Για την Ρωσο-ουκρανικη κριση

Γνώμη

Τις τελευταίες ημέρες, έχει λάβει χώρα η αναζωπύρωση (και μετά από την συγκέντρωση Ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα Ρωσο-ουκρανικά σύνορα), της λεγόμενης Ρωσο-ουκρανικής κρίσης με επίκεντρο την Ανατολική Ουκρανία και τις εκεί εξελίξεις.

Τυπολογικά, η κατάσταση στην Ανατολική Ουκρανία, στα σύνορα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας,[1] προσιδιάζει προς την κατεύθυνση της «παγωμένης» σύγκρουσης, που κατά την διάρκεια της  εκεχειρίας μεταξύ των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων και των φιλο-ρώσων αυτονομιστών της Ανατολικής Ουκρανίας, διαπερνάται από σποραδικά στρατιωτικά επεισόδια.

Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί στην ανάλυση μας, η κατάπαυση του πυρός στην περιοχή της Ανατολικής Ουκρανίας, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο «προϊόν» έντονων διπλωματικών διεργασιών, πολυμερούς κατεύθυνσης, που κατέληξαν στην υπογραφή των συμφωνιών του Μίνσκ Ι και ΙΙ. Συμβαλλόμενα μέρη υπήρξαν η Ουκρανία, η Ρωσία, η Γαλλία και η Γερμανία,[2] υπό την υψηλή επίβλεψη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ),[3] εκεί όπου στο επίκεντρο τέθηκε η κατάπαυση του πυρός, ή αλλιώς, η δυνατότητα κατάπαυσης του πυρός και η δέσμευση των μερών να την υλοποιήσουν  και μέσω της εφαρμογής παράλληλων μέτρων όπως η απόσυρση βαρέος οπλισμού από τις περιοχές της σύρραξης, η ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών.

Ενώ δόθηκε, και ορθώς, έμφαση στο καθαυτό στρατιωτικό πεδίο, ανοιχτό παρέμεινε το πολιτικοϊδεολογικό, το οποίο και άπτεται της ανάπτυξης και αναπαραγωγής εθνοτικών έως εθνικιστικών τάσεων, αφηγήσεων σχετικά με τον γεω-στρατηγικό προσανατολισμό της Ουκρανίας και τον ρόλο της Ρωσίας, χαρακτηριστικά τα οποία τροφοδοτούσαν ενίοτε ένα υπόβαθρο αντιπαλότητας, που τις τελευταίες ημέρες «έσκασε» ωσάν απόστημα.

Και πλέον, πέραν της ίδιας της Ρωσο-ουκρανικής κρίσης, αντανακλά εμπρόθετα την όξυνση των γεω-πολιτικών ανταγωνισμών, την αμοιβαία κρίση εμπιστοσύνης που διέπει τις σχέσεις της Ρωσίας με το Νατοϊκό μπλοκ, την αναβάθμιση των διπλωματικών «παιγνίων» και των λεκτικών προκλήσεων, το στοιχείο της στρατιωτικοποίησης, την ένταση στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, που παρατηρείται μετά την ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Τζο Μπάιντεν.

 Όλες οι πιο πάνω πτυχές, συγκροτούν έναν γεω-πολιτικό και περιφερειακό «αστερισμό», που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα μετα-σοβιετικής ρευστότητας, προβολής ισχύος και επιδίωξης διαμόρφωσης συμμαχιών με τους επι-γενόμενους όρους του μπλοκ, στο λεπτό σημείο όπου και η δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων είναι μεταιχμιακή: Η μεν Ουκρανία αναζητεί την στήριξη εκείνη που θα επιβεβαιώνει την μετα-σοβιετική εθνική-συλλογική ταυτότητα και υπόσταση της, η δε Ρωσία την ανά-κτηση της επιρροή της στον προνομιακό ζωτικό της χώρο, ενώ οι αυτονομιστές του Ντονμπάς, νοηματοδοτούν «φορτισμένα» την αξιακή, γλωσσική και πολιτισμική τους εγγύτητας με την «μητέρα Ρωσία»,[4] μη περνώντας όμως την «κόκκινη γραμμή» είτε της επιβολής σκληρών συνόρων είτε της ένωσης των περιοχών όπου κατοικούνται από Ρωσόφωνους, με την Ρωσία.

Στο κρίσιμο σημείο όπου έχουν φθάσει τα πράγματα, είναι απαραίτητο να υπάρξουν ψύχραιμες ενέργειες που θα συνοδευτούν από κινήσεις άμεσης αποκλιμάκωσης. Οι αναπαραστάσεις του «άλλου» τίθενται στη βάση του αυτο-προσδιορισμού που επιχειρείται από τα μέρη που εμπλέκονται ενεργά στην κρίση.


[1] Βλέπε και, Μπαστέα Νατάσα, «Αυστηρό μήνυμα από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία», Εφημερίδα «Τα Νέα», 15/04/2021, σελ. 44.

[2] Η υπογραφή των συμφωνιών του Μίνσκ, το 2015, υπήρξε και απότοκος των διπλωματικών κινήσεων της Γερμανίας, που εν προκειμένω, επιμερίστηκαν στους εξής άξονες: Πρώτον, στην καλλιέργεια του εδάφους, μέσω κατάλληλων χειρισμών, ώστε και τα αντιμαχόμενη μέρη, αλλά και η Ουκρανία με την Ρωσία (με την οποία διατηρεί διαύλους επαφής), να παραβρεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων. Δεύτερον, στην ανάληψη πρωτοβουλιών που συναρθρώθηκαν με την άρθρωση ενός λόγου που ανεδείκνυε τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα του πολέμου και για την περιοχή, αλλά και ευρύτερα, για την Ευρώπη. Τρίτον, μέσω της εμπλοκής της στα της Ρωσο-ουκρανικής κρίσης, επεδίωξε να προσδώσει απτό περιεχόμενο στη λειτουργία της ως διαμεσολαβητικής δύναμης. Μάλιστα, σημείο τομής για αυτή την λειτουργία (βλέπε και τον ρόλο της στην όξυνση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας το περασμένο καλοκαίρι), υπήρξε ακριβώς η υπογραφή των συμφωνιών του Μίνσκ.

[3] Η πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, Μίνσκ, και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), συνδέθηκαν και με μία άλλη μετα-σοβιετική κρίση που προσέλαβε τα χαρακτηριστικά της ένοπλης σύρραξης. Και αναφερόμαστε στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπογράφηκε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, στην πόλη του Μίνσκ και με βασικό τότε εγγυητή, τον ΟΑΣΕ.

[4] Δεν θεωρούμε, πως η Ρωσία επιδιώκει την πραγματοποίηση ενός σύντομου πολέμου με την Ουκρανία, με διακύβευμα και την στρατιωτική ήττα της γειτονικής της χώρας και την προσάρτησης των περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας στην ίδια.  Αντιθέτως, αυτό που επιδιώκει η Ρωσία εν τοις πράγμασι, είναι η επίδειξη ετοιμότητας, ιδίως για μία ευρύτερη γεωγραφική ζώνη που την αφορά άμεσα, διανθισμένης με την προβολή μοτίβων «Ρωσικότητας» που καθιστούν τον χώρο οικείο: Ρώσοι υπάρχουν και εκτός αυτού που είναι σήμερα η Ρωσία. Και ας προσέξουμε αυτό το σημείο: Όχι απλά Ρώσοι, αλλά αδελφοί που χρήζουν αλληλεγγύης απέναντι στις κινήσεις ενός «εχθρικού» καθεστώτος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.