Τα αδιεξοδα των ΗΠΑ και η Ελλαδα
Σε ποιον βαθμό η πόλωση έχει διαβρώσει τη δημοκρατία στις ΗΠΑ; Είναι «καλύτερο» το κόμμα των Δημοκρατικών έναντι των Ρεπουμπλικάνων; Γιατί η Αθήνα εναποθέτει τις ελπίδες της στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν; Πού οδήγησε τις ΗΠΑ η πόλωση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων; «Αν πριν είκοσι πέντε χρόνια μιλούσε κάποιος για μια χώρα όπου οι υποψήφιοι απειλούν να κλείσουν στη φυλακή τους αντιπάλους, όπου εκτοξεύονται αμοιβαίες κατηγορίες για νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος ή για πρόθεση εγκαθίδρυσης δικτατορίας, όπου κόμματα που διαθέτουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο παραπέμπουν προέδρους, ασφαλώς το μυαλό σας δεν θα πήγαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής», μας λένε οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, διδάσκοντες στο Χάρβαρντ.
Ποια είναι η απήχηση της πόλωσης στον λαό; «Το 1960 στο ερώτημα πώς θα αισθάνονταν αν ένα παιδί τους παντρευόταν κάποιον ή κάποια που υποστήριζε άλλο κόμμα από το δικό τους, μόνον το 4% όσων ψήφιζαν Δημοκρατικούς και το 5% όσων ψήφιζαν Ρεπουμπλικάνους απαντούσε “δεν θα μας άρεσε καθόλου”. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2010, πενήντα χρόνια αργότερα, είχαν διαμορφωθεί σε 33% και 49% αντιστοίχως. Με άλλα λόγια, το να υποστηρίζει κάποιος τους Δημοκρατικούς ή τους Ρεπουμπλικάνους είχε πάψει να είναι μια απλή επιλογή και είχε γίνει ζήτημα ταυτότητας. Το 2016, εξάλλου, έρευνα που έγινε από το Ίδρυμα Pew έδειξε ότι το 49% των Ρεπουμπλικάνων και το 55% των Δημοκρατικών δηλώνουν πως “φοβούνται” τους οπαδούς του αντιπάλου κόμματος». Ποιο κόμμα λοιπόν είναι «καλύτερο»;
Γι’ αυτό όσα συνέβησαν στο Καπιτώλιο δεν θα πρέπει να μας οδηγούν στο να εξιδανικεύουμε το παρελθόν για να συρρικνώσουμε το πρόβλημα σε ένα πρόσωπο. Στην εξωτερική πολιτική που μας αφορά άμεσα ως χώρα δεν είναι οι μεν «καλύτεροι» από τους δε για τα συμφέροντά μας. Διότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπηρετεί απαρέγκλιτα τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Εκθειάζεται ο Ομπάμα, ο οποίος ήταν επικοινωνιακός, αλλά κανείς δεν αναλογίζεται όσα έγιναν επί της προεδρίας του με αντιπρόεδρο τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Να θυμηθούμε την αμφισβήτηση του εκλεγμένου προέδρου της Ουκρανίας Γιαννουκόβιτς, τη στήριξη του ένοπλου ναζιστικού «Δεξιού Τομέα» που οδήγησε τη χώρα στον εμφύλιο και στη διάσπαση; Να θυμηθούμε την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ στις Ανατολικές χώρες, σήμερα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κλιμακώνοντας έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο; Παραβιάζοντας έτσι και αυτός τη συμφωνία του τότε προέδρου Μπους με τον Σοβιετικό πρόεδρο Γκορμπατσόφ, που συμφώνησε με την επανένωση της Γερμανίας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ «ούτε ένα εκατοστό προς τα ανατολικά»; Να θυμηθούμε τη διάλυση της Λιβύης, της Συρίας, την επάνοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αίγυπτο με την εξόντωση του πρώτου εκλεγμένου προέδρου της χώρας Μόρσι και τα μαζικά εγκλήματα εναντίον αντιφρονούντων διαδηλωτών;
Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο για τις ελπίδες που τρέφει η Αθήνα στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία, ότι το 2006, όντας οι Δημοκρατικοί στην αντιπολίτευση, ο Τζο Μπάιντεν ήταν υπέρμαχος της τριχοτόμησης του Ιράκ. Μάλιστα με δική του πρωτοβουλία η αμερικανική Γερουσία είχε ψηφίσει υπέρ της διάσπασης του Ιράκ με 75 ψήφους υπέρ και μόλις 23 κατά, απόφαση που προσέκρουσε στο βέτο του τότε προέδρου Μπους. Το γεγονός ότι ακολούθησε πλήθος πανεπιστημιακών μελετών που υποστήριζαν ότι «η μοναδική ελπίδα για την ύπαρξη ενός σταθερού Ιράκ είναι η διάσπασή του» (Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς, Ινστιτούτο Μπρούκινγκς, κ.ά.) αποδεικνύει ότι η πολιτική των συμφερόντων των ΗΠΑ αγνοεί την ηθική όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την πολιτική μιας υπερδύναμης. Δεν συρρικνώνεται τοπικά στα σύνορα ανάμεσα σε δύο χώρες, όπως ευελπιστεί η Αθήνα, αλλά υπαγορεύεται από ευρύτερη οπτική. Η παγκόσμια πολιτική σκηνή μεταφέρει τις εξελίξεις ολοένα και ανατολικότερα. Γι’ αυτό η χώρα μας μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, λόγω της εγγύτητάς τους στην Εγγύς Ανατολή κυρίως, αλλά και προς τη Μέση Ανατολή, προσλαμβάνουν ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία για την ΕΕ. Όμως, η γεωπολιτική αξία της γείτονος είναι σημαντικότερη για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Γειτνιάζει και ασκεί επιρροή στον Καύκασο, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή για λόγους ιστορικούς, θρησκευτικούς και γεωγραφικούς. Πρόσφατο παράδειγμα η ανάμειξή της στη σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας στο πλευρό των Αζέρων. Με την πολιτική της μπορεί να περιορίσει την επιρροή του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως προβάλλει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία, υιοθετώντας τον παντουρκισμό του Ζιγιά Γκιοκάλπ και του Τουργκούτ Οζάλ, όπου η Κίνα σχεδιάζει να αναβιώσει τον χερσαίο δρόμο του Μεταξιού και να επεκτείνει συνακόλουθα την επιρροή της, γεγονός που ενδιαφέρει άμεσα την Ουάσινγκτον. Επί πλέον επικαλείται φυλετική και θρησκευτική συγγένεια με τους Ουιγούρους της επαρχίας Σινγιάνγκ της Δυτικής Κίνας, που ολοένα και περισσότερο αξιοποιούνται από τις ΗΠΑ κατά της Κίνας στο όνομα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μπορεί η Ουάσινγκτον να στραφεί κατά συγκεκριμένου Τούρκου πολιτικού, όπως ο Ερντογάν, σε καμιά περίπτωση όμως δεν πρόκειται να θίξει ζωτικά συμφέροντα της γείτονος. Ας μην επενδύσει λοιπόν η Αθήνα τις ελπίδες της στον Τζο Μπάιντεν. Η Χάγη, το Διεθνές Δίκαιο, αποτελεί μονόδρομο για τα ελληνικά συμφέροντα…
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.