Η πολιτικη πολωση και τα ορια της δημοκρατιας στις ΗΠΑ

«Αν πριν είκοσι πέντε χρόνια μιλούσε κάποιος για μια χώρα όπου οι υποψήφιοι απειλούν να κλείσουν στη φυλακή τους αντιπάλους, όπου εκτοξεύονται αμοιβαίες κατηγορίες για νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, ή για πρόθεση εγκαθίδρυσης δικτατορίας, όπου κόμματα που διαθέτουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο παραπέμπουν προέδρους, ασφαλώς το μυαλό σας δεν θα πήγαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής», έγραφαν το 2018 στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2018), οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, διδάσκοντες στο Χάρβαρντ.

Σε ποιον βαθμό είναι πολωμένη κομματικά η αμερικανική κοινωνία;

«Το 1960 στο ερώτημα πώς θα αισθάνονταν αν ένα παιδί τους παντρευόταν κάποιον ή κάποια που υποστήριζε άλλο κόμμα από το δικό τους, μόνον το 4% όσων ψήφιζαν Δημοκρατικούς και το 5% όσων ψήφιζαν Ρεπουμπλικάνους απαντούσε “δεν θα μας άρεσε καθόλου”. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2010, πενήντα χρόνια αργότερα, είχαν διαμορφωθεί σε 33% και 49% αντιστοίχως. Με άλλα λόγια το να υποστηρίζει κάποιος τους Δημοκρατικούς ή τους Ρεπουμπλικάνους είχε πάψει να είναι μια απλή επιλογή και είχε γίνει ζήτημα ταυτότητας. Το 2016, εξάλλου, έρευνα που έγινε από το Ίδρυμα Pew έδειξε ότι το 49% των Ρεπουμπλικάνων και το 55% των Δημοκρατικών δηλώνουν πως “φοβούνται” τους οπαδούς του αντιπάλου κόμματος. Τα ποσοστά αυτά μάλιστα είναι ακόμη πιο ψηλά, 62% και 70% αντιστοίχως, μεταξύ αυτών που δηλώνουν έντονα πολιτικοποιημένοι».

Παρά τον βαθμό όμως πόλωσης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, τα τελευταία γεγονότα στοχοποίησης του Ντόναλντ Τράμπ εντυπωσιάζουν για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι αποτελεί πρωτοφανή ενέργεια η εισβολή πρακτόρων του FBI σε κατοικία τέως προέδρου με σκοπό μάλιστα να του προσάψουν την κατηγορία της κατασκοπείας, ώστε να καταστεί αδύνατη η εκ νέου υποψηφιότητά του για το αξίωμα του προέδρου στις επόμενες προεδρικές εκλογές, αλλά και να επηρεαστεί αρνητικά το εκλογικό σώμα σε βάρος των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.

Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που το «βαθύ κράτος» επιτίθεται στον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό συμβαίνει από την πρώτη ημέρα της εκλογής του το 2016, με την επίκληση της ρωσικής ανάμειξης στις προεδρικές εκλογές –που κανένας δεν πήρε στα σοβαρά. Ας μην ξεχνάμε και τη διαπόμπευσή του από τους Δημοκρατικούς, με το ερώτημα της καθαίρεσής του με ένα έωλο κατηγορητήριο χωρίς καμιά βαρύτητα, που, ενώ δεν είχε καμία τύχη λόγω της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, τέθηκε για να διαμορφώσει εντυπώσεις και να τον απαξιώσει στη συνείδηση του εκλογικού σώματος. Το αποκορύφωμα ήταν το πάγωμα των λογαριασμών του κοινωνικής δικτύωσης ενόσω ήταν ακόμη πρόεδρος των ΗΠΑ, πριν παραδώσει δηλαδή την εξουσία στον Μπάιντεν. Διανοείστε το επίπεδο της δημοκρατίας όταν αφαιρείται από τον πρόεδρο η δυνατότητα να εκφράσει την οποιαδήποτε άποψή του χωρίς απόφαση θεσμικού οργάνου;

Με τον Μπάιντεν ο κόσμος θα πρέπει να αισθάνεται περισσότερο ανασφαλής παρά ποτέ. Διότι από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε, κάθε δήλωσή του για τη Ρωσία και την Κίνα προσομοιάζει με πολεμική απειλή, ενώ πριμοδοτεί με κάθε τρόπο τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποτρέποντας ειρηνικές συγκλίσεις μεταξύ των εμπολέμων με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη. Εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί είναι η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει στις τάξεις της τους ίδιους νεοσυντηρητικούς που είχαν υπεραμυνθεί των πολέμων των ΗΠΑ και έκαναν τόσα για να προκαλέσουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία

Αξιοποιείται η είσοδος οπαδών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021, ώστε να αποτραπεί η υποψηφιότητά του στις επόμενες εκλογές, κυρίως όμως να αποδυναμωθεί το προβάδισμα των Ρεπουμπλικάνων στις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, διότι η επικράτησή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων ή στη Γερουσία ή και στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα που σήμερα επικρατούν οι Δημοκρατικοί, θα αποδυναμώσει, μέχρι και θα καταστήσει ανίσχυρο, τον πρόεδρο Μπάιντεν. Όμως θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα αντιδρούσε στη νίκη του αντιπάλου του, αφού η δική του νίκη το 2016 είχε αμφισβητηθεί από την πρώτη ημέρα με την επίκληση της ρωσικής ανάμειξης. Όσον αφορά την εισβολή καθεαυτή ωςαντιδημοκρατική πράξη, θυμάται οαμερικανικός λαός πόσα κοινοβούλια κρατών έχουν καταλύσει οι ΗΠΑ παγκοσμίως στο όνομα των συμφερόντων τους, επιβάλλοντας δικτατορίες; Όμως, όταν η πολιτική μιας χώρας, των ΗΠΑ εν προκειμένω, διαμορφώνει τέτοιες νοητικές αντιλήψεις στον λαό της, ότι η κατάλυση ενός κοινοβουλίου μπορεί να συνάδει με την επιβολή του «δικαίου», δεν είναι αναμενόμενο και η ίδια να υποστεί τις ίδιες συνέπειες;

Η προεδρία Τραμπ, η μικρότερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη

Δεύτερον, το συμπέρασμα που βγαίνει για τον Ντόναλντ Τραμπ από την πρώτη ημέρα της εκλογής του μέχρι σήμερα, παρά τις ιδιομορφίες της συμπεριφοράς του και τη ρητορική του που τον καθιστούσαν έως και αντιπαθή, είναι ότι δεν μπόρεσε ποτέ το βαθύ κράτος των ΗΠΑ να τον χειραγωγήσει πλήρως, γι’ αυτό τον στοχοποιεί συνεχώς. Αν κάνουμε μια αναδρομή στους προέδρους των ΗΠΑ, από το πέρας του Ψυχρού Πολέμου μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι η προεδρία Τραμπ υπήρξε κυριολεκτικά η μικρότερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη σε αντίθεση με όλους τους άλλους. Με τους Μπους, πατέρα και γιο, είχαμε τους δύο πολέμους του Κόλπου, την εισβολή και την κατοχή του Αφγανιστάν. Με τον πρόεδρο Κλίντον την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη σταδιακή επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, κατά παράβαση της συμφωνίας με τον Γκορμπατσόφ για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ «ούτε ένα εκατοστό». Με τον πρόεδρο Ομπάμα, που εξυμνείται, την Αραβική Άνοιξη με τη διάλυση της Λιβύης και της Συρίας, την επάνοδο της δικτατορίας στην Αίγυπτο, με την εξόντωση του πρώτου εκλεγμένου προέδρου της χώρας, Μόρσι, και τα μαζικά εγκλήματα εναντίον αντιφρονούντων διαδηλωτών, κυρίως όμως το πραξικόπημα στην Ουκρανία, προπομπό του σημερινού πολέμου.

Με τον Μπάιντεν ο κόσμος θα πρέπει να αισθάνεται περισσότερο ανασφαλής παρά ποτέ. Διότι από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε, κάθε δήλωσή του για τη Ρωσία και την Κίνα προσομοιάζει με πολεμική απειλή, ενώ πριμοδοτεί με κάθε τρόπο τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποτρέποντας ειρηνικές συγκλίσεις μεταξύ των εμπολέμων με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη.  Την ίδια λογική υπηρετεί και η συμφωνία AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας, Αυστραλίας που στοχεύει την Κίνα. Εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί είναι η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει στις τάξεις της τους ίδιους νεοσυντηρητικούς που είχαν υπεραμυνθεί των πολέμων των ΗΠΑ στη Σερβία (1999), στο Αφγανιστάν (2001), στο Ιράκ (2003), στη Συρία (2011), στη Λιβύη (2011) και έκαναν τόσα για να προκαλέσουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Αντίθετα, επί προεδρίας Τραμπ, παρά τις λεκτικές του υπερβολές, δεν διασαλεύτηκαν οι υφιστάμενες τότε ισορροπίες. Απεναντίας υπήρξε διάθεση γεφύρωσης των αντιθέσεων με τη Ρωσία, πολιτική για την οποία είχε κατηγορηθεί, ενώ δεν δίστασε να συναντηθεί δύο φορές και με τον βορειοκορεάτη πρόεδρο, παραβιάζοντας τη συντηρητική πολιτική του βαθέως κράτους. Ποιο είναι το «βαθύ κράτος» στις ΗΠΑ; Μας το λέει ακροθιγώς ο Τζέφρι Σακς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, πρόεδρος του δικτύου λύσεων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, κ.ά., στο άρθρο του «Τα κενά στην αφήγηση της Δύσης για τη Ρωσία και την Κίνα» («Η Καθημερινή», 28/8/2022): «Η στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ», σημειώνει, «δεν είναι έργο ενός και μόνον προέδρου, αλλά του αμερικανικού κατεστημένου ασφαλείας, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο και λειτουργεί πίσω από ένα πέπλο μυστικότητας», από το οποίο παρέκκλινε ο Τραμπ.

Αλεξανδρούπολη, 15/8/2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.