Τι αλλαξε στη Γερμανια;

Γνώμη

Ποιες εναλλακτικές προσέφεραν οι γερμανικές εκλογές στον γερμανικό λαό με τη διεξαγωγή τους; Απολύτως καμία. Διότι οι δύο ανταγωνιστές για την εξουσία, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), συγκυβέρνησαν την Γερμανία επί δύο τετραετίες στα πλαίσια του μεγάλου συνασπισμού, μάλιστα ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD, Όλαφ Σόλτς, ήταν αντικαγκελάριος και ταυτόχρονα υπουργός οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης της Άγκελα Μέρκελ. Εξ άλλου, πόσο μπορεί να διαφέρει η πολιτική ενός συνασπισμού του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους έναντι της πολιτικής ενός συνασπισμού των Χριστιανοδημοκρατών, πάλι με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, όταν δηλαδή οι δύο από τις τρεις συνιστώσες κάθε συνασπισμού θα παραμένουν οι ίδιες και θα επιβάλλουν τους όρους τους; Μάλιστα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι  ο σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν αυτός που έως καγκελάριος επέβαλε την “Ατζέντα 2010” των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων με πρόσχημα την υπέρβαση των προβλημάτων της επανένωσης των δύο Γερμανιών μεταφέροντας το κοινωνικό κόστος της επανένωσης στους εργαζόμενους ενώ τον πλούτο της Ανατολικής Γερμανίας τον οικειοποιήθηκε με την ιδιωτικοποίηση το γερμανικό κεφάλαιο. Γιαυτό εξυμνήθηκε από τους Χριστιανοδημοκράτες ως θεμελιωτής του οικονομικού “θαύματος” της χώρας. Καθίσταται λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι οι εκλογές ήταν μια θεσμική διαδικασία συνέχισης της ίδιας πολιτικής.

Όμως προεκλογικά και τα δύο κόμματα, το CDU και το SPD, είχαν στοχεύσει την Αριστερά αφήνοντας στο απυρόβλητο την Ακροδεξιά της AfD η οποία κατόρθωσε να υπερβεί το 10%, καίτοι το προσφυγικό που την ανέδειξε εκλογικά ως πολιτική δύναμη στο παρελθόν, εξέλιπε ως “απειλή” για την Γερμανία. Οι Χριστιανοδημοκράτες κατηγορούσαν τους Σοσιαλδημοκράτες πως αν πρωτεύσουν στις εκλογές θα συνεργαστούν με την Αριστερά (Linke) ενώ οι δεύτεροι απέκλειαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μίασμα λοιπόν η Αριστερά για τους Σοσιαλδημοκράτες; Το αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί η Αριστερά από το 9,2% των εκλογών του 2017 στο 4,9% σήμερα. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Berliner Zeitung Μαξίμ Λέο, Ανατολικογερμανός στην καταγωγή, σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Φεβρουάριο του 2020 με την ευκαιρία παρουσίασης βιβλίου του στην Αθήνα, είχε πει: « Δυστυχώς το δυναμικό της Ανατολικής Γερμανίας δεν χρησιμοποιήθηκε για να οικοδομήσει κάτι καινούργιο. Να το πω απλά: Αν έχετε δύο ομάδες ποδοσφαίρου και θέλετε να τις συγχωνεύσετε, αλλά αγνοείτε τους παίκτες της μιας ομάδας, τότε δεν θα καταλήξετε με την καλύτερη σύνθεση – και κυρίως οι παίκτες θα έχουν την αίσθηση ότι δεν είναι χρήσιμοι. Ο λόγος για τα πολλά προβλήματα που έχουμε σήμερα, και ειδικά την άνοδο του ακροδεξιού AfD στην Ανατολική Γερμανία, είναι αποτέλεσμα αυτού του αισθήματος: ότι οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά καλοί για τη σημερινή πραγματικότητα». Ήταν ένας τρόπος η Αριστερά που συγκέντρωνε πολύ υψηλά ποσοστά στην πρώην Ανατολική Γερμανία να συρρικνωθεί από το 12% των εκλογών του 2013, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε 4,9%. Διότι οι Χριστιανοδημοκράτες και οι  Σοσιαλδημοκράτες που κυβέρνησαν, προτιμούν την Ακροδεξιά του AfD από την Αριστερά του Linke. 

Γιατί συνέβη αυτή η πολιτική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας; Ιστορικά, η σοσιαλδημοκρατία ασπάστηκε τον ρεφορμισμό, ο οποίος  ευαγγελίζονταν  τη  μετάβαση  στον  σοσιαλισμό  με  την  βαθμιαία εφαρμογή    μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να αποτρέψει την επανάσταση. Χρησιμοποίησε  ως αποτρεπτικό όπλο το πλεόνασμα που προκύπτει από τις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις για να εξαγοράσει την επανάσταση. Υπήρξε  το  αντίδοτο  της  Δύσης  στην  επικράτηση  του  σοσιαλισμού  σ’ ένα  μεγάλο  τμήμα  του  πλανήτη  αλλά  και  στην  ύπαρξη  ισχυρών  κομμουνιστικών  κομμάτων  στις  ίδιες  τις  χώρες  της  μητρόπολης  του  καπιταλισμού (Ιταλία, Γαλλία, κ.α.). Τα  σοσιαλδημοκρατικά  κόμματα  αξιοποιήθηκαν  από  τη  Δύση  αντιπαραθετικά  προς  τον  σοσιαλισμό  του  προλεταριάτου  με  την  ενδυνάμωσή  τους ως φορείς της  κοινωνικής  πολιτικής. Σήμερα, μετά  την  διάλυση  της  ΕΣΣΔ  και την εξάλειψη του αντίπαλου ιδεολογικού δέους, οσονδήποτε μεγάλο κι αν είναι το πλεόνασμα που προκύπτει από τις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις δεν υπάρχει λόγος να αποσπαστεί από το κεφάλαιο για το κοινωνικό κράτος “το νόθο τέκνο του κομμουνισμού” που “γεννήθηκε από το φόβο απέναντί του”, διότι ο φόβος εξέλιπε πλέον.

Γι’ αυτό  δεν  χρηματοδοτεί  το  κεφάλαιο  την  άσκηση  κοινωνικής  πολιτικής  και οικειοποιείται αυτό το πλεόνασμα με την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών δράσεων του κράτους.  Με άλλα λόγια στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, τα όρια του ρεφορμισμού, των μεταρρυθμίσεων δηλαδή που ήταν ευρύτερα μέχρι το 1989 για να αντιμετωπιστεί το αντίπαλο δέος, έχουν εξαντληθεί. Μας το εξηγεί και ο Τέρι Ίγκλετον: «Η μεταρρύθμιση έχει ζωτική σημασία, σημειώνει. Αλλά αργά ή γρήγορα φθάνει σε ένα σημείο όπου το σύστημα αρνείται πλέον να υποχωρήσει περαιτέρω… Πρόκειται δηλαδή για μια κυρίαρχη κοινωνική τάξη που ελέγχει τα πλουτοπαραγωγικά μέσα και είναι καταφανώς απρόθυμη να τα παραχωρήσει». Και τα άλλα κόμματα πέρα από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες; Ο Μαρξ ήταν σαφής σε αυτό: «Την εξουσία, έλεγε, δεν την παίρνουν τα κόμματα και οι οργανώσεις αλλά οι τάξεις».

Αλεξανδρούπολη, 29 Σεπτεμβρίου 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.