Σιωπη πανω απ΄τις ζωες των απελπισμενων

Μια ωραία τσάρκα και μια βραδιά που αντιποιείται έαρ, που υποκρίνεται συμπαράσταση… στη σύγχυσή μου…
 
Με ζακετάκι ανάρριχτο στους ώμους κι ένα τσιγάρο στο χέρι, περπάτησα λιγάκι στη γειτονιά. Ο Θεός να το κάνει γειτονιά τούτο το τυχαίο σύμπλεγμα οσπιτίων που στήθηκαν μέσα στα παλιά μετόχια της σταφίδας, που γίνανε μετά λιοστάσια και σήμερα τα κατοικούμε εμείς, άλλοι παλιοί άλλοι φερτοί επαρχιώτες που επιστρέψαμε από το άστυ στα χωριά. Εκεί που σπέρνανε, εμείς σκάψαμε θεμέλια… Εκεί που βόσκανε τριφύλλι τα μαρτίνια, εμείς φυτέψαμε μανόλιες και τριανταφυλλιές.
 
Εκτός των τειχών της πόλης, της παραγωγής λόγου και πολιτισμού, χωρίς «άστυ», δεν παραμένεις αστός, μικροαστός, δεν ευδοκείς να μετατραπείς σε προεστόν ή κοτζαμπάση, δεν ανήκεις σε κανένα ισνάφιον, δύσκολα γίνεσαι «πολίτης», είσαι κάτι ανάμεσα, χωρίς τσάπα και περιβόλια ούτε βουκόλος είσαι. Κάτι ανάμεσα χωρίς ταυτότητα, παραδομένος στο τυχαίο, στις συμπτώσεις, στη «συγκυρία» που σε θέλει «μικρό και μεσαίο», «μη προνομιούχο», σε προσαρμόζει κατά τα γούστα του. Ένα θολό πράγμα, κάτι ανάμεσα σε πολλαπλές εκδοχές τεθλασμένες, αγεωγράφητες. Ας είναι…
 
Αντιποιούμενη φάντασμα έκανα τη τσάρκα μου κι απόψε στα κρυφά. Δεν πήγα στη γειτόνισσα, πέρασα απ΄το σπίτι της, είδα φως στο καθιστικό, έβλεπε τηλεόραση και κεντούσε, κυμάτιζε κι η σημαία της δεμένη στον πάσσαλο του φράκτη, προσπέρασα έφτασα μέχρι τη μάντρα οικοδομικών υλικών, όλα κλειστά και σκοτεινά, στάθηκα κάτω από ένα φανοστάτη… Ακούγονταν από παντού σκυλιά, απ’ τ’ ανατολικά, τα δυτικά, απ΄ το νότο. Όλο γαβγίζουν τα αθεόφοβα, είναι περισσότερα απ΄τους ανθρώπους εδώ, φυλάνε πρόβατα και γίδες, φυλάνε κι εμάς, υποτακτικά, αφοσιωμένα, εξαρτώμενα.
 
Γλυκιά βραδιά, ψεύτικη, σκεπασμένη με σκόνη αφρικάνικη, μας σκεπάζει κάθε άνοιξη τα τελευταία χρόνια, σκόνη Λιβυκή υποθέτω, αν μετρήσει κανείς τις συντεταγμένες των συνόρων μας… Στρέφομαι νοτιοδυτικά και κοιτάζω το σκοτάδι… Ενα αεροπλάνο περνά πάνω απ΄ το κεφάλι μου, προσγειώνεται υποθέτω στην 117 Π.μ στην Ανδραβίδα. Απόλυτη σιωπή, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνά, άτιμη σιωπή, ύποπτη, αδυσώπητη. Τώρα που τα περίπολα αλωνίζουν τις μικρασιατικές ακτές για να λυθεί το «προσφυγικόν», τέτοια σιωπή θα κανοναρχεί πάνω απ΄τις ζωές των απελπισμένων. Θα “επαναπροωθούνται” λέει, στην Τουρκία… Πώς θα γίνεται; Θα ρυμουλκούν τα φουσκωτά προς τα πίσω;;; Με γάντζους, όπως οι πειρατές του Μπαρμπαρόσα; Κι όταν φτάνουν στις ακτές, τι θα γίνεται; Θα τους περιμένουν «ανθρωπιστικές οργανώσεις» ΜΚΟ και τέτοια;
 
Αλίμονο!!! Κάτι ανάμεσα όλοι μας, έκθετοι, αδύναμοι… Ανακαλώ την αφήγηση της Σμυρνιάς προσφυγοπούλας γειτόνισσας στην Αλεξανδρούπολη μου μας έλεγε το παραμύθι στα μικράτα μας. «ήτανε τα καράβια των συμμάχων στην ακτή κι οι ανθρώποι κολυμπούσαν και τα φτάνανε και αρπάζανε με τα χέρια τους σχοινιά και ανεμόσκαλες κι οι ξένοι ναύτες τους έκοβαν τα χέρια…». Εμείς μικρά ακούγαμε και κλαίγαμε, πλαντάζαμε…
 
Τώρα;;;

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.