Κυβερνηση «ειδικου σκοπου»

Φθάσαμε πλέον λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαϊου, με το γεγονός που έχει ξεχωρίσει στην ειδησεογραφία των ημερών, την σχετική με τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές και την προεκλογική εκστρατεία που διεξαγάγουν τα πολιτικά κόμματα, να είναι τα διάφορα σενάρια για την συγκρότηση κυβέρνησης «ειδικού σκοπού».

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως δεν είναι το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου (απλή αναλογική), αυτό που συνέβαλε στο να εκκινήσει μία σχετική συζήτηση που ακόμη αιωρείται στην ατμόσφαιρα ή αλλιώς στην δημόσια σφαίρα, προστιθέμενη δίπλα στις ειδήσεις που αφορούν το εκλογικό αποτέλεσμα στην Τουρκία,[1] αλλά, αντιθέτως, η ανακίνηση, στο τελευταίο στάδιο της προεκλογικής εκστρατείας, του ζητήματος των υποκλοπών και της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του αρχηγού του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη.

Το ζήτημα ανακινήθηκε στην επιφάνεια μετά την «τηλεμαχία» μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και τις σχετικές αναφορές του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ορμώμενος από τις αναφορές του πρωθυπουργού, ο αρχηγός του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας, έσπευσε να καταθέσει την συγκεκριμένη πρόταση[2], προσπαθώντας να λάβει, ου μην να εκμαιεύσει, μία απάντηση. Αυτή την φορά μόνο από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και την ηγεσία του, και όχι από πολιτικά κόμματα όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα και το ΜέΡΑ 25 του Γιάνη Βαρουφάκη. Και αν η μία πτυχή του ζητήματος άπτεται αυτού που θα ορίσουμε ως «συγκυρία» και όχι ως «διαχρονία» (ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα είχε πολλά να πει επ’ αυτού), τότε, η δεύτερη πτυχή που εντοπίζουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, εμβαπτίζεται στα νάματα της ιστορίας. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο;

Εννοούμε πως ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, προτείνουν τη συγκρότηση μίας τέτοιας κυβέρνησης έχοντας κατά νου το ιστορικό προηγούμενο του 1989 και τον σχηματισμό της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και τότε ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, που συστήθηκε, με βάση και τις δηλώσεις των πρωτεργατών της, με ζητούμενο την διερεύνηση του σκανδάλου Κοσκωτά και την απόδοση ποινικών ευθυνών ακόμη και σε υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα όπως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο Αλέξης Τσίπρας, απλοϊκά παραβλέπει πως αυτή η μονοθεματικότητα που διέκρινε εκείνη την συγκυβέρνηση με επικεφαλής τον Τζανή Τζαννετάκη, ήταν εκ των πλέον βασικών λόγων που διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στο να μην μακροημερεύσει πολιτικά,[3] στο να αποδομηθεί στα εξ ων συνετέθη και να μην τεθεί εκ νέου στο πολιτικό προσκήνιο το ενδεχόμενο επανασύστασης της.

Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, τα κόμματα που συν-αποτελούσαν την τότε συμμαχική κυβέρνηση Τζαννετάκη, «είχαν αποφασίσει, ελλείψει συμφωνίας, να μην χαράξουν καμία οικονομική πολιτική».[4]

Το πεδίο υπήρξε ναρκοθετημένο εκ των προτέρων, με τα δύο κόμματα και τους υπουργούς να εγκλωβίζονται σε μία στείρα και αδιέξοδη πολιτική, που δεν οδηγούσε στην περιώνυμη «κάθαρση», όσο στη διαιώνιση των κομματικών-πολιτικών παθών, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και έπειτα, η διάλυση της κυβέρνησης να φαντάζει και να είναι πράξη πολιτικά «λυτρωτική». Τι κάνει τον Αλέξη Τσίπρα να πιστεύει πως η κατάληξη θα είναι διαφορετική αυτή την φορά;

Θεωρεί ο ίδιος πως με μόνο «καύσιμο», για μία τετραετία (λαμβάνουμε υπόψιν το πολύ αισιόδοξο σενάριο), τον αντι-Μητσοτακισμό και τις λαϊκιστικές κραυγές (πάνω σε ποια πολιτικοϊδεολογική βάση θα συγκροτηθεί μία τέτοια κυβέρνηση) μία τέτοιου τύπου κυβέρνηση όχι μόνο θα μακροημερεύσει αλλά θα κυβερνήσει και αποτελεσματικά; Κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», μέσα στις κοινωνικές-πολιτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, δεν καθίσταται παρά κυβέρνηση «περιορισμένης διάρκειας», ή αλλιώς, θνησιγενής, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις διάφορες  και σύνθετες προκλήσεις.[5]

Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο (υποθετικό σενάριο), η Νέα Δημοκρατία θα ωθούνταν να ασκήσει σκληρή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, μετερχόμενη εξ αρχής κάθε διαθέσιμου κοινοβουλευτικού μέσου για την πτώση της.


[1] Η πραγματοποίηση των Τουρκικών προεδρικών εκλογών στις 14 Μαϊου συνέπεσε ουσιαστικά με την κορύφωση του προεκλογικού αγώνα στην Ελλάδα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην δώσουν οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων και τα πολιτικά κόμματα την σημασία που θα έδιναν στο εκλογικό αποτέλεσμα, εάν δεν διεξάγονταν εκλογές. Ή αν βρισκόμασταν χρονικά πολύ πίσω από την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών. Σε αυτό το σημείο, προκύπτει μία ιδιαίτερη αναντιστοιχία μεταξύ του έκδηλου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος για τις Τουρκικές προεδρικές εκλογές, ενδιαφέρον που εκφράσθηκε ποικιλοτρόπως (αφιερώματα σε εφημερίδες πανελλήνιας εμβέλειας, αποστολή δημοσιογράφων στην Τουρκία για την εκ του σύνεγγυς κάλυψη των εκλογών, τηλεοπτικές εκπομπές αφιερωμένες στις προεδρικές εκλογές στη γείτονα χώρα, πυκνή αρθρογραφία από την επομένη των εκλογών), και του αρκετά χαμηλότερου πολιτικού ενδιαφέροντος, εκεί όπου για τους περισσότερους υποψήφιους βουλευτές, ανεξαρτήτως ίσως κόμματος, οι Τουρκικές προεδρικές εκλογές, ή για την ακρίβεια, ο πρώτος γύρος των Τουρκικών προεδρικών εκλογών, δεν ήταν απλά μία «υποσημείωση» που δεν μπορεί να τους «βγάλει τώρα» εκτός προεκλογικού ρυθμού. Τώρα που επενδύουν συμβολικούς-πολιτικούς πόρους, πολύ περισσότερο από ό,τι το προηγούμενο χρονικό διάστημα, στη λεγόμενη «θεματική ψήφο» (issue voting), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Franklin, επιδιώκοντας, μέσω αυτής της στρατηγικής, να «κλειδώσουν» υπέρ τους τους ψηφοφόρους με τους οποίους αλληλεπίδρασαν όλη αυτή την περίοδο και ήρθαν πολύ κοντά πολιτικοϊδεολογικά, αφήνοντας για το τέλος την προσπάθεια προσέλκυσης των αποστασιοποιημένων ψηφοφόρων. Βλέπε σχετικά, Franklin, M., “The decline of cleavage politics”, στο: Franklin, M., Mackie, T., & Valen, H., (επιμ.), “Electoral change: Responses to evolving social and attitudinal structures in Western Countries”, Cambridge & New York,  Cambridge University Press, 1992, σελ. 383-405.

[2] Άρα, «πατέρας» ή αλλιώς, εμπνευστής της πρότασης περί σχηματισμού κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» είναι ο Αλέξης Τσίπρας και όχι κάποιος άλλος πολιτικός αρχηγός, από αυτούς που συμμετείχαν στην πρόσφατη «τηλεμαχία». Πλην Αλέξη Τσίπρα, οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί δεν επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους κατά την διάρκεια και κυρίως, τις ημέρες μετά την «τηλεμαχία», στο πώς θα απαντήσουν στις σχετικές αναφορές του πρωθυπουργού, με τον Νίκο Ανδρουλάκη, που θα μπορούσε να δηλώσει «δικαιωμένος» μετά την χρήση του γλωσσικού όρου «σκάνδαλο» από τον πρωθυπουργό για την περιγραφή του ζητήματος, να αποφεύγει να θίξει το ζήτημα σχηματισμού κυβέρνησης που θα αναλάβει να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση, διευκολύνοντας το έργο της δικαιοσύνης. Επρόκειτο περί κλασικής περίπτωσης πολιτικής «κοπτοραπτικής», στο εγκάρσιο σημείο όπου ο Αλέξης Τσίπρας σπεύδει να ερμηνεύσει κατά το δοκούν τις δηλώσεις Ανδρουλάκη περί «αναγκαιότητας» προφυλάκισης κάποιων προσώπων για την υπόθεση (ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στον πρωθυπουργό είτε σε κάποιο στέλεχος της κυβέρνησης του και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), ή αλλιώς, να τις νοηματοδοτήσει με τρόπο που βολεύει τον ίδιο και το κόμμα του,  με διακύβευμα να κρατήσει «ζωντανό» το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές της απλής αναλογικής, όταν όλες οι ενδείξεις συνηγορούν για το αντίθετο.

[3] Ούτε υπήρξε, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα κάποια πολιτικοϊδεολογική σύγκλιση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, σύγκλιση που θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση της κυβερνητικής συνεργασίας,  ούτε τα δύο αυτά κόμματα συνέπτυξαν από κοινού, προ των εκλογών, μία «εκλογική συμμαχία», σύμφωνα με την διατύπωση του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Θανάση Διαμαντόπουλου, συν-διαμορφώνοντας ένα προεκλογικό πρόγραμμα το οποίο και καταθέτουν προς έγκριση ενώπιον των πολιτών. Ο συνδετικός ιστός ήσαν κατά κύριο λόγο η αντι-Πασοκική ρητορική και η εναντίωση στο «στυλ» άσκησης πολιτικής που είχε υιοθετήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος, Θανάσης, «Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993, σελ. 339.  

[4] Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος, Θανάσης, «Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων…» ό.π., σελ. 339. Είναι σε μία τέτοια περίπτωση, που το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τα στελέχη του οποίου, δεν έχουν γαλουχηθεί τα τελευταία χρόνια, στον αντι-Μητσοτακισμό, με τον τρόπο που το έχουν πράξει στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θα κινδυνεύσει με διάσπαση και με αποχωρήσεις στελεχών.

[5] Μείζον ανασταλτικός παράγοντας για τον σχηματισμό μίας τέτοιας κυβέρνησης (ποιος θα αναλάμβανε το υπουργείο Δικαιοσύνης; Ο Παύλος Πολάκης;) είναι η αρνητική πρόσληψη των δύο τότε συμμαχικών κυβερνήσεων (κυβερνήσεις Τζαννετάκη & Ζολώτα), από υποψήφιους βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, τα οποία αναφέρονται σε εκείνες τις κυβερνήσεις ως «αρνητικό παράδειγμα» που συνέβαλε στη διαμόρφωση φαινομένων όπως ο πολιτικός κυνισμός από τη μία και η πολιτική απάθεια από την άλλη. Αυτή η αρνητική πρόσληψη αποτέλεσε το έναυσμα ώστε ο Νίκος Ανδρουλάκης να απορρίψει κατηγορηματικά κάθε τέτοια συζήτηση, υπενθυμίζοντας πως σε μία Δυτική Φιλελεύθερη Δημοκρατία, η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας. Μονότονα και κοινότοπα, ο Αλέξης Τσίπρας επαναλαμβάνει την έκφραση «κυβέρνηση ειδικού σκοπού», ή αλλιώς, κυβέρνηση μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόμματος, μάλλον για να πεισθεί και ο ίδιος ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.