Για τις ελληνο-τουρκικες σχεσεις

«Εδώ είναι οι φράχτες των ακτών και τα σχισμένα ιστία, τα χνάρια όσων ξέφυγαν δίχως να στρέψουν πίσω το κεφάλι∙ εδώ είναι η άκρη, άσπαρτη, πιο άσπαρτη ακόμη κι απ’ το σύμπαν» (Σταύρος Ζαφειρίου, ‘Δύσκολο’)

Τις τελευταίες ημέρες, οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, έχουν εισέλθει σε μία φάση απότομης λεκτικής κλιμάκωσης, μετά από τις αναφορές του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πως δεν προτίθεται να συναντήσει εκ νέου τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Για την ακρίβεια, ήσαν αυτές οι αναφορές που συνέβαλαν στην όξυνση του κλίματος, έχοντας αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στις προσωπικές σχέσεις των δύο πολιτικών ανδρών, όσο και στις διμερείς σχέσεις.

Παρά το ότι όμως η λεκτική και πολιτική-διπλωματική όξυνση είναι ευδιάκριτη και αναντίρρητη, δεν προδικάζει πως θα ακολουθήσει ένα αντίστοιχα «θερμό» καλοκαίρι που εν προκειμένω θα θυμίζει ως προς την παραγόμενη ένταση, το καλοκαίρι του 2020.

Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις παραμένουν ανοιχτές ως προς την ή τις κατευθύνσεις που δύνανται να λάβουν, ιδίως σε μία διεθνο-πολιτική συγκυρία όπως είναι αυτή που διανύουμε τώρα,[1] από την στιγμή μάλιστα όπου εκτίθενται σε αυτή την συγκυρία και τις προεκτάσεις της, με την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών (για τις Ηνωμένες Πολιτείες η ισορροπία έγκειται στο να μπορείς απροκατάληπτα να «λες αλήθειες»[2] και να τονίζεις εμφατικά το ποιες είναι οι ευθύνες των δύο πλευρών) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λειτουργεί περισσότερο εξισορροπητικά, διασφαλίζοντας πως υπάρχουν εκείνες οι δικλείδες ασφαλείας οι οποίες μπορούν να μειώσουν την ένταση, μειώνοντας τις πιθανότητες ξεσπάσματος ενός έστω και σύντομου συγκρουσιακού επεισοδίου ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η στάση τους αυτή παρακινείται από την εξέλιξη της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, εκεί όπου, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν επιθυμούν τη διάνοιξη ενός δεύτερου μετώπου, αυτή την φορά στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ορθώς δεν όξυνε επιπλέον την κατάσταση, απαντώντας σε ανάλογο ύφος στις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, σε μία περίοδο όπου ο διάλογος και η υπενθύμιση της σημαντικότητας του πρέπει να τίθενται στο προσκήνιο, κινήθηκε, όπως ανέφεραν αναλυτές και δημοσιογράφοι, γύρω από το πλαίσιο της «διεθνοποίησης» της Τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο.

Υπό αυτό το πρίσμα, θα επισημάνουμε πως η «διεθνοποίηση» της τουρκικής στάσης και συμπεριφοράς[3] από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δεν αποτελεί δείγμα εφαρμογής μίας νέας στρατηγικής όσον αφορά τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

Ακριβώς διότι το μοτίβο της «διεθνοποίησης» ακολουθείται εδώ και αρκετό καιρό (ας θυμηθούμε το τι είχε συμβεί το καλοκαίρι του 2020), με την διαφορά να έγκειται στο ότι αυτή την φορά, οι αναφορές του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια περί της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας[4] και της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένων νησιών του Αιγαίου, συνοδεύθηκαν από την επίδειξη χαρτών που απεικονίζουν τα όρια της Τουρκικής «Γαλάζιας Πατρίδας».

Κάτι που σημαίνει πως, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, η ελληνική πλευρά σπεύδει να αποδείξει πως πλέον διέπεται από υπαρξιακή ανασφάλεια σε ό,τι έχει να κάνει με τις προθέσεις και με τις επιδιώξεις της Τουρκίας.

Και είναι αυτό ακριβώς το σημείο της υπαρξιακής ανασφάλειας που «διεθνοποιείται», με την κίνηση αυτή να εδράζεται στην πολιτική-διπλωματική εκστρατείας «διεθνοποίησης» που είχε ακολουθηθεί το προηγούμενο διάστημα.[5]

 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα σημειώσουμε πως μείζον διακύβευμα καθίσταται για την ελληνική κυβέρνηση, η εστίαση σε μία λογική αποκλιμάκωσης, αποκλιμάκωση που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υπενθύμισης των σημείων εκείνων που μπορούν να φέρουν εγγύτερα τις δύο χώρες.

 Όσο επιθυμητή μπορεί να είναι η υπενθύμιση του ποιες μπορεί να είναι οι ελληνικές κόκκινες γραμμές (αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών και βραχονησίδων του Αιγαίου), άλλο τόσο επιθυμητή μπορεί να είναι η έμφαση στη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας,[6] ακόμη και αν η τουρκική κυβέρνηση αντιδρά σε κάτι τέτοιο.

Σε μία τέτοια περίπτωση, απαιτούνται διπλωματική σύνεση, ευελιξία και νηφάλιες και όχι συναισθηματικά φορτισμένες αναλύσεις[7] της κατάστασης ή αλλιώς, μίας διμερούς σχέσης που καθίσταται ανοιχτή και εξόχως δυναμική.[8]


[1] Αντίστοιχα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων, μία το ίδιο ξαφνική βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων η οποία θα αποκλιμακώσει την ένταση, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι.

[2] Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αναγνωρίζουν πως το ενδεχόμενο μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, πλήττει δυσανάλογα την Τουρκία ως προς τη δυνατότητα εξόδου της στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφευχθεί.

[3] Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου οι οποίες σαφώς, κινούνται σε λάθος κατεύθυνση, δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως το ιδιαίτερο αποτέλεσμα του εκνευρισμό που προκάλεσε στην Άγκυρα και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εκεί επαφές και η ομιλία του στο Κογκρέσο. Αλλά, θεωρούμε πως πρέπει να ενταχθούν μέσα σε ένα πλαίσιο εκ νέου οριοθέτησης των βασικών Τουρκικών θέσεων και αντιλήψεων ως προς τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και την εξέλιξη-διαχείριση τους, σε μία προσπάθεια να αποτραπεί και όχι μόνο να αμβλυνθεί, το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Ελλάδα πλεονέκτημα στην παρούσα συγκυρία, αποσπώντας την εύνοια των Ηνωμένων Πολιτειών και υπονομεύοντας την διπλωματική εκστρατεία που έχει εκκινήσει η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή, με στρατηγικό επίδικο την βελτίωση των σχέσεων της με δρώντες όπως το Ισραήλ. Και, εδώ, με γεω-πολιτικούς όρους, εισερχόμαστε στον πυρήνα της Τουρκικής αντίδρασης, εκ-πεφρασμένης μέσω των δηλώσεων του Τούρκου προέδρου: Στο ό,τι δηλαδή, η αντίδραση αυτή, που έλαβε χώρα βεβιασμένα και με εμφανές άγχος, καθίσταται προϊόν της Τουρκικής ανησυχίας πως η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνοδευόμενη και από μία άλλη σειρά κινήσεων, θα μπορούσε να αναδιατάξει εκ νέου τις συμμαχίες στην περιοχή, πλήττοντας εν τοις πράγμασι την Τουρκική διπλωματική εκστρατεία, φέροντας την σε θέση απολογούμενου (ενώπιον μίας σειράς χωρών),  κάτι που ουδόλως επιθυμεί. Άρα, οφείλουμε να δούμε το ‘γιατί τώρα.’ Θεωρητικώ τω τρόπω, η λεκτική αντίδραση του Τούρκου προέδρου που ηγείται ενός ημι-αυταρχικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποτελεί ισχυρό δείγμα του ρόλο που διαδραματίζουν ισχυροί πολιτικοί άνδρες στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μίας χώρας, ιδίως μάλιστα, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Τουρκίας, εκλείπουν θεσμικές δικλείδες ασφαλείας που θα έθεταν όρια στις κινήσεις του Τούρκου προέδρου. Βλέπε και, Oldemeinen, Mareike., ‘How Dominant is the President in Foreign Policy Decision Making?,’ E-International Relations, 11/09/2022, www.e-ir.info/2012/09/11/how-dominant-is-the-president-in-foreign-policy-decision-making/

[4] Η υπέρπτηση τουρκικών μαχητικών πάνω από την Αλεξανδρούπολη, ήταν μία επικίνδυνη ενέργεια (κάτι αντίστοιχο δεν είχε παρατηρηθεί στο πρόσφατο παρελθόν), η οποία και ενεργοποίησε ανακλαστικά ‘Alert’ στην ελληνική κυβέρνηση.

[5] Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στα Ελληνο-τουρκικά, δεν εξέλιπαν και απλοϊκές προσεγγίσεις που για μία ακόμη φορά, αντιμετωπίζουν με μία εγγενή καχυποψία την στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (προφανώς η  αξία της έκκλησης της για ηρεμία και για την μέσω της διπλωματίας και του εντατικού διαλόγου επίλυση των εκκρεμών διαφορών, θα γίνει αντιληπτή σε μεταγενέστερο χρονικά, στάδιο), μη διστάζοντας να της επιρρίψουν ευθύνες περί απάθειας και ουδετερότητας, παραβλέποντας την συμβολή της στην αποκλιμάκωση της έντασης το καλοκαίρι του 2020, το πώς και σε ποιον βαθμό έχει επιδράσει ιστορικά ως προς την εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων (προς όφελος της Ελλάδας), τις αξίες και τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία της, το ιδιαίτερο βάρος της συγκυρίας. Η έκκληση της για την διπλωματική-πολιτική επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, δεν υποδαυλίζει την Τουρκική επιθετικότητα, όπως απλοϊκά λέγεται, αλλά, αντιθέτως, καθιστά ευδιάκριτο το μόνο δρόμο (ας το κρατήσουμε αυτό), που μπορεί να εγγυηθεί με περισσότερη ασφάλεια πως το όφελος που θα προκύψει σε περίπτωση διπλωματικής-πολιτικής επίλυσης των διαφορών, θα είναι αμοιβαίο.

[6] Είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική διπλωματία να δείχνει σε κάθε στιγμή, πως επιζητά τον διάλογο και την εμπλοκή σε μία διαπραγματευτική διαδικασία επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών.

[7] Για μία ανάλυση της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί προεδρίας Ερντογάν, βλέπε και, Ροζάκης, Χρήστος, «Άρθρο του Χ. Ροζάκη στην “Κ”: Ο αναθεωρητισμός του κ. Ερντογάν», Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας «Η Καθημερινή», 29/05/2022, Άρθρο του Χ. Ροζάκη στην «Κ»: Ο αναθεωρητισμός του κ. Ερντογάν | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr) Η σύγκριση που επιχειρεί ο Χρήστος Ροζάκης μεταξύ της έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις το καλοκαίρι του 2020, και της πρόσφατης υπέρπτησης Τουρκικών μαχητικών πάνω από την Αλεξανδρούπολη, είναι κατά τη γνώμη μας, ορθή: « Πάντως, στην κλίμακα της σοβαρότητας του στιγμιαίου αυτού επεισοδίου φαντάζει περισσότερο σοβαρό από τα θαλάσσια επεισόδια του καλοκαιριού του 2020, καθώς εκεί τουλάχιστον δεν υπήρχε αμφισβήτηση κυριαρχίας, αλλά κυριαρχικών δικαιωμάτων, κι αυτών σε μη οριοθετημένες περιοχές, στις οποίες η οριοθέτηση αποτελεί προϋπόθεση νόμιμης διεκδίκησης του τίτλου αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης της περιοχής».

[8] Ένας ιδιότυπος «λαϊκισμός των όπλων», τηλεοπτικοποιημένος και μη, διανθισμένος με έναν εθνο-κεντρισμό παλαιάς κοπής (οι αναλύσεις του καθηγητή Ιωάννη δείχνουν το πως η επιστήμη μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία του ενός λαϊκισμού που αναζητεί εναγωνίως κοινό),   συνιστούν επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο, μη αντλώντας συμπεράσματα από την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και τις προεκτάσεις της. Στον αντίποδα των αντιλήψεων τύπου Ιωάννη Μάζη, προτείνουμε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη “The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imaged Enemies”, Palgrave-Macmillan, London, 2010, για το οποίο ο Αστέρης Χουλιάρας υπογραμμίζει πως «είναι η πιο πλήρης, συστηματική και λεπτομερής παρουσίαση της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο που έχει γραφεί ποτέ». Ο συγγραφέας του βιβλίου το οποίο δεν αποκλίνει με στεγανά από το βιβλίο του με τίτλο  «Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου»,   δεν σπεύδει να απορρίψει συλλήβδην, αλλά, να ερμηνεύσει επιστημονικά και ανοιχτά κάνοντας χρήση συγκεκριμένων παραδειγμάτων,  θέτοντας στο επίκεντρο τις θέσεις των δύο χωρών και το πως αυτές έχουν διαμορφωθεί ιστορικά, περιβαλλόμενες από ένα σύνθετο πλέγμα μύθων. Βλέπε και, Χουλιάρας, Αστέρης., “Alexis Heraclides, The Greek-Turkish conflict in the Aegean: imagined enemies, Palgrave-Macmillan, Λονδίνο 2010”,  Βιβλιοκριτική, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 36, 2010, 14513-409-34734-1-10-20170918.pdf

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.