Κυπρος ωρα μηδεν – 15 Ιουλιου 1974: Το Πραξικοπημα

Σαράντα έξι χρόνια προδοσίας της Κύπρου

Γράφει ο Ανδρέας Χρίστου*

Πριν από 46 χρόνια παιζόταν η πρώτη πράξη της Κυπριακής Τραγωδίας με το προδοτικό αντιμακαριακό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη και της ΕΟΚΑ Β’, που στόχο είχε την βίαιη ανατροπή και εξόντωση του νόμιμα εκλεγμένου προέδρου Μακαρίου.

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1967, αποδείχθηκε τραγικά καταλυτική για τη νεότερη Κυπριακή Ιστορία.

Οι προθέσεις της χούντας διαφαίνονται από την πρώτη κιόλας χουντική κυβέρνηση Κ. Κόλλια –εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία στις προγραμματικές δηλώσεις της τόνιζε ότι «σκοπός της ήταν να οδηγήσει, δια διαπραγματεύσεων και της ειρηνικής οδού, το μέγα θέμα, το Κυπριακόν, εις ευτυχή λύσιν: Την Ένωση της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος, χωρίς εντεύθεν  να παραγνωρίζη τα δικαιώματα της μειονότητος».

Οι συνταγματάρχες θεώρησαν αφελώς ότι το Κυπριακό ήταν ζήτημα που μπορούσε να λυθεί εύκολα, στα πλαίσια της «ειλικρινούς Ελληνοτουρκικής προσέγγισης» έσπευσαν δε στις συνομιλίες του Έβρου το Σεπτέμβριο του 1967, στις οποίες βέβαια επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε η Τουρκική αδιαλλαξία.

Στις 29.11.1967 αποφασίσθηκε από την ίδια χουντική  κυβέρνηση η ανάκληση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, με τη δικαιολογία της ύπαρξης άμεσου κινδύνου Ελληνοτουρκικής σύρραξης. Οι ΗΠΑ, που στήριξαν τη χούντα των Συνταγματαρχών, επωφελούμενες της στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδας και επισείοντας τον ανύπαρκτο κίνδυνο Βουλγαρικής εισβολής στα βόρεια σύνορά της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναγκαστική αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την Κύπρο το 1967. Ο απεσταλμένος του Προέδρου Νίξον μετέφερε στην ελληνική πλευρά την αξίωση της Τουρκίας για ανάκληση της Μεραρχίας, αλλά και σύστησε φορτικά στη κυβέρνηση της χούντας την αποδοχή της τουρκικής αξίωσης. Οι παραστάσεις του κύπριου πρεσβευτή στην Αθήνα στον υπουργό εξωτερικών της χούντας Π. Πιπινέλη να αρνηθεί το τουρκικό αίτημα δεν εισακούστηκαν.

Το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής για τον «Φάκελο Κύπρου» για το συγκεκριμένο θέμα είναι απολύτως σαφές: «η ανάκληση της μεραρχίας μας από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αποφασίστηκε από τη χουντική Κυβέρνηση Κ. Κόλλια και στη συνέχεια εκτελέστηκε από τη στρατιωτική ηγεσία της εποχής το Δεκέμβρη 1967-Γενάρη 1968, ενσαρκώνει πράξη Εθνικής ντροπής, ενώ παράλληλα συνθέτει και σοβαρότατη αξιόποινη πράξη».

Η χούντα φρόντιζε άμεσα ή έμμεσα, με πολιτικά ή μη μέσα να επεμβαίνει συνεχώς στην Κύπρο και στη τότε νόμιμη ηγεσία της.

Τον Ιούνιο του 1971, κατά τη συνάντησή τους στη Λισαβόνα, στο πλαίσιο της Εαρινής Διάσκεψης των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας (Παλαμάς και Οτσάι) δεσμεύτηκαν να ασκήσουν πιέσεις σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, ώστε να υπάρξει λύση στο Κυπριακό έως τα τέλη του 1971 μέσα από διακοινοτικό διάλογο. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελληνική και η Τουρκική Κυβέρνηση θα προχωρούσαν σε διαπραγματεύσεις για το θέμα, από τις οποίες θα αποκλειόταν παντελώς η Κυπριακή Κυβέρνηση του Προέδρου Μακαρίου. Η επιδίωξη αυτή βέβαια δεν ευοδώθηκε.

Η χούντα είχε στοχοποιήσει για πολλούς λόγους τον Μακάριο, στον οποίο μάλιστα το Γενάρη του 1972 έστειλε έντονη απειλητική υπόδειξη να υποχωρήσει από την Προεδρία της Δημοκρατίας και από την ενεργό πολιτική. Την περίοδο εκείνη ο Μακάριος –Πρωτεργάτης του Κινήματος των Αδέσμευτων, είχε κάνει εισαγωγή Τσεχοσλοβάκικων όπλων( τα όπλα αυτά προορίζονταν για το νεοϊδρυμένο εφεδρικό αστυνομικό σώμα, ταγμένο  στη στήριξη του  Προέδρου, στο τέλος βέβαια παραδόθηκαν μετά από συνεχείς εξωτερικές πιέσεις στη δύναμη του ΟΗΕ)) προκαλώντας την οργή της χούντας, τον οποίο κατηγορούσαν πως δεν ήταν επαρκώς αντικομουνιστής και υπέθαλπτε αντιχουντικούς σε Ελλάδα και Κύπρο.

Η χούντα θεωρούσε τον Μακάριο αντίπαλό της, σταδιακά δε προσπαθούσε να διαμορφώσει την πεποίθηση ότι οι κύπριοι έπρεπε να απαλλαγούν από την παρουσία του με κάθε τρόπο, διακηρύσσοντας μάλιστα με ανέξοδη μεγαλοστομία, ότι έτσι θα έφτανε η Κύπρος στην ένωση με την Ελλάδα.

Οι συνεχείς συνομωσίες, οι επανειλημμένες απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, η χρησιμοποίηση κάθε μέσου για την ανατροπή του, η οργάνωση και ενίσχυση της ΕΟΚΑ Β΄, η χρησιμοποίηση των  Επισκόπων Πάφου, Κυτίου και Κυρήνειας, που έφτασαν στο σημείο να αποφασίσουν το Μάρτιο του 1973-χωρίς βέβαια να το πετύχουν-την καθαίρεση του αρχιεπισκόπου ήταν μερικά απ’ τα πάμπολλα έργα της χούντας προκειμένου να δημιουργήσει εντονότατο ασφυκτικό κλοιό γύρω απ’ τον εκλεγμένο Πρόεδρο.

Η οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών για τη Κύπρο, ακροδεξιά οργάνωση, υποστηριζόμενη και από Έλληνες αξιωματικούς, η οποία με πατριωτικό μανδύα και ενωτική συνθηματολογία οδήγησε τον Κυπριακό Ελληνισμό σε εμφύλιο σπαραγμό, τύγχανε  της απολύτου εγκρίσεως τη χουντικής κυβέρνησης της Αθήνας. Η οργάνωση αυτή  η οποία τροφοδοτούνταν με οπλισμό από τους έλληνες αξιωματικούς της Ε.Φ., ανέπτυξε πλούσια τρομοκρατική δράση οδηγώντας το νησί σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, γεγονός που ανάγκασε το Μακάριο να τη θέσει εκτός νόμου.

«Η ρίζα του κακού  έγραφε ο Πρόεδρος της Κύπρου, λίγες μέρες πριν το μοιραίο πραξικόπημα στον Φαίδωνα Γκιζίκη είναι πολύ βαθειά και φθάνει μέχρι Αθηνών». 
Στην ίδια επιστολή, η οποία επιδόθηκε στον χουντικό «πρόεδρο» από τον Κύπριο Πρεσβευτή κ. Κρανιδιώτη στις 3.7.1974 ο Μακάριος επισήμαινε: «…Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέρα συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν…..Η από Ελλήνων αξιωματικών στελεχωμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν  εμπιστοσύνη του Κυπριακού λαού θα αναδιαρθρωθεί επί νέας βάσεως….».

Με την επιστολή αυτή ο Μακάριος ζητούσε την ανάκληση στην Αθήνα όλων των αξιωματικών του Ελληνικού στρατού που στελέχωναν την Κυπριακή Εθνική Φρουρά καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την ανάμειξη πολλών αξιωματικών στην τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της απαράδεκτης παρέμβασης της χούντας στα εσωτερικά της Κύπρου.

Η απάντηση της δικτατορίας στην επιστολή Μακάριου ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, το οποίο αποφασίστηκε από τους Φαίδωνα Γκιζίκη «Πρόεδρο της Δημοκρατίας», Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο «Πρωθυπουργό», Δημήτριο Ιωαννίδη Αρχηγό της Χούντας και Γρηγόριο Μπονάνο «Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων», δηλαδή από την κορυφή των Χουντικών. Ουσιαστικός αρχηγός της πραξικοπηματικής κατάστασης, αναγνωρίστηκε ο Ιωαννίδης, ο οποίος δήλωσε, ωμά και καθαρά, ότι αποδέχεται και αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο απεκάλεσε «στρατιωτική ενέργεια».

Παρά τους ενδοιασμούς του Γεωργίτση ως προς τις συνέπειες του πραξικοπήματος και ειδικότερα τους φόβους του για στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας, ο Ιωαννίδης και Μπονάνος αντέτειναν πως δεν πρόκειται να επέμβει κανένας διότι «υπήρχε κάλυψη» υπονοώντας πως η «κάλυψη» αυτή είχε παρασχεθεί από την Αμερική!!

Σύμφωνα με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής « οι ΗΠΑ συμμετείχαν ενεργά στη λήψη της απόφασης για ανατροπή του Μακαρίου, διαβεβαιώνοντας τον Ιωαννίδη ότι δεν θα επενέβαινε η Τουρκία και ότι γι’ αυτές θα ήταν επιθυμητή η απομάκρυνση του Μακαρίου από την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί ήταν επικίνδυνος για την ασφάλεια της Δύσης,…..».

«Αλέξανδρος εισήχθη εις κλινικήν». Με αυτό το άκρως απόρρητο κωδικοποιημένο σήμα η ηγεσία της χούντας ενημερωνόταν λίγα λεπτά πριν της οκτώ το πρωί της 15ης Ιουλίου από τους συνδέσμους της στη Λευκωσία ότι ετίθετο σε εφαρμογή το σχεδιασμένο από καιρό πραξικόπημα κατά του λαοφιλούς Προέδρου της Μεγαλονήσου. Το πραξικόπημα επέτυχε, ο Μακάριος όμως κατάφερε να διαφύγει, αρχικά στη Πάφο και αργότερα εκτός Κύπρου.

Η Τουρκία βέβαια καραδοκούσε, περιμένοντας μόνο την αφορμή που της την έδωσε η  Χούντα των Αθηνών με την ανατροπή του Μακαρίου, η οποία συντελέστηκε με την προτροπή και τις ευλογίες των ΗΠΑ και με την πλήρη ανοχή της Αγγλίας.

Οι χουντικοί θεωρούσαν πως πρώτος εχθρός ήταν ο Μακάριος και έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί ή έστω να ανατραπεί. Έτσι όμως «αποφασίζοντας και διατάσσοντας», ενεργούσαν σε πλήρη και σαφή γνώση ότι έδιναν στους Τούρκους την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους και να δημιουργήσουν πολεμική σύρραξη με τη σύμμαχο χώρα, καθώς και κατάσταση επικείμενου πολέμου με την Ελλάδα.

Το πεδίο ήταν πλέον ανοικτό για την τουρκική επέμβαση! Η διαταγή για την εκκίνηση των πλοίων του Τουρκικού στόλου από τις τουρκικές ακτές δόθηκε από τον Αρχηγό του Τουρκικού Στρατού, το απόγευμα της 19-07-1974. Η απόβαση των Τούρκων στη Μεγαλόνησο ξεκινούσε. Κι όμως ο αρχηγός ΓΕΕΦ ταξίαρχος Γεωργίτσης, χαρακτήρισε την ενέργεια των Τούρκων όχι ως απόβαση,  ΑΛΛΑ ΩΣ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ,  με άλλα λόγια ως «άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος της Τουρκίας!».

Ο «ΑΤΤΙΛΑΣ Ι» είχε πλέον ξεκινήσει, καθώς όπως σημείωνε πριν από 2400 χρόνια ο Θουκυδίδης: «Στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν».

Δυστυχώς και η φετινή επέτειος, θα περάσει –ως συνήθως- απαρατήρητη, και δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθούμε το γιατί. Το πραξικόπημα και η  « κατάλυση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας» από την Αθήνα, σύμφωνα με την επίσημη καταγγελία του προέδρου Μακαρίου στις 19-07-1974 στον ΟΗΕ, κατέδειξε με το ασφαλέστερο δυνατό τρόπο τη συμπληρωματικότητας των εκατέρωθεν εθνικισμών και τη δομική ευθύνη της ελληνικής εθνικοφροσύνης για μια καταστροφική εξέλιξη που ρήμαξε τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, δύσκολα όμως  θα περνούσε στο επίσημο εορτολόγιο.

Ο σκοπός των εθνικών επετείων γνωστός…Η τόνωση της εθνικής έπαρσης, της συλλογικής αυτοπεποίθησης, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις ηγεσίες τους, στ’ όνομα του εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να προάγεται η αμφιβολία για τις προθέσεις και την αποτελεσματικότητα των εκάστοτε κυβερνώντων, στη κατεύθυνση δε αυτή δεν συνάδει η προαγωγή της αμφιβολίας για τις προθέσεις και την αποτελεσματικότητα επιλογών των οιανδήποτε ηγεσιών, ποσό δε μάλλον η προβολή της απόλυτης ευθύνης τους στη πρόκληση εθνικών καταστροφών. Δυστυχώς…

Στην ίδια κατεύθυνση και η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ. Δεν «πουλάει» η επέτειος του πραξικοπήματος, δεν πουλάει η προδοσία της Κύπρου, καμία αναφορά, καμία προβολή, καμία αναδρομή στο παρελθόν…

Στην Κύπρο όμως «δεν ξεχνάμε». Και το δεν ξεχνάμε δηλώνει τη σταθερή και απαράγραπτη δέσμευση μας για αγώνα κατά του φασισμού που αιματοκύλισε τον τόπο μας, κατά εκείνων των διεθνών δυνάμεων που επιδίωξαν τον παραμερισμό και την εξόντωση του Μακαρίου, αλλά και κατά όλων εκείνων των συνεργών τους σε Ελλάδα και Κύπρο. Καθήκον μας είναι να υπενθυμίζουμε στους παλαιότερους και να μαθαίνουμε στους νεότερους ποιοι ήταν οι υπαίτιοι της καταστροφής της Κύπρου που προκάλεσε το δίδυμο έγκλημα του προδοτικού πραξικοπήματος και της βάρβαρης Τουρκικής εισβολής. 

Άλλως…όπως λέει και ο Ισπανός φιλόσοφος Santayana George «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» !

*Ο Ανδρέας Χρίστου είναι Οικονομολόγος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.