Η προοδος της ιατρικης μετα τον Μεσαιωνα

Η επίσκεψη της Κλειώς

Αναμφίβολα, η μεγάλη αλλαγή στην ιατρική επιστήμη προήλθε με την εφεύρεση του εμβολιασμού από τον Έντουαρντ Τζέννερ στα τέλη του 18ου αιώνα. Αυτή η πρακτική, μαζί με την πρόοδο στη χημεία και την υγιεινή, και συνάμα κάποιες άλλες εφευρέσεις, στάθηκαν η αιτία που οι γιατροί κατάφεραν να απελευθερωθούν από τον απόλυτο ενστερνισμό για τις ασθένειες του δόγματος της χυμοπαθολογίας του Γαληνού και του Ιπποκράτη. Η μακρά αυτή πορεία της αλλαγής, η οποία ξεκίνησε το 1796 με τον δαμαλισμό του Τζέννερ έφθασε στην κορύφωσή της με την ανακάλυψη της πενικιλίνης το 1928 από τον Αλεξάντερ Φλέμινγκ.

Η αμφισβήτηση του γαληνισμού, ο οποίος πρέσβευε, εκτός από τη θεωρία των χυμών του Ιπποκράτη, και την προσήλωση στα συγγράμματα αντί για τη θεραπεία μέσω της παρατήρησης και της ψηλάφησης του αρρώστου, ξεκίνησε στα τέλη του Μεσαίωνα από τον Ελβετό αλχημιστή Παράκελσο ο οποίος πρέσβευε, σε αντίθεση με τον Ιπποκράτη, ότι η ασθένεια προκαλείται όχι εξαιτίας της ανισορροπίας των χυμών, αλλά εξαιτίας ενός περιβαλλοντικού εξωγενούς παράγοντα. Στη συνέχεια άνθρωποι όπως ο Φλαμανδός ανατόμος Αντρέας Βεσάλιος, ο Ουίλιαμ Χάρβεϋ με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος το 1628, αλλά και οι ανακαλύψεις  των χημικών Λαβουαζιέ, Πρίστλεϊ και Μπερζέλιους, οι οποίοι βρήκαν ότι τα στοιχεία δεν ήταν μονάχα τέσσερα, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, αλλά περισσότερα, έθεσαν τις βάσεις για την επιστημονική επανάσταση του 19ου αιώνα.

 Έτσι, παράλληλα με τις ανακαλύψεις του Τζέννερ γύρω από τον εμβολιασμό, προχωρούν και τα νέα νοσοκομεία και οι νεκροτομές της Σχολής του Παρισιού κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Στα νέα νοσοκομεία και στις σπουδές των γιατρών, προτεραιότητα έχουν πλέον η παρατήρηση και η εξέταση των ασθενών, αν και η θεραπεία, χωρίς την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, παραμένει ακόμη αναποτελεσματική σε αυτή τη φάση.

Τη σκυτάλη στην υγειονομική επανάσταση που ξεκίνησε στο Παρίσι, παίρνει κατόπιν το Λονδίνο, στο οποίο ο Έντγουιν Τσάντγουικ προσπάθησε να φέρει το τρεχούμενο νερό και την αποχέτευση σε όλα τα σπίτια, ρίχνοντας έτσι κατακόρυφα τον δείκτη μετάδοσης των λοιμωδών νοσημάτων. Σε αυτό του το έργο βοηθήθηκε από τον Τζορτζ Τζέννινγκς, ο οποίος το 1852 ανακάλυψε το καζανάκι. 

Χάρη στις υγειονομικές μεταρρυθμίσεις, επομένως, του Τσάντγουικ και των συνεργατών του, με τις πλακοστρώσεις των δρόμων και την αποχέτευση, οι οποίες μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά τις αγγλικές πόλεις τον 19ο αιώνα από ρυπαρούς οχετούς σε βιώσιμες εστίες, η Μεγάλη Βρετανία έγινε η πρώτη χώρα στην οποία ως το 1860 είχε εξαλειφθεί η χολέρα. Επιπροσθέτως, μαζί με τη βελτίωση της διατροφής, οι γυναίκες άρχισαν να κατανοούν και να εφαρμόζουν στα σπίτια τους τις βασικές αρχές της καθαριότητας, με αποτέλεσμα τη γενικότερη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής. Μια σειρά από νέες ανακαλύψεις τώρα έμελε να οδηγήσει στην απόδειξη της ύπαρξης των μικρών παθογόνων οργανισμών, των μικροβίων, των βακτηριδίων και των ιών.

Η αρχή έγινε ήδη από τον 18ο αιώνα, χάρη σε έναν βιοτέχνη υφασμάτων, τον Ολλανδό Λέβενχουκ, ο οποίος ήθελε να εξετάζει καλύτερα την ποιότητα των υφασμάτων που πουλούσε από ό,τι μπορούσε να το κάνει με έναν μεγεθυντικό φακό. Έτσι, εφηύρε ο ίδιος έναν φακό ο οποίος μεγέθυνε το αντικείμενο 275 φορές περισσότερο από έναν κοινό μεγεθυντικό φακό. Επειδή ο Λέβενχουκ διακατεχόταν παράλληλα και από επιστημονικές ανησυχίες, παρατήρησε επίσης με τη νέα του εφεύρεση και διάφορους μονοκύτταρους οργανισμούς. Αυτοί δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι,  και τους ονόμασε «ζωάρια». Ο Άγγλος γιατρός Τζον Σνόου συνέδεδε κατόπιν την ύπαρξη αυτών των «ζωαρίων» με την ύπαρξη και την εκδήλωση της χολέρας.

Ο Γερμανός εφευρέτης Ρόμπερτ Κοχ, ο οποίος απομόνωσε τον βάκιλο της φυματίωσης το 1882 και διεξήγαγε εκτεταμένες έρευνες πάνω στην ασθένεια του άνθρακα που έπληττε κυρίως τα οικόσιτα ζώα

Ξεχωριστή  —όσο και άτυχη—  περίπτωση στην ιστορία της ιατρικής αποτελεί ο Ούγγρος γυναικολόγος Σέμμελβαϊς. Αυτός δούλευε στα μέσα στο 19ου αιώνα στο Νοσοκομείο της Βιέννης και παρατήρησε κάτι πολύ σημαντικό σχετικά με τον επιλόχειο πυρετό στις λεχώνες, ο οποίος σκότωνε πολλές από αυτές. 

Στο νοσοκομείο αυτό, λοιπόν, οι γέννες γίνονταν σε δύο τμήματα: στο πρώτο τμήμα, όπου στους τοκετούς παρίσταντο γιατροί και φοιτητές ιατρικής οι οποίοι εκτελούσαν και νεκροτομές και στο δεύτερο τμήμα, όπου τους τοκετούς αναλάμβαναν μαίες. Ο Σέμμελαβαϊς παρατήρησε ότι το ποσοστό των γυναικών που νοσούσαν και κατέληγαν από επιλόχειο πυρετό στο πρώτο τμήμα ήταν 20%, ενώ στο δεύτερο μόνο 2%. Έτσι, συμπέρανε ότι οι οι γιατροί κουβαλούσαν μαζί τους κάποια άγνωστα ζωάρια από τα πτώματα, τα οποία μεταβίβαζαν στις γυναίκες, με αποτέλεσμα αυτές να μολύνονται και να πεθαίνουν μετά τη γέννα. Έβαλε, λοιπόν, τους γιατρούς να απολυμαίνουν τα χέρια τους προτού ξεγεννήσουν τις γυναίκες και η θνησιμότητα έπεσε κατευθείαν στο 1,3%.

Επειδή όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν αυτά τα ζωάρια των πτωμάτων που ευθύνονταν για τις μολύνσεις, χλευάστηκε ως τσαρλατάνος και αποπέμφθηκε από το νοσοκομείο. Για την ιστορία να πούμε ότι ο Σέμμελβαϊς επέστρεψε στη Βουδαπέστη. Εκεί προσπάθησε να εφαρμόσει τις νέες μεθόδους του, αλλά πάντα μυστικά και με τον φόβο του χλευασμού από τους γύρω του, με αποτέλεσμα να πάθει νευρικό κλονισμό και να χάσει τη ζωή του σε άσυλο φρενοβλαβών μετά από ξυλοκόπημα που υπέστη από τους νοσηλευτές του.

Οι ιδέες του Σέμμελβαϊς βρήκαν, όμως, πρόσφορο έδαφος στα τέλη του 19ου αιώνα χάρη στον Βρετανό χειρουργό Τζόζεφ Λίστερ. Αυτός μετά από τις ανακαλύψεις του Κοχ και του Παστέρ, εφάρμοσε ευρέως την ιδέα της αντισηψίας στη χειρουργική, σώζοντας πολλούς ασθενείς από μετεγχειρητικές επιπλοκές που οφείλονταν σε μικροβιακή μόλυνση –η αναισθησία με αιθέρα και υποξείδιο του αζώτου εφαρμοζόταν ευρέως ήδη από το 1840.

Τελειώνοντας, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε σε δύο κορυφαίες μορφές της ιατρικής του 19ου αιώνα: στον Γερμανό Ρόμπερτ Κοχ, ο οποίος απομόνωσε τον βάκιλο της φυματίωσης το 1882 και διεξήγαγε εκτεταμένες έρευνες πάνω στην ασθένεια του άνθρακα που έπληττε κυρίως τα οικόσιτα ζώα, και στον Γάλλο Λουί Παστέρ ο οποίος εφηύρε τη  μέθοδο παστερίωσης των τροφίμων με θέρμανση σε κατάλληλη θερμοκρασία και απέδειξε περαιτέρω την ύπαρξη μικροοργανισμών ως υπεύθυνους για τις επιδημίες.

Βέβαια, ακόμη και η ανακάλυψη των μικροβίων δεν βοήθησε πρακτικά στη θεραπεία των λοιμωδών νόσων, όπως έγινε άμεσα στη χειρουργική. Μέχρι την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, και αν εξαιρέσει κανείς τις ασθένειες που καταπολεμούνταν με εμβολιασμό, οι γιατροί παρέμεναν ουσιαστικά ανίσχυροι μπροστά σε έναν άνθρωπο που έχανε τη ζωή του από χολέρα, δυσεντερία, πανώλη και άλλες τέτοιες φοβερές ασθένειες που στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη ως τις μέρες μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

—Isaak Asimov, «Το χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων», ΠΕΚ

—Frank M. Snowden, «Επιδημίες και κοινωνία, Από τον Μαύρο Θάνατο μέχρι σήμερα», εκδ. Πατάκη, 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.