Η παρακαταθηκη του σοφου Κομοτηναιου

Του πατέρα Δημήτριου Βασιλειάδη

Ο εορτασμός της εκαστοστής επετείου της απελευθέρωσης της Κομοτηνής και του τμήματος της Θράκης, που ανήκει σήμερα στην Ελληνική επικράτεια αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία προβολής των προσωπικοτήτων που ανέδειξε η περιοχή αυτή, της προσφοράς και της πολύτιμης παρακαταθήκης που μας κληροδότησαν. Ανάμεσα στις προσωπικότητες αυτές κορυφαία θέση κατέχει ο ΚομοτηναίοςΣτίλπων Κυριακίδης, (1887-1964) Τακτικός Καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον οποίο πολύ ενωρίς αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός του σοφού.

Ο Στίλπων Κυριακίδης, που φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ήτο μαθητής του Νικολάου Πολίτη.Μετά από σύντομη θητεία στη Μέση Εκπαίδευση διορίστηκε συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού και στη συνέχεια Διευθυντής Λαογραφικού Αρχείουτης Ακαδημίας Αθηνών. Το 1926 διορίσθηκε τακτικός Καθηγητής στην έδρα της Θρησκείας των Αρχαίων Ελλήνων, του Ιδιωτικού Βίου των Αρχαίων και της Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής, της πρώτης Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διετέλεσε τρείς φορές Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και δύο φορές (το 1934 και το 1942) Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συγκαταλέγεται μεταξύ των ιδρυτών το 1939 της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών της οποίας προήδρευσε από το 1940 μέχρι τον θάνατο του (1964)! Το 1947 εξελέγη Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1957 απεχώρησε λόγω ορίου ηλικίας από το Πανεπιστήμιο ως Ομότιμος Καθηγητής χωρίς να εγκαταλείψει την επιστημονική του δραστηριότητα. Απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 1964. Παρήγαγε ογκωδέστατο συγγραφικό επιστημονικό έργο το οποίο περιλαμβάνει 819 δημοσιεύματα (αυτοτελή έργα, άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, υπηρεσιακές εκθέσεις, σημειώματα, βιβλιοκρισίες, άρθρα σε εγκυκλοπαιδικά λεξικά, νεκρολογίες). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για του Θρακιώτες έχουν τα δημοσιεύματα του για τη Θράκη. Διετέλεσε επίσης επιμελητής της εκδόσεως σπουδαίων επιστημονικών περιοδικών, της Λαογραφίας (1920-1951), των Μακεδονικών (1841-1964), των Ελληνικών (1852-1864) και άλλων.

Από την παραπάνω «επί τροχάδην» αναφορά στην σταδιοδρομία και το έργο του Στίλπωνος Κυριακίδη, τους λόγους που εκφωνήθηκαν κατά τον εορτασμόν της εικοσιπενταετούς πανεπιστημιακής διδασκαλίας του, που έγινε στις 10 Νοεμβρίου 1951 και οι οποίοι δημοσιεύθηκαν στον τόμο «Προσφορά εις Στίλπωνα Π. Κυριακίδην» Παράρτημα 4 των Ελληνικών Θεσσαλονίκη 1953 και το άρθρο του ΚομοτηναίουΚαθηγητού του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεωργίου Θεοχαρίδη, που δημοσιεύθηκε στα «Μακεδονικά» αμέσως μετά τον θάνατο του Κυριακίδη, αποδεικνύεται πόσο ορθός είναι ο χαρακτηρισμός του ως σοφού. Γι’αυτό τον λόγο είναι εξαιρετικά ωφέλιμη η δημοσίευση και προβολή της παρακαταθήκης αυτού και λαμπρού γόνου της Κομοτηνής που εκτίθεται στον λόγο που εξεφώνησε ευχαριστώντας κατά τον εορτασμό της 10ης Νοεμβρίου 1951 και ο οποίος περιλαμβάνεται στον τόμο που προαναφέρθηκε, και τον οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ κ. ΣΤΙΛΠΩΝΟΣ Π. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ

Κύριε Πρύτανι, κύριε Κοσμήτορ, κύριοι συνάδελφοι, αγαπητοί μου μαθηταί και μαθήτριαι, κυρίαι και κύριοι, 

Ο Ιεροκλής εις τον Φιλόγελών του διηγείται ότι κάποτε ένας σχολαστικός, και σχολαστικοί είμεθαόλη η συντεχνία των φιλολόγων, τουλάχιστον κατά τοόνομα, και κάποτε κάποτε και κατά το πράγμα, είχε το ατύχημα να τουαποθάνη το μικρό του παιδάκι. Το πράγμα επληροφορήθησαν οι πολυάριθμοι φίλοι του και έτρεξαν διά την κηδείαν. Ο σχολαστικός ιδών το πλήθος είπε : «Αισχύνομαι εις τοσούτονόχλον μικρόν παιδίονπροσφέρειν», δηλαδή «έντρέπομαι εις τόσον πλήθος να παρουσιάσω ένα τόσο μικρό παιδάκι ». Το ίδιον αίσθημα έχω και εγώ τώρα. Ομολογώ ότι εντρέπομαι, διότι έξω από τα είκοσι πέντε χρόνια τής καθηγεσίας μου δεν έχω να παρουσιάσω κάτι γενναιότερου από ό,τι έως τώρα έκαμα, διά να είμαι πράγματι άξιος της τιμής, την οποίαν σήμερον μου αποδίδετε. Δι’ αυτό καιηθέλησα νααποφύγω την δοκιμασίαν αυτήν, αλλ’ εις το τέλος ηναγκάσθην να υποταχθώ εις την απόφασιν της Σχολής. Φωνή γάρ Σχολής, φωνή Θεού. Πάντως ευχαριστώ θερμότατα τους κυρίους συναδέλφους δια την μεγάλην τιμήν, της οποίας μεηξίωσαν, και διά τους καλούς λόγους, τους οποίους ήκουσα διά του στόματος του κ. Κοσμήτορος και του αγαπητού συναδέλφου κ. Κακριδή, και εύχομαι εις όλους νααξιωθούν να φθάσουν τα είκοσι πέντε χρόνια τής πανεπιστημιακής διδασκαλίας, τα όποια έφθασα εγώ, και να τιμηθούν και αυτοί επαξίως τουεπιστημονικού των ζήλου και των κόπων, τους οποίους καταβάλλουν διά την μόρφωσιν των νεωτέρων ελληνικών γενεών. Ευχαριστώ επίσης θερμώς και τον κ. Πρύτανιν διά την μεγάλην τιμήν, την οποίαν μου έκαμε, συμμετέχουν ως κεφαλή του Πανεπιστημίου εις την τιμητικήντελετήν της Σχολής, καθώς και πάντας τους λοιπούς παρισταμένους, των οποίων την παρουσίαν θεωρώ μεγάλην δι’ εμέ τιμήν. Ευχαριστώ θερμώς καιτους αγαπητούς μου μαθητάς, παλαιούς και νέους, των όποιων οι λόγοι μεσυνεκίνησαν βαθύτατα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερα ικανοποίησις διά ένα διδάσκαλοναπό του να τον ενθυμούνται μεαγάπην οι μαθηταί του και να ομολογούν ότι κάτι ωφελήθησαναπ’ αυτόν. 

Ευχαριστώ τέλος τους συναδέλφους εν τωΔιοικητικώΣυμβουλίω της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών διά την απόφασιν να μετιμήσωσι διά τιμητικού τεύχους, εύχομαι δ’ όπως οι αγώνες αυτών διά την πρόοδον της Μακεδονίας φθάσωσιν εις ταχύ και αίσιον τέλος.
 
Μετά τας πολλάς αυτάς ευχαριστίας θα έπρεπε να παύσω να ομιλώ, διότι αρκετά έως τώρα απησχολήθητε με τοπρόσωπόν μου, αλλ’ αισθάνομαι την ανάγκην να εξομολογηθώ μερικά πράγματα, σχετικά με το μικρόν μου έργον, τοοποίον με τόσην επιείκειανεκρίθη σήμερον, τα όποια φυσικά δεν ηδύναντο να γνωρίζουν και ναείπουν οι περί αυτούομιλήσαντες, όχι βέβαια διά να τοεξάρωή να τοελαττώσω, αλλά μόνον διά να το εξηγήσω, ιδίως εις τους μαθητάς και τας μαθήτριας μου, και διά νααποτίσω και εγώ με την σειράν μου την στιγμήν αυτήν, κατά την οποίαν τιμώμαι, φόρον τιμής εις εκείνους, οι όποιοι συνετέλεσαν εις αυτό. Όσα θαείπωας τα θεωρήσουν ούτοι ως εν τελευταίον μικρόν μάθημα, το όποιον είναι ενδεχόμενον να τους ωφελήση εις την επιστημονικήν των σταδιοδρομίαν και την ζωήν των.

Ό,τι έως τώρα έκαμα πιστεύω ότι οφείλεται εις τρία τινά, εις την προσήλωσιν εις το καθήκον, εις την αγάπην προς την επιστήμην και εις την αγάπην προς την πατρίδα μας, την Ελλάδα. 

Το πρώτον οφείλω εις την μητέρα μου. Χηρεύσασα εις ηλικίαν 29 ετών, αφωσιώθη εις την ανατροφήνμου. Μεηγάπα εις βαθμόν, ημπορώ ναείπω, παθολογικόν, ο οποίος και όταν ακόμη έφθασα εις τοκατώφλιον του γήρατος, καθίστατο πολλάκις δι’ εμέ βασανιστικός. Εν τούτοις παρ’ όλην αυτής την παθολογικήναγάπην ήτο σκληρά καιαμείλικτος, όταν επρόκειτο διά την εκτέλεσιν των καθηκόντων μου. Ούτως από παιδικής ηλικίας ηεκτέλεσις τού καθήκοντος απέβη δι’ εμέ έξις, η οποία εξηκολούθησε κατόπιν εις όλην μου την ζωήν. Επειδή δε φυσικά ηεκτέλεσις του καθήκοντος σημαίνει εργασίαν, ηεργασία απέβη δι’ εμέ κάτι τοαυτονόητον εις την ζωήν∙ έλαβε, δύναμαι ναείπω, τον χαρακτήρα ενστίκτου. Διά τον λόγον αυτόν και δεν μεεκούρασε ποτέ. Δεν ενθυμούμαι να έπαθα ποτέ από την ασθένειαν, η οποία κατήντησε σήμερον τού συρμού, την λεγομένηνυπερκόπωσιν. Διά τον λόγον αυτόν επίσης και δεν διελάλησα ποτέ την εργασίαν μου, διά νααξιώσω δικαιώματα δι’ αυτήν. Ποτέ δεν είπα αυτό, το οποίον ακούω πολλάκις να λέγουν μερικοί: «Εγώ, κύριε, εργάσθηκα και έχω δικαιώματαγι’ αυτό ή για κείνο το πράγμα». Η εργασία υπήρξε δι’ εμέ αναγκαία και φυσική εκδήλωσις της ζωής, υπήρξε, ούτως ειπείν, φυσική λειτουργία, όπως το να τρώγω και νακοιμώμαι. 

Η πίστις επίσης καιηαφοσίωσις εις το καθήκον, εις τε τοδιδακτικόν, τοπανεπιστημιακόν και τοεπιστημονικόν, με έφερε πολλάκις εις την δυσάρεστονθέσιν να δυσαρεστήσω αρκετούς, τους οποίους άλλως δεν υπήρχε λόγος να δυσαρεστήσω. Δεν απέφυγα την δυσαρέσκειαν, διότι ούτως επέβαλλε το καθήκον.
Αλλ’ ηεκτέλεσις απλώς του καθήκοντος καιη εργασία αποβαίνουν πολλάκιςστείραι και άγονοι διά την επιστήμην, όταν δεν συνοδεύωνται καιαπό την αγάπην προς αυτήν. Διότι επιστήμη δεν είναι απλή συσσώρευσις γνώσεων, αλλ’ η αγάπη προς την αλήθειαν και την ανίχνευσίν της, διά τούτο και οι αρχαίοι ωνόμασαν αυτήν με τογενικόν όνομα φιλοσοφίαν. Διότι μόνον η αγάπη είναι δύναμις ενεργός και γόνιμος. Την αγάπην αυτήν οφείλω εις το παράδειγμα των διδασκάλων μου εν τωΠανεπιστημίω των Αθηνών. Είχον το ευτύχημα να έχω διδασκάλους μεγάλους επιστήμονας, ίσως τους μεγαλυτέρουςαπό όσους έχει ναδείξηη πατρίς μας, τον Βάσην, τον Λάμπρον, τον Τσούνταν, τον Χατζιδάκινκαι τον Πολίτην. Ο θαυμασμός προς το μέγα αυτών επιστημονικόν έργον καιηαγάπη, την όποιαν εδείκνυον οι ίδιοι προς την ανίχνευσιν της αληθείας, εγέννησαν και εις την ψυχήν μου την ιδίαν αγάπην προς τους κλάδους, τους οποίους εκαλλιέργουν. Ιδιαιτέρως όμως εκείνος, οοποίος απετέλεσε δι’ εμέ παράδειγμα μιμήσεως, υπήρξενο χαλκέντερος ερευνητής του βίου του ελληνικού λαού, ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλός μου αείμνηστος Νικόλαος Πολίτης. Αυτός, λαβών αφορμήν από μίαν μικράν φοιτητικήν μου εργασίαν, μεενεθάρρυνεν εις τας επιστημονικάς μου τάσεις, αυτός μου ενέπνευσε την αγάπην προς την έρευναν, αυτός μ’ εχειραγώγησε και μεεδίδαξε πολλά κατόπιν ως φίλος πλέον και πνευματικός πατήρ, όταν συνειργαζόμην μαζί του εις την βιβλιογραφίαν και την κατάταξιν των ασμάτων. Εις αυτόν οφείλω την σταθεράντροπήν μου προς τον κλάδον, τον όποιον αυτός ανέδειξεν εις επιστήμηνεν Ελλάδι, εννοώ την λαογραφίαν. 

Την αγάπην προς την πατρίδα εκληρονόμησα, όπως κάθε Έλλην από την οικογένειάν μου και τοελληνικόν περιβάλλον της μικράς θρακικής πόλεως, εις την οποίαν εγεννήθην, της Κομοτινής, η οποία ευρίσκετο τότε υπό την τουρκικήνκυριαρχίαν. Ό,τι όμως συνετέλεσεν εις την μέχρι φανατισμού αύξησιν αυτής υπήρξαν αισυνθήκαι, υπό τας οποίας διήνυσα τας γυμνασιακάς μου σπουδάςεν Σέρραις. Ήσανοι χρόνοι του Μακεδονικού αγώνος, αγώνος ζωής ή θανάτου διά τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας και της Θράκης. Ήσαν οι χρόνοι του Παύλου Μελά και τουΆγρα και του Βάρδα και τουΜητρούση και τόσων άλλων ηρωικών αγωνιστών. Αι φρικαλεότητες των Βουλγάρων ενέπνεον εις τας παιδικάς μας ψυχάς μίσος θανάσιμον κατ’ αυτών, ενώ τα κατορθώματα των Μακεδόνων ηρώων μάς επλήρουν ενθουσιασμού καιεξύψωνον καιεστερέωνον την εθνικήν μας υπερηφάνειαν. Ήμεθα υπερήφανοι, διότι ήμεθαΈλληνες, καιήμεθα έτοιμοι να θυσιασθώμεν διά την Ελλάδα. Οι περισσότεροι των τελειόφοιτων του Γυμνασίου Σερρών εχρησιμοποιούντοως διδάσκαλοι, οι δε διδάσκαλοι τότε είτε των γυμνασίων είτε των δημοτικών σχολείων έπρεπε να έχουν ακμαίον τοεθνικόν φρόνημα καιζωηρόνενθουσιασμόν, διά να δύνανται να στηρίξουν τον διωκόμενου Ελληνισμόν εις τε τας πόλεις και την ύπαιθρον, και ιδίως εις την ύπαιθρον, η οποία υπέφερε τα πάνδεινα εκ των κακουργιών των Βουλγάρων. Οι διδάσκαλοι των χρόνων εκείνων δεν ήσαν άπλοι γραμματοδιδάσκαλοι, ήσανεθναπόστολοι. Έπρεπε να είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα των υπό τοδολοφονικόνεγχειρίδιον των κομμιτατζήδων, όπως και το έχυσαν πολλοί. Εξ όλων αυτών των εθνικών μαρτύρων ένα μόνον επιθυμώ κατά την στιγμήν ταύτην να μνημονεύσω, τον αείμνηστονκαθηγητήν μου και κατόπιν γυμνασιάρχην Σερρών ΛεωνίδανΠαπαπαύλου, τον όποιον απήγαγονεκ Σερρών και κατέσφαξαν οικτρώς οι Βούλγαροι εις ταόρη κατά την ύποχώρησίν των το 1913. Δεν είχον την ευτυχίαν ναεργασθώ ως διδάσκαλος εν Μακεδονία, διότι η τύχη με έρριψεν εις την Θράκην, εις το Σουφλί, οπού τα πράγματα ήσανησυχώτερα, άλλ’ η πίστις εις την εθνικήναποστολήν του διδασκάλου, αλλά και τουεπιστήμονος, έμεινενέκτοτε και μένει στερεά εις την καρδίαν μου. Διά τούτο και ουδέποτε ηρνήθην να υπηρετήσω την πατρίδα, και καλούμενος και άκλητος, επί προφανεί ζημία των ειδικών επιστημονικών μου ασχολιών. Καιηκούσατε ήδη τον συνάδελφον κ. Κακριδήνχαρακτηρίζοντα μέρος των εργασιών μου ως εθνικόν. Μη νομίσετε όμως ότι οεθνικός φανατισμός μεπαρέσυρεν εις τοσημείον νααποκρύψω ή να στραγγαλίσω την επιστημονικήναλήθειαν. Είναι τόσον πολλαί αιμαρτυρίαι του παρελθόντος περί των ελληνικών δικαίων εν Μακεδονία και Θράκη, ώστε αρκεί μόνον να έλθουν αύται καταλλήλως εις φως, διά ναανατραπούν τα επιστημονικά ψεύδη, ταοποία από ετών συστηματικώς εχάλκευσαν καιεσώρευσαν οιαμείλικτοι εχθροί της πατρίδας μας. Και έργον των Ελλήνων επιστημόνων είναι να φέρουν ταύτας εις φως, χωρίς να διατρέχουν ουδέ τον ελάχιστονκίνδυνονκιβδηλεύσεως της επιστήμης.

Πριν τελειώσω τας εξομολογήσεις μου ταύτας, επιθυμώ νααποκαλύψω, ιδίως εις τας μαθήτριας μου, καιένα ακόμη άγνωστον καιαθόρυβονσυντελεστήν του έργου μου. Είναι η σύζυγός μου. Οιεπιστήμονες, οι όποιοι εντρυφούν εις την ερευνάν και την δημιουργικήνεργασίαν, ασφαλώς δεν είναι ιδεώδεις σύζυγοι. Πρέπει να ευρίσκουν συζύγους, όπως με συνεβούλευσε κάποτε ο διδάσκαλός μου Πολίτης, αιοποίαι να είναι έτοιμαι να θυσιάσουν τας κοσμικάς λεγομένας απολαύσεις, δηλαδή τους χορούς, τα θέατρα, τας χαρτοπαικτικάς καιάλλαςκοσμικάς λεγομένας συγκεντρώσεις, τα θερινά ταξείδιααναψυχής και τον βίον των ξενοδοχείων των λουτροπόλεων κ.τ.λ, κ.τ.λ. Αλλ’ αι σύζυγοι δεν ευρίσκονται όπως τας θέλομεν, δεν εκλέγονται- τυχαίνουν. Δι’ αυτό καιο λαός θεωρεί τον γάμον ως ζήτημα τύχης παρά εκλογής. Έφερε λοιπόν η τύχη εις τον δρόμον της ζωής μου ως σύζυγόν μου την Ευτυχίαν. Ομολογώ ότι ως επιστήμων δεν ήτο δυνατόν να είμαι και δεν υπήρξα πράγματι ιδεώδης σύζυγος. Αλλ’ η σύζυγος, την οποίαν μου έφερενη τύχη, υπήρξε δι’ εμέ ιδεώδης. Όχι μόνον εδέχθηαγογγύστως ναστερηθή των κοσμικών απολαύσεων, αλλά καικατώρθωσε με την αγάπην της ναδημιουργήσηοικογένειαν καιοικογενειακόν περιβάλλον στοργικόν, θερμόν καιάνετον, εις τοοποίον εύρον πάντοτε την απαραίτητονψυχικήνανάπαυσιν καιαναψυχήν από των κόπων της εργασίας. Η σύζυγός μου υπήρξε δι’ εμέ ο σύντροφος των κόπων μου καιη αναψυχή μου. 

Αυτά είχον να σάς εξομολογηθώ. Επιτρέψατέ μοι να θεωρήσω ότι μέρος της τιμής, την οποίαν σήμερον μου αποδίδετε, ανήκει εις τους συντελεστάς του έργου μου, τους οποίους σάς ανέφερα.

Επίσης επιτρέψατέ μοι να θεωρήσω ότι η σημερινή τιμητική δι’ εμέ τελετή άναφέρεταικαί εις όλους εκείνους τούς συναδέλφους, ζώντας ή αποθανόντας, οι όποιοι, όπως ορθώς είπενο κ. Κοσμήτωρ, μεπίστινβαθείαν εις την εθνικήναποστολήν του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το μέλλον του ειργάσθησαν μεαφοσίωσιν καιενθουσιασμόν, διά να θέσουν στερεά τα θεμέλια αυτού, οι όποιοι όμως δεν ηυτύχησαν, όπως εγώ, να συμπληρώσουν την συμβολικήνεικοσιπενταετηρίδα του έργου των. 

Καιτελειώνων εύχομαι όπως τοομήλικον προς την καθηγεσίαν μου Πανεπιστήμιοντης Θεσσαλονίκης ζήση εις τον αιώνα πάντοτε θαλερόν και πάντοτε ακμαίον, φωτίζον την ελληνικήν νεολαίαν και μάλιστα την μακεδονικήν και προάγον την ελληνικήν επιστήμην επ’ αγαθώ της κοινής ημών μεγάλης πατρίδας, της αιώνιας Ελλάδος.

Αυτή είναι η παρακαταθήκη του Στίλπωνος Κυριακίδη, η οποία ελπίζουμε να αποτελέσει πηγή εμπνεύσεως για τους συγχρόνους Θράκες και όλους τους Έλληνες.

Επειδή ίσως δημιουργηθούν ερωτηματικά για την ταυτότητα των ομιλτών στους οποίους αναφέρεται ο Στίλπων Κυριακίδης παραθέτουμε τον σχετικό εισαγωγικό σημείωμα.

Επί τη συμπληρώσει εικοσιπενταετούς πανεπιστημιακής δίδασκαλίαςυπό του κ. Στίλπωνος Π. Κυριακίδου, καθηγητού της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, του ιδιωτικού βίου και της λαογραφίας, εγένετο την 10ην Νοεμβρίου 1951, πρωτοβουλία των συναδέλφων αυτού καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πρυτάνεως κ. Κ. Λιβαδά, εορτασμός εν τηαιθούση τελετών του Πανεπιστημίου. Κατ’ αυτήν ωμίλησανεκ μέρους της Φιλοσοφικής Σχολής οΚοσμήτωρ αυτής κ. Στυλιανός Καψωμένος καιο καθηγητής κ. Ιωάννης Κακριδής, εκ μέρους των μαθητών του κ. Κυριακίδου οικαθηγηταί της μέσης εκπαιδεύσεως κ. Ανδροκλής Πολυμένης και δίς Ελένη Σγουρού, εκ μέρους δε της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο γενικός γραμματεύς αυτής κ. Αλέξανδρος Αέτσας, όστις καιανεκοίνωσε την απόφασιν του διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας περί εκδόσεως του παρόντος τιμητικού τόμου μεσυνεργασίαν Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, συναδέλφων, φίλων και μαθητών του τιμωμένου καθηγητού και προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Εν τέλει ωμίλησεν ευχαριστών ο κ. Στίλπων Κυριακίδης.
 
Κομοτηνή, Φεβρουάριος 2020
Ο επιμελητής του κειμένου,
Παπα-Δημήτρης Βασιλειάδης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.