6 Δεκεμβριου 2002:« Η ιστορια ξαναγραφεται στα Βαλκανια, κι αυτη η διαδικασια ειναι ανοιχτη»

Χριστίνα Κουλούρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας-Εθνολογίας του Δ.Π.Θ:

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας –Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, είναι από τις νέες επιστημόνισσες, που με το συγγραφικό και επιστημονικό της έργο, την οπτική της γωνία απέναντι στην ιστορία και το ιστορικό γεγονός, την θεώρηση των οποίων απεμπλέκει από την αναγκαιότητα εξυπηρέτησης του εθνικού, πολύ συμβάλει στην επανασυγκρότηση του «σώματος» της ελληνικής επιστήμης της ιστορίας υπό την νέα οπτική γωνία, θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα για τα μέχρι τούδε διατυπωθέντα και συγκροτούντα το επίσημο σώμα της, τα οποία δεν είναι μακράν των όσων καταλογίζουμε στις άλλες επίσημε εθνικές ιστορίες.

Η συζήτηση όμως περί ιστορίας είναι ούτως η άλλως , ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σε μια χώρα, το ιστορικό βίωμα της οποίας συγκροτείται, κυρίως στην εκπαίδευση όπως συγκροτείται…

Στηριζόμενο σε στερεότυπα και εξυπηρετούν την αρχή ότι ο,τι ελληνικό και εξαίρετο και άριστο.

Εντούτοις η σπουδή της ιστορίας δεν μπορεί να γονιμοποιήσει νόες και να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση δημιουργίας κριτικών συνειδήσεων και υπεύθυνων, άραγε πολιτών ενεργών πολιτών, όταν η  διδασκόμενη ιστορία αναπαράγει μυθοποιητικά, κυρίως, περί του γένους στερεότυπα.

Κι η ιστορία ως μάθημα ύλης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι τούδε τίποτ’ άλλο δεν κάνει… Παρόλες τις προσπάθειες…

Τμήμα όμως της γενιάς των επιστημόνων ιστορικών μεταξύ των οποίων και η κ. Κουλούρη που συνδιαμορφώνουν το σώμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχει άλλους ορίζοντες.

Η συζήτηση έτσι με την ιστορικό κ. Χριστίνα Κουλούρι για τις νέες κατευθύνσεις αλλά και τις σημερινές αναγκαιότητες της ιστορίας προσφέρει υψηλή νοητική απόλαυση.

Γιατί και αναδεικνύει τα προβλήματα που εγείρουν οι αναγνώσεις της ιστορίας του παρελθόντος όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις γειτονικές βαλκανικές χώρες , γνωστοποιώντας  μας τους μηχανισμούς που καθοδηγούν τις ενίοτε αναγνώσεις της αλλά και μας προσφέρει τα κλειδιά με τα οποία «συνειδησιακά» κι αρχίζοντας από την αρχή , επαναθεωρώντας και ξαναγράφοντας τη διδασκόμενη στα εγκαθιδρύματα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ιστορία, τόσο ημείς όσο και οι έτεροι γείτονες μας Βαλκάνιοι είναι δυνατόν επί της πραγματικότητας και επί της ουσίας να συνεργαστούμε.

Χριστίνα Κουλούρη όμως …

ΠτΘ: Κυρία Κουλούρη χρειάζονται να ξαναγραφτούν οι εθνικές βαλκανικές ιστορίες; Κι αν ναι, ποιος θα πρέπει να είναι ο στόχος;

Χ.Κ.: Οι ποικίλες ρήξεις και αλλαγές που συνέβησαν στα Βαλκάνια την τελευταία δεκαετία- και των οποίων η δυναμική δεν φαίνεται να έχει εξαντληθεί ακόμη- προκάλεσαν αλλαγή στον τρόπο αντίληψης του παρελθόντος και στη συγγραφή της ιστορίας. Το μείζον ιστορικό ρήγμα που προκάλεσε η κατάρευση της Σοβιετικής ένωσης και των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Α. και Κεντρική Ευρώπη επηρέασε αναπόφευκτα την καθημερινότητα  των κοινωνιών αλλά και τους τρόπους αυτοπροσδιορισμού τους. Η οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι δραματικές δημογραφικές αλλαγές λόγω των μεταναστευτικών ρευμάτων, το αίσθημα της αβεβαιότητας και ανασφάλειας αντικατοπτρίστηκαν στη ρητορική της νοσταλγίας παλαιών «χρυσών αιώνων» και στην επαναδιαπραγμάτευση του συλλογικού παρελθόντος. Η ιστορία ξαναγράφεται λοιπόν στα Βαλκάνια και αυτή η διαδικασία είναι ανοιχτή.

Παράλληλα ωστόσο αυτή η αλλαγή- και επειδή εξαρτάται από το ευρύτερο ιστορικό ρήγμα του 1989 – δεν μπορεί να εξεταστεί έξω από το συνολικό Ευρωπαϊκό της πλαίσιο ούτε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην επιστήμη της ιστορίας. Αλλωστε η αλλαγή του 1989 δεν άφησε ανεπηρέαστη ούτε την δυτική ιστοριογραφία. Στην ουσία, πρόκειται για μια πολλαπλή επιστροφή της ιστορίας εννοώντας με τον όρο «επιστροφή» την επαναθεώρηση της ίδιας ιστορικής γραφής προς κατευθύνσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους: από τη μεταμοντερνιστική  αμφισβήτηση της εγκυρότητας του ιστοριογραφικού λόγου ως ναρκισσιστική βεβαιότητα και το δογματικό λόγο της εθνικιστικής Ιστορίας.

Αυτό που παρατηρήθηκε στα Βαλκάνια άλλωστε κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου όπου επαναθεωρήθηκε  το συλλογικό παρελθόν ήταν η δημιουργία νέων μύθων στην θέση των παλιών ή η αντικατάσταση τους με άλλους παλαιότερους, της εποχής της δημιουργίας των βαλκανίκών εθνών –κρατών. Παρατηρήθηκε επίσης η διάδοση και η μετατροπή του μυθολογικού λόγου για το παρελθόν σε πολιτικό εργαλείο.

ΠτΘ: Μπορούμε δηλαδήνα είμαστε αισιόδοξοι ότι η ιστορία κάποτε θα απεγκλωβιστεί από τα κάθε είδους και έξω από αυτή προερχόμενα στερεότυπα;

Χ.Κ.: Η εμπειρία των βαλκανίων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιόδοξες απαντήσεις παρόλο που οι τόποι του εθνικού φαντασιακού διαφέρουν από τη μία χώρα στην άλλη (π.χ. για την Σερβία είναι μια μάχη, για την Ρουμανία  μια σειρά πολιτικών γεγονότων, για την Τουρκία ένα πρόσωπο για την Ελλάδα το κλασικό παρελθόν), πολλά δομικά χαρακτηριστικά του εθνικού αφηγήματος συμπίπτουν. Λατρεία της μνήμης και ταυτόχρονα η θυματοποίηση του, η ιδιάζουσα προβολή του παρελθόντος στους καθρέφτες του παρόντος και του μέλλοντος αποτελούν σημεία κοινά για τις περισσότερες βαλκανικές χώρες. Για τις πρώην κομμουνιστικές χώρες ιδιαίτερα το ξαναγράψιμο της ιστορίας μετά το 1989 ακολουθεί πολλαπλούς και αντιφατικούς δρόμους, από τον ιστορικό σχετικισμό ως την ανατομία του εθνικού στίγματος. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αποσιωπώνται όσα ένωναν πριν τους λαούς της για να προβληθούν οι διαφορές και οι συγκρούσεις μέσα σε μια λογική αποσύνθεσης. Οι σύγχρονες συγκρούσεις μέσω της προβολής τους στο παρελθόν, εμφανίζονται ως συνεχείς και αναλλοίωτες μέσα στον ιστορικό χρόνο. Γίνονται έτσι αντιληπτές ως αναπόφευκτες «εγγενείς», και επομένως ως νομοτελειακά προορισμένες να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές.

ΠτΘ: Επιχειρείται εντούτοις ένα νέο κοίταγμα της βαλκανικής ιστορίας και εσείς η ίδια συμμετέχετε σ ένα πρόγραμμα για την «επαναθεώρηση» της βαλκανικής ιστορίας στην εκπαίδευση… Υπό ποία οπτική, με ποιες προϋποθέσεις η επιστημονικές παραδοχές;

Χ.Κ.: Η κοινή βαλκανική ιστορία προϋποθέτει όχι μόνο συνέχεια στο χώρο ένα πολιτισμικό συνεχές (continuum), αλλά, κυρίως, συνέχεια στο χρόνο. Πράγματι τα βαλκάνια είχαν την εμπειρία τριών διαφορετικών κοινών παρελθόντων: της βυζαντινής αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι ιστορικές αυτές εμπειρίες βεβαίως ούτε ήταν αποκλειστικά βαλκανικές ούτε κάλυψαν εξίσου όλο το βαλκανικό χώρο. Άφησαν όμως σημαντικές κληρονομιές, όπως την ορθοδοξία, το Ισλάμ, στοιχεία της υλικής κουλτούρας. Ακόμη και η κομμουνιστική περίοδος παρά την απαξίωση της από τις μετακομμουνιστικές βαλκανικές κοινωνίες, δεν παύει να είναι μια κοινή ιστορική εμπειρία, της οποίας τα κατάλοιπα στο παρόν είναι ορατά σε ένα εξωτερικό Παρατηρητή.

Τα κοινά αυτά τα ιστορικά παρελθόντα θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως πεδία πολιτισμικών ανταλλαγών και αλληλεπιδράσεων και όχι μονόδρομης επιρροής της κυρίαρχης σε κάθε περίοδο εθνοπολιτισμικής ομάδας. Το δυσκολότερο κατώφλι που πρέπει να διαβεί η κοινή βαλκανική ιστορία είναι η αποδοχή της ισοτιμίας των επιμέρους πολιτισμικών συνεισφορών και η σχετικοποίηση της μοναδικότητας του έθνους. Κάθε βαλκανικό έθνος θεωρεί ότι είναι μοναδικό – και επομένως ασύγκριτο – και ότι υπερέχει, και χρησιμοποιεί την ιστορία για να το αποδείξει. Ωστόσο η υπεροχή δεν έχει ιστορία, είναι α-ιστορική , παρόλο που μεταμφιέζεται σε ιστορική. Η σχετικοποίηση της μοναδικότητας σημαίνει επίσης διαπολιτισμικές συγκρίσεις (cross-cultural comparisons) ώστε να αναδειχθούν τα κοινά ενοποιητικά στοιχεία. Και στην περίπτωση αυτή η τάση είναι διαφορετική: από γειτονικά έθνη διεκδικείται η αποκλειστικότητα εθνικών συμβόλων και εθνικών ηρώων που θεωρούνται ουσιώδη για τη δική τους ταυτότητα.

ΠτΘ: Ευελπιστείτε ότι όντως μπορεί να υπάρξει κοινή βαλκανική ιστορία;

Χ.Κ.: Παρά το διάχυτο σκεπτικισμό ωστόσο ως προς το εφικτό μιας κοινής περιφερειακής ιστορίας στα βαλκάνια πυκνώνουν οι φωνές εκείνων που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μια παρόμοιας ενοποιητικής διδασκαλίας, με στόχο την προώθηση μιας κοινής ιστορικής συνείδησης της αμοιβαίας κατανόησης και ανοχής μεταξύ των βαλκανικών λαών και εντέλει της ειρήνης. Η βαλκανική ιστορία νοείται συνεπώς στο πλαίσιο όχι τόσο μιας νέας , καινοτόμου ιστοριογραφικής μεθόδου όσο μιας νέας παιδαγωγικής.

Οι νέες τάσεις στην ακαδημαϊκή ιστορία και το εγχείρημα συγγραφής μιας βαλκανικής ιστορίας συναντώνται στη σχολική ιστορία. Η ανάγκη για μια υπερ-εθνική ιστορία υπαγορεύει πράγματι την ανανέωση περιεχομένων, μεθόδων και στόχων στις βαλκανικές σχολικές ιστορίες. Η νέα παιδαγωγική της βαλκανικής ιστορίας συνοψίζεται στην εφαρμογή της συγκριτικής, πολυπρισματικής multiperspective μεθόδου στον προσανατολισμό προς την οικονομική κοινωνική και πολιτισμική ιστορία και την ανάπτυξη στους μαθητές αναλυτικών και ερμηνευτικών δεξιοτήτων (analytical and interpretative skills) που θα τους επιτρέπουν την αξιολόγηση των πληροφοριών που θα τους παρέχονται. Η συγκριτική ιστορία στοχεύει να διδάξει στους μαθητές τόσο τις ομοιότητες όσο και της διαφορές και να αποδομήσει τη δογματική διδασκαλία της «αντικειμενικής»  ιστορίας της μίας και μοναδικής «αλήθειας». Η απομάκρυνση από την πολιτική και στρατιωτική ιστορία σε όφελος της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας στοχεύει στην διδασκαλία ιστορικών εμπειριών που είναι πιο οικείες και ενδιαφέρουσες για τα παιδιά και στην υποβάθμιση της πολεμικής σύγκρουσης ως στοιχείου του ιστορικού γίγνεσθαι- ιδιαίτερα στις σχέσεις με τους γείτονες. Στοχεύει επίσης στη διδασκαλία των συγκρούσεων μέσα από μια προοπτική ανανεωμένη τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και μεθόδου. Τέλος, η ανάπτυξη της κρητικής σκέψης είναι το βασικό αιτούμενο της ιστορικής διδασκαλίας έτσι ώστε οι μελλοντικοί πολίτες να θωρακιστούν απέναντι σε προσπάθειες χειραγώγησης.

ΠτΘ: Ιδιαίτερα σημαντικά είναι όσα μας λέτε. Αν και μεθοδολογικά και «ιδεολογικά» οι εργαζόμενοι ιστορικοί προς την κατεύθυνση της κοινής βαλκανικής ιστορίας θα πρέπει να βιώνουν έντονους προβληματισμούς και, μάλλον, έχουν να επιλύσουν αρκετά προβλήματα…

Χ.Κ.: Αυτή η αντίληψη για την γραφή και την διδασκαλία της ιστορίας έχει ως απώτερο στόχο την προώθησης της αμοιβαίας κατανόησης και ανοχής. Σε ποιο είδος της ιστορίας όμως θα στηρίζεται η ανοχή; Σε μια ιστορία που θα προβάλλει αφαιρετικά τις «ομοιότητες» η σε μια ιστορία που δεν θα κρύβει τις διαφορές; Συνήθως πιστεύουμε ότι η ανοχή [ρος τον «άλλον» τον «διαφορετικό» θα πρέπει να εμπνέεται από την αποδοχή των ομοιοτήτων που έχουμε. Η Sylviane  Agacinski διατυπώνει ωστόσο μια διαφορετική άποψη: «Είναι κοινός τόπος να περιβάλλουμε με εκτίμηση την ουμανιστική «οικουμενική» αξία που εκφράζει η περίφημη ρήση: «Τίποτε το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο». Έχουμε ωστόσο άδικο: η ανοχή μπορεί μα στηριχθεί καλύτερα στην αντίθετη αρχή, σύμφωνα με την οποία δεχόμαστε ότι το ανθρώπινο μας είναι τόσο συχνά και τόσο βαθιά ξένο. Αν αναγνωρίζαμε ότι το ανθρώπινο μας είναι τις περισσότερες φορές ξένο και πρέπει παρ’όλα αυτά να το σεβόμαστε και να ζούμε ειρηνικά μαζί το, ο καθένας θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Το να ζούμε μαζί θεμελιώνεται στην ικανότητα μας να κάνουμε συμβιβασμούς και όχι στην υποθετική αρχή μιας φυσικής αρμονίας».

ΠτΘ: κ. Κουλούρη, πολύ για την ιδιαίτερα σημαντική κατά την άποψη μας, συζήτηση, ευχαριστούμε.

Χ.Κ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.