Ελληνορθοδοξο Δωδεκαημερο

Του Μανόλη Γ. Βαρβούνη*

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για το λαό μας, όπως άλλωστε και όλους τους χριστιανικούς λαούς της υφηλίου, ιδιαιτέρως δε για τους ορθόδοξους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα Χριστούγεννα μαζί με το Πάσχα αποτελούν τους δυο κύριους και βασικούς σταθμούς του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Και μάλιστα, παρά την προϊούσα εκκοσμίκευση της εποχής μας, συνεχίζουν να παραμένουν σταθμός βασικός της ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, με όλες τις προσαρμογές φυσικά που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε επιβάλουν. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η θρησκεία και η θρησκευτική παράδοση παίζουν πολύ μεγαλύτερο και σπουδαιότερο ρόλο από όσο υποθέτουμε στην διαμόρφωση της ταυτότητας και της καθημερινότητάς μας, ακόμη και σε περιβάλλοντα νεωτερικά, όπως το δικό μας.

Συχνή και επαναλαμβανόμενη είναι η παρατήρηση ότι όσο τα χρόνια περνούν κυριαρχούν στον τρόπο εορτασμού του Δωδεκαημέρου οι κοσμικότητες, τα ψώνια, τα λαμπάκια και τα στολίδια. Μια παρατήρηση που συνήθως διατυπώνεται από κληρικούς και ιεροκήρυκες, και καταλήγει πάντα σε προτροπές για πνευματικότερο εορτασμό των Χριστουγέννων. Ωστόσο, από την πλευρά της θρησκευτικής Λαογραφίας πρέπει να παρατηρήσω ότι η αλλοίωση αυτή είναι αρκετά μικρότερη απ’ ό,τι την υπολογίζουμε. Πρώτον, διότι και σε παλαιότερες εποχές η τάση για εορταστική κατανάλωση, πραγματική ή συμβολική, υπήρχε, ασχέτως το αν λόγω συνθηκών και διαθεσιμοτήτων δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί στο βαθμό που γίνεται σήμερα. Και δεύτερον, επειδή το κοσμικό φρόνημα και οι αντίστοιχες εκδηλώσεις του μπορεί να προβάλλονται, φαίνεται όμως ότι δεν κυριαρχούν στα σύγχρονα χριστουγεννιάτικα έθιμα του λαού μας, όσο κι αν συχνά ο εξωτερικός μανδύας αλλάζει. Η ουσία, ο πυρήνας, συνεχίζει να μένει αναλλοίωτος.

Τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, τα χριστουγεννιάτικα έθιμα του λαού μας ήταν και συνεχίζουν να παραμένουν χριστοκεντρικά και οικογενειοκεντρικά. Μπορεί κάποιες εξωτερικές εκδηλώσεις να αλλάζουν, και κάποιες ξενόφερτες συνήθειες να υιοθετούνται, κι αυτό είναι φυσικό, καθώς τα έθιμα, όπως και όλα τα λαογραφικά φαινόμενα, εγγράφονται στον χώρο και στον χρόνο, γεγονός που σημαίνει ότι αποτελούν ιστορικά προσδιορισμένες πολιτισμικές καταστάσεις, οι οποίες μεταβάλλονται με τις αλλαγές των συνθηκών. Καθώς μάλιστα η διάχυση των πληροφοριών μέσω των σύγχρονων τεχνολογιών αιχμής έχουν κάνει την καθημερινότητά μας ταχύτατη, βρισκόμαστε σε μια διαρκή διαδικασία κοινωνικής και πολιτισμικής μετάβασης, κάτι που θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια επιταχυνόμενη. Ωστόσο φαίνεται από τη σύγχρονη έρευνα και καταγραφή πως η βάση, δηλαδή ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας των εθιμικών εκδηλώσεων του ελληνικού λαού συνεχίζει να παραμένει ακατάλυτος.

Γι’ αυτό άλλωστε και τον δημόσιο διάλογο τις τελευταίες εβδομάδες απασχόλησε έντονα το ζήτημα του αν θα επιτραπεί ή όχι η συμμετοχή πιστών στις θείες λειτουργίες των μεγάλων εορτών του Δωδεκαημέρου, αλλά και το αν θα επιτραπούν και υπό ποιους όρους τα εορταστικά τραπέζια και οι συναφείς εορταστικές –οικογενειακές κατά κύριο λόγο– εκδηλώσεις. Και βέβαια, το ίδιο παρατηρήθηκε και στην περίοδο του Πάσχα που πέρασε, οπότε και πάλι ίσχυαν περιοριστικά μέτρα, στα πλαίσια της πρώτης καραντίνας. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που αναζητούσε ο λαός ήταν οι εκδηλώσεις αυτής ακριβώς της χριστοκεντρικής και της οικογενειοκεντρικής βάσης των εορτασμών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, οι οποίες στη λαϊκή συνείδηση ταυτίζονται με την ίδια την υπόσταση και την ουσία κάθε εορτής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ελληνικός λαός κατανοεί και πραγματώνει την κοινωνικότητά του πρωτίστως στα όρια της Εκκλησίας, μέσα στην ενορία του, απ’ όπου, παλαιότερα αποκλειστικά και σήμερα συνήθως, ξεκινούν και οι υπόλοιπες κοινωνικές ή ψυχαγωγικές εκδηλώσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες εορτές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, και διαμορφώνουν το πλαίσιο της λαϊκής αποδοχής τους. Ο Έλληνας συνεχίζει να βλέπει την Εκκλησία ως το δεύτερο σπίτι του, μια μητρική πνευματική αγκαλιά στην οποία εναποθέτει τα προβλήματα, τα άγχη και τους προβληματισμούς τους. Μπορεί κάποτε να επικρατεί η λανθασμένη άποψη ότι αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργική ζωή και την τελετουργική πρακτική, ωστόσο η καθημερινή προσέλευση πιστών στους ναούς για να ανάψουν ένα κερί ή να προσευχηθούν για λίγο, χωρίς να τελείται απαραίτητα κάποια ακολουθία, επιβεβαιώνει νομίζω τον ισχυρισμό αυτό.

Έτσι και τα Χριστούγεννα δεν νοούνται για τον ελληνικό λαό χωρίς την Εκκλησία και χωρίς την παράδοση, χωρίς δηλαδή τον βαθύτερο και ουσιωδέστερο χαρακτηρισμό της ταυτότητάς μας, εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής, που περιλαμβάνεται στον όρο «ελληνορθόδοξος». Από την εποχή που περιγράφουν συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ή ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου –που ειδικεύεται μάλιστα στις λογοτεχνικές αποδόσεις ελληνορθόδοξων εθίμων από τη μείζονα Θράκη– ως και τις μέρες μας, έχει αλλάξει ίσως σημαντικά το επικάλυμμα, παραμένει όμως σταθερά ελληνορθόδοξος ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, τόσο στο δημόσιο όσο και στο ιδιωτικό πεδίο, τόσο στην Εκκλησία, όσο και στην κοινότητα και στην οικογένεια.
          
Ακόμη και όταν υιοθετούνται ξενόφερτες εθιμικές μορφές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτές εντάσσονται στο οικείο και πατρώο πολιτισμικό κλίμα, και εν προκειμένω στον παραδοσιακό εορτασμό των Χριστουγέννων, που αλλάζει μεν ανάλογα με τις διαφοροποιήσεις στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, με δυο λόγια στην υλική βάση όπου επικάθεται ο λαϊκός πολιτισμός ως εποικοδόμημα, δεν διαφοροποιείται όμως ουσιωδώς, ώστε οι πολιτισμικές συνέχειες να είναι ευδιάκριτες. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχολογική και πολιτισμική σχέση του Έλληνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζουν να παραμένουν στενές, και δημιουργούν το υπόβαθρο για την δόμηση και μιας ουσιαστικής πνευματικής σχέσης, η οποία αποτελεί και το ζητούμενο, από τη πλευρά της εκκλησιαστικής ποιμαντικής.

Μια ακόμη παρατήρηση: δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον ελληνικό λαό η πίστη και η ενεργή θρησκευτική ζωή είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα πολιτισμικής παράδοσης. Είναι η αίσθηση της τήρησης των πατροπαράδοτων, της συνέχειας της παράδοσης, της μη αποκοπής από τις πολιτισμικές ρίζες και της διατήρησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συλλογικής πολιτισμικής μας ταυτότητας που κάνει πολλούς συμπατριώτες μας να αποζητούν τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή. Πρόκειται για φαινόμενο που διαπιστώνεται και σε άλλους βαλκανικούς λαούς, και το οποίο δεν αντίκειται προς την πίστη, ούτε έχει χαρακτήρα μειωτικό γι’ αυτήν, αντιθέτως: αποδεικνύει πόσο βαθιοί και πόσο στενοί είναι οι δεσμοί του λαού μας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, και αποκαλύπτει γόνιμο έδαφος επί του οποίου η Εκκλησία μπορεί να σχεδιάσει, να δομήσει και να εκπληρώσει το ποιμαντικό και πνευματικό έργο της.
          
Ελληνορθόδοξα λοιπόν ήταν, και ελληνορθόδοξα συνεχίζουν να παραμένουν τα Χριστούγεννα του λαού μας. Και ο προσδιορισμός αυτός εμπεριέχει τόσο τον χριστοκεντρικό, όσο και τον οικογενειοκεντρικό χαρακτήρα των σχετικών παραδοσιακών εορτασμών και λαϊκών εθίμων. Εμπεριέχει ακόμη την βαθύτερη ουσία της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας, αλλά και οριοθετεί τις δυνατότητες δράσεων και ενεργειών που μπορούν να ξεκινήσουν απ’ αυτήν. Αρκεί να προσέξουμε όλοι στους χειρισμούς, στα λόγια και στα έργα μας, μήπως από καινοτόμες διαθέσεις και πρωτοβουλίες ή από ανεπίγνωστο ζήλο, καταστρέψουμε και ακυρώσουμε ένα από τα τελευταία πνευματικά και πολιτισμικά καταφύγια της χειμαζόμενης κοινωνίας μας, δηλαδή την ελληνορθόδοξη πολιτισμική σύνθεση, που κυριαρχεί –κι ας μην το συνειδητοποιούμε πάντοτε– στην καθημερινότητά μας.

*Ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστήμιου Θράκης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.