Αγιος Τρυφων, προστατης των αμπελουργων

Από τα μπαΐρια του Σιναπλή της Ανατολική Ρωμυλίας στον κάμπο της Μεσσούνης

Τα Μεσσουνιώτικα αμπέλια

Λίγες μέρες πριν από του Αγίου Δημητρίου του 1924, μετά από δρόμο πολλών ημερών, πενήντα έξι οικογένειες Σιναπλιωτών, διακόσιοι δέκα πέντε νοματαίοι, ξεπέζεψαν τα κάρα τους στις  αυλές των Βουλγαρικών σπιτιών, που είχαν εγκαταλειφθεί στο χωριό Κιρ Σάρτζα της Κομοτηνής.  

Τακτοποίησαν  τις λίγες οικοσκευές  τους και ανάμεσα σ΄ αυτές από δυο δεμάτια κληματσίδες.

-Τι τις ήθελαν και αυτές, είπε ένας ντόπιος γραφιάς που δήθεν τους βοηθούσε στην πρώτη τους εγκατάσταση. Τόσα πράγματα άφησαν στο Σιναπλή, που δεν χωρούσαν στο κάρο, κληματσίδες κουβάλησαν;

-Τι λες άνθρωπέ μου, χωρίς αμπέλι εμείς τι θ΄ απογίνουμε, αποκρίθηκε ο νταής Γιώργης.

Οι κληματσίδες φυλάχθηκαν με μεγάλη φροντίδα σε κατάλληλο μέρος για να φυτευτούν την άνοιξη.

Πρώτο τους μέλημα να διαλέξουν τον αμπελώνα. Οι αρχές από την Κομοτηνή δεν ήταν έτοιμες για οριστική διανομή γης, αλλά για τον αμπελώνα έγινε η πρώτη προσωρινή διανομή, που αργότερα έγινε και οριστική.

Βορεινά από το χωριό, στο βάλτο, κοντά στο παλιορύακο, λίγο πριν από το μεγάλο ποτάμι, παραχωρήθηκαν μικρά κομμάτια γης, όπου οι Σιναπλιώτες ρίζωσαν τις κληματσίδες, τα περίφημα «παμίδια», για το αρωματικό κρασί, κάποια κλήματα μαύρα που τα είπαν «μπογιά», μερικά κλήματα άσπρα και μοσχοστάφυλα, για το τραπέζι.

Μαζί με τις κληματσίδες που έγιναν κλήματα, ρίζωσαν, βλάστησαν και καρποφόρησαν λαμπρά οι Σιναπλιώτες στην Κιρ Σάρτζα, που τώρα λεγόταν Μεσσούνη Κομοτηνής. Κουβάλησαν στο νου και την ψυχή τον άυλο θησαυρό τους, τις παραδόσεις της ζωής και του τόπου τους, που τις φύλαξαν και τις μετέδωσαν ατόφιες σε εμάς, στους απογόνους τους.

Μεγάλη η φροντίδα του αμπελιού, γύρισμα με το μπέλι (πατώφτυαρο), σκάψιμο με το τσαπί, ράντισμα με γαλαζόπετρα, θειάφισμα, ξεβλαστάρισμα, βοτάνισμα, τρύγος, πάτημα σταφυλιών,  κλάδεμα, εμβολιασμός στα νέα κλήματα, καταβολάδες για αναπλήρωση των παγωμένων, περιποίηση βαρελιών.

Για πολλά χρόνια κρατήθηκε η καλλιέργεια των αμπελιών, όμως άλλαξαν οι προτεραιότητες της αγροτιάς και τα αμπέλια εγκαταλείφτηκαν τη δεκαετία του 1970, εκτός ελαχίστων.

Ευτυχώς λίγοι νέοι καλλιεργητές τα τελευταία χρόνια ξανάφεραν την καλλιέργεια με σύγχρονα μέσα, που κρατούν όμως την παραδοσιακή παραγωγή του Μεσσουνιώτικου κρασιού και τσίπουρου.

Άλλωστε, από παλιά κάθε αναφορά στη Μεσσούνη, παραπέμπει σε αμπέλι και καλό κρασί.

Στο δρόμο για τα αμπέλια

Χειμώνας του 1961, βαρύς, με χιόνια και ξεροπαγιές.  Ξημέρωσε στη Μεσσούνη η πρώτη Φεβρουαρίου, ο ήλιος είναι με δόντια, σταμάτησε στους μείον 5 βαθμούς το θερμόμετρο και δεν λέει να ανέβει ούτε κιρτίκ (γραμμούλα).

Αγίου Τρύφωνος σήμερα μεγάλη μέρα για τους αμπελουργούς, γιορτάζει ο προστάτης τους, πρέπει να τον ευχαριστήσουν για την περσινή καλή χρόνια και να ζητήσουν τη βοήθειά του για τη νέα.

Το χωριό όπως πάντα, ξύπνησε νωρίς. Έφαγαν τον τραχανά, ήπιαν κόκκινο κρασί, μασάλεψαν καμπόσο και πήγαν στην εκκλησία, σήμερα εκκλησιάστηκαν ακόμη και αυτοί που σπάνια έβλεπαν τον παπα-Μάρο να λειτουργεί στην ωραία πύλη..

«Τρύφανους» όπως έλεγαν, έπρεπε να πάνε στα αμπέλια να αγιάσουν τα κλίματα, όπως χρόνια τώρα το καλούσε η παράδοσή τους, αναντάν-μπαμπαντάν, από το Σιναπλή τον τόπο της καταγωγής τους.

Η καλή σοδιά έπρεπε να γεμίσει τις μπόμπες των Μεσσουνιώτικων-Σιναπλιώτικων σπιτιών με κρασί, τις ντραμουτζιάνες τσίπουρο και τα τσουκάλια πετιμέζι, απαραίτητα για την ετήσια οικονομία του σπιτιού.

Σε λίγο ο δρόμος για τα αμπέλια γέμισε μικροπαρέες.  Οι τροβάδες στις πλάτες, φουσκωμένοι με τα καλούδια της εποχής για τη σημερινή σημαδιακή μέρα. Παστός  και λουκάνικα από το χοιρινό που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα, ρέγκα και τουρούκι αγορασμένα από το παζάρι, ρεπάνια και πράσα, λίγος καβουρμάς, ένα κομμάτι τυρί, μια φόρμα ψωμί, η μπούκουα και τα μπουκάλια γεμάτα με κόκκινο κρασί.

Όλα τα σπίτια είχαν αμπελώνα, τουλάχιστον ενός στρέμματος. Ελάχιστοι οι ανεπρόκοποι που είχαν άδειους από κλήματα τους αμπελώνες τους.

Ανάμεσα στις παρέες, πάνω σε ένα βοειδόκαρο οι επίσημοι, ο Αστυνόμος Πέτρος Δρακουλάκος, ο παπα-Μάρος και δυο τρεις ακόμη χωριανοί παππούδες που δεν άντεχαν τον ποδαρόδρομο.  

Τις παρέες των μεγάλων ακολουθήσαμε και εμείς οι μπόμπιρες. Συγκεντρωθήκαμε στην τουλουμπούδα. Ήταν σχεδόν όλη η παλιοπαρέα, η Βασίλς του Πιτσιούδ, η Ιάννης του Κουσμούδ, η Δημητράκς του Πασιούδ, η Βαγγέλς του Μυτιανούδ, τα Μπαντουούδια η Ντόνης και η Γκουγκούλης, τα Γκουβιντικούδια η Τάκης και η Νίκους, η Τάκης του Τσιλικούδ, η Βασίλς του Ζιουμταρούδ, η Τάκης του Παρασκευούδ, η Ιάννης του Καρβουντζούδ, η Τάκης του Παπαδούδ, η Τάκης του Τσιαραξούδ, η Πασχάλς του Ντραγκανούδ, η Ιάννης και η Ιώργους του Χαρούδ,  η Παύλους σ΄ Θεονής, η Μιχάλς του Τζιμούδ και άλλοι μικρότεροι, τα Θοδουρακούδια, τα Καρβουντζούδια, τα Ζιουμταρούδια, τα Πατσιατζούδια, τα Παπαδούδια, τα Τατσιούδια, τα Ισπικούδια, τα Ιβανούδια, τα Αλεξούδια.

Ανάμεσά τους και η αφεντιά μου, η Τάσιους του Τουρτουρούδ.  

Τρέχοντας αφήσαμε πίσω την τουλουμπούδα, πηδήξαμε του Τσιάνκου το ρέμα, που ήταν ένα μικρό παγωμένο χαντάκι, ανεβήκαμε την ανηφόρα και κατεβαίνοντας προσπεράσαμε αδιάφορα τα πρώτα αμπέλια. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην τουλούμπα,  που ήταν  παγωμένη και αυτή στο βαθούλωμα της γωνιάς του δρόμου, στην άκρη, του παλιορύακου.

Είναι χειμώνας τώρα, δεν υπήρχε τίποτε να κλέψουμε, να φάμε. Τα καλοκαίρια και το φθινόπωρο, οι ίδιες παρέες έσβηναν τις επιθυμίες τους και γέμιζαν τα στομάχια τους από το ζουμερά φρούτα του παραδείσου των αμπελιών, όπου μαζί με τα κλήματα υπήρχαν ροδακινιές, μηλιές, ζαρντελιές, καρυδιές, βυσσινιές, κερασιές στου Μπαντόλα το αμπέλι, κυδωνιές στου Ντραγκάν, καϊσιές στου Λεωνίδα, μποστάνια με καρπούζια, αγγουράκια, ντομάτες, όλα τα αγαθά του κόσμου.

Ήταν όμως εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες και ο μπάρμπα Γιώργης ο Τζίμος, Μπεχτσής, φύλακας άγγελος των αμπελιών, που τριγυρνούσε με τη βέργα, ανέβαινε σε ένα ψηλό δένδρο, παρατηρούσε τριγύρω όλη την έκταση και σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Έτσι αποφεύγονταν  οι μικροκλοπές από τα παιδιά και τους μεγάλους.

-Από το κλέψιμο του Μπεχτσή όμως, σχολίαζαν πικρόχολα, ποιος θα μας προστατέψει;

Ο αγιασμός στον αμπελώνα

Τρέχοντας, όχι από βιασύνη, αλλά από την ανάγκη για λίγη ζεστασιά, φθάσαμε στο κέντρο του αμπελώνα, όπου η κοινότητα έκανε μια ποτίστρα, που γέμιζε νερό με την τουλούμπα. Ήταν ήδη καθισμένοι στην ποτίστρα, με το μπουκάλι στο χέρι, ήδη μερακλωμένοι τέσσερις μπαρμπάδες.

Έφτασαν  οι χωριανοί και από τον άλλο μαχαλά,  που ήλθαν από τη βαθυόστρατα, κατέβηκαν από το βοειδόκαρο  παγωμένοι, ο παπα-Μάρος,  ο Αστυνόμος και κάποιοι άλλοι που σκαρφάλωσαν στο δρόμο, πήρε ο παπα-Μάρος το χάλκινο γανωμένο μπαρατσούδι, το γέμισε νερό από την τουλούμπα, κράτησε στα χέρια το σταυρό και την αγιαστούρα και άρχισε τον Αγιασμό, ψάλλοντας στην αρχή το απολυτίκιο του Αγίου Τρύφωνα: «Συ δε Τρύφων τί, το ξίφος θνήσκω φθάσας….».

Βγήκαν τα καπέλα από το κεφάλι, σταυροκοπήθηκαν όλοι με ευλάβεια, αγιάστηκαν ένας ένας από τον παπα-Μάρο, πήραν ο καθένας στο μαστραπά λίγο αγιασμό και προχώρησαν να ραντίσουν με αγιασμό όλα τα κλίματα, βουτώντας τα τρία δάχτυλα στον αγιασμό, έπρεπε να επαρκέσει ο αγιασμός, για όλα τα κλήματα, σε όλη την έκταση του χωραφιού.

Μετά τον αγιασμό, σπονδή στο Βάκχο

Σύντομα ο καπνός από τις φωτιές που άναψαν κατά γειτονιές ανέβηκε στον παγωμένο ουρανό και η τσίκνα, από την πέτσα, τον παστό, τα λουκάνικα και τις ρέγκες, τρύπησαν πιο πολύ τις μύτες των παιδιών που γυρόφερναν τη φωτιά, όχι μόνο για να ζεσταθούν, αλλά κυρίως για κανένα κοψίδι, αν βέβαια περίσσευε από τους μεγάλους.

Το κρασί πολύ, οι μεζέδες λίγοι, αλλά τόσο νόστιμοι. Χαρούμενες βακχικές και διονυσιακές κραυγές, έφεραν κέφι, πειράγματα, γεμίσματα στο μαστραπά, σ΄ αυτόν που προηγουμένως πήραν τον αγιασμό  και άσπρο πάτο.

Κάποια στιγμή ακούσθηκε και το ακορντεόν του Μανδραφίδη, «Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ…..» και στήθηκε ο χορός στο άνοιγμα, δίπλα από το Γκουτσιάδκο τ’ αμπέλι.

Στο άκουσμα του ακορντεόν κατέφθασαν όλες οι παρέες. Οι μεζέδες τελείωσαν, κρασί όμως υπήρχε και όλοι χορεύοντας σήκωναν τη μπούκουα και τα μπουκάλια υμνώντας το Άγιο Τρύφωνα, ίσως και τον Διόνυσο, ούτε και αυτοί ήξεραν, σταλάζοντας μικροποσότητες στο έδαφος, κραυγάζοντας: «για σ’ πεθαμένοι….»

Έτσι σε λίγο άρχισαν οι παλληκαριές. Ο μπαρμπα-Χρήστος ο Πέτσιος έψαχνε αντίπαλο παλαιστή. Αμέσως από την άλλη άκρη πετάγεται ο Παναγιώτης. Έγινε ένας μεγάλος κύκλος και στη μέση τα δυο παλληκάρια. Πλησιάζουν να πιαστούν, τον αρπάζει ο Παναγιώτης από τη μέση, αμέσως ο μπάρμπα Χρήστος, διαμαρτύρεται:

-Σιγά, κόμα δεν αρχίνσαμι.

Νέα λαβή του Παναγιώτη, νέα δικαιολογία  του μπαρμπα-Χρήστου, άλλες δυο τρεις προσπάθειες, τελικά η  πάλη  αναβλήθηκε γιατί ο μπαρμπα-Χρήστος κατάλαβε ότι ο Παναγιώτης δεν ήταν εύκολος  αντίπαλος.

-Τουραϊά, λέει ο Πασχάλης ο Πολυγένης, ποιος χαλεύ’ να κουσιάξουμι.

Δεν θυμούμαστε τον αντίπαλο του, αλλά στο διακόσια μέτρα ο Πασχάλης τον άφησε εκατό μέτρα πίσω.

Πέρασε ώρα με γλέντι και πολλές παλληκαριές, το κρασί τελείωσε και από το μεθύσι τρέκλιζε σχεδόν όλη η παρέα. Τότε ο μπαρμπα-Μανώλης ο Γκουβιντίκς είπε στον αστυνόμο:

-Πέτρο είμαι ο καλύτερος κυνηγός της περιοχής, μπορώ με το περίστροφό σου να σημαδέψω και δεκάρα στο τριάντα μέτρα.

Δεν χάνει καιρό ο αστυνόμος, έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη, έστησαν ένα τενεκέ στα είκοσι μέτρα, τραβήχτηκε ο κόσμος μακριά, εμείς οι πιτσιρικάδες κλείσαμε τα αυτιά μας για το θόρυβο της βολής και περιμέναμε.

Πρώτος έριξε ο Γκουβιντίκς. Ψάξανε για τρύπα στον τενεκέ, τίποτα. Δεύτερος έριξε ο μπαρμπα-Μανώλης ο Μπαντόλας, τίποτα, τρίτος ο Ντελιϊάννης, τίποτα, τέταρτος ο αστυνόμος τίποτα και αυτός. Άκαρπος και ο δεύτερος γύρος βολών, τελείωσαν οι σφαίρες και ο Γκουβιντίκς έβγαλε ασφαλές συμπέρασμα:

-Το περίστροφο είναι χαλασμένο.

Κανείς δεν παραδεχόταν ότι από το πολύ κρασί δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους.

Η επιστροφή

Ο αγιασμός των αμπελιών και φέτος έγινε όπως στα παλιά χρόνια. Σταυροκοπήθηκαν πάλι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, έσταξαν στο χώμα τις λίγες σταγόνες που είχαν απομείνει στο μαστραπά και στο παγούρι, χωρίς να το γνωρίζουν «σπονδή» στο  Διόνυσο, προστάτη των αμπελουργών της αρχαιότητας και η πομπή ξεκίνησε για το χωριό, βαριεστημένοι, τρεκλίζοντας φωνασκώντας και τραγουδώντας. Λιγοστοί, που το κρασί τους έκανε να μη μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, έφθασαν στο χωριό ξαπλωμένοι στο κάρο.

Μόνο ο παπα-Μάρος, γλεντζές και μερακλής, χαμογελούσε και διασκέδαζε με το πάθημα των άλλων. Δεν έπινε κρασί επειδή πριν λίγο καιρό αφαίρεσε τη χολή του και ο γιατρός του συνέστησε  να πίνει μόνο μπύρα. Αλλά πού να βρεις μπύρα στις Σιναπλιώτικες ίζβες, μόνο μπόμπες με κρασί και τσίπουρο υπήρχαν.

Περπάτα ίσια μην καταλάβει η κυρά Κούλα ότι σήμερα ξέφυγες, πείραζε τον αστυνόμο περπατώντας δίπλα του.  Ακόμη και αυτός, ο σοβαρός και πάντα μετρημένος υπεύθυνος της τάξης στην περιοχή, σήμερα ξέχασε λίγο το μέτρο του.

Πίσω από τους μεγάλους ακολούθησε και το τσούρμο το δικό μας, της πιτσιρικαρίας. Φάγαμε λίγο ψωμί, γευτήκαμε και μείς λίγη πέτσα, δεν περίσσεψε τίποτε άλλο από τους μεγάλους, εισπνεύσαμε αρκετή τσίκνα, ήπιαμε κλεφτά λίγες γουλιές κρασί, αρπάξαμε ένα γερό κρύωμα, για να έχουμε μνήμες εκείνης της εποχής και να τις διηγούμαστε σε σας.

Η περιοχή του αμπελώνα άλλαξε μορφή, έχασε πλέον την οντότητά της. Ο αναδασμός ισοπέδωσε τα πάντα. Χάθηκαν οι δρόμοι, ξεχάστηκε η βαθυόστρατα, εξαφανίσθηκε το παλιορύακο, οι μικροϊδιοκτησίες. Μέχρι και το μεγάλο ποτάμι (Τραύος) ευθυγραμμίσθηκε.

Χάθηκε η ομορφιά του τόπου και μαζί της η πνευματική κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις στους μεγάλους, από τα σταφύλια, τα καρύδια, τα καΐσια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα ζαρζαβατικά, τα νερά, την τουλούμπα, χάθηκαν σχεδόν τα πάντα από τον επίγειο εκείνο παράδεισο του αμπελώνα του χωριού.

Όποιοι θέλουν ας φυλάξουν τις αναμνήσεις μας. Αν τους αρέσουν, αν είναι ενδιαφέρουσες, αν αγγίξουν την ψυχή τους, ας τις κρατήσουν ζωντανές, ας τις μεταδώσουν και στους άλλους, ας φθάσουν και στις επόμενες γενεές.

Σημείωση:

-Η Αγιογραφία είναι από τον Ι.Ν. Αγίου Γερμανού Πρεσπών (1743). Πηγή: fos-kastoria.blogspot.gr

-Οι υπόλοιπες φωτογραφίες από το προσωπικό μου αρχείο και το φωτογραφικό αρχείο του ΜΠΣ Μεσσούνης

Ιανουάριος 2023

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.