Εικονες απο την αρχικη εγκατασταση των προσφυγων στην περιφερεια της Κομοτηνης το 1923
1922-2022: 100 χρόνια μνήμης
Η αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η ως σήμερα έρευνα μάς έχει δώσει αξιόλογες μελέτες, αλλά το συγκεκριμένο πρόβλημα εξακολουθεί να είναι ζητούμενο για ορισμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, στις οποίες εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων. Μία από αυτές τις περιοχές είναι και η Θράκη, στην οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, εγκαταστάθηκαν 100.000 περίπου πρόσφυγες, προερχόμενοι από την ανατολική Θράκη, από τη Μικρά Ασία και δευτερευόντως από την περιοχή του Πόντου.
Για το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων στη Θράκη έχουμε ως σήμερα δύο αξιόλογες μελέτες, που αμφότερες εκπονήθηκαν ως μεταπτυχιακές διατριβές στο πλαίσιο των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Η πρώτη αφορά στον νομό Έβρου, ενώ η δεύτερη στην περιοχή των Σαπών του νομού Ροδόπης.
Από το 2015 και μετά, στο πλαίσιο των ερευνών για την εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβής, υπό την επίβλεψη του ομότιμου καθηγητή κ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, με θέμα την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στον νομό Ροδόπης (1923-1930) –που τότε περιλάμβανε και τον σημερινό νομό Ξάνθης–, η γράφουσα της παρούσας ευσύνοπτης μελέτης εντόπισε πλούσιο αρχειακό υλικό της Κοινωνίας των Εθνών, σχετικά με την αποκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή της Θράκης, που κατέφθασαν στα τέλη του 1922. Αυτό το υλικό φυλάσσεται στο αρχείο του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, με έδρα τη Γενεύη. Ένα μικρό μέρος αυτού του αρχείου εντοπίστηκε επίσης, ως αντίγραφο, στο αρχείο της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη.
Το υλικό αυτό αφορά τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν από τον Οκτώβριο του 1922 στη Θράκη, σύμφωνα με το οργανωμένο σχέδιο που συντάχτηκε για τον σκοπό αυτό από τον Ύπατο Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) για τους πρόσφυγες, dr. Fr. Nansen. Η εφαρμογή και η εκτέλεση αυτού του σχεδίου ανατέθηκε από τον Nansen στον Αναπληρωτή Ύπατο Αρμοστή, Συνταγματάρχη George Divine Treloar και υλοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1922-1923.
Η μελέτη του παραπάνω αρχειακού υλικού οδήγησε στην επίλυση προβλημάτων που αφορούν στον αριθμό των αγροτών προσφύγων που αποκαταστάθηκαν, στη γεωγραφική τους προέλευση, στον τρόπο της αποκατάστασής τους (στέγαση και επαγγελματική αποκατάσταση) και στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
Ειδικότερα, στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο αποκαταστάθηκαν οργανωμένα από τη Γενική Διοίκηση Θράκης, σε συνεργασία με την ΚτΕ, 10.000 περίπου πρόσφυγες στη διαθέσιμη πεδιάδα που εκτεινόταν στα 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κομοτηνής, μεταξύ Κομοτηνής και Πόρτο Λάγος και ανάμεσα στην Κομοτηνή και στο χωριό Θρυλόριο, του οδικού δικτύου Κομοτηνής – Σαπών – Αλεξανδρούπολης.
Η έλευση των προσφύγων – Η πρώτη εγκατάσταση
Στα δύο πρώτα χρόνια μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-1924) κατέφθασαν στην ελληνική επικράτεια 1,5 εκατομμύριο περίπου πρόσφυγες, από τις περιοχές της Μικράς Ασίας, της ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Σύμφωνα με την απογραφή που διενήργησε το κράτος τον Απρίλιο του 1923, από το σύνολο των προσφύγων, οι 100.000 πρόσφυγες περίπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θράκης, ενισχύοντας κατά 50% το σύνολο του πληθυσμού των αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών.
Πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η πληθυσμιακή αντιστοιχία μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων κατοίκων της Θράκης, περιορίστηκε στο 1/3, αφού σε σύνολο 300.00 κατοίκων, οι 100.000 περίπου ήταν πρόσφυγες. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή, στον τότε νομό Ροδόπης εγκαταστάθηκαν συνολικά 59.778 πρόσφυγες. Από το σύνολο των προσφύγων, οι 20.707 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην υποδιοίκηση της Κομοτηνής προέρχονταν κυρίως από την ανατολική Θράκη και δευτερευόντως από τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Οι 5.683 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην υποδιοίκηση των Σαπών προέρχονταν κυρίως από την ανατολική Θράκη και δευτερευόντως από τη Βουλγαρία και τέλος, οι 33.388 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην υποδιοίκηση της Ξάνθης προέρχονταν από την ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που κατέφθασαν με ατμόπλοια στα θρακικά λιμάνια της Αλεξανδρούπολης και του Πόρτο Λάγος, κατευθύνθηκαν κυρίως προς τα αστικά κέντρα της Αλεξανδρούπολης, της Κομοτηνής και της Ξάνθης. Συγκεκριμένα, κατά τη μετακίνησή τους από τα λιμάνια με προορισμό την πόλη της Κομοτηνής και της Αλεξανδρούπολης, ακολούθησαν προφανώς την οδική αμαξωτή αρτηρία Αλεξανδρούπολη – Μάκρη – Μαρώνεια – Κομοτηνή, η οποία είχε επισκευαστεί το καλοκαίρι του 1920, καθώς και την οδική αρτηρία Ξάνθη – Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη.
Από την άλλη, οι πρόσφυγες που είχαν έρθει με τις ζωήλατες άμαξές τους από την ανατολική Θράκη κατέφθασαν στην περιοχή είτε ακολουθώντας τον απερχόμενο ελληνικό στρατό είτε με τραίνα με προορισμό τους σταθμούς της Αλεξανδρούπολης, της Κομοτηνής, της Ξάνθης, των Σερρών και της Δράμας.
Η πρώτη εγκατάσταση των προσφύγων ήταν πρόχειρη και υποτυπώδης και περιλάμβανε τη δημιουργία παραπηγμάτων και την κάλυψη των βασικών τους αναγκών (στέγαση, συσσίτια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), με τη στήριξη της Διευθύνσεως Περιθάλψεως Θράκης, του Ταμείου Περιθάλψεως των Προσφύγων και τη βοήθεια διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Η εικόνα της προσωρινής στέγασης των προσφύγων στη Θράκη παρουσιάζεται μέσα από τις διαθέσιμες πηγές με δραματικό τρόπο.
—Ένα μέρος των προσφύγων που πρωτο-εγκαταστάθηκε στις πόλεις της Κομοτηνής, της Ξάνθης και της Αλεξανδρούπολης, διέμενε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και κατοικίες, ενώ ένα άλλο κατέλαβε εκτάσεις (λαχανόκηπους, αμπέλια, καπνοχώραφα και εκτάσεις με οπωροφόρα δέντρα) που βρίσκονταν περιμετρικά από τις πόλεις.
—Στη δεύτερη περίπτωση αρχικά στήθηκαν πρόχειρα παραπήγματα και λίγο αργότερα ξεκίνησαν να κατασκευάζονται οι αστικοί προσφυγικοί συνοικισμοί. Οι υποδομές των πόλεων ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και αποτελούσαν «πρότυπον αρχεγόνου καταστάσεως», καθώς ήταν «απολύτως άγνωστα η ύδρευσις, ο φωτισμός, το σχέδιον πόλεως, η οδοποιΐα, οι υπόνομοι και η καθαριότης», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα ένα σχέδιο κρατικής μέριμνας, στη βάση του οποίου θα γινόταν η μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων.
Οι πρόσφυγες που βρίσκονταν διασκορπισμένοι στη θρακική ύπαιθρο κατέλαβαν εγκαταλειμμένα τσιφλίκια ή εγκαταστάθηκαν μέσα σε επιταγμένα οικήματα, σε στάβλους, κακές σκηνές και αυτοσχέδιες καλύβες, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και κατοικίες. Τέλος, ορισμένοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις εγκαταλειμμένες κατοικίες των σλαβόφωνων κατοίκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή είτε με το μέτρο του εκτοπισμού που εφάρμοσε το πρώτο τρίμηνο του 1923 η Στρατιωτική Διοίκηση Θράκης είτε με την εκούσια ανταλλαγή των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη του Νεϊγύ, η οποία είχε υπογραφτεί τον Μάιο του 1919.
Η ίδρυση του Γραφείου Εγκατάστασης Προσφύγων
Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων, το κράτος ζήτησε την ηθική και υλικο-τεχνική υποστήριξη της Κοινωνίας των Εθνών και αποφασίστηκε η δημιουργία ενός αυτόνομου Γραφείου Εγκατάστασης των Προσφύγων. Μέχρι την οργάνωση και την ανάληψη δράσης από το εν λόγω Γραφείο (Ιούλιος 1923), ο Ύπατος Αρμοστής, F. Nansen, εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα της προσφυγικής εγκατάστασης. Για τον λόγο αυτόν, έστειλε τον Συνταγματάρχη Treloar στη Θράκη και του ανέθεσε με τη βοήθεια των τοπικών αρχών το δύσκολο έργο της εγκατάστασης των προσφύγων με μόνιμο πια χαρακτήρα.
Πράγματι, στις αρχές του Νοέμβρη του 1922, ο Treloar έφθασε στην Αλεξανδρούπολη και, αντικρίζοντας τον τεράστιο όγκο των προσφύγων της πόλης, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα πειραματικό σχέδιο εγκατάστασης, το οποίο αποδείχτηκε απόλυτα επιτυχές και εφαρμόστηκε κατόπιν σε ολόκληρη τη Θράκη.
Τα βασικά σημεία αυτού του πειραματικού σχεδίου περιλάμβαναν αρχικά την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων από την πλευρά της Πολιτείας και την οριοθέτησή τους, με σκοπό να δημιουργηθούν καταυλισμοί στους οποίους οι πρόσφυγες θα εγκαθίσταντο αρχικά σε σκηνές. Παράλληλα, θα κατασκευάζονταν ταυτόχρονα μέσα στους καταυλισμούς οι πρώτες προσφυγικές κατοικίες, ενώ οι ήδη χρησιμοποιούμενες σκηνές θα μεταφέρονταν σε άλλη περιοχή για να στεγαστούν άλλοι πρόσφυγες. Η ολοκλήρωση της κατασκευής των οικιών σε κάθε καταυλισμό θα σήμαινε τη μετατροπή του σε αγροτικό προσφυγικό χωριό.
Επόμενος στόχος του σχεδίου ήταν η δημιουργία κέντρων υγείας για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των προσφύγων και τέλος, η επαγγελματική τους απασχόληση και η μετατροπή τους σε υπολογίσιμη παραγωγική δύναμη της περιοχής, ώστε να ενταχθούν ομαλά στον κοινωνικό ιστό.
Στην περίπτωση της Αλεξανδρούπολης, ο πρώτος καταυλισμός δημιουργήθηκε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον σιδηροδρομικό σταθμό και μέσα σε λίγες ημέρες κατόρθωσε να φιλοξενήσει 2.000 άτομα σε 300 σκηνές. Με εντολή του Treloar, οι πρόσφυγες κατασκεύασαν τους φούρνους αρτοπαρασκευασμάτων και τους χώρους εστίασης. Σύντομα, ο νομάρχης επισκέφθηκε τον καταυλισμό για να αναζητήσει εργατικό δυναμικό. Από το σύνολο των κερδών των προσφύγων, το 10% καταβαλλόταν στο προσφυγικό ταμείο του καταυλισμού, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του καταυλισμού.
Οι πρώτοι προσφυγικοί καταυλισμοί στην περιφέρεια της Κομοτηνής
Στα μέσα του Νοέμβρη του 1922, ο Treloar επισκέφθηκε την Κομοτηνή και, με τη στήριξη των τοπικών αρχών, αποφασίστηκε η εφαρμογή του σχεδίου της εγκατάστασης 10.000 προσφύγων σε μια πεδινή ζώνη, συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμάτων, η οποία βρισκόταν «ανάμεσα στην Κομοτηνή και το Πόρτο Λάγος και ανάμεσα στην Κομοτηνή και στο Θρυλόριο προς το δρόμο των Σαπών, οριοθετημένη από τον μεγάλο οδικό άξονα Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη και Κομοτηνή – Ξάνθη». Στην περίπτωση αυτή υπήρχε το πλεονέκτημα της ύπαρξης σιδηροδρόμου, ο οποίος αποτελούσε τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Αλεξανδρούπολης – Ξάνθης.
Η συγκεκριμένη περιοχή, πέρα από την εμπορική της σημασία, επιλέχθηκε και για άλλους λόγους: Το έδαφος ήταν παρθένο, υπήρχε άφθονο νερό, αλλά και άφθονη ξυλεία από τα γύρω δάση της περιοχής, την οποία θα χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες για να κατασκευάσουν τα σπίτια, καθώς και άλλα κτίρια του καταυλισμού. Επιπρόσθετα, η περιοχή θεωρούνταν ασφαλής σε ό,τι αφορά τις ληστρικές επιδρομές.
Η εγκατάσταση των προσφύγων σ’ αυτήν την έκταση εφαρμόστηκε με τον ίδιο τρόπο που εγκαταστάθηκαν και οι πρόσφυγες κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης: Αρχικά σε σκηνές, μέχρι την ολοκλήρωση των πρώτων οικιών, οπότε οι σκηνές θα μεταφέρονταν σε άλλη περιοχή προκειμένου να στεγαστούν άλλοι πρόσφυγες.
Παράλληλα με την ίδρυση των πρώτων προσφυγικών καταυλισμών, στο κέντρο της περιοχής Κομοτηνής – Πόρτο Λάγος, στην τοποθεσία «Pazazli», δηλαδή στο σημερινό χωριό Παλλάδιο, δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1923 ένα προσφυγικό νοσοκομείο με χορηγία της βρετανίδας λαίδης Rumbold, από την οποία πήρε και το όνομά του. Το νοσοκομείο περιέθαλψε 9.000 πρόσφυγες ως το καλοκαίρι του 1923, οπότε και σταμάτησε τη λειτουργία του, ελλείψει χρημάτων, αφού εξαντλήθηκαν τα χρήματα που είχε χορηγήσει η βρετανίδα λαίδη.
Μέχρι τα μέσα του Απριλίου του 1923, οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα χωριά της πεδινής έκτασης μεταξύ της Κομοτηνής και του Πόρτο Λάγος, δηλαδή στα εξής χωριά «Mourhain (Παραδημή), Sougourlou (Κρανοβούνιον), Urunbeyli (Ρηγόπουλον), Biatli (Παγούρια), Kir Chiflik (Νέο Καβακλί), Phanan (Φανάρι)» και «Ana-keuy (Μητρικόν), Ortadji (Αμβροσία), Orta Kislar (Πόρπη), Meshler (Μέση), Karabunar (Γλυκονέρι), Tepe Tchiflik (Ποταμιά)», καθώς και στα χωριά «Kirlike Kiri 1 (Μπρόκτειον)» και «Kirlike Kiri 2 (Θρυλλόρειον)», τα οποία βρίσκονταν στον δρόμο Κομοτηνής – Σαπών.
Από τα παραπάνω χωριά, στα οποία ο πληθυσμός ήταν ντόπιοι και πρόσφυγες, μεικτά δηλαδή, ήταν η Παραδημή, το Κρανοβούνιον, το Ρηγόπουλον, τα Παγούρια, το Φανάρι, το Μητρικόν, η Αμβροσία, η Πόρπη, η Μέση και το Γλυκονέρι. Από την άλλη, αμιγώς προσφυγικά χωριά, χωριά δηλαδή τα οποία δημιουργήθηκαν με την άφιξη και την εγκατάσταση των προσφύγων, ήταν το Νέο Καβακλί, η Ποταμιά, το «Μπρόκτειον» και το «Θρυλλόρειον».
Σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό αυτών των χωριών, από την απογραφή του Απριλίου του 1923, προκύπτουν τα εξής: Η Παραδημή είχε 442 πρόσφυγες (άντρες και γυναίκες), το Κρανοβούνιον 173, το Ρηγόπουλον 86, τα Παγούρια 214, το Φανάρι 226, το Μητρικόν 143, η Αμβροσία 505, η Πόρπη 204, η Μέση 273, το Γλυκονέρι 241, το Νέο Καβακλί 278 και τέλος, η Ποταμιά 30 πρόσφυγες. Δυστυχώς, η παραπάνω αναφερόμενη απογραφή δεν μας δίνει στοιχεία για τους οικισμούς «Μπρόκτειον» και «Θρυλλόρειον». Ωστόσο, από πίνακα που δημοσιεύεται στην έκθεση του Nansen και αφορά στον αριθμό των εγκατεστημένων προσφύγων στην πεδιάδα της Κομοτηνής, προκύπτει ότι τον Φλεβάρη του 1923 στα χωριά «Μπρόκτειον» και «Θρυλλόρειον» εγκαταστάθηκαν 248 και 100 πρόσφυγες αντίστοιχα.
Η ανάγκη για επαγγελματική απασχόληση των προσφύγων
Το επόμενο στάδιο της αποκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή ήταν η επαγγελματική τους απασχόληση, προκειμένου να καλύψουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Για τον λόγο αυτό, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης δημιούργησε στα χωριά που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, αρμόδια Γραφεία Εποικισμού με σκοπό τη διανομή γης στους πρόσφυγες και την παραχώρηση αρότρων και άλλων γεωργικών εφοδίων, προκειμένου η συγκομιδή της πρώτης σοδειάς να ολοκληρωθεί ως τα τέλη του Ιουλίου του 1923.
Σύμφωνα με τους «Πίνακες Οριστικής Διανομής Γης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως των Προσφύγων», το χρονικό διάστημα 1930-1931 διανεμήθηκαν στον νομό Ροδόπης 200.000 περίπου στρ. γης σε 30.000 περίπου αρχηγούς αγροτικών προσφυγικών οικογενειών, οι οποίοι φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν σε 100 περίπου χωριά του νομού. Από τους ίδιους πίνακες πληροφορούμαστε πως στα περισσότερα χωριά παραχωρήθηκαν οι απαραίτητες εκτάσεις γης για τη δημιουργία Γραφείων Εποικισμού και σχολείων.
Πέρα όμως από τις αγροτικές ασχολίες, αρκετοί πρόσφυγες των πόλεων και των χωριών της περιοχής ασχολήθηκαν και με αστικής φύσεως επαγγέλματα. Για τον λόγο αυτό απευθύνονταν στο «Γραφείο Αστικής Απασχόλησης» που δημιουργήθηκε στην Κομοτηνή το 1923 και είχε ως στόχο την εύρεση εργασίας για τους πρόσφυγες. Ειδικότερα, 611 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μεταξύ Κομοτηνής και Πόρτο Λάγος απασχολήθηκαν σε έργα κατασκευής ή επισκευής δρόμων, στις μεταφορές, στην παραγωγή ασβέστη, στην παραγωγή ξυλάνθρακα, στην παραγωγή υφαντών, κεντημάτων, κουβερτών και ταπήτων (κυρίως οι χήρες των προσφύγων) και στη βιομηχανία μεταξιού (κυρίως οι πρόσφυγες από την Προύσα). Σύντομα, η αυξανόμενη παραγωγή και ζήτηση οδήγησε στη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων και στην αναζήτηση ιδιωτικών κεφαλαίων, προκειμένου αυτές να επεκταθούν.
Σταδιακά, αντιμετωπίστηκαν όλες εκείνες οι ελλείψεις που ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα η έλλειψη σανού για τα ζώα, η έλλειψη σαπουνιών, ρούχων, κουβερτών, καθώς και τα λάθη από την πλευρά της διοίκησης, όπως για παράδειγμα η κακή σύνταξη χαρτών που οδηγούσε σε αποτυχημένη δημιουργία προσφυγικών καταυλισμών.
Ταυτόχρονα, κατασκευάζονταν περιμετρικά των αστικών κέντρων της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης και της Ξάνθης οι αστικοί προσφυγικοί συνοικισμοί. Τα πρόχειρα παραπήγματα έδωσαν τη θέση τους από τον Δεκέμβρη του 1923 στις πρώτες οικίες που κατασκευάστηκαν είτε από τους ίδιους τους πρόσφυγες, είτε από τις εταιρείες της ΕΑΠ, είτε, αργότερα, από τις κρατικές τεχνικές υπηρεσίες που συγκροτήθηκαν αμέσως μετά από τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930.
Πέρα όμως από τη φροντίδα της αποκατάστασης των προσφύγων που έφθασαν στην περιοχή αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ΕΑΠ και το κράτος ανέλαβαν το χρονικό διάστημα 1924-1930 να φροντίσουν για την αποκατάσταση και εκείνων των προσφύγων που έφτασαν στην περιοχή από τη Βουλγαρία στο πλαίσιο της εκούσιας ανταλλαγής των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών, που προσδιόριζε η συνθήκη του Νεϊγύ.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι το οργανωμένο σχέδιο για την αποκατάσταση 10.000 αγροτών προσφύγων στην περιφέρεια της Κομοτηνής από την ΚτΕ αποδείχτηκε απόλυτα επιτυχημένο, ως προς τη στεγαστική πολιτική, την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, με αποτέλεσμα να επεκταθεί και σε άλλες διαθέσιμες πεδιάδες της Θράκης για την αποκατάσταση άλλων προσφύγων, όπως ήταν η πεδιάδα μεταξύ Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας και Ξάνθης – Πόρτο Λάγος.
Το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων συνεχίστηκε από το 1924 έως το 1930 από την Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων και μετά από τη διάλυσή της (1930) από την ελληνική κυβέρνηση. Ενώ η αγροτική προσφυγική αποκατάσταση φαίνεται πως ολοκληρώθηκε στη Θράκη στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η αστική προσφυγική αποκατάσταση κράτησε αρκετές δεκαετίες, «σκαλώνοντας» σε πολεοδομικές αυθαιρεσίες, γραφειοκρατικές δυσκολίες και νομικές παρερμηνείες. Το γεγονός αυτό βέβαια οφειλόταν στην απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής προσφυγικής νομοθεσίας, αντί για την οποία οι κυβερνήσεις προχωρούσαν κάθε φορά σε συμπληρωματικές διατάξεις, για να καλύψουν τα κενά προηγούμενων νομοθετικών διαταγμάτων.
*Η Βασιλική Φίλιου είναι Ιστορικός, Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και Ερευνήτρια στο Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.