Για το Κυπριακο ζητημα

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, συναντήθηκε με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατά την διάρκεια της επετειακής Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ που εν προκειμένω έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον.

 Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών ήταν χρήσιμη και παραγωγική, καθότι και οι δύο συμφώνησαν πως πρέπει να συνεχιστεί το καλό κλίμα που επικρατεί εδώ και σχεδόν δύο χρόνια στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η διατήρηση του καλού ή αλλιώς, του θετικού κλίματος καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση ώστε κάποια στιγμή οι δύο χώρες να εκκινήσουν εντατικές διαπραγματεύσεις με στόχο την επίλυση των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών.[1]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν πολύ ορθή η απόφαση του πρωθυπουργού να θέσει ενώπιον του συνομιλητή τον οποίο πλέον γνωρίζει πάρα πολύ καλά, το ζήτημα του Κυπριακού.

Εμβαθύνοντας περισσότερο στην ανάλυση μας, θα τονίσουμε πως ο πρωθυπουργός ευθυγραμμίζεται (εν αντιθέσει με τον Τούρκο πρόεδρο), με τις πρωτοβουλίες που έχει λάβει το τελευταίο χρονικό διάστημα ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος έχει ορίσει ειδική απεσταλμένη για το Κυπριακό.

Η οποία μάλιστα, δίχως χρονοτριβή, έχει ήδη ξεκινήσει τις επαφές με τα εμπλεκόμενα μέρη,[2] διερευνώντας τις προθέσεις τους ως προς την επανέναρξη των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού επί τη βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν η Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο (για την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών), η Τουρκοκυπριακή απλά δεν είναι, επιδιώκοντας αφενός μεν να κερδίσει χρόνο και δη πολύτιμο χρόνο, και, αφετέρου δε, να «παγιδεύσει» την ειδική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, παραπέμποντας διαρκώς το ζήτημα στις περίφημες «ελληνικές καλένδες».

Κάτι που συνιστά την «μεγάλη παγίδα» που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγει η ελληνοκυπριακή πλευρά.

Μέσω ακριβώς μίας τέτοιας στρατηγικής («τι ακριβώς να συζητήσουμε με τους Ελληνοκύπριους;» ), η Τουρκία και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων (Ερσίν Τατάρ), στοχεύει στο να καλλιεργήσει το έδαφος για μία πιθανή διπλωματική αναγνώριση του Τουρκοκυπριακού «κράτους» (έστω και από μία χώρα), γεγονός που αν συμβεί, ακυρώνει εν τοις πράγμασι τις πρωτοβουλίες που ήδη λαμβάνει ο Αντόνιο Γκουτέρες. Και σε μία τέτοια περίπτωση, τα δεδομένα θα είναι τελείως διαφορετικά.

 Αυτό τον κίνδυνο διείδε έγκαιρα ο πρωθυπουργός, ο οποίος έχει αντιληφθεί πως ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν και ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αντιμετωπίζουν το Κυπριακό ως παίγνιο «μηδενικού αθροίσματος»,[3] σύμφωνα με τη διατύπωση του διεθνολόγου Αλέξη Ηρακλείδη.

 Εκεί όπου το παίγνιο έχει ή αλλιώς, πρέπει να έχει έναν κερδισμένος που δεν είναι άλλος από την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους και έναν «χαμένο» που είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία. Και ως «κέρδος» νοείται εδώ η οριστική διχοτόμηση του νησιού δια της ύπαρξης δύο ξεχωριστών, ανεξάρτητων «κρατών» που θα διατηρούν περισσότερο τυπικές σχέσεις μεταξύ τους.

 Και αυτός ο κίνδυνος πρέπει να αποφευχθεί δια της πραγματοποίησης καλά συντονισμένων διπλωματικών ενεργειών που σε αυτή την συγκυρία, θα εμπλέκουν περισσότερο τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.[4]

Είναι αυτή η άμεση και ενεργός εμπλοκή σημαντικών Δυτικών γεω-πολιτικών παραγόντων που μπορεί να υποχρεώσει  την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία (κυρίως την πρώτη βέβαια), να αντιληφθεί πως δεν είναι εφικτή μία λύση όπως αυτή που ευαγγελίζεται εδώ και δύο χρόνια περίπου.[5]

Και πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Όχι μόνο με την άσκηση διπλωματικών πιέσεων, αλλά και με τη χρήση «μαστιγίου», όπως είναι, από Αμερικανικής πλευράς, το εκ νέου πάγωμα της διαδικασίας αναβάθμισης των Τουρκικών μαχητικών F-16.


[1] Κινούμενοι θεωρητικά, θα πούμε πως η πρόσφατη αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας (Γιορντάνα Σιλιανόφσκα & Χριστιάν Μίτσκοσκι) συνιστά ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί σχετικά εύκολα. Δίχως να «σπαταλά» πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο και πόρους, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί, εάν συνεχιστεί αυτή η πρακτική από πλευράς των ηγετών της γειτονικής χώρας, να θέσει εμπόδια στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να θέσει εν κινδύνω την συνοχή της νέας κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας. Εκτιμούμε πως η έμφαση και δη η μεγάλη έμφαση πρέπει να δοθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο πώς εντός διετίας (ειδικά αν συνεχιστεί το καλό κλίμα), θα εκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτό που πρέπει να συμβεί άμεσα είναι μία σαφής ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο τα προβλήματα στις σχέσεις με την Αλβανία, την Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία, στο εγκάρσιο σημείο όπου η Ελλάδα δεν διαθέτει απλά και μόνο πληθώρα διπλωματικών εργαλείων στη διάθεση της προκειμένου να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά τα προβλήματα. Αλλά, και ισχυρές συμμαχίες που της επιτρέπουν να περιορίσει αισθητά τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην ίδια αυτά τα προβλήματα.

[2] Όσον αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών, θα ισχυρισθούμε πως η πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας, εδώ και περίπου έναν μήνα, κινείται με όρους «πατριωτικού μοραλισμού», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Forde. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι ηγέτες της Βόρειας Μακεδονίας, θεωρούν πως είναι αυτοί που «έχουν το δίκιο» και η Ελλάδα το «άδικο», όντας αυτή που «παραβιάζει το πνεύμα και το γράμμα της Συμφωνίας των Πρεσπών». Και αυτή ακριβώς η εσφαλμένη προσέγγιση, ήδη θέτει εμπόδια στην πλήρη και απρόσκοπτη εφαρμογή της Συμφωνίας, επηρεάζοντας με αρνητικό τρόπο τις διμερείς σχέσεις για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια. Βλέπε σχετικά, Forde Steven, “Classical Realism”, στο: Nardin Terry, & Mapel David, (επιμ.), “Traditions of International Ethics”, Cambridge, Cambridge University Press, 1992.

[3] Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης Αλέξης, «Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου», Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 402. Ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος αντιμετωπίζει και τις εξελίξεις στη Λωρίδα της Γάζας και στο Παλαιστινιακό ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ. Που με χαρακτηριστική αφέλεια εκτιμά πως η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους, ενέργεια που ζημιώνει σε πολύ σημαντικό βαθμό το Ισραήλ, αποτελεί τη «μόνη λύση» για την επικράτηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Με την παραγνώριση όμως των θεμελιωδών αναγκών ενός παίκτη όπως το Ισραήλ χάριν ενός φιλο-Παλαιστινιακού ακτιβισμού,  δεν μπορεί να επιτευχθεί η ειρήνη στην περιοχή.

[4] Το  πόνημα του Γεώργιου Αγγελετόπουλου σχετικά με τον ρόλο που διαδραμάτισε η Τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ» στο να καταστεί το Κυπριακό ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μεταπολεμικά, δεν καλύπτει μόνο ένα  βιβλιογραφικό κενό. Απεναντίας, βοηθά τους αναγνώστες να αντιληφθούν πλήρως το πότε ξεκίνησε το Κυπριακό να επηρεάζει αισθητά όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αλλά, και τις διμερείς σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Φωτίζει αθέατες όψεις με επιστημονικά άρτιο τρόπο, εστιάζοντας και στο πώς σταδιακά συγκροτήθηκε το αφήγημα περί «αδελφικής σχέσης» μεταξύ Τούρκων και Τουρκοκυπρίων οι οποίοι «επ’ ουδενί δεν έπρεπε και δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν στα χέρια των Ελλήνων και των Ελληνοκυπρίων». Αναδεικνύει στην επιφάνεια ένα από τα βασικά Τουρκικά αφηγήματα που αυτή την περίοδο, κυριαρχεί. Και ποιο είναι αυτό; Είναι το «οι Τουρκοκύπριοι συνιστούν ξεχωριστό έθνος και αξίζουν να έχουν το δικό τους κράτος». Μελετώντας το πόνημα του Αγγελετόπουλου, ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει πληρέστερα τις σημερινές εξελίξεις. Βλέπε σχετικά, Αγγελετόπουλος Γεώργιος, «Η Hurriyet και η πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό (1948-1955)», Εκδόσεις Ρίζες, Αθήνα, 2024. Μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον έχει και η μελέτη του Πέτρου Παπαπολυβίου με θέμα την συμμετοχή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Συμμετοχή που δεν είναι ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα. Βλέπε και, Παπαπολυβίου Πέτρος, «Πτυχές και Διαθλάσεις του Κυπριακού 1821», Εκδόσεις Ρίζες, Αθήνα, 2024.

[5] Εάν η Τουρκία δεχθεί να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ,  η Τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία θα ακολουθήσει άμεσα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.