«Περι Ελευθεριας και Ισοτητας»

Γνώμη

Ας ορίσουμε κάποια πράγματα ή μάλλον τις συνθήκες του κειμένου αυτού εκ των προτέρων: εδώ δεν θα ασχοληθούμε με την πανδημία, τον κορωνοϊό και όλα αυτά τα «έξυπνα» μέτρα που έχει επιβάλλει «η καλή μας η κυβέρνηση που τόσο νοιάζεται για την υγεία μας». Αυτά ίσως τα αναλύσω σε κάποιο μεταγενέστερο κείμενο, μάλλον υπό τη μορφή ενός χρονικού.

«Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα» , αυτό ήταν το σύνθημα της Γαλλικής επανάστασης το 1789. Η επανάσταση αυτή σήμανε την έναρξη μιας ολόκληρης εποχής, η οποία δεν ήταν άλλη από την λεγόμενη «Νεωτερικότητα» η οποία συνδέθηκε στενά με τον Διαφωτισμό και τον δρόμο προς το Δημοκρατικό καθεστώς.

Στην πραγματικότητα βέβαια, η κριτική προς το παλαιό καθεστώς, δηλαδή το απολυταρχικό κράτος και τον Συντηρητισμό είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Όμως, μετά το 1789 η συζήτηση περί δικαιωμάτων και δημοκρατικής διακυβέρνησης αρχίζει να γίνεται όλο και πιο έντονη. Όμως εδώ δεν θα αναλύσουμε τις θεωρίες της νεωτερικότητας. Και κάπου εδώ δικαίως θα αναρωτηθείτε «και με τι θα ασχοληθούμε;»

Στο κείμενο αυτό, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με τις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας και το κατά πόσο αυτές υφίστανται στην χώρα μας-μια δημοκρατία. Οι έννοιες αυτές –όπως φαντάζομαι ότι πολλοί έχετε ήδη υποψιαστεί- αποτελούν αντικείμενο της πολιτικής θεωρίας και της φιλοσοφικής σκέψης ήδη από την εποχή της γαλλικής επανάστασης μέχρι και σήμερα. Γιατί ακόμη και σήμερα –εν έτει 2021– η ισότητα και η ελευθερία δεν είναι αυτονόητες σε πολλά μέρη του πλανήτη, αλλά όπως είπα ήδη εδώ θα μας απασχολήσει το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία.

Ας κάνουμε για αρχή ένα πείραμα: καθίστε για 1-2 λεπτά και σκεφτείτε, πόσο ελεύθεροι είστε; Και πριν απαντήσετε «απόλυτα» σχεδόν ακαριαία θα σας θέσω και ένα ακόμα υποθετικό ερώτημα: αν αυτή τη στιγμή αποφασίσετε να τα παρατήσετε όλα και να φύγετε, πόσα άτομα θα δυσαρεστηθούν από αυτή σας την απόφαση; Σε πόσα άτομα θα πρέπει να λογοδοτήσετε και να απολογηθείτε, αν τελικά μετά από 4-5 μέρες αλλάξετε γνώμη και γυρίσετε πάλι πίσω;

Αν η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από «κανένας/σε κανέναν» τότε λυπάμαι αλλά δεν είστε πραγματικά ελεύθεροι. Μπορεί να έχετε την ψευδαίσθηση ότι είστε αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρόλο που θέλουμε και πολλές ακόμα επιλέγουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, στην πραγματικότητα μόνο ελεύθεροι δεν είμαστε. Από τις υποχρεώσεις προς το κράτος –φόροι, εργασία, νόμοι κλπ– μέχρι τις υποχρεώσεις που επιβάλει η κοινωνία πάνω μας –οικογένεια, γάμος, παιδιά, δουλειά κλπ– ανάμεσα σε όλα πώς μπορεί αλήθεια να νιώθει κανείς ελεύθερος; Οι άνθρωποι βρισκόμαστε στην πραγματικότητα διαρκώς κάτω από μια μορφή εξουσίας, είτε αυτή λέγεται πολιτική –κράτος– είτε κοινωνική –ο περίγυρός μας. Η πρώτη μορφή εξουσίας που γνωρίζει το άτομο είναι η οικογένεια, όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε κάποτε και ο Λοκ: «ο άνθρωπος δεν γεννιέται ελεύθερος, ανήκει ως υποκείμενο στους γονείς του, εξαρτάται ολοκληρωτικά από αυτούς».

Εκτός, όμως, από τους γονείς και την οικογένεια γενικότερα και η κοινωνία έχει ανέκαθεν την τάση να καταπατά τις ατομικές ελευθερίες των ανθρώπων-με αυτή να είναι και η χειρότερη μορφή παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων κατά την προσωπική μου άποψη. Αυτή είναι η λεγόμενη Τυραννία της Πλειοψηφίας (ή της μάζας), όπως την έχουν ονομάσει τόσο ο Τοκβίλ όσο και ο Μιλ στα έργα Η Δημοκρατία στην Αμερική και Περί Ελευθερίας αντίστοιχα.

Ο Τοκβίλ μάλιστα έχει πει χαρακτηριστικά ότι «στη δημοκρατική κοινωνία, δεν βλέπει παρά μια μάζα ατόμων χωρίς διαφοροποιήσεις που απομονώνονται και ιδιωτεύουν εξαρτημένοι για κάθε επιθυμία τους από ένα κηδεμονικό κράτος»

Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτή η φράση; Είναι πολύ πιο απλό από ό,τι φαίνεται: τόσο η κοινωνία, όσο και το κράτος δεν θέλουν την διαφορετικότητα, την πολεμούν, εμφανίζεται και εγκαθιδρύεται αυτό που οι δυο παραπάνω στοχαστές φοβόνταν περισσότερο: η τυραννία της πλειοψηφίας, ή αλλιώς η συλλογική μετριότητα, όπως την έχει χαρακτηρίσει και ο Σμιτ.

Ας δούμε, όμως, ένα πολύ απλό παράδειγμα: το κράτος που προσφέρει τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, προνοεί μόνο για τα «νορμάλ» και «φυσιολογικά» παιδιά. Δεν υπάρχει μέριμνα –ή αν υπάρχει είναι επιεικώς ανεπαρκής– ούτε για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και ιδιαιτερότητες ούτε για τα πολύ έξυπνα και πνευματικά ανεπτυγμένα για την ηλικία τους παιδιά. Όλοι οι μαθητές θα πρέπει να είναι στο ίδιο επίπεδο, κι αν ένα παιδί δυσκολεύεται και μένει πίσω ή αν αντίθετα μαθαίνει πολύ εύκολα και βαριέται, φταίει το παιδί φυσικά και όχι το σύστημα.

Ακόμα και τα υπόλοιπα «νορμάλ» παιδιά του σχολείου, έχουν την τάση να απομονώνουν και να στοχοποιούν είτε το «αδύναμο» παιδί είτε το πολύ έξυπνο και τα δύο αυτά παιδιά έχουν πάντα την ίδια κατάληξη: το σχολείο τους γίνεται για αυτά η φυλακή τους και τα υπόλοιπα παιδιά οι βασανιστές τους.

Δεν φταίνε βέβαια τα παιδιά –σχεδόν ποτέ δεν ευθύνονται αυτά πλήρως– αλλά οι γονείς αυτών και η κοινωνία. Κάπως έτσι φεύγουμε από το κράτος και πάμε προς την κοινωνία. Η κοινωνία αυτή μαθαίνει στα μέλη της ήδη από την πρώτη στιγμή της ένταξής τους να είναι –ή αν δεν είναι να γίνουν– όλοι τους ίδιοι και μέτριοι. Γιατί αυτό θέλει η πλειοψηφία, η μάζα, ο όχλος. Όλοι θέλουν τη μετριότητα γύρω τους για να αισθάνονται οι ίδιοι καλύτερα.

Η «καλή μας η κοινωνία»  δεν θέλει ούτε τους πολύ έξυπνους ούτε όσους είναι διαφορετικοί από το σύνηθες, την πλειοψηφία, τη μάζα –διαλέξτε όποια λέξη σας αρέσει καλύτερα. Ο λόγος για αυτό; Ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό και η πιθανή απώλεια ελέγχου της κοινωνίας πάνω στα μέλη της.

Τα παραδείγματα για την επικύρωση αυτού του συλλογισμού αμέτρητα: από την «καταδίκη» των διαζυγίων και τον μετέπειτα κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών και των παιδιών την δεκαετία του 1950, την άρνηση των παπάδων κάποτε να βαφτίσουν παιδιά αν οι γονείς τους ήταν παντρεμένοι με πολιτικό γάμο, μέχρι τον αποκλεισμό των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και την μη αποδοχή της ανεξιθρησκίας, ακόμα και σήμερα. Αλλά και στην αρχαιότητα κλασικό παράδειγμα αποτελεί η καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη, γιατί πολύ απλά απειλούσε την κοινωνική συνοχή της πόλης.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας πω κι άλλα. Το συμπέρασμα είναι ένα, και για εμένα και αυτονόητο: όχι δεν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Μπορούμε, όμως, να γίνουμε; Φυσικά και ναι, αλλά ικανοί γι’ αυτό είναι μόνο όσοι έχουν τη δύναμη να αναγνωρίσουν και να αποβάλουν από πάνω τους την κοινωνική χειραγώγηση, να απαρνηθούν και να αποβάλλουν όλα όσα έμμεσα επιτάσσει η κοινωνία μας, και να υποστούν φυσικά τις όποιες συνέπειες και την κατακραυγή αυτής.

Ελευθερία, λοιπόν, ουσιαστική δεν υπάρχει, υπάρχει όμως ισότητα. Σωστά; Ακόμα παίζεται. Στο σημείο αυτό θα γυρίσω ξανά στον Τοκβίλ, ο οποίος είπε περίπου το εξής για την ισότητα και τη δημοκρατία: Η Δημοκρατία δεν καθιστά όλους τους ανθρώπους ίσους μεταξύ τους, αλλά τους δίνει την αίσθηση ότι είναι.

Η δημοκρατία δηλαδή συνίσταται στην λεγόμενη εξίσωση των συνθηκών. Καταργεί δηλαδή τα εκ γενετής προνόμια της Αριστοκρατίας και δίνει –θεωρητικά– σε όλους μας τη δυνατότητα να κάνουμε τα πάντα, να γίνουμε ό,τι θέλουμε. Είναι, όμως, πράγματι αυτό δυνατό; Θα είναι άραγε ποτέ;

Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της παιδείας. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι είστε γονιός και το παιδί σας δίνει πανελλήνιες. Μπορεί να κάνει, μηχανογραφικό για το Πανεπιστήμιο Κύπρου ή μπορεί να περάσει σε μια σχολή στην άλλη άκρη της Ελλάδας ή σε κάποιο νησί. Το ερώτημα εδώ είναι το εξής: μπορείτε να το στηρίξετε οικονομικά, ώστε να σπουδάσει και να έχει μια καλή ζωή; Αν έχετε χαμηλό εισόδημα θα είναι μια δύσκολη υπόθεση, και κάποιο άλλο παιδί μπορεί να μην μπορέσει καν να σπουδάσει –εξαιτίας του εισοδήματος της οικογένειας. Ένα παιδί όμως μιας εύπορης οικογένειας μπορεί να μην δώσει καν πανελλήνιες και να σπουδάσει κυριολεκτικά όπου θέλει, ακριβώς γιατί υπάρχει η εύπορη οικογένεια να το στηρίξει. Δεν θα θέσω κάποιο άλλο παράδειγμα εδώ, καθώς κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις θέσεις εργασίας του δημοσίου τομέα, όπου κυριαρχούν «οι γνωστοί» ή και οι «φωτογραφικές» προκηρύξεις των Δήμων. Το συμπέρασμα όμως παραμένει και εδώ το ίδιο: όχι δεν είμαστε πραγματικά ίσοι και όχι όσο κυριαρχεί ο καπιταλισμός δεν πρόκειται και να γίνουμε ποτέ.

Στην πολιτική θεωρία κυριαρχεί η αντίληψη ότι ο μεν Φιλελευθερισμός προτάσσει την ατομική ελευθερία ενώ ο Σοσιαλισμός την κοινωνική ισότητα, και άρα πρέπει να επιλέξουμε ένα από τα δύο-αυτό τουλάχιστον λέει η κοινή λογική. Αυτό όμως που προσπαθούν εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις –όχι μόνο της Ελλάδας– είναι να «μας τα δώσουν και τα δύο» με συνέπεια να καταλήγουμε να μην έχουμε τίποτα.

Δεν φταίνε, όμως, εδώ μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και η κοινωνία, και μάλιστα «σε βαθμό κακουργήματος». Γιατί; Γιατί πολύ απλά είναι κοινωνικά αποδεκτό να «δείχνουμε με το δάχτυλο ένα παιδί εκτός γάμου» αλλά δεν είναι αποδεκτό το να είναι κάποιος άθεος ή να αμφισβητεί το κατεστημένο, είναι αποδεκτοί οι «βυσματίες» αλλά όχι όσοι τολμούν να τους ξεσκεπάσουν και να πουν την αλήθεια.

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με την πρώτη φράση του Κοινωνικού Συμβολαίου:

«Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος» (Ζ.Ζ. Ρουσσώ)

Εσείς αλήθεια πώς νιώθετε; ελεύθεροι ή αλυσοδεμένοι;

*Η Ειρήνη Στεργίου είναι φοιτήτρια του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.