Για τις τοπικες εκλογες σε Βαδη-Βυρτεμβεργη και Ρηνανια Παλατινατο

Γνώμη

Η φετινή χρονιά, είναι χρονιά όπου και θα πραγματοποιηθούν οι παγγερμανικές εκλογές, με ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης να είναι η μη συμμετοχή σε αυτές τις εκλογές της καγκελαρίου Μέρκελ με την ιδιότητα της προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και υποψήφιας καγκελαρίου. Ήδη, οι εσωκομματικές εκλογές  που πραγματοποιήθηκαν πριν από λίγο καιρό, εν μέσω πανδημίας, ανέδειξαν στη θέση του προέδρου του κόμματος τον πρωθυπουργό του τοπικού κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ.

Πριν από την παγγερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, θα διεξαχθεί μία σειρά εκλογικών αναμετρήσεων σε διάφορα τοπικά κρατίδια, που εν προκειμένω, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για την ψήφο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, μπορούν να αναδείξουν συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά. Τοπικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στα κρατίδια της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Ρηνανίας-Παλατινάτου, με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διαφαίνεται μέχρι στιγμής, από τα πρώτα exit poll που διενεργήθηκαν, να είναι η υποχώρηση της επιρροής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και στα δύο κρατίδια.

Σταχυολογούμε ενδεικτικά από την εφημερίδα ‘Η Καθημερινή’: «Σύμφωνα με το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, στην Βάδη – Βυρτεμβέργη ισχυρότερο κόμμα παραμένουν οι Πράσινοι με 31% (+0,7 από τις εκλογές του 2016), ενώ το CDU ακολουθεί με 23% (-4,0). Τρίτη δύναμη αναδεικνύεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με ποσοστό 12% (-0,7%), αφήνοντας στην τέταρτη θέση την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) με 11,5% (-3,6). Ποσοστό 11,5% φαίνονται να εξασφαλίζουν και οι Φιλελεύθεροι (+3,2). Εκτός του τοπικού κοινοβουλίου παραμένει η Αριστερά, με 3,5% (+0,6), καθώς το εκλογικό μέτρο βρίσκεται στο 5%».[1]

Μία πρώτη ανάγνωση όμως του εκλογικού αποτελέσματος (υπό την αίρεση ότι αυτό μπορεί να είναι διαφορετικό από την τελική εκτίμηση αποτελέσματος), δείχνει προς την κατεύθυνση του κόμματος των Πρασίνων, επιτρέποντας μας να σταθούμε σε δύο στοιχεία: Το πρώτο έχει να κάνει με το ότι, αν και η ποσοτική αύξηση είναι ανεπαίσθητη συγκριτικά με το ποσοστό  στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, το κόμμα των Πρασίνων έχει καταστεί σημαντικός πόλος στην Γερμανική πολιτική σκηνή, και σε ένα ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά, ας το προσέξουμε αυτό, και σε τοπικό.

Με άλλα λόγια, η κοινωνική-πολιτική του επιρροή φαίνεται σταδιακά και με αυξομειώσεις να επιμερίζεται, πράγμα καθαυτό σημαντικό για τον νέο ρόλο που διεκδικεί εντός του πολιτικού σκηνικού της χώρας.

Και το δεύτερο στοιχείο, ενσκήπτει και ως απόρροια αυτού που μόλις σημειώθηκε πιο πριν, έχοντας σχέση με την πολιτική ανα-διαμόρφωση του κόμματος με τους όρους της κυβερνησιμότητας και της κυβερνητικής προοπτικής, ακόμη και μέσω της συμμετοχής του κόμματος σε συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα.

Όχι όμως με όρους «λαϊκού κινήματος»,[2] για να παραπέμψουμε στον Άγγελο Ελεφάντη, που επιδιώκει να διαθέτει ένα εργατικό πρόσημο, αλλά με κοινωνικά πολυσυλλεκτικό τρόπο, με τις φιλο-περιβαλλοντικές αναφορές να παρεμβάλλονται μεταξύ της κοινωνικής του συμμαχίας λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κόμμα των Πρασίνων έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί το κόμμα-«αγκάθι» στα πλευρά των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων της χώρας, που πιέζει και παρενοχλεί, αλλά, αντιθέτως εξελίχθηκε την προηγούμενη δεκαετία με τρόπο που το καθιστά συνειδητή επιλογή. Και σταθερών υποστηρικτών του Χριστιανοδημοκρατικού και κυρίως, του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και του μετα-κομμουνιστικού κόμματος της Αριστεράς που παρατηρεί τα κινητοποιητικά της αφηγήματα και την άσκηση κριτικής στην δημοκρατία των 2/3, στον πολιτικό-προγραμματικό κομφορμισμό, με μοτίβα άμεσου ακτιβισμού,  να μην βρίσκουν ιδιαίτερη επιρροή.

Η υποχώρηση του εκλογικού ποσοστού του Γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού[3] κόμματος εκφράζει μία συρρίκνωση της κοινωνικής του βάσης και συνακόλουθα πολιτικής επιρροής (πολιτικοϊδεολογικό «ελκτικότητα»)  σε τοπικό επίπεδο, δίχως όμως κάτι τέτοιο να οδηγεί σε ένα πολιτικό-θεωρητικό συμπέρασμα περί ανάλογης υποχώρησης και πόσω μάλλον  ήττας και στις ομοσπονδιακές εκλογές.

Κάτι τέτοιο εξάλλου, θα ήταν αυθαίρετο, στο βαθμό που οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες δεν ακολουθούν γραμμική πορεία,[4] ή αλλιώς, δεν ακολουθεί πορεία μίας γραμμής παρά ενέχουν διάφορα και ποικίλα στοιχεία που μπορούν να εκφρασθούν με διάφορους τρόπους. Ένα μήνυμα όμως έχει σταλεί.

Δεν θα ήταν όμως υπερβολικό να σημειώσουμε εδώ πως στη συγκεκριμένη επίδοση του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος[5] επιδρούν τοπικά ζητήματα, η  πολυετής κυβερνητική του θητεία,[6] (το κόμμα εισπράττει φθορά),  διαφωνίες για τη διαχείριση της πανδημίας, οι κοινωνικές επιπτώσεις της,  η μη συμπερίληψη της στρατηγικής διαχείρισης σε ένα συνεκτικό πλαίσιο το οποίο και θα εστιάζει και στις προϋποθέσεις γρηγορότερης μετάβασης σε μία μετά Covid εποχή. Μικρή είναι και η μείωση του ποσοστού του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος[7] στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, το οποίο και διατηρεί τις δυνάμεις του, την στιγμή όπου ήδη έχει διεμβολισθεί κοινωνικά και πολιτικά, από το κόμμα των Πρασίνων που δείχνει δυναμική.

Στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, αντίστοιχα, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα παραμένει πρώτο κόμμα λαμβάνοντας το 34,5% (και εδώ η μείωση είναι πολύ μικρή), και ακολουθούμενο από το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα που σε αυτό το κρατίδιο βλέπει τα ποσοστά του να μειώνονται, εκεί όπου το κόμμα των Πράσινων λαμβάνει ένα 8,5% των ψήφων, σημειώνοντας αύξηση του ποσοστού του.

Για το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ευρίσκεται σε φάση ανα-διοργάνωσης προσδιορίζοντας μία θετική ατζέντα, η πρωτιά είναι σημαντική για λόγους που έχουν να κάνουν και με την συμμετοχή του στις ομοσπονδιακής εκλογές του Σεπτεμβρίου, υπό το πρίσμα των συμμαχιών. Με την πρωτιά να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, διακύβευμα καθίσταται η συμμετοχή του στην κυβέρνηση και με τους δικούς του, Σοσιαλδημοκρατικούς όρους, με άξονα το τρίπτυχο «Ευρωπαϊκή Γερμανία-Κοινωνική δικαιοσύνη-Ισχυροί θεσμοί».

Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα δοκιμασθεί παγγερμανικά, με ένα από τα πλεονεκτήματα του να είναι η ισχυρή οργανωτική του βάση, ιδίως στα κρατίδια της πρώην Δυτικής Γερμανίας,[8] κάτι που συμβάλλει στη  συγκρότηση εμπρόθετων  κομματικών-πολιτικών δεσμών καθώς και σε μορφές εγγύτητας.

Η σημασία των οποίων αυξάνεται, σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε. Θεωρούμε πως η δυσαρέσκεια και η δυσπιστία που αντλούν από τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης, από το αίσθημα της κόπωσης για τη διάρκεια της καραντίνας, περισσότερο επιμερίζεται παρά κάποιο πολιτικό κόμμα λειτουργεί ως υποδοχέας της δυσαρέσκειας και της δυσπιστίας.[9]

Κάποιες τάσεις όμως που είχαν διαφανεί  και συνδέονται με κομματικούς-πολιτικούς μετασχηματισμούς, παραμένουν και ενισχύονται, ενώ σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, μπορούμε να σημειώσουμε και την εμφάνιση του κόμματος των Φιλελευθέρων που κομίζει μία ιδιαίτερη εναλλακτική, παίζοντας ιστορικά το χαρτί του «εκμοντερνισμού». Σε ένα σύνθετο και ρευστό πολιτικό και κοινωνικό μωσαϊκό, όπου και διασταυρώνονται πολιτικές, ιδεολογίες και πρόσωπα,[10] η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον για πολιτικούς επιστήμονες και πολιτικούς αναλυτές. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο είναι και οι συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαχθούν οι επικείμενες εκλογές, με νωπό ακόμη το παράδειγμα των προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εκεί όπου η στροφή στην επιστολική ψήφο, άλλοτε θεμελίωσε και άλλοτε ενίσχυσε το προβάδισμα του Δημοκρατικού κόμματος και του τότε υποψηφίου του και νυν προέδρου της χώρας, Τζο Μπάιντεν.


[1] Βλέπε σχετικά, «Σημαντικές απώλειες για το CDU σε δύο γερμανικά κρατίδια», Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας «Η Καθημερινή», 14/03/2021, https://www.kathimerini.gr/world/561295225/germania-itta-toy-cdu-stis-ekloges-se-vadi-vyrtemvergi-kai-rinania-palatinato/

[2] Βλέπε σχετικά, Ελεφάντης Άγγελος, ‘Στον αστερισμό του λαϊκισμού,’ Εκδόσεις Ο Πολίτης, Αθήνα, 1991, σελ. 171.

[3] Θα είχε ενδιαφέρον εάν διαθέταμε στοιχεία για την εκλογική συμπεριφορά των μικρο-επαγγελματιών και ειδικότερα, την επιρροή του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος σε μία κοινωνική κατηγορία που έχει πληγεί από την διαχείριση της πανδημίας, όχι όμως με ομοιόμορφο τρόπο μεταξύ των διαφορετικών μερίδων της.

[4] Οι ομοσπονδιακές εκλογές δεν είναι εκλογές ενός κρατιδίου και σε ένα δεύτερο και βαθύτερο επίπεδο, μονοθεματικές.

[5] Το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα έχει εκροές που μπορεί να εκφράζουν είτε αποξένωση είτε και αναμονή, σηκώνοντας το ρεύμα της αποχής.

[6] Στα καθ’ ημάς, θα λέγαμε πως στην Μεταπολιτευτική περίοδο, η εμφάνιση της κοινωνικής-πολιτικής κόπωσης διανθισμένης με ανάκατα στοιχεία ενός ιδιαίτερου κυνισμού, έλαβε χώρα εντόνως σε περιπτώσεις που άπτονται της παρουσίας του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος στην Εξουσία (ΠΑΣΟΚ)         : Η πρώτη περίοδος είναι ουσιαστικά και η πρώτη κυβερνητική του θητεία που απλώνεται σε ένα χρονικό διάστημα οκτώ ετών (1981-1989), με τον θεωρούμενο ως ‘Πασοκικό εκφυλισμό’ να τίθεται στο προσκήνιο.  Η δεύτερη αφορά το ίδιο πολιτικό κόμμα και συνδέεται με το επίσης οκταετές εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη (1996-2004), με τη δεύτερη περίπτωση να είναι χαρακτηριστική ενός εκπεφρασμένου πολιτικού κυνισμού (και αποξένωσης) που θέλει το ΠΑΣΟΚ, λόγω πολυετούς παραμονής στην εξουσία, ως «καθεστώς» και «κράτος εν κράτει». Το κοινωνικό-πολιτικό κλίμα αρκούσε για να του στερήσει την εξουσία, επιταχύνοντας τις πολιτικοϊδεολογικές και προγραμματικές διεργασίες εντός κόμματος.

[7] Ας μην ξεχνάμε ό,τι το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχει να διαχειρισθεί και την δική του παρουσία στην κυβέρνηση συνασπισμού.

[8] Και στις δύο τοπικές εκλογές τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» είναι πάνω από το συμβολικό όριο του 10%, αν και με τάσεις μείωσης,  στο σημείο όπου διαφαίνεται η ενίσχυση της πολιτικής του κινητοποίησης και της κοινωνικοπολιτικής του επιρροής σε κρατίδια της πρώην Δυτικής Γερμανίας, αμβλύνοντας κατά τι  το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό χάσμα που παρατηρούνταν στην εκλογική του επιρροή στα κρατίδια της πρώην Δυτικής και της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, αντίστοιχα. Η εξέλιξη αυτή χρήζει αναλυτικής προσοχής, καθώς μένει να φανεί εάν το  δύναται να λειτουργήσει ως υποδοχέας της δυσαρέσκειας ψηφοφόρων σχετικά με την όλη διαχείριση της πανδημίας,  σημασιοδοτώντας  ήδη,  «ιδεολογίες εθνικού προσκλητηρίου», κατά την έκφραση του Φιλίπ Μπυρρέν. Βλέπε σχετικά, Βurrin Philippe, ‘La France dans le champmagnetique des fascismes,’ Le Debat, 32, 1984, σελ. 52-72.

[9] Εκδηλώσεις διαμαρτυρίας από ένα ετερόκλητο πολιτικά σώμα, εν τω μέσω της πανδημίας, έχουν επιτελεσθεί στη Γερμανία, εκεί όπου νοηματοδοτούνταν και μία σειρά επιθετικών, συνωμοσιολογικών αφηγήσεων.

[10] Όσον αφορά το πολιτικά πρόσωπα, το ερώτημα προκύπτει αβίαστα για το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα: Πως θα αναπληρώσει πολιτικά την απώλεια της καγκελαρίου που του προσέδιδε σταθερότητα, πολιτικά ανοίγματα και κοινωνική διεύρυνση; Κυβερνησιμότητα που συνέβαλλε στο να καταστεί το κόμμα βασικός κυβερνητικός εταίρος σε κυβερνήσεις συνεργασίας;

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.