Ψυχολογικοι και βιολογικοι παραγοντες στη διαμορφωση παραβατικης συμπεριφορας

[Η έξαρση της νεανικής παραβατικότητας και των φαινομένων βίας αποτελεί διαρκή απειλή που σκιάζει την καθημερινότητά μας. Από κάθε πλευρά ακούγονται φωνές που επιχειρούν να προτείνουν λύσεις, συχνά όμως περιορίζονται στην απόδοση ευθυνών, χωρίς να εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος. Οι γονείς, το διαδίκτυο, οι ατελείωτες ώρες μπροστά σε οθόνες, η αποξένωση, οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής και άλλοι παράγοντες συζητούνται διαρκώς, αλλά η ουσιαστική κατανόηση απαιτεί γνώση και επιστημονική προσέγγιση.

Γι’ αυτό και η Κοινωνική Εγκληματολόγος, Εγκληματολογική Ψυχολόγος και εξειδικευμένη στη Διαχείριση Κρίσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις κ. Χρύσα Καλτσώνη επιχειρεί στη συνέχεια να διασαφηνίσει τους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς, πυροδοτώντας το έναυσμα για περαιτέρω αναζήτηση, με εργαλεία τη λογική και τα επιστημονικά ευρήματα.

Η κ. Καλτσώνη, με σπουδές σε Ελλάδα και εξωτερικό,  είναι μέλος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ), έχει συνεργαστεί και μαθητεύσει στο πλάι του διακεκριμένου επιστήμονα, Ψυχιάτρου Δρ. Γεώργιου Λουκά και έχει έρθει σε επαφή με πολλά και σοβαρά κλινικά περιστατικά, ενώ έχει αναλάβει και παιδιά με συμπεριφορικά προβλήματα και προβλήματα διαχείρισης άγχους. Έχει, επίσης, βραβευθεί από τον Γενικό Διευθυντή Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού, με το βραβείο «Κυβέλη», ως μία από τις γυναίκες επιστήμονες που αναδεικνύονται τον 21ο αιώνα στον τομέα της Εγκληματολογίας. Έχει συμμετάσχει δε με πλήθος ομιλιών σε συνέδρια και ημερίδες, καθώς και με παρεμβάσεις σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές.

Ο λόγος σε εκείνη, λοιπόν, για να εξετάσουμε τις σύνθετες πτυχές του ζητήματος της παραβατικής συμπεριφοράς με επιστημονική ματιά.]

Η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί μια πολυπαραγοντική διαδικασία, που καθορίζεται από τη σύνθετη αλληλεπίδραση βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Οι συσχετισμοί μεταξύ των συγκεκριμένων παραγόντων στη διαμόρφωση της παραβατικής συμπεριφοράς είναι σύνθετοι και χαρακτηρίζονται κυρίως από την αλληλεπίδραση μεταξύ της «φύσης» και της «ανατροφής».

Οι δύο αυτοί παράγοντες δεν ενεργούν ανεξάρτητα. Αντιθέτως, αλληλεπιδρούν δυναμικά ο ένας με τον άλλον, επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο τη συμπεριφορά του ατόμου μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Επιστημονικές θεωρίες, όπως είναι η θεωρία εξέλιξης της προσωπικότητας, υποστηρίζουν ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα νευρωτισμού –συναισθηματική αστάθεια– και ψυχωτισμού –παρορμητικότητα και επιθετικότητα– έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν παραβατική συμπεριφορά. Ο Ιπποκράτης από τη δική του οπτική υποστήριζε πως η ανθρώπινη συμπεριφορά, η προσωπικότητα όπως και η ψυχική υγεία εξαρτώνται από τη φυσιολογία του σώματος και, συγκεκριμένα, από την ισορροπία των τεσσάρων βασικών χυμών: Το αίμα, το φλέγμα, τη μαύρη χολή και την κίτρινη χολή. Η ανισορροπία αυτών των χυμών, γνωστότερη ως «δυσαρμονία», θεωρήθηκε ότι ήταν υπεύθυνη για την εκδήλωση σωματικών και ψυχολογικών διαταραχών, οι οποίες μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε παραβατικές συμπεριφορές. Παραδείγματος χάριν, η έλλειψη ελέγχου της παρορμητικότητας, που συσχετίζεται με θυμό ή επιθετικότητα (κίτρινη χολή) ή η μελαγχολία (μαύρη χολή), μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε επιθετική συμπεριφορά.

Η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί απόρροια της αλληλεπίδρασης βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Παρόλο που οι βιολογικοί παράγοντες αποτελούν τα βασικά θεμέλια, συχνά οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες προσδιορίζουν εάν και κατά πόσον αυτές οι προδιαθέσεις θα εκδηλωθούν. Συνεπώς, η καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση της παραβατικότητας προϋποθέτει μια πολυεπιστημονική προσέγγιση, η οποία θα λαμβάνει υπόψιν τόσο τη “φύση” όσο και την “ανατροφή”

Η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί απόρροια της αλληλεπίδρασης βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Παρόλο που οι βιολογικοί παράγοντες αποτελούν τα βασικά θεμέλια, συχνά οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες προσδιορίζουν εάν και κατά πόσον αυτές οι προδιαθέσεις θα εκδηλωθούν. Συνεπώς, η καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση της παραβατικότητας προϋποθέτει μια πολυεπιστημονική προσέγγιση, η οποία θα λαμβάνει υπόψιν τόσο τη «φύση» όσο και την «ανατροφή».

Οι βιολογικοί παράγοντες, δηλαδή «φύση», δημιουργούν τη βάση για την προδιάθεση του ατόμου να εκδηλώσει και, κατ’ επέκταση, να αναπτύξει κάποιου είδους παραβατική συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν αρκούν από μόνοι τους οι βιολογικοί παράγοντες για να καθορίσουν την τάση για επιθετική συμπεριφορά. Κάποιοι βασικοί μηχανισμοί των βιολογικών παραγόντων που συμβάλλουν σημαντικά στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς είναι η νευροβιολογική λειτουργία –δηλαδή εγκεφαλικές δομές όπως είναι η αμυγδαλή, ο προμετωπιαίος λοβός και το σύστημα ντοπαμίνης, τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στη διαχείριση και τον έλεγχο των συναισθημάτων–, η γενετική προδιάθεση –δηλαδή γονίδια τα οποία σχετίζονται με την επιθετικότητα ή και την παρορμητικότητα–, οι προγεννητικοί και περιγεννητικοί παράγοντες  –δηλαδή εγκεφαλικές βλάβες λόγω υποξίας ή και χρήσης ναρκωτικών ουσιών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης κ.ά.– και οι ορμονικοί παράγοντες –όπως για παράδειγμα αποτελούν η αυξημένη τεστοστερόνη και χαμηλή κορτιζόλη που συνδέονται με τις στρεσογόνες καταστάσεις.

Όσον αφορά τους ψυχολογικούς παράγοντες, «ανατροφή», οι παράγοντες αυτοί βασίζονται στην προσωπικότητα του ατόμου, τις πρώιμες τραυματικές εμπειρίες, τις ενδεχόμενες γνωστικές δυσλειτουργίες, αλλά και στη μάθηση και τη μορφή της κοινωνικοποίησής του. Και οι δύο αυτοί παράγοντες, δηλαδή οι βιολογικοί και ψυχολογικοί, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους καθώς το περιβάλλον στο οποίο ένα άτομο αναπτύσσεται συμβάλλει σημαντικά στη μετέπειτα εξέλιξή του, αλλά και στην εκδήλωση προδιαθέσεων που μπορεί να έχει. Παραδείγματος χάριν, αν ένα άτομο έχει τραυματικές εμπειρίες –όπως έκθεση σε κακοποίηση– μπορεί να έχει νευροψυχολογικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο την αμυγδαλή του εγκεφάλου. Επιστημονικά έχει αποδειχθεί ότι η υπερδραστηριότητα της αμυγδαλής συνδέεται με τις φοβίες, το άγχος και τη διαταραχή μετατραυματικού στρες. Επίσης, η αμυγδαλή, λόγω ότι είναι υπεύθυνη για τη μνήμη, επηρεάζει τη συμπεριφορά σε διάφορες κοινωνικές περιστάσεις, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο συναισθήματα σε πρόσωπα και εκφράσεις. Μέσω λοιπόν αυτής της συνθήκης, υπάρχει αρκετά μεγάλη πιθανότητα να αυξηθεί είτε η επιθετικότητα είτε να υπάρξει μετέπειτα δυσκολία διαχείρισης των συναισθημάτων.

Ένα άτομο το οποίο έχει κάποια βιολογική προδιάθεση, αν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με αρνητικά ερεθίσματα –όπως είναι η φτώχεια, έκθεση σε κίνδυνο, παραμέληση κλπ.– τότε είναι πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό να εκδηλώσει κάποιου είδους παραβατική συμπεριφορά στο μέλλον. Αντιθέτως, αν το περιβάλλον συμβάλλει με θετικό τρόπο στην εξέλιξη του ατόμου –φροντίδα, πρόληψη, διαπαιδαγώγηση–  τότε υπάρχει μεγάλο ποσοστό να μετριαστεί η τάση αυτή. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, τα άτομα τα οποία εκτίθενται σε πρότυπα βίας ή επιθετικότητας είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξουν ανάλογες συμπεριφορές στο μέλλον

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η ευαισθησία στο περιβάλλον. Ένα άτομο το οποίο έχει κάποια βιολογική προδιάθεση, αν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με αρνητικά ερεθίσματα –όπως είναι η φτώχεια, έκθεση σε κίνδυνο, παραμέληση κλπ.– τότε είναι πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό να εκδηλώσει κάποιου είδους παραβατική συμπεριφορά στο μέλλον. Αντιθέτως, αν το περιβάλλον συμβάλλει με θετικό τρόπο στην εξέλιξη του ατόμου –φροντίδα, πρόληψη, διαπαιδαγώγηση–  τότε υπάρχει μεγάλο ποσοστό να μετριαστεί η τάση αυτή. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, τα άτομα τα οποία εκτίθενται σε πρότυπα βίας ή επιθετικότητας είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξουν ανάλογες συμπεριφορές στο μέλλον.

Οι εκδηλώσεις της επιθετικότητας αποτελούν ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο καθορίζεται από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η επιθετικότητα δύναται να εκδηλωθεί με πολλές μορφές, από τη λεκτική, ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική βία έως πιο έμμεσες εκφράσεις, όπως η παθητική επιθετικότητα και η κοινωνική παθητικότητα. Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίζονται και να κατανοούνται οι βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που την επηρεάζουν, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν και οι κατάλληλες αποτελεσματικές στρατηγικές για την πρόληψη και την αντιμετώπισή της, αλλά και η κατάλληλη παροχή υποστήριξης στα άτομα που την υφίστανται ή την εκδηλώνουν αντίστοιχα.

Κάποιες από τις παροχές υποστήριξης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση αυτού του φαινομένου είναι η κοινωνική ευαισθητοποίηση και πολιτική δράση, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές ανισότητες που συνδέονται με την εγκληματικότητα, η πρόληψη μέσω παροχής υποστηρικτικού περιβάλλοντος –η στήριξη οικογενειών σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, η εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων αποκατάστασης για παραβάτες, που λαμβάνουν υπόψιν τους ψυχολογικούς και βιολογικούς παράγοντες και η ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας. Τέλος, σημαντική είναι η ανάπτυξη και ενίσχυση περισσότερων δομών και προγραμμάτων ψυχικής υποστήριξης στους σωφρονιστικούς χώρους, η ενίσχυση της ικανότητας επίλυσης διαφόρων συγκρούσεων μέσω του διαλόγου και, κατ’ επέκταση, η εκπαίδευση στις δεξιότητες επικοινωνίας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.