Η παγκοσμια δικτατορια των κυρωσεων
Για τη σχέση της Ρωσίας με τη δημοκρατία δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες. Όμως από ένα κράτος με παρελθόν την επί αιώνες τσαρική ηγεμονία, τον «πολεμικό κομμουνισμό» μετά τον εμφύλιο, σε συνθήκες μάλιστα περικύκλωσης και αποκλεισμού που απογύμνωσε τη σοβιετική δημοκρατία, την πλήρη οικονομική κατάρρευση και την απειλή της διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα ήταν ανεδαφικό να περιμένουμε δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Μάλιστα ο Ρόμπερτ Κάπλαν μάς εξηγεί γιατί η Αμερική και η Βρετανία ανέπτυξαν δημοκρατικότερο πολίτευμα: διότι η θάλασσα τις προστάτευε από «χερσαίους εχθρούς της ελευθερίας», σε αντίθεση με ηπειρωτικά κράτη που παρέμειναν καλά εξοπλισμένα το ένα ενάντια στο άλλο και σε συνεχή στράτευση, γεγονός που επηρέαζε και την πολιτική της διακυβέρνησής τους.
Όμως οι ΗΠΑ, που αρέσκονται να αυτοχαρακτηρίζονται ως το προπύργιο του «ελεύθερου» κόσμου, έχουν επιβάλλει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μια παγκόσμια δικτατορία με εξοντωτικά οικονομικά μέτρα σε όσους εναντιώνονται στις αποφάσεις τους. Με άλλα λόγια όταν το αμερικάνικο Κογκρέσο αποφασίζει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων εναντίον ενός κράτους, κυρώσεις που αφορούν τον νομισματικό, εμπορικό, βιομηχανικό και στρατιωτικό τομέα, η απόφαση αυτή ισχύει για τα κράτη όλου του κόσμου σε βάρος του συγκεκριμένου κράτους, άσχετα αν η εφαρμογή των κυρώσεων αντιστρατεύεται τα εθνικά τους συμφέροντα. Στην αντίθετη περίπτωση μη εφαρμογής των κυρώσεων, σαν να πρόκειται για δικές τους αποφάσεις, τους επιβάλλονται μέτρα αποκλεισμού, ιδιαίτερα στις εταιρείες που τολμούν. Σε σημείο ώστε ο πρόεδρος Μπάιντεν να απειλεί σήμερα ακόμη και την Κίνα στην περίπτωση που παραβλέψει τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όσον αφορά τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, η εφαρμογή των αμερικανικών κυρώσεων θεωρείται αυτονόητη χωρίς δεύτερη σκέψη. Απλά, οι ηγεσίες τους, για να δικαιολογήσουν στους λαούς τους την απεμπόληση της εθνικής τους κυριαρχίας και την υποτακτικότητά τους, επικαλούνται κάθε φορά τις πάγιες αρχές και αξίες του ανθρωπισμού, της ελευθερίας, της δημοκρατίας.
Η δικτατορία των κυρώσεων επιβλήθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αναδεικνύοντας έτσι μια από τις θετικές πλευρές του όσο ίσχυε. Απεδείχθη όμως προσφορότερη για τις ΗΠΑ έναντι της «ισορροπίας του τρόμου», όταν ήλεγχε ένα τμήμα μόνον του πλανήτη, διότι σήμερα με τις κυρώσεις αφενός προσπορίζονται τεράστια κέρδη, ενώ αφετέρου, πέραν των κρατών τις οποίες στοχεύουν, οι κυρώσεις αποδυναμώνουν οικονομικά και τις ευρωπαϊκές χώρες, ίσως μάλιστα να στοχεύουν περισσότερο σε αυτό. Να λοιπόν ο σοβαρότερος λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να προχωρήσει στην εμβάθυνση και ενοποίησή της, ο ίδιος λόγος που οι ΗΠΑ μετήλθαν τα πάντα για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Ο Νόμος Ντ’ Αμάτο και η «πρωτοκαθεδρία» των Αμερικανών
Η αρχή έγινε με τον Νόμο Ντ’ Αμάτο, τον οποίο ψήφισε το αμερικανικό κογκρέσο στις 23 Ιουλίου του 1996 και προκάλεσε τότε θύελλα αντιδράσεων στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τον Καναδά, καθώς προέβλεπε ότι οποιαδήποτε μη αμερικανική εταιρεία πραγματοποιεί επενδύσεις ύψους άνω των 20 εκατομμυρίων δολαρίων στον πετρελαϊκό τομέα του Ιράν ή της Λιβύης θα υφίσταται σοβαρότατες κυρώσεις από την Ουάσινγκτον. «Το νομοσχέδιό μας προσφέρει στις ξένες εταιρείες μια απλή επιλογή», είχε δηλώσει στο “Newsweek” ο ρεπουμπλικάνος βουλευτής Μπέτζαμιν Τζίλμαν, πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών σχέσεων. «Μπορούν να κάνουν μπίζνες είτε με τις ΗΠΑ είτε με το Ιράν και τη Λιβύη αλλά όχι και με τους μεν και με τους δε». Ο νόμος αυτός ήταν απαίτηση των αμερικανικών εταιρειών πετρελαίου που έβλεπαν να υποσκελίζονται από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους στο Ιράν, τη Λιβύη και το Ιράκ λόγω της πολιτικής της Ουάσινγκτον απέναντι στις χώρες αυτές. Οι κυρώσεις δηλαδή προστάτευαν τα αμερικανικά συμφέροντα σε βάρος των ευρωπαϊκών, πέραν των συμφερόντων των χωρών που έπλητταν άμεσα.
Ενώ λοιπόν ο Πούτιν εγκαλείται για τη δικτατορική διακυβέρνηση της Ρωσίας, που ασφαλώς σε συνθήκες πολέμου θα γίνει σκληρότερη, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλλει τη δικτατορία των κυρώσεων πλανητικά, αξιοποιώντας κάθε κρίση που ίσως γι’ αυτό δημιουργούν, όχι μόνον για την επιβολή των συμφερόντων τους αλλά για την προώθησή τους σε βάρος των «συμμάχων» τους, δηλαδή την περαιτέρω αποδυνάμωσή τους. Αυτός είναι ο «ελεύθερος» κόσμος;
Όταν στις 28 Σεπτεμβρίου 1997 η γαλλική πετρελαϊκή εταιρεία Total αγνόησε τον Νόμο Ντ’ Αμάτο και υπέγραψε στην Τεχεράνη ένα κολοσσιαίο συμβόλαιο ύψους 2 δισ. δολαρίων, την επομένη η αμερικανίδα ΥΠΕΞ Μαντλίν Ολμπράιτ απαίτησε από τον Γάλλο ομόλογό της να ακυρωθεί το συμβόλαιο. Αντί γι’ αυτό, το ίδιο βράδυ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν εμφανίστηκε στο τηλεοπτικό κανάλι TFI ασυνήθιστα οξύς: «Οι αμερικανικοί νόμοι εφαρμόζονται στις ΗΠΑ και όχι στη Γαλλία» διακήρυξε και πρόσθεσε: «Αλλοίμονο αν οι νόμοι που ψηφίζουν οι Αμερικανοί βουλευτές για τους Αμερικανούς έπρεπε να ισχύουν για τους Γάλλους και τις γαλλικές επιχειρήσεις. […] Η ΕΕ είναι αλληλέγγυα με τις θέσεις μας, γιατί κανένας δεν δέχεται την ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν να περάσει ο δικός τους νόμος σε παγκόσμια κλίμακα […]». Αλλά και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν χαρακτήρισε «παράνομες και απαράδεκτες» τις αμερικανικές κυρώσεις. Ακόμη και ο τότε Έλληνας ΥΠΕΞ Θόδωρος Πάγκαλος, σε επίσκεψή του στο Ιράν τον Αύγουστο του 1996, στη συνέντευξη τύπου, αφού επισήμανε ότι το θέμα των κυρώσεων δεν αφορά τη χώρα μας διότι δεν έχει επιχειρήσεις που θα προβούν σε τέτοιου είδους επενδύσεις στο Ιράν, πρόσθεσε πως «δεν θεωρούμε ότι είναι κανείς εξουσιοδοτημένος να αποφασίζει μονομερώς για τις συνθήκες, βάσει των οποίων θα διεξάγεται το διεθνές εμπόριο».
Αντίθεση στην αμερικανική ηγεμονία, αντίθεση στο καλό όλων;
Όμως αυτές οι αντιδράσεις στην αρχή επιβολής του Νόμου Ντ’ Αμάτο εξαφανίστηκαν στη συνέχεια. Σήμερα όλες οι χώρες συμπαρατάσσονται με την Ουάσιγκτον, αφού μη αποδοχή των κυρώσεων που προκρίνουν οι ΗΠΑ σε κάθε περίπτωση επισύρουν κυρώσεις και εναντίον τους, που καλύπτουν όλα τα οικονομικά πεδία. Απλά για να δικαιολογήσουν την άκριτη αποδοχή των κυρώσεων, καίτοι αυτές αντιστρατεύονται τα εθνικά τους συμφέροντα, παπαγαλίζουν τις δικαιολογίες της Ουάσινγκτον για την επιβολή των κυρώσεων: Επικαλούνται ανθρωπιστικούς λόγους για τους οποίους ο Καρλ Σμιτ επέκρινε τους δυτικούς ότι χρησιμοποιούν την έννοια της «ανθρωπότητας» ως ένα ιδεολογικό όπλο ιμπεριαλιστικής επέκτασης και θεωρούσε την ανθρωπιστική ηθική ως όχημα οικονομικού ιμπεριαλισμού. Ομιλούν περί ελευθερίας και δημοκρατίας. Ο Γουίλιαμ Ρας θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο το αμερικανικό σύστημα είχε κατορθώσει να κερδίσει την παγκόσμια ηγεμονία εξισώνοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά του με ηθικούς κανόνες που ήταν καθολικά δεσμευτικοί, έτσι ώστε «η αντίθεση στην αμερικανική ηγεμονία να σημαίνει την αντίθεση στο καλό όλων και στα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας». Πώς συνέβη αυτό;«Σε ό,τι αφορά τις καθοριστικές πολιτικές έννοιες, εξαρτάται από το ποιος τις ερμηνεύει, ποιος τις ορίζει και ποιος τις χρησιμοποιεί», μας λέει ο Καρλ Σμιτ. «Μία από τις πιο σημαντικές διαστάσεις της νομικής και πνευματικής ζωής της ανθρωπότητας», συνεχίζει, «είναι το γεγονός ότι όποιος έχει την πραγματική εξουσία μπορεί να καθορίσει το περιεχόμενο των εννοιών και των λέξεων». Ενώ λοιπόν ο Πούτιν εγκαλείται για τη δικτατορική διακυβέρνηση της Ρωσίας, που ασφαλώς σε συνθήκες πολέμου θα γίνει σκληρότερη, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλλει τη δικτατορία των κυρώσεων πλανητικά, αξιοποιώντας κάθε κρίση που ίσως γι’ αυτό δημιουργούν, όχι μόνον για την επιβολή των συμφερόντων τους αλλά για την προώθησή τους σε βάρος των «συμμάχων» τους, δηλαδή την περαιτέρω αποδυνάμωσή τους. Αυτός είναι ο «ελεύθερος» κόσμος;
Αλεξανδρούπολη, 26/3/2022
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.