Οι οικονομικες προτεραιοτητες της επομενης τετραετιας

H επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει κρίσιμα μακροοικονομικά ζητήματα εντός ενός αυστηρού (από το 2024), ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. 

Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αντιπροσωπεύει την πιο δυναμική συνιστώσα του ΑΕΠ, αφορά εισαγωγή αγαθών και υπηρεσιών με επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εφόσον δεν υπάρξει άλλη απρόβλεπτη υγειονομική κρίση, κρίση παγκόσμιου χρέους, κρίση πρώτων υλών, ή γεωπολιτική αστάθεια σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να διατηρήσει τη θετική συμβολή της στο ΑΕΠ των ετών 2023-2025, αφενός λόγω της συσσώρευσης αποταμιεύσεων και αφετέρου λόγω της ισχυρότερης ροπής προς κατανάλωση που συνήθως ακολουθεί μετά από περιόδους υφέσεων – κρίσεων. 

Ωστόσο, η αρνητική επίδραση του υψηλού εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (σε ασυμμετρία μάλιστα δυναμικής των τιμών τροφίμων με τις τιμές ενέργειας), σε συνδυασμό με την υπολειπόμενη του πληθωρισμού αύξηση μισθών και εισοδημάτων, θα μειώσει τη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης. Απαιτούνται λοιπόν ενέργειες που εστιάζουν στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, μέσω υψηλής συμμετοχής επενδυτικών κεφαλαίων στο ΑΕΠ, παράλληλα με την καταναλωτική δαπάνη. Η μεταστροφή μπορεί να λάβει χώρα μέσω των διαθέσιμων πόρων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, και μέσω της μόχλευσης των τελευταίων από το τραπεζικό σύστημα. Τα κεφάλαια του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αναμένεται να κινητοποιήσουν νέες επενδύσεις 57,5 δισ. ευρώ τα έτη 2021-2026, μειώνοντας το επενδυτικό κενό της Ελλάδας. Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή ερευνητικών κέντρων και δομών απόκτησης δεξιοτήτων στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και καινοτομίας από τα πανεπιστήμια, καθώς ήδη υπάρχουν σε εξέλιξη εξαιρετικές πρωτοβουλίες όπως του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, του ΕΜΠ και του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Η επιρροή των πολλαπλασιαστών στην ελληνική οικονομία δεν είναι ενιαία γεωγραφικά, κλαδικά και χρονικά αλλά εξαρτάται από το είδος και το περιεχόμενο της δημοσιονομικής παρέμβασης, τη μορφή υλοποίησης της τελευταίας (πτώση δαπανών, αύξηση φόρων), και την αντίδραση των συνιστωσών της ζήτησης, της απασχόλησης και της παραγωγής στην ενίσχυση των εισοδηματικών και των επενδυτικών ροών. Δεν πρέπει βεβαίως να λησμονούμε ότι η επιρροή των πολλαπλασιαστών σχετίζεται όχι μόνον με τα τρέχοντα εισοδήματα και επενδύσεις αλλά και με τις προσδοκίες καταναλωτών και επιχειρήσεων για τα μελλοντικά εισοδήματα και κέρδη.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις και η παραγωγή είναι θετικά συσχετισμένες, ότι η συνολική ζήτηση επηρεάζει την ιδιωτική επένδυση και ότι η επένδυση είναι θετικά συσχετισμένη με την οριακή απόδοση του κεφαλαίου και τις προσδοκίες κερδοφορίας και αρνητικά συσχετισμένη με το κόστος του κεφαλαίου, χρειάζεται πιο ενεργός ρόλος της τραπεζικής χρηματοδότησης σε εξωστρεφείς επενδύσεις. Ωστόσο, οι πρόδρομοι δείκτες όπως ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος μαρτυρούν συγκρατημένη αισιοδοξία αλλά και αναμονή των κατάλληλων πολιτικών. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις 104,9 μονάδες τον Ιανουάριο του 2023, έναντι 106,5 μονάδων το 2021, ενώ ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία στις 100,4 μονάδες, (Δεκέμβριος 2022), έναντι 106,3 μονάδων το 2021.   

Εξίσου κρίσιμα ζητήματα είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η μείωση των εμποδίων εισόδου σε τομείς της εγχώριας οικονομίας, η μείωση του συναλλακτικού κόστους και των μη τιμολογιακών πτυχών του ανταγωνισμού, η αύξηση της καινοτομίας στην εξωστρεφή παραγωγή, η βελτίωση της εγχώριας και διεθνούς δικτύωσης των επιχειρήσεων και η ποιοτική βελτίωση των ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών του εμπορεύσιμου τομέα της οικονομίας. Απαραίτητη είναι και η αντιμετώπιση όλων των αθέμιτων πρακτικών τιμολόγησης στην εγχώρια οικονομία, που στρεβλώνουν κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού, ενώ καθιστούν ακριβά τα προϊόντα και κυρίως τα βασικά είδη διατροφής.

Τέλος, στη δημοκρατία πρέπει να υπάρχει ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και της ποιότητας ζωής των πολιτών που σημαίνει πρωτίστως αντιμετώπιση των συνθηκών φτώχειας και εισοδηματικής ανισότητας. Δυστυχώς, με βάση τα στοιχεία της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το έτος 2021 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2020), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Για το 2021 τα νοικοκυριά που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 σε σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά. 

Βεβαίως, η διεύρυνση των ανισοτήτων δεν αφορά μόνον εισοδηματικούς όρους και δεξιότητες αλλά δυστυχώς και το περιεχόμενο των εργασιακών όρων όπου εγκιβωτίζονται. Η μετατροπή συμβάσεων εργασίας από πλήρη σε μερική και σε εκ περιτροπής απασχόληση και η αύξηση στις διαφορές αποδοχών μεταξύ των ατόμων με υψηλές δεξιότητες και υψηλά εισοδήματα έναντι εκείνων με χαμηλές δεξιότητες και χαμηλά εισοδήματα, καθώς και μεταξύ των ατόμων με καλές θέσεις εργασίας και εκείνων με επισφαλείς θέσεις εργασίας, καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή ολοκληρωμένων κοινωνικών πολιτικών και κοινωνικών δικτύων προστασίας και όχι την εφαρμογή αποσπασματικών επιδοματικών πολιτικών, που σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δεν αφορούν τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αλλά δυστυχώς τους φοροδιαφεύγοντες.     

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη στον εθνικό οικονομικό σχεδιασμό, οι εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στην εθνική οικονομία και αφορούν είτε γεωπολιτικές μεταβλητές, είτε οικονομική επιβράδυνση και αβεβαιότητα των κυριότερων αγορών προσανατολισμού των εξαγωγών ή ακόμη χειρότερα απρόβλεπτη αστάθεια στην παγκόσμια αγορά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.   

* Ο κ. Κωνσταντίνος Χαζάκης είναι Καθηγητής, Τμήμα οικονομικών επιστημών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

(σ.σ.: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο capital.gr)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.