Causa Veritatis Erga Omnes

Η εν τέλει ειρήνευση και ενότητα της Εκκλησίας

Ιστορικά παραλειπόμενα της υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου χορηγήσεως του Αυτοκέφαλου Εκκλησιαστικού Καθεστώτος και της Πατριαρχικής Αξίας και Τιμής στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες (Μέρος Α΄)

 
Ως πολυκύμαντος και τρικυμιώδης θάλασσα λογίζεται και καταγράφεται στις αμέτρητες σελίδες της αψευδούς ιστορίας η όλη ζωή και πορεία της του Χριστού Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας εντός του ιστορικού χωροχρόνου, αλλά πάντοτε επικρατεί εν τέλει η ειρήνευση και η εν Χριστώ ενότητα, «ίνα ώσιν εν».
 
Κατά το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν η χορήγηση του Αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος καθώς και της πατριαρχικής αξίας και τιμής υπό του Πρωτοκλήτου, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου στις κατά τόπους αδελφές και θυγατέρες Ορθόδοξες Εκκλησίες, εξαιρουμένων εκείνων των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, ήτοι της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και της Αυτοκεφάλου εν Κύπρω Εκκλησίας, των οποίων το Αυτοκέφαλο είναι εφάπαξ τετελεσμένο και καθιερωμένο, επεβλήθη ως εκ των πραγμάτων αναγκαιότητα ένεκα ιστορικών συγκυριών, πολιτικών συνθηκών και κυρίως ποιμαντικής μέριμνας και φιλανθρώπου εξοικονομήσεως των διαμορφωθεισών καταστάσεων που επικρατούσαν εντός των ανεξαρτήτων κρατών όπου οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες διακονούσαν το της εν Χριστώ σωτηρίας των Ορθοδόξων λαών έργο τους.
 
Η υπό της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας χορήγηση κυρίως του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος και ολιγότερον της πατριαρχικής αξίας και τιμής σε πλείστες όσες περιπτώσεις συνοδεύθηκε από την δυσφορία ή και δυστοκία ενίων άλλων παλαιοτέρων τοπικών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είτε επειδή η χορήγηση της αυτοκεφάλου εκκλησιαστικής χειραφετήσεως σε μία νεοϊδρυθείσα τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία συνεπάγετο τον επαναπροσδιορισμό της εκκλησιαστικής κανονικής δικαιοδοσίας αυτής επί εδαφών τα οποία κατά το πρότερον υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, είτε επειδή ένιοι εκκλησιαστικοί ηγήτορες ένεκα μωροφιλόδοξων, ιμπεριαλιστικών τάσεων (π.χ. της Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας) θεωρούσαν και μέχρι τούδε, τραγικότατα, θεωρούν ότι τοιουτοτρόπως απομειούται η εκκλησιαστική ή μάλλον κοσμική ένεκα ρουβλίων επιρροή καθώς και το «κύρος» τους επί των λοιπών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, τις οποίες αντιμετωπίζουν ως άβουλα πειθήνια φερέφωνα και δουλικώς υποτεταγμένες θεραπαινίδες του ρωσικού imperium, είτε ακόμη λόγω της προσδέσεως των εκκλησιαστικών ηγητόρων ενίων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στο πολιτικό – εθνικιστικό άρμα των αρχόντων του κράτους τους προς εξυπηρέτηση γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών σχεδιασμών και σκοπιμοτήτων που αίρονται διά της χορηγήσεως υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας σε μια νεόφυτη τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, και εν τέλει λόγω της πάλιν και πολλάκις εν τοις πράγμασιν επιβεβαιώσεως του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Αρχιδιακονικού ρόλου και της μεγατίμου και βαρυτίμου ενοποιητικής και ειρηνοποιού εν Ορθοδόξοις προνομιακής αποστολής της Πρωτοκλήτου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
 
Νέφη, βροντές, αστραπές και καταιγίδες αίρουν, ως επί το πλείστον, κύματα θαλάσσης μεγάλα λόγω της χορηγήσεως υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού καθεστώτος σε μία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά τα πάντα παρέρχονται και υπό τον ανατέλλοντα της δικαιοσύνης θερμουργό ήλιο της αγάπης, της δικαιοσύνης και της εν Χριστώ ελευθερίας και ενότητος ειρηνεύουν στο πάντιμο και καθαγιασμένο εκκλησιαστικό σώμα της Αγίας Ορθοδοξίας, επειδή κατά την αθηναγόρεια σοφή ρήση: «Η Εκκλησία πορεύεται». Ναι! «Η Εκκλησία πορεύεται και πλην Λακεδαιμονίων». Τούτο δε επιπροσθέτως διακηρύττουμε αναφορικώς με τους υπονομευτές της πανορθοδόξου και διορθοδόξου ενότητος Ρώσους παντός βαθμού ρασοφόρους και τους εξωνημένους, τραγικούς δορυφορίσκους αυτών, σλαβοφώνους, αραβοφώνους και δυστυχώς ελληνοφώνους και δη ελλαδίτες…ανίερους και άνομους φαναριομάχους.
 
Άξια ιδιαιτέρας μνείας και λίαν διδακτικά για τους προφασιζομένους αμνησία και αντιδρώντες με την απόφαση χορηγήσεως του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού καθεστώτος στην Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία, είναι τα ιστορικά παραλειπόμενα τα οποία σχετίζονται με το «παρασκήνιο» της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος ή και της πατριαρχικής αξίας και τιμής σε μία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν γεννάται πάντοτε ανωδύνως αλλά με το άλγος του τοκετού, επειδή οι συνήθεις γνωστοί-άγνωστοι αντιδρούν σκεπτόμενοι ουχί ως εκκλησιαστικοί άνδρες άλλα ως πολιτικοί στρούκτορες άλλων μαύρων εποχών ανελευθερίας, καταπιέσεως και βίας, έχοντες μάλιστα σε απόλυτο βαθμό νοσηρώς εκκοσμικευμένο και όχι γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα.
 

Η πρώτη διδάξασα το «αντικανονικώς και εκβιαστικώς ενεργείν» υπήρξε η θυγατέρα εν Ρωσία Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ανεκηρύχθη Αυτοκέφαλη εν έτει 1448 υπό της Πρωτοθρόνου Μητρός αυτής Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και το έτος 1589 διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου, εκδοθέντος υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄, ανυψώθη σε Πατριαρχείο. Το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς η θυγάτηρ Ορθόδοξη εν Ρωσία Εκκλησία απέκτησε υπό της Πρωτοθρόνου Μητρός αυτής Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, αφού όμως προηγουμένως με αντικανονικό τρόπο επεχείρησε να δημιουργήσει τετελεσμένα. Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας (Τζωρτζάτος) αναφέρει σχετικώς ότι: «…το 1448 η Ρωσική Ιεραρχία προέβη εις την εκλογήν Μητροπολίτου Μόσχας άνευ της συγκαταθέσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλ’ η πράξις αύτη προκάλεσεν αντιδράσεις μεταξύ των σοβαρών εκκλησιαστικών παραγόντων της Μόσχας, αντιταχθέντων εις τον αντικανονικόν τούτον τρόπον χειραφετήσεως από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Τελικώς, κατόπιν συνεννοήσεως (1452) μεταξύ του μεγάλου ηγεμόνος Βασιλείου Βασιλίεβιτς και του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το ζήτημα ερρυθμίσθη και ανεγνωρίσθη η ούτω διαμορφωθείσα εκκλησιαστική κατάστασις».
 
Οι εκκλησιαστικοί ηγήτορες εν Ρωσία αντιδρούν λυσσαλέως στην χορήγηση του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος στην νεόφυτη Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία, αλλά λησμονούν υπό ποίες μεθοδεύσεις και ανοίκειες πιέσεις της τσαρικής Ρωσίας έλαβε η Μόσχα την πατριαρχική αξία και τιμή υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄. Γι' αυτό ο Ρώσος ιστορικός Kartaser επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι το Πατριαρχείο της Ρωσίας «υπήρξε τέκνον της τσαρικής θελήσεως», ενώ ο αοίδιμος μέγας ιστορικός και δη σλαβολόγος, καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος ανακαλεί στην δήθεν ασθενική μνήμη των αμνημόνων Ρώσων ρασοφόρων και λοιπών ομοφρονούντων πειθήνιων δορυφόρων αυτών, τα κάτωθι: «και ιδού εξαίφνης την 24ην Απριλίου 1588 εμφανίζεται εν Ρωσία αυτός ούτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Β΄, συνοδευόμενος υπό των Μητροπολιτών Μονεμβασίας Ιεροθέου και Ελασσώνος Αρσενίου. Ήρχετο και αυτός εις Ρωσίαν προς αίτησιν ελεημοσύνης διά το δεινώς χειμαζόμενον Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Την φοράν αυτήν ο Τσάρος Θεόδωρος Ιβάνοβιτς και ο ευφυέστατος σύμβουλός του Godunov ήσαν απεφασισμένοι να λύσουν οπωσδήποτε το ζήτημα. Κατεστρώθη λαμπρόν σχέδιον δράσεως… ολόκληρον δε το πρόγραμμα της παραμονής του Πατριαρχείου εν Ρωσία και των μετά Ρώσων επισήμων επαφών αυτού κατηρτίσθη υπό του Godunov. Ίσως θα φανή παράξενον, είναι όμως αληθές ότι ο Πατριάρχης Ιερεμίας συνήντησε διά πρώτην φοράν τον Μητροπολίτην Μόσχας Ιώβ μόλις την 23ην Ιανουαρίου 1589, δηλαδή εννέα ολοκλήρους μήνας μετά την άφιξίν του εις Ρωσίαν. Τί εγίνετο καθ' όλον το διάστημα τούτο; Παρασκηνιακαί ενέργειαι, συμπόσια, πλούσια δώρα, υποσχέσεις, πιέσεις και παν ό,τι ηδύνατο να πείση τον Πατριάρχην Ιερεμίαν περί της ανάγκης και του επιβεβλημένου της ιδρύσεως Πατριαρχείου εν Ρωσία. Τελικώς ο σκοπός του Godunov επετεύχθη. Ο Ιερεμίας, άνευ της γνώμης των λοιπών Πατριαρχών της Ανατολής, εχειροτόνησε Πατριάρχην τον Μητροπολίτην Ιώβ, τον οποίον είδε διά πρώτην φοράν την ημέραν της χειροτονίας. Μόνον μετά ταύτα επετράπη εις τον Ιερεμίαν να αναχωρήση εις Κωνσταντινούπολιν».
 
Παρά δε την σφοδρή αντίδραση του μεγάλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά στην χορήγηση της πατριαρχικής αξίας και τιμής στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Ρωσία Εκκλησία, μετ’ ολίγον επήλθε η ειρήνευση και ενότητα της Εκκλησίας, όπως θα συμβεί και με την πρόσφατη χορήγηση του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος στην μία και μόνη, ενιαία και αδιαίρετη Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία.
 
Όταν κατά τον 19ο αιώνα άρχισε σταδιακά, ψυχορραγούσης της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να κυριαρχεί η εν Ευρώπη διακεκηρυγμένη από τους Διαφωτιστές αρχή της αυτοδιαθέσεως και ελευθερίας των λαών και δη των υπόδουλων στην Υψηλή Πύλη Χριστιανικών πληθυσμών, εγεννήθη και διεμορφώθη ισχυρότερα η έννοια του «Έθνους», οπότε ανεφύησαν οι εθνικισμοί με πρωτεύουσα στόχευση την ίδρυση ανεξαρτήτων εθνικών κρατών και συνακόλουθα «εθνικών ή φυλετικών Ορθοδόξων Εκκλησιών» λόγω του ριζώσαντος, δυστυχώς και τραγικώς, λεγομένου «εθνοφυλετισμού ή φυλετισμού» στο αδιαίρετο σώμα της Αγίας Ορθοδοξίας.
 
Η απαρχή της ιδρύσεως «εθνικής ή φυλετικής» Εκκλησίας και δη με αντικανονικό και πραξικοπηματικό τρόπο εγένετο από τους Έλληνες, οι οποίοι όντες υπό τον δυσβάστακτο ζυγό της βαυαρικής αντιβασιλείας υπήρξαν οι πρώτοι κακώς διδάξαντες και καθιερώσαντες το ωσαύτως «κακόν ιστορικόν και εκκλησιαστικόν προηγούμενον» της αποκοπής από τα σπλάχνα της φιλοστόργου και τροφού αυτών Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Οι Βαυαροί λοιπόν χρησιμοποιώντας τον «προθυμότατο εφιάλτη» Αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη ως πειθήνιο όργανό τους προέβησαν δίχα της συμφώνου γνώμης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εν έτει 1833 αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη του «Ελλαδικού Αυτοκεφάλου» ή μάλλον «κακοκεφάλου» εντός των γεωγραφικών ορίων του μικρού κρατιδίου του Βαυαροϋπαγομένου Βασιλείου της Ελλάδος.
 
Η Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία επί 17 συναπτά έτη, ήτοι μέχρι το έτος 1850 δεν ανεγνώριζε το ιεροκανονικώς άκυρο και ανυπόστατο «ελλαδικό εκκλησιαστικό αυτοκέφαλο» και μόνο όταν διά της προηγηθείσης νενομισμένης ιεροκανονικής οδού της εμπράκτου μετανοίας των σχισματικών υπεβλήθη επισήμως το σχετικό αίτημα υπό των εν Ελλάδι πολιτικών και εκκλησιαστικών υπευθύνων για την «ex nihil» και «εκ του μη όντος» χορήγηση του εγκύρου και κανονικού αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος, τότε και μόνον τότε το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο εχορήγησε την αυτοκεφαλία στην τοπική – την πρώτη χρονολογικώς μεταξύ των νεωτέρων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών – Ορθόδοξη εν Ελλάδι Εκκλησία, η οποία λογίζεται ως έχουσα απολύτως ιεροκανονική θεμελίωση και αναγνώριση από του έτους 1850 και ουχί από του έτους 1833 διότι κάτι τέτοιο θα εσήμαινε την αναγνώριση του αντικανονικού και πραξικοπηματικού, ακύρου, ανυποστάτου και αυθαιρέτως επιβληθέντος πολιτικώς ή κρατικώς «ελλαδικού εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου», γεγονός παντάπασιν απαράδεκτο.
 
Πρώτοι μιμητές του εθνοφυλετικώς κακού – κακίστου προηγουμένου της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ελλάδι Εκκλησίας υπήρξαν οι Βούγλαροι, οι οποίοι με άκρως πρωτοφανή, αντιεκκλησιολογικά, αντικανονικά και αντιευαγγελικά, εθνοφυλετικά ή φυλετικά κριτήρια και φυσικά υποδαυλιζόμενοι υπό των ιμπεριαλιστών Ρώσων, οι οποίοι στον βωμό του εθνοφυλετικού χρέους για την εδραίωση της ιδεολογίας του Πανσλαβισμού και του Πανρωσισμού, χρηματοδοτούσαν αδρά τους ανθέλληνες εθνικιστές Βουλγάρους, προέβησαν στην εν έτει 1870 αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη της λεγομένης Βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία ούσα σχισματικώς αποκεκομμένη από της τροφού αυτής Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, κατεδικάσθη και επισήμως ως σχισματική από την εν έτει 1872 συγκληθείσα στην Κωνσταντινούπολη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία υπό την προεδρεία του Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου Στ΄ κατεδίκασε τον εντός του εκκλησιαστικού σώματος της Αγίας Ορθοδοξίας λεγόμενο «εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό ή φυλετισμό» ως «καινοφανή ετεροδιδασκαλίαν» και αίρεση.
 

Η αποκατάσταση της κανονικής τάξεως και η ειρήνευση στους κόλπους της Εκκλησίας επήλθε όταν μετά από 75 συναπτά έτη η αντικανονική και σχισματική βουλγαρική εξαρχία μετανοούσα εζήτησε το έλεος της Μητρός αυτής Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, οπότε επί Οικουμενικού Πατριάρχου Βενιαμίν Α΄, στις 22 Φεβρουαρίου 1945, ήρθη διά Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως το βουλγαρικό σχίσμα και από την αυτή ημερομηνία η εν Βουλγαρία Ορθόδοξη Εκκλησία ανεκηρύχθη Αυτοκέφαλος. Η νέα, δυστυχώς, αντικανονική πτώση της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας συνέβη και πάλι εν έτει 1953, όταν αντικανονικώς και πραξικοπηματικώς αυτοανεκηρύχθη σε Πατριαρχείο άνευ της εκδόσεως υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου του σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου.
 
Ο αοίδιμος λόγιος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας (Τζωρτζάτος) αναφερόμενος στη νέα αυτή αντικανονική και πραξικοπηματική πτώση της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας γράφει τα εξής: «Ολίγον βραδύτερον, την 10ην Μαΐου του έτους 1953, η Εκκλησία της Βουλγαρίας, άνευ της συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποφάσει της εν Σόφια Γ΄ Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, αυτοανεκηρύχθη εις Πατριαρχείον, εκλεγέντος τότε του Μητροπολίτου Πλόβντιφ Κυρίλλου ως Πατριάρχου, γεγονός όπερ προεκάλεσε νέας ανωμαλίας εις τας σχέσεις αυτής μετά του Οικουμενικού και των λοιπών Πατριαρχείων και των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Τελικώς το ΟΙκουμενικόν Πατριαχείον ανεγνώρισε «την πατριαρχικήν αξίαν και περιωπήν» της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας «κατά παρέκκλισιν πάντως από της κανονικής ακριβείας και τάξεως» συντελεσθείσαν, όπερ ανηγγέλθη προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών διά του από 1ης Αυγούστου του έτους 1961 Γράμματος του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου Α΄».
 
Συνεπώς, όταν ένιοι Βούλγαροι ρασοφόροι έχουν ενδοιασμούς για την αναγνώριση του νεοεκλεγέντος κανονικού Προκαθημένου της μίας και μόνης, ενιαίας και αδιαιρέτου νεοφύτου Ορθοδόξου εν Ουκρανία Εκκλησίας, Μητροπολίτου Κιέβου και Πάσης Ουκρανίας Επιφανίου, φρόνιμον και λυσιτελές θα ήταν να οξύνουν την ιστορική μνήμη τους για τα «έργα και τις ημέρες» των εκκλησιαστικών Βουλγάρων προπατόρων τους από το 1870 έως και το 1961.
 
Η πορεία της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας προς την αυτοκεφαλία κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αιώνος συνεδέθη αναποφεύκτως με την απελευθέρωση της Σερβίας από τον οθωμανικό ζυγό. Γεγονός είναι ότι η Σερβική Εκκλησία, από της υποδουλώσεως της χώρας στους Οθωμανούς Τούρκους και μέχρι των αρχών του Κ΄ αιώνος, αναποδράστως διήλθε περιόδους διοικητικής και πνευματικής διασπάσεως, παρά την παραδειγματική προσήλωση αυτής στις παραδόσεις και στις παλαιές ιστορικές αντιλήψεις περί Σερβικού Πατριαρχείου.
 
Ο Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας αναφερόμενος στην πολυδιάσπαση του πάλαι ποτέ Σερβικού Πατριαρχείου επί οθωμανοκρατίας γράφει ότι: «Την διάσπασιν ταύτην επέβαλον και αι συνεχώς μεταβαλλόμεναι πολεμικαί συνθήκαι, η στάσις της Υψηλής Πύλης και η απόσπασις σερβικών περιοχών της Οθωμανικής αυτοκρατίας υπό των Χριστιανικών κρατών της Ευρώπης. Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθησαν πολλαί Μητροπόλεις ημιαυτόνομοι ή και αυτόνομοι, αι οποίαι διωκούντο δι’ ιδίων νόμων, προσηρμοσμένων εις τας κατά τόπους πολιτικάς και λοιπάς εθνολογικάς συνθήκας, ενώ παραλλήλως αι μετά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σχέσεις απέβησαν στενώτεραι κατά τρόπον όντως ευεργετικόν».
 
Ο Καθηγητής Ιωάννης Αναστασίου αναφερόμενος στην πολυδιάσπαση του πάλαι ποτέ Σερβικού Πατριαρχείου κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας επισημαίνει ότι από την διαλυθείσα εν έτει 1766 ιστορική Αρχιεπισκοπή Πεκίου ιδρύθηκαν σταδιακά οι κάτωθι τοπικές εκκλησιαστικές δομές, ήτοι οι λεγόμενες Εκκλησίες του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, της Δαλματίας, η οποία ομού μετά της Εκκλησίας της Βουκοβίνας (βόρειας Μολδαβίας) απετέλεσαν μία νέα ανεξάρτητη εκκλησιαστική δομή εντός των ορίων της Αυστρουγγαρικής αυτοκρατορίας, της Μητροπόλεως Καρλοβικίων και της Μητροπόλεως Βελιγραδίου.
 
Η Μητρόπολη Βελιγραδίου απετέλεσε το επίκεντρο για την αναγέννηση της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας, η οποία μέχρι το 1879 ευρίσκετο υπό την απόλυτη εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου που κατά το έτος 1831 εχορήγησε το αυτόνομο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην Ορθόδοξη Σερβική Εκκλησία κατόπιν της απελευθερώσεως της Σερβίας και της ιδρύσεως αυτονόμου σερβικού Κράτους. Όταν διά της Συνθήκης του Βερολίνου ανεγνωρίσθη ανεξάρτητο Σερβικό κράτος, κατόπιν του υποβληθέντος σχετικού αιτήματος της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας των Σέρβων, το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο επί της πρώτης πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884) παρεχωρήθη εν έτει 1879 το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Σερβία Εκκλησία.
 
Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ορθόδοξη εν Σερβία Εκκλησία κατέστη ιεροκανονικώς ενιαία και αδιαίρετη διότι επανενώθησαν όλες οι σερβικές Μητροπόλεις ως αποτέλεσμα των νέων πολιτικών συνθηκών, οι οποίες επεκράτησαν μετά το 1918 με την ίδρυση του Ηνωμένου Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, όπου όλες οι εκκλησιαστικές επαρχίες απετέλεσαν μια αδιαίρετη εκκλησιαστική ενότητα και υπήχθησαν υπό μία ενιαία εκκλησιαστική αρχή.
 
Η επανασύσταση όμως του Πατριαρχείου της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας έλαβε χώρα αντικανονικώς και άνευ της συγκαταθέσεως του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 28 Σεπτεμβρίου 1920 και τότε απεφασίσθη ο Προκαθήμενος της Ορθοδόξου εν Σερβία Εκκλησίας να φέρει τον τίτλο του Πατριάρχου. Η εν λόγω αντικανονική πράξη εθεραπεύθη φιλοστόργως και πάλι υπό του Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου όταν επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη) ανεγνωρίσθη ιεροκανονικώς διά της εκδόσεως Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου εν έτει 1922 το Πατριαρχείο των Σέρβων.
 
Επειδή μάλιστα οι εν Βελιγραδίω εκκλησιαστικοί ηγήτορες, όντες προσδεδεμένοι στο εκκλησιαστικό άρμα του Μόσχας, διαδραματίζουν εσχάτως τον ρόλο του πειθήνιου φερέφωνου των ρώσων εκκλησιαστικών ηγητόρων και αρνούνται να αναγνωρίσουν την μία και μόνη, ενιαία και αδιαίρετη κανονική Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία, καλό και συνετό θα ήταν να ενθυμηθούν τίνι τρόπω έλαβαν τόσο το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό καθεστώς, όσο και την λεγομένη πατριαρχική αξία και τιμή από την Πρωτόθρονη Μητέρα αυτών Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία, αφού προηγουμένως ένεκα πολιτικών συνθηκών και εκκλησιαστικών διοικητικών εσωτερικών αλλαγών και μεταβολών σε επίπεδο εδαφικών ιεροκανονικών δικαιοδοσιών κατέστη ενιαία η Ορθόδοξη εν Σερβία Εκκλησία, στην οποία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-1913 το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε εκ των ιδίων σπλάχνων του τις πολυπόθητες και περιπόθητες με τον ακμαίο ελληνικό πληθυσμό εκκλησιαστικές επαρχίες του στις Μητροπόλεις των Σκοπίων, Δεβρών και Βελισσού, Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών και Στρωμνίτσης.
 
Η χορήγηση του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος από την Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Ρουμανία Εκκλησία υπήρξε τοιουτοτρόπως το αποτέλεσμα των γενικότερων πολιτικών και ιστορικών συνθηκών και μεταβολών βάσει των οποίων ιδρύθηκαν τα «εθνικά κράτη» της Βαλκανικής και ωσαύτως οι τοπικές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτών. Έτσι κατά την περίοδο που ήταν Βασιλεύς των Ρουμάνων Κάρολος ο Α΄ και επί της πατριαρχίας του Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Δ΄, κατόπιν επίπονων διαπραγματεύσεων, παρεχωρήθη υπό του Πρωτοκλήτου Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1885 το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Ρουμανία Εκκλησία. Όταν δε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Μεγάλης Ρουμανίας στο οποίο επιπροσθέτως στις ήδη υπάρχουσες Μητροπόλεις Ουγγροβλαχίας και Μαυροβλαχίας ή Μολδαβίας, συμπεριελήφθησαν και νέες εκκλησιαστικές επαρχίες, ήτοι: 1) της Τρανσυλβανίας, 2) της Βουκοβίνας και 3) της Βεσσαραβίας, η Ορθόδοξη εν Ρουμανία Εκκλησία διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου χορηγηθέντος υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου ανυψώθη εν έτει 1925 σε Πατριαρχείο.
 
Η όλως αντικανονική και αντιεκκλησιολογική υπερόρια ανάμειξη της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας στο ζήτημα της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικού διοικητικού καθεστώτος υπό του μόνου προνομιακώς και ιεροκανονικώς αρμοδίου προς τούτο Οικουμενικού Πατριαρχείου στην θυγατέρα Ορθόδοξη εν Πολωνία Εκκλησία ερμηνεύει άκρως αποκαλυπτικά τα όσα δόλια και κρύφια εξυφαίνοται υπό των εθνοφυλετιστών ιμπεριαλιστών εν Μόσχα εκκλησιαστικών ηγητόρων αναφορικώς με την δικαία και λίαν θεμελιωμένη ιεροκανονικώς απόφαση του Πρωτοκλήτου και Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει το αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς στην μία και μόνη, ενιαία και αδιαίρετη κανονική Αυτοκέφαλη πολυμαρτυρική θυγατέρα Ορθόδοξη εν Ουκρανία Εκκλησία.
 
Υ.Γ. Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του παρόντος ιστορικού κειμένου θα δημοσιευθεί στο φύλλο του επομένου Σαββάτου, ήτοι στις 11 Ιουλίου 2020.
 
*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.