Πως εζησα την 21η Απριλιου 1967

Γράφει ο Μάρων Ίσμαρος

Έφτασε η αποφράς εκείνη ημέρα κι άθελα, έρχονται στη μνήμη μου, όπως κάθε χρόνο, τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, όπως τα έζησα στην Κομοτηνή.
 
Ήταν Παρασκευή, ημέρα κατά την οποία συνεδρίαζε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις 9 η ώρα το πρωί. Είχα δύο υποθέσεις και γι’ αυτό είχα πάει αρκετά νωρίτερα, απ’ ό,τι συνήθως, στο δικηγορικό μου γραφείο, έξω από το οποίο ήδη περίμεναν οι δύο παλαιομουσουλμάνοι κατηγορούμενοι αγάδες, με τους μάρτυρες. Οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν ήταν αρκετά σοβαρές, κι όταν άνοιξα το γραφείο και μπήκαμε μέσα, άρχισα το σχετικό «δασκάλεμα» στους μάρτυρες για το πώς θα έλεγαν αυτά που θα κατέθεταν, τι δεν θα έπρεπε να πουν και πώς να απαντήσουν στις σχετικές ερωτήσεις του εισαγγελέα και των δικαστών. Για την μία υπόθεση είχα την βεβαιότητα ότι θα πήγαινε καλά και θα αθωωνόταν ο κατηγορούμενος πελάτης μου, όπως τελικά και συνέβη. Για την άλλη, όμως, είχα την αίσθηση ότι το αποτέλεσμα παιζόταν κατά 49 με 50% και δεν αποκλειόταν να χάσω την υπόθεση και να καταδικασθεί ο αγάς.
 
Την ώρα, λοιπόν, του «δασκαλέματος» των μαρτύρων της δεύτερης υπόθεσης, ανοίγει την πόρτα του γραφείου ένας συνάδελφος, στα λεγόμενα του οποίου δεν έδινα και τόσο μεγάλη σημασία και χαμογελώντας μου λέγει «Ξέρεις έγινε επανάσταση». Τον παρακάλεσα να φύγει και συνέχισα το «δασκάλεμα» των μαρτύρων, όταν λίγο πριν τις 9 η ώρα, περνά από το γραφείο ένας άλλος σοβαρός συνάδελφος και μου λέγει κι αυτός ότι έγινε «επανάσταση».
 
Επειδή δεν είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που είχα απολυθεί από τον στρατό, σηκώνομαι από την πολυθρόνα μου, ανοίγω την πόρτα και κοιτάζοντας προς την πύλη του στρατοπέδου του 29ου Συντάγματος, στο οποίο είχα υπηρετήσει ως αξιωματικός διαχειριστής, η οποία ήταν η μόνη είσοδος των οχημάτων, διαπιστώνω ότι αντί ενός σκοπού, ως συνήθως, τώρα ήταν δύο. Γνώριζα ότι διπλοσκοπιές τοποθετούνταν μόνον όταν συνέβαιναν έκτακτα περιστατικά, όπως το καλοκαίρι του 1964 με τα γεγονότα με την Τουρκία, οπότε όλο το Σύνταγμα είχε φύγει στον χώρο διασποράς στον Έβρο, κι είχα παραμείνει μόνον εγώ στην έδρα του στην Κομοτηνή, εκτελώντας εκεί εξουσία συνταγματάρχη. Από το γεγονός της διπλοσκοπιάς κατάλαβα ότι είχαν δίκιο οι δύο συνάδελφοι.
 
Στις 9 ώρα το πρωί, λοιπόν, ήμουν με τους πελάτες μου στο δικαστήριο, περιμένοντας να ανέβει η σύνθεση του Τριμελούς στην έδρα και χτυπήσει ο πρόεδρος το κουδούνι για την έναρξη της συνεδρίασης. Η ώρα, όμως, περνούσε χωρίς να ανέβει στην έδρα το Δικαστήριο. Με τους συναδέλφους κάναμε βόλτες στον διάδρομο, συζητώντας τι να συνέβη κι ένας εξ αυτών μας είπε ότι, όπως άκουσε από το ραδιόφωνο, με Βασιλικό Διάταγμα είχε τεθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας κι ότι στο τέλος κατέληγε με τις φράσεις  «Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος», «Ο Πρωθυπουργός» και «Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου», χωρίς, όμως να αναφέρει ονόματα και δη του Παν. Κανελλόπουλου που ήταν πρωθυπουργός.
 
Περπατώντας, λοιπόν στο διάδρομο του δικαστηρίου, πηγαίνω να ρωτήσω τον Τάκη Χαμαμτζόγλου, που ήταν Γραμματέας, του Πρωτοδικείου και να του κάνω «τράκα» κανένα τσιγάρο, από δικό μου, όμως, πακέτο που του είχα δώσει για φύλαξη, αν γνωρίζει τίποτε σχετικά με το πότε θα αρχίσει η συνεδρίαση, και μου λέγει ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι ο Πρόεδρος του δικαστηρίου θα τον ειδοποιούσε σχετικά. Με την ευκαιρία αυτή κι ενόψει του ενδεχομένου να χάσω την μία υπόθεση, που δικαζόταν μάλιστα, κατά το  σχετικό πινάκιο, πρώτη, λέγω στον Τάκη να πει στον Πρόεδρο, ότι ενόψει της «επανάστασης» που είχε γίνει,  θα υποβάλλω ένσταση, εν ονόματι ποίου θα δικάσει το δικαστήριο. Εν ονόματι του Βασιλέως, όπως προβλεπόταν από το σύνταγμα του 1952 ή εν ονόματι της επανάστασης; «Σοβαρολογείς», μου λέγει ο Τάκης, «ότι θα προβάλλεις τέτοια ένσταση; Πώς σου ήρθε στο νου;». «Τάκη» του λέγω «σου μιλώ απόλυτα σοβαρά και πες το στον Πρόεδρο να το έχει υπόψη του γιατί δεν θέλω να βρεθεί εξ απήνης κι απροετοίμαστος».
 
Κατά τις 10.30 π.μ. περίπου, βλέπουμε να εισβάλλει κυριολεκτικά στο δικαστήριο ένας αντισυνταγματάρχης με στολή εκστρατείας και ζωσμένος με πιστόλι και να κατευθύνεται στο γραφείο του Εισαγγελέως, στο οποίο, μετά από λίγο, πήγε και ο Πρόεδρος. Μετά την αποχώρηση, ύστερα από αρκετή ώρα, του κουμπουροφόρου αντ/ρχη, κατά τις 11 π.μ., ανεβαίνει στην έδρα το Δικαστήριο κι ο προεδρεύων αρχαιότερος πρωτοδίκης κτυπά το κουδούνι και κηρύσσει την έναρξη της συνεδρίασης.
 
Όταν εκφωνείται η πρώτη υπόθεση, που ήταν η δική μου, και πριν ακόμη κληθεί να καταθέσει ο μηνυτής, ζητώ τον λόγο λέγοντας ότι έχω να προβάλλω μίαν ένσταση. Ο πρόεδρος μου λέγει να την προτείνω στο τέλος, ενώ εγώ του επισημαίνω ότι πρέπει να προταθεί τώρα διότι στο τέλος της υπόθεσης η προβολή της θα είναι απαράδεκτη. Ο Πρόεδρος επιμένει για το τέλος, εγώ, χωρίς να αναφέρω το περιεχόμενο της ένστασης,  εξηγώ τους λόγους για τους οπαίους πρέπει  να προταθεί πριν αρχίσει η ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης, οπότε βλέπω τον Τάκη που ήταν γραμματέας επάνω στην έδρα, να μου κλείνει 2-3 φορές το μάτι, ανοίγοντας παράλληλα τις παλάμες του, σαν να μου έλεγε ότι είχε πει στον πρόεδρο το περιεχόμενο της ένστασής μου και να μην επιμείνω άλλο, γιατί τα πράγματα θα πήγαιναν καλά για την υπόθεση. Ύστερα από αυτά δεν επέμεινα άλλο κι άρχισε κανονικά η συζήτηση της υπόθεσης. Έκπληκτος, όμως, άκουα τόσο τον εισαγγελέα όσο και τον πρόεδρο να ρωτούν τόσο τον μηνυτή όσο και τους μάρτυρες κατηγορίας για πράγματα που όλα ήταν υπέρ του κατηγορούμενου πελάτη μου, στα οποία οι ίδιοι απαντούσαν θετικά. Μάταια ο αντίδικος συνάδελφος προσπαθούσε να τους κάνει να πουν τα αντίθετα για να στηρίξει την κατηγορία. Έτσι αθωώθηκε ο πελάτης μου, ο οποίος, όταν γυρίσαμε στο γραφείο με ρωτούσε τι διαμάχη είχα στην αρχή με τον πρόεδρο, οπότε του είπα ότι αυτή η διαμάχη τον αθώωσε. Μετά από αρκετό καιρό έμαθα από έναν πρωτοδίκη που  μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου, ότι ο πρωτοδίκης που είχε προεδρεύσει στις 21/4/67 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο,  όντας επιμελέστατος, όταν έμαθε για την ένσταση που θα υπέβαλα, είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το Εθνικό Τυπογραφείο στην Αθήνα για να του επιβεβαιώσουν το περιεχόμενο του Β.Δ/τος και κυρίως να του πουν τα ονόματα του πρωθυπουργού και των υπουργών που είχαν προσυπογράψει το Β.Δ/γμα, αλλ’ η απάντηση που πήρε ήταν ότι δεν αναφέρονταν κανένα όνομα.
 
Εν τω μεταξύ κι ενόσω ήμουν στο δικαστήριο, είχε έρθει στο γραφείο ο πατέρας μου συνταξιούχος πλέον δικηγόρος και πρώην βουλευτής, στον οποίο όταν του είπα τα νέα περί επαναστάσεως που ήξερα, θυμοσοφικά και με την σχετική πείρα που είχε αποκτήσει από τα κινήματα του Πλαστήρα το 1933, όταν είχε συλληφθεί και 1935, όταν για πρώτη φορά είχε εκλεγεί βουλευτής -η δεύτερη ήταν το 1946-, μου είπε «Είτε το κίνημα είναι του Βασιλέως είτε άλλων  αξιωματικών, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Κωνσταντίνος θα φάει το κεφάλι του». Όταν δε του είπα για την ένσταση που θα προέβαλα, χαμογελώντας μου είπε ότι σε κάποιο κίνημα την είχε υποβάλλει κι εκείνος κι ως «αντάλλαγμα» της μη αποφάνσεως επ’ αυτής, το Δικαστήριο, είχε αθωώσει και τότε τον κατηγορούμενο πελάτη του!
 
Η αγνώστου συνθέσεως κυβέρνηση, που  κήρυξε την χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, επέβαλε δηλαδή, όπως κοινώς  λέγεται, τον στρατιωτικό νόμο, μεταξύ των άλλων είχε διατάξει και την  απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 6 το απόγευμα. Το μεσημέρι πήγα στο σπίτι, στην περιοχή του Β΄ Δημοτικού σχολείου, και μετά το φαγητό ξάπλωσα για λίγο. Σηκώθηκα κατά τις 5 η ώρα το απόγευμα και ξεκίνησα για να πάω στο γραφείο. Όταν έφθασα στο ύψος της νυν Δημαρχίας, με έκπληξη βλέπω τον κόσμο να ανεβαίνει, με βιαστικά βήματα,  από την πλατεία προς τη γειτονιά του Αρμενιού. Ένας γνωστός μου που με βλέπει να βαδίζω προς την πλατεία μου φωνάζει από μακριά. «Ρε συ που πας; Σε λίγο αρχίζει η απαγόρευση της κυκλοφορίας και θα πυροβολείται όποιος κυκλοφορεί. Γύρνα γρήγορα πίσω στο σπίτι», όταν δε του λέγω ότι πηγαίνω στο γραφείο, μου λέγει «Ε!, εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτε. Είσαι τρελός με τα καντάρια, για δέσιμο».  Έφθασα στην πλατεία κι είδα όλο τον κόσμο να παίρνει με γοργό ρυθμό τους δρόμους και να κατευθύνεται προς τα σπίτια τους. Εγώ, όμως, τον χαβά μου. Πηγαίνω στο γραφείο, το κλειδώνω εσωτερικά, ρίχνω ξύλα στην σόμπα για να μη σβήσει, κάνω κι ένα καφέ και κάθομαι με αναμμένο το φως, στην πολυθρόνα μου μελετώντας κάποια υπόθεση και διαβάζοντας τα νέα τεύχη νομικών περιοδικών που είχαν έρθει. Θα ήταν 9 η ώρα το βράδυ, όταν, έχοντας γυρισμένη την πλάτη προς την πόρτα  του γραφείου, ψάχνοντας στην βιβλιοθήκη ένα τόμο νομοθεσίας για να κάνω μια τροποποίηση που είχα διαβάσει σε ένα τεύχος, αντιλαμβάνομαι κάποιον να επιχειρεί να ανοίξει την πόρτα. Στρέφοντας το κεφάλι βλέπω ότι αυτός ήταν ένας χωροφύλακας, οπότε με μια κίνηση της παλάμης μου τον ρωτώ τι θέλει. Μου κάνει νόημα ότι θέλει να μου μιλήσει. Πλησιάζω κι ανοίγω την πόρτα, οπότε  βλέπω ότι συνοδευόταν και από δύο κουμπουροφόρους στρατιώτες της ΕΣΑ. Τους ρωτώ τι θέλουν κι αντί απαντήσεως με ρωτούν «Καλά δεν ξέρεις ότι από τις 6 το απόγευμα απαγορεύεται κυκλοφορία;».  Στο ίδιο στυλ εγώ τους ρωτώ «Δεν μου λέτε, σας παρακαλώ, απαγορεύεται η κυκλοφορία μόνο στους έξω στους  δρόμους ή και μέσα στα σπίτια και γενικά στους  κλειστούς ιδιωτικούς χώρους;». «Και τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» ήταν επόμενη ερώτησή τους, για να τους απαντήσω ότι δεν υποχρεούμαι να τους εξηγήσω τι κάνω και δεν τους πέφτει γι’ αυτό κανένας απολύτως λόγος. «Και πώς θα πας ρε σπίτι σου; Εμείς είμαστε ένα από τα περίπολα της πόλης» ήταν η ερώτηση ενός από τους έξυπνους ΕΣΑτζήδες, για να λάβει την απάντηση ότι «Πρώτον το “Ρε” να το λες στους φίλους σου κι όσους εξουσιάζεις,, εμένα θα με αποκαλείς “κύριε”, δεύτερον ποιος σου λέγει ότι έχω σπίτι κι ότι δεν κοιμάμαι εδώ; Δεν βλέπεις τον καναπέ που έχω;», οπότε ο χωροφύλακας αποτείνετε στους ΕΣΑτζήδες λέγοντάς τους «Πάμε να φύγουμε από εδώ γιατί δεν πρόκειται να βρούμε άκρη μ’  αυτόν τον δικηγόρο. Τον ξέρω εγώ καλά».  Η αλήθεια είναι ότι σε λίγα λεπτά που τέλειωσα την εργασία μου, δεν είχα λόγο να μείνω κι άλλο στο γραφείο κι  ήθελα να φύγω, γνωρίζοντας, όμως, από τη στρατιωτική μου θητεία το ανεγκέφαλο των ΕΣΑτζήδων, που είχαν το επάνω χέρι στην περίπολο, ήμουν  σίγουρος ότι θα περνούσαν εκ νέου και γι’ αυτό παρέμεινα στο γραφείο. Κι όντως δεν είχα άδικο διότι κατά τις 10.20 το βράδυ ξαναπέρασαν χωρίς να με ενοχλήσουν αυτή την φορά.  Μετά από λίγο έφυγα από το γραφείο, αφού, όμως, τράβηξα τα κουρτινάκια της πόρτας και του παραθύρου επί της προσόψεως, ώστε να μη μπορεί κανείς να δει μέσα, κι από στενοσόκακα έφθασα αργά στο σπίτι.
 
Την επομένη ένοιωσα πολύ μεγάλη ντροπή όταν είδα στο παράθυρο ενός στρατιωτικού λεωφορείου, στην αρχή της οδού Βενιζέλου με κατεύθυνση προς την οδό Ξάνθης, τον ταξίαρχο Έρσελμαν με  παλτό ενός στρατιώτη, ενός από τους σπάνιους, αξιωματικούς, μέχρι τότε Διοικητή της Ταξιαρχίας Τεθωρακισμένων που είχε εγκατασταθεί στην Κομοτηνή, ενόψει των γεγονότων με την γείτονα Τουρκία.
 
Αυτά έζησα την ημέρα της «εθνοσωτήριας  από τον κομμουνισμό» 21ης Απριλίου 1967, και μένουν  άσβεστα στη μνήμη μου παρά τα 50 και πλέον χρόνια που πέρασαν από τότε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.