Το ΘΡΑΚΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ και ο Λαικος Πολιτισμος

Πρόσφατα έγινε μεγάλος ντόρος για την «ιδιοκτησία» (την καταγωγή δηλαδή) του Θεάτρου Σκιών. Ο ντόρος οφείλεται στην «κατοχύρωσή» της ως άλλη ευρεσιτεχνία στο τουρκικό κράτος-έθνος. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Οι απαρχές του Θεάτρου Σκιών χάνονται μέσα στους αιώνες, στα νησιωτικά συμπλέγματα της άπω ανατολής, την Κίνα και την Ασία. Αναμενόμενα αυτή η παράδοση θα αναπτυχθεί και θα εμπλουτιστεί με εθνοτικά στοιχεία την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέσω της σύμμειξης λαών και γλωσσών όπως αρμένιοι, εβραίοι, έλληνες, τούρκοι και άλλοι.
 
Κατά συνέπεια η μορφοποίηση του κεντρικού ήρωα, του Καραγκιόζη, συντελείται στην ατμόσφαιρα ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος που υποστηρίζεται ανάλογα τόσο από τις ανατολίτικες μουσικές και χορούς, όσο και τη φυλετική ποικιλία του κοινού του. Όταν αυτό το Θέατρο Σκιών περνάει στα μέσα του 19ου αιώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Πειραιάς και σε μικρότερες πόλεις, Βόλος, Σύρα) αντιστοίχως ελληνικοί θίασοι πρόζας περιοδεύουν στη Μ. Ασία μέχρι την Οδησσό και τα Βαλκάνια.
 
Παρατηρούμε δηλαδή ένα είδος διαπολιτισμικών συγκοινωνούντων δοχείων. Με αυτή την έννοια το Θέατρο Σκιών και ο Καραγκιόζης δεν είναι αποκλειστικά τουρκικό παράγωγο όπως βιάστηκαν ανιστόρητα να το κατοχυρώσουν οι γείτονές μας με την ευρωπαϊκή «σφραγίδα».
 
Ένα δεύτερο τεράστιο ζήτημα είναι η παρασιώπηση αυτού του είδους θεάτρου από το επίσημο ελληνικό κράτος. Ενός θεάτρου που έχει να επιδείξει μόνο αστείρευτη δημιουργικότητα από μια πλειάδα άξιων εκπροσώπων του και που μόνο τα τελευταία χρόνια παρουσίασε μιαν έντονη κάμψη και ένα έλλειμμα δημιουργικής ανανέωσης.
 
Αυτό εξηγείται μερικώς και από την ασφυκτική πίεση που άσκησαν «από τα πάνω» οι ξενόδουλες ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, στο ελληνικό λαϊκό θέατρο, τη λαϊκή μουσική και τη λαϊκή ζωγραφική. Αυτή η στρατηγική του παραγκωνισμού της λαϊκής έκφρασης αποσκοπούσε στο βίαιο εκδυτικισμό των γραικών (…εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να ποθάνω) με απώτερο σκοπό μαζί με τον ενταφιασμό της λαϊκής παράδοσης να εξαφανιστεί και η επαναστατική συνείδηση των ελλήνων.
 
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Καραγκιόζης αγαπήθηκε τόσο πολύ από τις πλατιές λαϊκές μάζες, αφού ουσιαστικά προσπαθούσε να μεταφέρει με έναν απλό και λαϊκό τρόπο τα βάσανα και τις συμφορές που υφίστατο ο λαός από τους ανάξιους κυβερνήτες του (πείνα δηλαδή και των γονέων που λέγαμε παλιότερα) και ταυτόχρονα, να διακωμωδήσει τους τελευταίους.
 
Η ευκολία με την οποία στηνόταν ο μπερντές του Καραγκιόζη σ’ έναν καφενέ ή μία μάνδρα, λειτουργούσε σαν «φανερό σχολειό» (το «κρυφό» μάλλον ουδέποτε υπήρξε) και, για να το θέσουμε διαφορετικά, λειτουργούσε σαν πολιτιστικό κομάντο – «χτυπάω» και πάω παρακάτω. Σ’ αυτό λοιπόν το Λαϊκό Θέατρο Σκιών συμμετείχαν κάθε ηλικίας και γλωσσικού ιδιώματος θεατές μετερχόμενοι μιας συναισθηματικής και πνευματικής μέθεξης με ελληνικά παραδοσιακά θέματα τα οποία όπως προείπαμε είχαν εξοβελιστεί από την επίσημη κρατική πολιτική (αυτό τώρα κάτι μου θυμίζει πάλι!)
 
Αυτή η σύντομη αναφορά στην ιστορία του Θεάτρου Σκιών θεωρήθηκε αναγκαία ώστε να αναδειχθεί ευκρινέστερα η μεγάλη τομή που πραγματοποιεί στην εξέλιξη και μετεξέλιξη του Θεάτρου Σκιών ο δημιουργός του ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ Δον Σάντσο (Γιάννης) Βουλτσίδης.
 
Με αφορμή το καινούργιο του έργο (έχει προηγηθεί μία σειρά –περίπου δέκα – πρωτότυπων έργων) «Ο Δον Κιχώτης στην Ελλάδα», έχουμε για πρώτη φορά θαρρώ ένα τόσο πλήρες στη δομή του θεατρικό έργο. Οι χάρτινοι ήρωες του (παραδοσιακοί αλλά και σημερινοί), τα αυθεντικά μουσικά ιδιώματα παιγμένα επί σκηνής (μπαγλαμάς, σαντούρι), και ένας μύθος νοτιοευρωπαϊκός στην καταγωγή (Δον Κιχώτης), μπολιασμένος στα καθ’ ημάς, η καυστική κοινωνικοπολιτική κριτική με τους ολοζώντανους συγχρονισμένους με την καθημερινότητα διαλόγους, και οι αρχετυπικές ανθρώπινες καταστάσεις μέσω της ευρηματικής δραματουργίας προκαλούν το αβίαστο γέλιο και την ευφορία των θεατών.
 
Ας δούμε όμως κάπως αναλυτικότερα το έργο του Γιάννη Βουλτσίδη «Ο Δον Κιχώτης στην Ελλάδα». Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την εξαιρετική συμμετοχή της Γεωργίας Γιαννοπούλου –μόνιμης και σταθερής συνεργάτριας- στην κατασκευή των καλαίσθητων φιγούρων-ηρώων του έργου, την εκτέλεση οργανικών μελωδιών στο σαντούρι, και εν τέλει τη στιβαρή της παρουσία πίσω από το μπερντέ πριν και κατά τη διάρκεια της παράστασης.


 
Στο επίπεδο του μύθου ο Δον Κιχώτης καταφθάνει στην Ελλάδα παρέα με τον αχώριστο σύντροφό του Σάντσο Πάντσα, σε αναζήτηση της αγαπημένης του Δουλτσινέας. Ακολουθούν εναγώνιες έρευνες για το αντικείμενο του …πόθου που οδηγούν τελικώς στην κοσμική …Μύκονο. Μια εύστοχη και ευφάνταστη αναφορά στους ανεμόμυλους του ηρωϊκού μυθιστορήματος που υποστηρίζεται και με την ανάλογη εικαστική ποιότητα της Γ. Γιαννοπούλου. Ταυτόχρονα στο κοσμικό νησί συντελείται και η πιο ξεκαρδιστική απόβαση ετερόκλητων επισκεπτών.
 
Ο Χατζηαβάτης που μυρίστηκε «ψωμί» στην υπόθεση ψήνει τον Καραγκιόζη να μεταμφιεστεί σε …Δουλτσινέα. Σκηνή που πιστεύω ότι θα καταγραφεί εσαεί στο Ανθολόγιο του Θεάτρου Σκιών, καθώς και η …αναγνώριση που ακολουθεί από τον ονειροπαρμένο Δον Κιχώτη. Ήρωας που ψυχολογικά τοποθετείται σαφώς σε μία υπερβατική πραγματικότητα σε αντίθεση με τον Σάντσο που φαίνεται να ενεργεί με προσδοκίες υποδεέστερες απ΄ αυτές που προσφέρει η πραγματικότητα.
 
Εδώ ο Γ. Βουλτσίδης καταφέρνει χωρίς να προδώσει στο παραμικρό το πνεύμα του Θερβάντες, να μας χαρίσει έναν κυριολεκτικά ανεπανάληπτο μυθιστορηματικό ήρωα εμβαπτισμένο στις ποιητικές προεκτάσεις της …Καραγκιοζοπλεχτικής τέχνης του.
 
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο το έργο επιτυγχάνει να ασκήσει κριτική σε κάποια δημόσια πρόσωπα για την, τουλάχιστον, αμετροεπή συμπεριφορά και πρακτική τους. Είναι αυτή η σοφή σύνδεση μεταξύ της παράδοσης του ελληνικού Θεάτρου Σκιών και του μοντέρνου βίου, μέσω του διαχρονικού μύθου του Δον Κιχώτη (όπως και άλλων διαχρονικών μύθων σε άλλα έργα του), που εξάρει το Θρακικό Θέατρο στο πάνθεον της ανανέωσης του Θεάτρου Σκιών και στην κατεύθυνση μιας μορφολογικής ολοκλήρωσης, που μέχρι σήμερα πιστεύω ότι απουσίαζε…
 
Τελειώνοντας, θα αναφερθώ εγκωμιαστικά στην άψογη τεχνική της εμψύχωσης των ηρώων, και στον εσωτερικό ρυθμό της δραματουργίας που κρατάει συνεχώς σε εγρήγορση το θεατή. Η πλοκή είναι τόσο σωστά …καραγκιοζοπλεγμένη ώστε να περιλαμβάνει, όπως και οι αρχαίες τραγωδίες …αναγνώριση και κάθαρση! Αυτό είναι και το Μεγάλο Δώρο προς τους θεατές του συγκεκριμένου έργου. Ένα Δώρο χαρισμένο απλόχερα από έναν …αριστοτελικό και αριστοτεχνικό δημιουργό._
 
Χαλκίδα, 25/4/2016
 
*Ο Μηνάς Ταταλίδης εργάσθηκε ως σκηνοθέτης στον κινηματογράφο και την τηλεόραση – κρατική και ιδιωτική (1985-2010). Είναι δημιουργός σειράς ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών εκπομπών πολιτιστικού περιεχομένου.
 
Επίσης, ασχολήθηκε συστηματικά με την κριτική θεωρία (κινηματογράφος και ποίηση) και δημοσίευσε πολλά σχετικά άρθρα και κριτικές σε εφημερίδες και περιοδικά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.