Η αγαθη μνημη, αιωνιο και διαρκες επιτυμβιο

Αποχαιρετισμός στον Γιάννη Κοσμίδη (1929-2020)

Το Σάββατο που μας πέρασε έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Κοσμίδης, ένας επιφανής, ως διετελέσας δημοτικός σύμβουλος με διακεκριμένες στον πολιτισμό υπηρεσίες, Κομοτηναίος, με επιφανείς απογόνους στην κοινωνία, όπως οι δυο του κόρες, Ζωή και Μαίρη Κοσμίδου, κυρίως όμως ένας σπάνιος άνθρωπος.

«Σπάνιος» άνθρωπος, κατά κυριολεξία, αφού σπανίζει η αγάπη και η εκτίμηση προς το πρόσωπο τα δύσκολα, εγωτικά χρόνια που ζούμε, χρόνια που όλοι σπέρνουν στο εγώ, βοηθούσης και της πανδημίας, που καλλιεργεί, έστω και εμμέσως, το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Ένας «σπάνιος» άνθρωπος εν τοις πράγμασι, αφού τον αποχαιρέτησε σύμπασα σχεδόν η πόλη, στο δημόσιο «σήμα» του Σαββατοκύριακου ιδίως, αλλά και νυν και αεί, στους λογαριασμούς των συμπολιτών στο facebook.

Ένας άνθρωπος «δικός» μας, προσφυγικής καταγωγής, η προσωπική ιστορία του οποίου και της συζύγου του Μεταξίας, ξεκινά με τις προσφυγικές εγκαταστάσεις που ακολουθούν της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 στην Κομοτηνή, και οι αφηγήσεις τους και τα «πάθια» τους αποτέλεσαν τη μαγιά της ιστορικής μελέτης της κόρης του Μαριγούλας για την «αστική αποκατάσταση των προσφύγων στη Ροδόπη».

Ένας άνθρωπος, αγωνιστής της ζωής, που τραβούσε πάντοτε μπροστά κι είχε συνείδηση του ιστορικού χρόνου. Αφού ο χρόνος της προσωπικής του ζωής συνυφάνθηκε με τραγικές στιγμές του έθνους, όπως αυτή της προσφυγιάς και της δεύτερης Βουλγαροκρατίας του τόπου, χωρίς όμως ποτέ αυτές να τον απομακρύνουν από τον τόπο και τις αγωνίες του.

Λάτρης του καλού και της ομορφιάς, της χαράς της ζωής και της παραμυθίας στηρίχτηκε πάντοτε στους ανθρώπους και στήριξε ανθρώπους όταν διέκρινε ότι κάτι υφίσταται για το καλό της πόλεως.
 

Τον Γιάννη Κοσμίδη, τον αποχαιρετίσαμε ως εφημερίδα ήδη, έφυγε εξάλλου πλήρης ημερών και, κυρίως, με πλήρες το αποτύπωμά του στις ψυχές των συμπολιτών του, οι οποίοι και απηύθυναν στους λογαριασμούς των θυγατέρων του πληθώρα μηνυμάτων, δεκάδες μηνυμάτων. Εξ αυτών σήμερα, αποχαιρετώντας και εντύπως τον «κύριο Γιάννη», φιλοξενούμε το συγκινητικό κείμενο του πρωτοανηψιού του  Στέλιου Βικόπουλου –πρωτοανηψιού του εκλιπόντος από την αδελφή του Κρυστάλλω– για τις αρχές και την ομοψυχία, το άρωμα αγάπης και αλληλεγγύης που διέτρεχε τα μεταπολεμικά χρόνια την ευρεία οικογένεια –τα οικογενειακά δίκτυα των 8 και 10 παιδιών κάθε οικογένειας που έφτιαχναν τις δικές τους οικογένειες και συνιστούσαν το σόι, από την πλευρά της μητέρας αλλά και του πατέρα– και είναι αυτό σήμερα που ιδιαζόντως μας λείπει.


Ακολουθεί το ζεστό αποχαιρετιστήριο, σπονδυλωτό, κείμενο του Στέλιου Βικόπουλου.

Στέλιου Βικόπουλου, «Ο θείος ο Γιαννούλης»

Φτάναμε στην Κομοτινή με αρχική έδρα το σπίτι του παππού και της γιαγιάς στην Κουντουριώτου 19, στη Ρέμβη. Μετά τις πρώτες αγκαλιές και τα φιλιά, το «πρωτόκολλον» όριζε άμεση επίσκεψη στον θείο τον Γιαννούλη. Τα κρατούσε αυτά η μαμά μου η Κωσταντινουπολίτισσα. Πρώτος απ’ όλους έπρεπε να μας δει ο «μεγάλος». Εθιμικόν οικογενειακόν δίκαιον. Και έτσι κάναμε. Πιασμένοι χέρι χέρι ξεκινούσαμε από τη Ρέμβη και με τα πόδια, αφού περνούσαμε μπροστά από το ΠΙΚΠΑ («έκανα και εγώ εδώ», μου έλεγε κάθε φορά η μαμά), μπαίναμε στην Ερμού.

Στην άλλη άκρη μάς περίμενε ο Μπουκλουτζάς, ο Κέκερης, το κατάστημα δίσκων, η πλατεία. Εκεί, στην άκρη της Ερμού, στρίβαμε αριστερά και μπαίναμε μέσα στο ιστορικό κομμάτι της πόλης με τα μαγαζάκια και το καλντερίμι. Λίγο πιο κάτω το ατελιέ ζωγραφικής του θείου. Όταν δεν ήταν εκεί κάποιος πρόθυμος γείτονας, έστελνε το τσιρακούδ’ να τον φωνάξει από τα γραφεία του ΤΕΒΕ. Και να ’τος, ροδαλός και χαμογελαστός, με τα μαγουλάκια του, τον μύστακα και την κοιλίτσα του. Και να ’σου οι μπουγάτσες και να τα λουκούμια και να γέμισμα το ρεζερβουάρ με το πρώτο πακέτο από άσπρο χαρτόνι με μικρές σοκολάτες ΙΟΝ. Διαταγή: «Θα ’ρθείτε να μείνετε και σε μας, τέλος!».

Στην αγάπη ήθελε την πρωτοκαθεδρία! Και άντε, μετά τη διαταγή, πατακιούτα τα μπαγκάζια και στον θείο, στην οδό Δελφών. Εκεί, η θεία Μεταξία, η όμορφη ξανθιά θεία μου, μεγάλος έρωτας του θείου, να μας περιμένει με τα κορίτσια, τις ξαδελφούλες μου, τη Ζιζίκα και τη Μαιρούλα. Και το βράδυ καντάδες με την κιθάρα στην αυλή. Όλοι στο σόι τραγουδούν όμορφα –καλά έχουμε και κάνα δυο φάλτσους. Οι ώρες περνούσαν με Πολυμέρη, Μαρούδα, Παναγόπουλο, Ελίζα Μαρέλλη, Χιώτη αλλά και Τσιτσάνη, Μητσάκη και ρετσίνα βαρελίσια «αθηναϊκή», όπως έλεγε, εκ Σπάτων. Όταν «έμπαινε» η μαμά, ο θείος πάντα δεύτερη φωνή σε ρόλο βαρύτονου –σεβασμός στη σοπράνο.

Καλοκαίρι

Το Καμέλια άνοιγε την αυλή του και ο θείος εκεί «καλλιτεχνικός» υπεύθυνος. Εκεί ο Ορέστης Μακρής μεθύστακας, εκεί η Στέλλα, ο Φούντας και ο Κούρκουλος, πόσες φορές, τόσες που ξέραμε τα λόγια της ταινίας (το Πάσχα εις τον κλειστόν παίζαμε Μπεν Χουρ και τα Πάθη).

Και μετά, μπάνια «εις τους Προσκυνητάς». Ξυλοτέξ και τσαντίρια. Εκείνα τα άσπρα χωρίς πάτο. Στρωμένα με κιλίμια. Όλα καθαρά, με αυλές και καλαμωτές. Όλος ο «κοσμάκης» μαζί, το κοινόν των Θρακών χωρίς μικροαστισμούς και «πολυτελείς» μιζέριες. Ο θείος ο Γιαννούλης εκεί να μην μας λείπει τίποτε. Όλη μέρα τραγούδι. Και αγάπη, πολλή αγάπη.

Διαιωνίζοντας τη μνήμη σου

Ευγενής χωρίς υποκρισία, αν ήταν να μαλώσει μάλωνε, δεν κρύφτηκε ποτέ, «αριστοκράτης», κομψός, μποέμ, κοσμοπολίτης με υψηλή αισθητική, δεν άλλαζε γνώμη εύκολα καθ’ ότι Κοσμίδης αλλά και έτοιμος πάντα να κλάψει. Η κοινωνικότητά του απίστευτη και τίμιος, «διεστραμμένα τίμιος» όπως όλα τα αδέλφια άλλωστε. Ο «ληξίαρχος» της οικογένειας. Γενέθλια, βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές, επετείους γάμων και αρραβώνων. Όλων, μικρών και μεγάλων. Τους θυμόταν όλους και τους τηλεφωνούσε να τους τα θυμήσει, σε περίπτωση που τα είχαν ξεχάσει.

Μεγάλωσα, και τα παιχνίδια έδωσαν τη θέση τους στις συζητήσεις μας. Με τις ώρες. Εκείνος πάντα με τους «καλούς» με τους καουμπόηδες και εγώ με τους άλλους τους «κακούς» τους Ινδιάνους. Μου άρεσε να τον «τσαντίζω», η συζήτηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον με έναν Κοσμίδη τσατισμένο. Και μετά. «Εγώ θα κόψω το κρασί γιατί το θέλησες εσύ;», ή το άλλο «Καλωσόρισες έρωτα με τα κρίνα στα χέρια»

Θείε, θυμάμαι που κάθε φορά που σε έβλεπα σου έλεγα πάντα το ίδιο στιχάκι. «Να φας μεζέ, να πιεις κρασί, να φας κατόπιν χέλι. Να στρίψεις το μουστάκι σου, που το ’χεις σαν τσιγγέλι». Ξέρω ότι μου είχες αδυναμία. Πώς θα μπορούσε να «ήτο διαφορετικά άλλωστε, βεβαίως βεβαίως». Ήσουν ο πρώτος αδελφός και είμαι ο πρώτος ανηψιός. Αυτός που κρατούσες από το χέρι και κάνατε βόλτα στο Πέραν, όταν ήλθες στην Πόλη. Μια σχέση «ταξική».

Και όταν τον Απρίλη έφυγε η αδελφή σου η Κρυστάλλω (η μάνα μου) ήσουν δίπλα στις οικογένειές μας, και σε μένα και στον αδελφό μου. Δεν πέρασε ούτε μια εβδομάδα από εκείνη την ημέρα χωρίς να μου τηλεφωνήσεις. Επέμενες όταν δεν με έβρισκες στο σταθερό και με έψαχνες στο κινητό. «Καλημέρα παιδί μου», να ήξερες μόνο πόσο συγκλονιστικά έβγαινε από το στόμα σου η λέξη «παιδί μου». Πόσο αληθινά, πόσο καθησυχαστικά και παρηγορητικά

Λένε ότι ένας άνθρωπος φεύγει πραγματικά όταν χάνεται και ο τελευταίος που τον αγαπούσε, θα φροντίσουμε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια διαιωνίζοντας τη μνήμη σου.
Τώρα λοιπόν που πας εκεί να μου τους φιλήσεις όλους. Τον μπαμπά, τη μαμά, τον παππού τη γιαγιά, τον θείο τον Ζάχο, τον θείο τον Πολύβιο μα πιο πολύ να μου φιλήσεις τον «μικρά» μας τον Στελάκη.

Γεια σου θείε, θα σε αγαπάμε πάντα…

Καλό Παράδεισο, «κύριε Γιάννη», με πολλές καλές μουσικές και κινηματογραφικές παραστάσεις και πολύ πολύ κόσμο μαζί, όλους δηλαδή τους εκεί Κομοτηναίους…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.