηνές, οι οποίες στήθηκαν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.

Μετά από την ολιγοήμερη περιοδεία της Αποστολής στην περιφέρεια του νομού, τα μέλη της διαπίστωσαν το μέγεθος του προσφυγικού προβλήματος και αποφάσισαν, μετά από ένα συμβούλιο που πραγματοποίησαν με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα πειραματικό σχέδιο για την αποκατάσταση των προσφύγων με μόνιμο χαρακτήρα, βασικά σημεία του οποίου ήταν:

α) η εγκατάσταση των προσφύγων σε καταυλισμούς με σκηνές σχήματος καμπάνας, που θα λειτουργούσαν και ως επισιτιστικά κέντρα,

β) η εφαρμογή ενός επισιτιστικού προγράμματος με φορητά καταστήματα βασικών ειδών που θα στέλνονταν με πλοία από την κεντρική αποθήκη βασικών ειδών της ΚτΕ, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, για να μεταφερθούν στους προσφυγικούς καταυλισμούς,

γ) η εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των καταυλισμών, με την επιβολή της τάξης και της υγιεινής και, τέλος,

δ) η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων, με τη δημιουργία ενός Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας.

Ειδικότερα, εκτός από τον καταυλισμό «Camp No 1», οργανώθηκαν τρεις ακόμη καταυλισμοί: Ο καταυλισμός «Camp No 2», που είχε στηθεί πρόχειρα από τους πρόσφυγες στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, ο καταυλισμός «Camp No 3», που είχε στηθεί πρόχειρα στον σιδηροδρομικό σταθμό της περιοχής Bidekli (Μπιντικλί), της υποδιοίκησης Σουφλίου και  ο καταυλισμός «Camp No 4», ο οποίος μετατράπηκε πολύ σύντομα σε ένα αμιγώς  προσφυγικό χωριό που βρισκόταν στα «τρία μίλια δυτικά του Δεδέαγατς». Τέλος, οργανώθηκε και ένας νέος καταυλισμός στο χωριό Shaibas, που βρισκόταν «ανατολικά του Δεδέαγατς».

Η εγκατάσταση των προσφύγων στους καταυλισμούς δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς αρκετοί πρόσφυγες δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την πρόχειρη εγκατάστασή τους στις σκηνές που οι ίδιοι είχαν στήσει πρόχειρα και διάσπαρτα σ’ όλη την πόλη, γεγονός που δυσκόλευε τη μεταφορά των επισιτιστικών καταστημάτων που ξεφορτώνονταν από τα πλοία της ΚτΕ στο λιμάνι της πόλης.

Οι έντονες αντιδράσεις των προσφύγων και η επιβολή κανονισμού ομαλής λειτουργίας

Ο συνταγματάρχης Treloar, δυσαρεστημένος από την άρνηση των προσφύγων να μεταφερθούν και να εγκατασταθούν αρχικά στον καταυλισμό «Camp No 1», αποφάσισε με τη βοήθεια των ελληνικών στρατιωτικών αρχών να «κλείσει τις τέντες με τη βία», να επιβιβάσει τους πρόσφυγες μαζί με τα υπάρχοντά τους στα στρατιωτικά οχήματα και να τους μεταφέρει στον καταυλισμό.

Τελικά, μετά από πολλές δυσκολίες, 60 προσφυγικές οικογένειες μεταφέρθηκαν αναγκαστικά στον καταυλισμό «Camp No1», γεγονός που όξυνε ακόμη περισσότερο την αντίδραση των προσφύγων, οι οποίοι με την άφιξή τους προκάλεσαν μια κατάσταση υστερίας, «με τις γυναίκες να κυλιούνται στο έδαφος και να ουρλιάζουν», αντιστεκόμενες σε κάθε προσπάθεια που γινόταν από τις νοσηλεύτριες, για να τις καθησυχάσουν». Επίσης, «κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι μισές από αυτές (τις οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στον καταυλισμό) ξήλωσαν τις σκηνές και όλο τον εξοπλισμό και εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι (της πόλης)».

Εξαιτίας της συμπεριφοράς των προσφύγων, η Αποστολή της ΚτΕ, πραγματοποίησε ένα δεύτερο συμβούλιο με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο αποφασίστηκε ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του κανονισμού ομαλής λειτουργίας του καταυλισμού. O κανονισμός είχε τη μορφή προκήρυξης, περιλάμβανε 18 εντολές σχετικά με την επιβολή της προσωπικής υγιεινής και της καθαριότητας εντός αλλά και περιμετρικά από κάθε σκηνή. Το κείμενο του κανονισμού αναρτήθηκε έξω από κάθε σκηνή και η επιτήρηση των εντολών του γινόταν από τους «μουχτάρηδες» («mouchtar»), δηλαδή από τους αρχηγούς των προσφυγικών οικογενειών που διορίζονταν από τον λοχαγό σε εβδομαδιαία βάση.

Η ανυπακοή στις διαταγές του κανονισμού τιμωρούνταν με την αφαίρεση της κάρτας σιτηρεσίου για ορισμένο χρονικό διάστημα ή ακόμη και με οριστική αποβολή από τη σκηνή και τον καταυλισμό, ανάλογα με τη μορφή της αντίστασης. Με τον τρόπο αυτό, η κατάσταση στον καταυλισμό άρχισε σύντομα να σταθεροποιείται, όταν τιμωρήθηκαν δηλαδή ορισμένοι αντιρρησίες.

Όσον αφορά τον επισιτισμό των προσφύγων, η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε την καθημερινή παροχή 12 «ουγγιών» σε κάθε πρόσφυγα για την αγορά σιτηρεσίου, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο ανεφοδιασμός του καταυλισμού με τις προμήθειες της ΚτΕ που κατέφθαναν από την Κωνσταντινούπολη (γάλα, λάδι, σαπούνια, λαχανικά, κ.ά.).

Όταν όμως διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι γονείς δεν έδιναν στα παιδιά τους τα σιτηρέσια που προορίζονταν για εκείνα, δημιουργήθηκε στον καταυλισμό μία κουζίνα γάλακτος και σούπας, η οποία πρόσφερε καθημερινά σε όλα τα παιδιά, ηλικίας έως 10 ετών, μία κούπα γάλα ή τσάι ή σούπα και ένα κομμάτι ψωμί.

Καθώς οι προσφυγικές ροές ήταν συνεχείς και πολυάριθμες δημιουργούσαν συμφόρηση στην κεντρική οδική αρτηρία «Διδυμοτείχου – Αλεξανδρούπολης». Έτσι, με απόφαση του Υπουργού Περιθάλψεως Απόστολου Δοξιάδη δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1922 η «Επιτροπή Αποστολής και Κατανομής των Προσφύγων», διευκολύνοντας τα μέγιστα στη μετακίνηση των πληθυσμών. Ο Υπουργός, εκτός από τη λήψη αυτής της απόφασης, υπήρξε συνεχώς στο πλευρό των προσφύγων. Στην εικόνα, ο Δοξιάδης σε καταυλισμό προσφύγων με μέλη επιτροπής εγκατάστασης προσφύγων και εκπροσώπους δημοτικών αρχών (Προέλευση φωτογραφίας: alepakos.blogspot.com).

Το «Camp No1», πρότυπο προσφυγικών καταυλισμών

Επικεφαλής του καταυλισμού «Camp No1» ορίστηκε από τον Treloar ο, σουηδικής καταγωγής λοχαγός, βαρώνος J. Kahma Kaufmann, που ήταν επίσης μέλος της Αποστολής της ΚτΕ στη Θράκη. Ο Kaufmann οργάνωσε στον καταυλισμό το Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας για τους πρόσφυγες, το επονομαζόμενο «Le labour bureau de 1er (premier) camp de Dedeagatch». Στόχος του γραφείου ήταν η σταδιακή απορρόφηση των προσφύγων σε διάφορες εργασίες στην τοπική κοινωνία, ανάλογα με την ειδικότητά τους, με τη σύναψη ειδικού συμβολαίου μεταξύ του γραφείου εργασίας και του ενδιαφερόμενου εργοδότη, στο οποίο θα αποσαφηνιζόταν ο τρόπος και το ποσό της πληρωμής τού εργαζόμενου πρόσφυγα.

Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την οργάνωση του γραφείου εργασίας του «Camp No 1», εκπρόσωποι από την περιφέρεια, τις δημοτικές και τις στρατιωτικές αρχές μετέβαιναν στον καταυλισμό για να αναζητήσουν εργατικό δυναμικό. Παράλληλα όμως στο γραφείο υποβάλλονταν καθημερινά δεκάδες αιτήσεις, όχι μόνο από τους πρόσφυγες, αλλά και από τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή «δεν υπήρχε στην περιοχή άλλο οργανωμένο γραφείο ευρέσεως εργασίας».

Ο Treloar, αντικρίζοντας τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας στα αστικά επαγγέλματα και την απουσία μιας βιομηχανικής ζώνης στην περιοχή, αποφάσισε να προχωρήσει στη δημιουργία μια μικρής βιομηχανικής ζώνης. Τα θεμέλιά της, εξαιτίας της έλλειψης οικονομικού κεφαλαίου, οικοδομήθηκαν από τα έσοδα του Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας, που προέκυψαν από την επιβολή ενός μικρού φόρου παρακράτησης, της τάξης του 10%, στις πληρωμές των εργατών προσφύγων των καταυλισμών. Το καθημερινό ημερομίσθιο που λάμβαναν οι εργαζόμενοι πρόσφυγες ανερχόταν στο ποσό των 16,5 δραχμών. Σταδιακά, από τον φόρο παρακράτησης συγκεντρώθηκαν 2.000 δραχμές, και ιδρύθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο μια βιομηχανία καύσης ξυλάνθρακα, επειδή η πόλη υπέφερε από έλλειψη καύσιμου υλικού.

Σε μικρό χρονικό διάστημα, η παραγωγή ξυλάνθρακα κάλυψε τις ανάγκες όλων των προσφυγικών καταυλισμών ενώ και η πώλησή του γινόταν κατά 40% χαμηλότερα από την τιμή πώλησης στο λιανικό εμπόριο. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την αυτάρκεια της πόλης σε αλεύρι, καθώς οι αλευρόμυλοι της περιοχής μπορούσαν πλέον να αλευροποιούν το σιτάρι σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες καθημερινά.

Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη του 1922, όλοι οι προσφυγικοί καταυλισμοί είχαν οργανωθεί σύμφωνα με τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης του καταυλισμού «Camp No 1» και πρόσφεραν στους πρόσφυγες στέγη, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εργασία. Το ίδιο χρονικό διάστημα, οι πρόσφυγες που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στους 4 προσφυγικούς καταυλισμούς της πόλης υπολογίζονταν σε 3.780, απ’ τους οποίους οι 1.980 πρόσφυγες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά είχαν εγκατασταθεί στον καταυλισμό «Camp No 1», οι 700 είχαν εγκατασταθεί στον καταυλισμό «Camp No 2», οι 400 στον καταυλισμό «Camp No 3» και τέλος, 700 πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στον καταυλισμό «Camp No 4».

H Αποστολή φρόντισε και για την επάρκεια όλων των καταυλισμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως ήταν το αλεύρι, τα φασόλια, το ρύζι, η ζάχαρη, το λάδι, το αλάτι και ο καφές για το υπόλοιπο τρίμηνο, δηλαδή από τον Δεκέμβρη του 1922 έως τον Μάρτη του 1923.

Η εξασφάλιση όλων των προσφυγικών καταυλισμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης για ένα τρίμηνο δεν ήταν τυχαία, καθώς στα μέσα του Δεκέμβρη του 1922 η Αποστολή αναχώρησε από την Αλεξανδρούπολη για την Κομοτηνή, για να συνεχίσει το έργο τής προσφυγικής αποκατάστασης σε πιο ευρεία κλίμακα και πιο μεθοδικά, εγκαθιστώντας μέχρι τον Μάιο του 1923 10.000 πρόσφυγες στην πεδιάδα που εκτεινόταν μεταξύ «Κομοτηνής και Πόρτο Λάγος» και κατά μήκος του δρόμου «Κομοτηνής – Σαπών».

Από τον Σεπτέμβρη του 1923, η ΚτΕ αποφάσισε να συνεχίσει το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης στη Θράκη, εγκαθιστώντας 8.500 πρόσφυγες στη διαθέσιμη πεδιάδα που εκτεινόταν μεταξύ «Δεδέαγατς και Σουφλίου» και επιπλέον 10.000 πρόσφυγες που είχαν καταφτάσει από το «Karagatch», δηλαδή από την Ορεστιάδα της ανατολικής Θράκης, στη διαθέσιμη πεδιάδα που εκτεινόταν μεταξύ «Διδυμοτείχου και Σουφλίου».

Σύμφωνα με την απογραφή που διενήργησε το ελληνικό κράτος το 1928, ο συνολικός πληθυσμός της Θράκης ανερχόταν το ίδιο έτος στους 303.171 κατοίκους, από τους οποίους οι 122.730 χιλιάδες κατοικούσαν στο νομό Έβρου. Από το σύνολο των κατοίκων του νομού Έβρου, οι 47.829 ήταν πρόσφυγες (άνδρες και γυναίκες), οι οποίοι προέρχονταν πρωτίστως από την ανατολική Θράκη και δευτερευόντως από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

Υπερήφανος για το έργο της ΚτΕ  σχετικά με την αποκατάσταση των προσφύγων στη Θράκη, αλλά και για την πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση αυτής της προσπάθειας, ο Treloar δήλωνε:

«είναι αμφίβολο αν η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε μέχρι στιγμής (δηλαδή ως τα τέλη του 1923) να εγκαταστήσει περισσότερους από 50.000 πρόσφυγες από τους 800.000, που αναφέρει πως εγκατέστησε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο όρος “εγκατεστημένος” δεν σημαίνει τίποτε παραπάνω από την απλή μεταφορά των προσφύγων από τις πόλεις στα χωριά […]».

Συμπερασματικά, όπως προκύπτει από τη μελέτη του αρχείου της ΚτΕ, το σχέδιο της προσφυγικής αποκατάστασης που οργανώθηκε και ξεκίνησε πειραματικά και σε μικρή κλίμακα πρώτα στην περιφέρεια της Αλεξανδρούπολης και κατόπιν σε ευρεία κλίμακα και πιο οργανωμένα στις διαθέσιμες πεδιάδες της υπόλοιπης Θράκης, κατά την περίοδο 1922-1923, με επικεφαλής τον αναπληρωτή Ύπατο Αρμοστή, συνταγματάρχη George D. Treloar, αποδεικνύεται ότι ήταν το πρώτο σχέδιο οργανωμένης εγκατάστασης των προσφύγων που εφαρμόστηκε στην ελληνική επικράτεια εκείνο το χρονικό διάστημα.

Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης στην περιοχή της Θράκης συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως των Προσφύγων (1924-1930) και ολοκληρώθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.

*Η Βασιλική Φίλιου είναι Ιστορικός, Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και Ερευνήτρια στο Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙE.

**Η επιλογή και η επιμέλεια του φωτογραφικού υλικού είναι του Νεκτάριου Μουρδικούδη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.