Συνθετοντας την αταξια του βιου

“For among these winters
there is one so endlessly winter
that only by wintering through it
will your heart survive”

 
R. M. Rilke
 
Φωτογραφία και λεζάντα: Νατάσα Χριστοπούλου

 
Χθες όλη μέρα στο χωριό. Εγώ κι άλλοι τρεις, μια χαρά κοινότητα, κι απέναντι μια λίμνη σαν θάλασσα… Όλα μπορούν να συμβούν εντός, σε μια τέτοια αμέριμνη γεωγραφία, γονατισμένη από την πατίνα του χρόνου… Χωμένος εκεί, συγγενής εξ αγχιστείας του τόπου, μεταφράζεις την πραγματικότητα στη δική σου γλώσσα, κι ας μη γνωρίζεις τίποτε από την ξένη αλλά οικεία, που επικοινωνείς μαζί της χωρίς Λόγο.
 
Περίεργοι κώδικες, οι συντεταγμένες φωτός, οι σκιές και τα θροΐσματα, που στέλνουν ήχους, καθαρούς, απόλυτους. Τη μια θροΐζει η κουκουναριά, την άλλη η καρυδιά, άλλοτε πάλι η ροδίτσα, ο κισσός που αναδιπλώνεται στη βορεινή μεριά του σπιτιού με φθόγγους ή βογγητά, με βόμβους ή ουρλιαχτά… Μέσα στους ήχους σ’ αυτές τις απλές συντεταγμένες, στην όχθη του νερού, δουλειές με φούντες, σε ένα σπίτι που νοικοκυρεύεται για να φιλοξενήσει τις χαρές μας. Και πάλι ανασκαφές στα ντουλάπια, στα σεντούκια, στα ράφια. Ένα σπίτι με ψυχή, με τραύματα, ρωγμές, σιγμούς, ψιθύρους. Γέμισα κάδους σκουπιδιών, έκανα ανασκαφές, ξεδιάλεξα… Εσείς τι θα κρατούσατε σε μια ανάλογη επιχείρηση;
 
Τη στάχτη που κοσκινισμένη φυλάσσεται 15 χρόνια σε ένα γυάλινο βαζάκι από γλυκό του κουταλιού, μαγιά για τους κουραμπιέδες της οικοδέσποινας που τώρα κατοικεί στον απέναντι λόφο, ένοικος του παντοτινού πια… Καφές και ζάχαρη στο ίδιο βαζάκι πάντα από τότε, χαλκώματα και κόσκινα, αριολόϊ, ένα φουρνάκι, το ξύλινο γουδί, κατσαρόλες, ταψιά.
 
Πόσα πράγματα χρήσιμα σε ένα σπίτι μοναχό, σιωπηλό, αποκαμωμένο από τις ζωές που ξεκουράστηκαν στ’απλάδια του, χωρίς να χορτάσουν ποτέ ύπνο… Κουβέρτες, λινά, μαξιλάρια, προσόψια… Το απόγευμα πέρασε κι ένα Ντάτσουν, πουλούσε τομάτες και κρεμμύδια, πεινούσα, κόρναρε, δεν άνοιξα, μαρσάρισε και έκανε στροφή για παραπέρα. Έκοψα κέρινο από την κληματαριά, απόλαυσα τη γλύκα…
 
Η βαριά οικοκυρική, έχει μια γοητεία απαράγραπτη… Είναι σαν να αλλάζεις δέρμα, δικό σου και των άλλων, όταν ξεσηκώνεις τέτοια μοναχικά σπίτια. Είναι σαν να προκαλείς τις παλιές φωνές να ξανατραγουδήσουν έναν ψαλμό. Είναι σαν να εξαφανίστηκε ξαφνικά ο γύρω κόσμος, κι έμεινες μόνος για να τον ξαναφτιάξεις από την αρχή, να κόψεις, να ράψεις, να κάνεις πρόβα, να συνθέσεις το καινούριο πανωφόρι ταιριαστό στον καιρό, που αλλάζει σχήματα, παραμένοντας πιστός στο υλικό του πλάστη του.
 
Γύρισα το βράδυ στην πόλη, στις παρυφές της. Επάνω μου το βάρος της μοδιστρικής του φύλου, που είναι προορισμένο να καταπιάνεται με ροές… Να καταπιάνεται με τη σκόνη και τα μικρά ασήμαντα, πράγματα και γεγονότα, τα αφανή… Τα βάζει απέναντι με τάξη για να συνθέσει την αταξία του βίου… Απολογούμενο μονάχα στο χρόνο και στο κόπο που χρειάζεται να αρχίσεις το μέτρημα πάλι από την αρχή…
 
Υ.γ.: Και μετά τι να γράψεις;;; Έτσι όπως βλέπω αυτή την ώρα την εισβολή του ήλιου στο δυτικό παράθυρο, εμπεδώνω πως το καλοκαίρι έχει πια ανεβεί στο τρένο… Ένα μήνα πριν, τέτοια ώρα, είχα σκιά ακόμα εδώ, σκιά και λάβρα… Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, κι η ζέστη απόλυτα καλοκαιρινή και λάγνα. Ένα απαλό ζεφυράκι θροΐζει τα χαρτιά πάνω στο γραφείο, τα ασφαλίζω με το ποτήρι του παγωμένου καφέ, η υγρασία του κάνει ένα κύκλο υγρό στο χαρτί, αφήνει στάμπα καλοκαιρινή στις σημειώσεις μου… Μια σφραγίδα στο διαβατήριο του θέρους 2016. Υγρή, διαφανής…
 
Πίνω μια γουλιά, απασφαλίζω τις σημειώσεις, ο ζέφυρος επιμένει πιο αδύναμος, ο ήλιος βουτάει αργά, νωχελικά πίσω απ’ το βουνό της Κεφαλονιάς, αποσύρεται χαϊδεύοντας το μπράτσο της πολυθρόνας, την απόληξη της ουράς του Σιμπιτάκου. Καλοκαίρι και χάδια, καλοκαίρι και υγρασία, καλοκαίρι και ζέφυρος. Η στάμπα του στο χρόνο που στροβιλίζεται, γεννώντας πάθη και λάθη. Νύχτωσε πάλι, λίγο πιο νωρίς, ταΐσα κι εγώ τα σκυλιά μισή ώρα πριν το σκοτάδι… Κι εκείνα θ΄αγρυπνήσουν περισσότερο. Το σκοτάδι “εργοδηγός τους” μακραίνει καθώς φθινοπωριάζει…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.