Η αλλη πλευρα της Γλασκωβης

Γιατί αξιοποιείται η απειλή της κλιματικής αλλαγής ως φόβητρο;

Ο Ζακ Ρανσιέρ είχε γράψει για τη σχέση κυβερνώντων και κεφαλαίου: «Η κάποτε σκανδαλώδης θέση του Μαρξ ότι οι κυβερνήσεις είναι απλώς οι ατζέντηδες του διεθνούς κεφαλαίου αποτελεί σήμερα πασιφανές γεγονός στο οποίο συμφωνούν οι “φιλελεύθεροι” και οι “σοσιαλιστές”». Με αυτήν τη λογική –που επιβεβαιώνεται με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού την οποία ασπάζονται ευλαβικά οι κυβερνήσεις– τίθεται εύλογα το ερώτημα αν οι ηγέτες των κρατών που συνέρρευσαν στη Γλασκώβη επιδιώκουν να προτάξουν το επαπειλούμενο από την κλιματική αλλαγή μέλλον του πλανήτη, σύμφωνα με όσα μας βομβαρδίζουν μέσα από τα ΜΜΕ, ή να δώσουν διέξοδο στα αδιέξοδα του κεφαλαίου. Διότι με τις τεράστιες επενδύσεις και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τη «δημιουργική καταστροφή», που θα δρομολογηθούν στο όνομα της κλιματικής αλλαγής, το κεφάλαιο θα απαλλαγεί στο προβλέψιμο μέλλον από την απειλή των κρίσεων υπερσυσσώρευσης.

Γι’ αυτό το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, περιβλήθηκε τον μανδύα του περιβαλλοντισμού, ως το θεμέλιο που νομιμοποιεί τον περιβαλλοντισμό των μεγάλων επιχειρήσεων του μέλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κυριαρχεί στον οικολογικό λόγο καθορίζοντας τη φύση με τους δικούς του όρους και να διαχειρίζεται την αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη φύση σε όφελος των δικών του ταξικών συμφερόντων. Αυτό είναι ολοφάνερο στην περίπτωση της χώρας μας: Μια χώρα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της και τα διώχνει μαζικά μετανάστες στο εξωτερικό, αποφάσισε να προηγηθεί της Γερμανίας στην απολιγνιτοποίηση και να αξιοποιήσει τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης όχι σε παραγωγικούς τομείς που θα ανέκαμπταν τις μεταναστευτικές ροές, αλλά σε τομείς επιλογών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με προεξάρχουσα την κλιματική αλλαγή.

Κυρίως όμως η εμμονική επίκληση της κλιματικής αλλαγής από τις κυβερνήσεις αποσκοπεί να επικαλύψει τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφαρμόζουν. Τα πάντα αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή και όχι στη νεοφιλελεύθερη πολιτική τους. Έφταιγε η κλιματική αλλαγή για την έκταση των καταστροφών στη βόρεια Εύβοια και σε περιοχές της Αττικής και όχι ότι η κυβέρνηση διέθεσε μόλις 1,7 εκ. ευρώ για έργα αντιπυρικής θωράκισης (δασική οδοποιία, αντιπυρικές ζώνες) για όλη την Ελλάδα ούτε προέβη στην αγορά  εναερίων μέσων πυρόσβεσης ούτε καν ανανέωσε τη σύμβαση 5.000 πυροσβεστών για τη στελέχωση της πυροπροστασίας δασών; Διότι ενώ διέθεσε για την πυροπροστασία της χώρας το ασήμαντο ποσό του 1,7 εκ. ευρώ, διέθεσε 308 εκ. ευρώ στη Fraport και την εταιρεία διαχείρισης του Ελευθέριος Βενιζέλος, διέθεσε 30 εκ. ευρώ σε κλινικάρχες, 82 εκ. στα ΜΜΕ, 120 εκ. στην Aegean κ.ο.κ. επικαλούμενη την πανδημία.

«Μια χώρα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της και τα διώχνει μαζικά μετανάστες στο εξωτερικό, αποφάσισε να προηγηθεί της Γερμανίας στην απολιγνιτοποίηση και να αξιοποιήσει τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης όχι σε παραγωγικούς τομείς που θα ανέκαμπταν τις μεταναστευτικές ροές, αλλά σε τομείς επιλογών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με προεξάρχουσα την κλιματική αλλαγή. Κυρίως όμως η εμμονική επίκληση της κλιματικής αλλαγής από τις κυβερνήσεις αποσκοπεί να επικαλύψει τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφαρμόζουν. Τα πάντα αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή και όχι στη νεοφιλελεύθερη πολιτική τους»

Δεν προκαλεί εντύπωση η καθημερινή ενασχόληση των ΜΜΕ με την κλιματική αλλαγή; Γιατί αξιοποιείται η απειλή της κλιματικής αλλαγής ως φόβητρο; «[Θα] πρέπει», μας λέει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «να ενισχυθεί ή τουλάχιστον να δραματοποιηθεί [το θέμα της προσωπικής ασφάλειας] σε τέτοιον βαθμό, ώστε να εμπνεύσει ένα επαρκές επίπεδο φόβου και την ίδια στιγμή να υπερβεί σε βαρύτητα, να επισκιάσει και να υποβιβάσει σε δευτερεύουσα θέση την οικονομικά παραγόμενη ανασφάλεια» που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός.

Αναμφισβήτητα τα πάντα έχουν αλλάξει και αλλάζουν ραγδαία σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο με όχημα την εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας, επηρεάζοντας το περιβάλλον και το κλίμα. Η αστυφιλία, η βιομηχανία, οι μεταφορές, οι μετακινήσεις. Το ζήτημα είναι κατά πόσο η φύση ενσωματώνει αυτές τις αλλαγές. Εκεί εστιάζεται το πρόβλημα. Απαντώντας σε αυτό, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στις «Δεκαεφτά αντιφάσεις του κεφαλαίου», στην αντίφαση που αφορά τη σχέση του κεφαλαίου με τη φύση, χαρακτηρίζει ως εύλογη αλλά αμφιλεγόμενη τη διαδεδομένη άποψη σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει μια ακραία αντίφαση με τη μορφή της διαφαινόμενης περιβαλλοντικής κρίσης. Ο εύλογος χαρακτήρας απορρέει από τις συσσωρευμένες περιβαλλοντικές πιέσεις που προκύπτουν από την εκθετική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Παραθέτει όμως επιχειρήματα που μπορούν να αμφισβητήσουν αυτήν την άποψη:

Πρώτον, ότι το κεφάλαιο έχει μακρά ιστορία στην επιτυχή λύση των οικολογικών δυσκολιών του. Οι προβλέψεις που γίνονταν στο παρελθόν για ένα εντελώς καταστροφικό τέλος του πολιτισμού και του καπιταλισμού, λόγω φυσικών καταστροφών, φαίνονται αναδρομικά ανόητες (Μάλθους, κ.ά.). Το γεγονός ότι στο παρελθόν τέτοιες προβλέψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες δεν αποκλείει φυσικά ότι τώρα διαμορφώνεται μια τέτοια καταστροφή, αλλά συνιστά σοβαρό λόγο για να είμαστε σκεπτικιστές.

Δεύτερο, η φύση έχει εσωτερικευθεί στην κυκλοφορία και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η σκέψη που αντιλαμβάνεται το κεφάλαιο και τη φύση ως δύο ξεχωριστές οντότητες και θεωρεί ότι η μια οντότητα κυριαρχεί πάνω στην άλλη είναι λανθασμένη. Διότι το κεφάλαιο είναι λειτουργικό και εξελισσόμενο οικοσύστημα εντός του οποίου τόσο η φύση όσο και το κεφάλαιο παράγονται και αναπαράγονται συνεχώς. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος, γράφει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, για να αντιλαμβανόμαστε τη σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη φύση.

Το τρίτο σημαντικό ζήτημα είναι ότι το κεφάλαιο μετέτρεψε τα περιβαλλοντικά θέματα σε μεγάλο επιχειρηματικό κλάδο. Σήμερα οι περιβαλλοντικές τεχνολογίες έχουν μεγάλη αξία στα χρηματιστήρια του κόσμου.

Αλεξανδρούπολη, 5/11/2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.