«Εγκλημα και Τιμωρια : Μια διαφορετικη ιστορια»

Γνώμη

Θα μπορούσε να είναι και τίτλος διηγήματος, δεν είναι όμως. Αντίθετα είναι το σημερινό μας θέμα. Έγκλημα: μια λέξη ή καλύτερα ένας όρος «ομπρέλα» που περικλείει μέσα του πολλές έννοιες. Έγκλημα οικονομικό, πολιτικό, ποινικό κλπ. Αλήθεια ποιο «είδος» σας ήρθε πρώτα στο μυαλό; Συνήθως, βέβαια, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο έγκλημα αναφερόμαστε στο ποινικό, όπως θα έλεγε και ένας νομικός. Σε αυτό το κείμενο, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με τα αίτια του εγκλήματος – στην όποια μορφή αυτό έχει – το κατά πόσο οι εγκληματίες τιμωρούνται – απονομή της δικαιοσύνης – και, τέλος, μπορεί το έγκλημα να αποτραπεί, όπως πολλοί ισχυρίζονται; Αν ναι, με ποιον τρόπο;

Το έγκλημα ξεκινά από την κοινωνία και τους μηχανισμούς της. Όλα τα φαινόμενα ξεκινούν από εκεί άλλωστε. Οι «σοβαροί» εγκληματίες , όπως είναι για παράδειγμα οι κατά συρροή   –συνήθως αλλά όχι απαραίτητα – ληστές, δολοφόνοι, βιαστές κλπ και οι απαγωγείς. Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι στην –τραγική θα πω εγώ- πλειοψηφία τους άτομα κοινωνικά αποκλεισμένα –για διάφορους και –«τραγικούς»- λόγους.

Ένα ενδεχόμενο, είναι να προέρχονται από οικογένειες στο περιβάλλον των οποίων επικρατούσε βία: είτε πρόκειται για μια κακοποιητική σχέση μεταξύ των γονέων, είτε ακόμα χειρότερα οι γονείς κακοποιούσαν τους ίδιους (τα παιδιά δηλαδή). Και κακοποίηση δεν είναι μόνο η σωματική ή η σεξουαλική. Αυτές είναι οι πιο ακραίες μορφές της. Κακοποίηση είναι και η ψυχολογική και λεκτική βία, μορφές εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν. Αλλά εδώ δεν θα αναλύσω τις μορφές της κακοποίησης –το έργο αυτό ανήκει σε άλλους κλάδους. 

Θα σκεφτείτε τώρα, όμως , και γιατί μας τα λες όλα αυτά τότε; Μα ακριβώς γιατί η πρώτη μορφή κοινωνικοποίησης γίνεται από την οικογένεια και αν αυτή δεν «λειτουργεί σωστά» τότε και το άτομο δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί «σωστά», να ενταχθεί ομαλά στο κοινωνικό σύνολο.

Όπως όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά, η κοινωνία δεν ξέρει «να φέρεται καλά» στο διαφορετικό. Η χιλιοειπωμένη φράση προς την γυναίκα που προσπαθεί να χωρίσει «Μα γιατί να χαλάσεις το σπίτι σου τώρα;» ή τα ακόμα καλύτερα: «Τα εν οίκω μη εν δήμω» και το τρισάθλιο «Μα πού να μπλέξω τώρα..», αναφερόμενα και τα δύο στις περιπτώσεις που κάποιος γνωρίζει περιστατικά βίας σε μια οικογένεια και παρόλα αυτά βρίσκει «φτηνές δικαιολογίες» προκειμένου να μην ασχοληθεί με αυτό. Σε αυτό το σημείο «τα της οικογένειας» τελείωσαν και προχωράμε ολοταχώς «στα της κοινωνίας».

Εκτός, λοιπόν, από βίαιο οικογενειακό περιβάλλον οι «στυγνοί» αυτοί εγκληματίες έχουν και κάτι άλλο κοινό: ήταν συνήθως –εντονότερα ως παιδιά- κοινωνικά αποκλεισμένοι. Τα παραδείγματα που μπορώ να δώσω εδώ άπειρα: από τα «νόθα παιδιά» παλαιότερα εντονότερα, αλλά και σήμερα στη συντηρητική επαρχία, οι λεγόμενες «αντρο-χωρίστρες» γιατί πάντα φυσικά φταίει η γυναίκα για τα πάντα, τα παιδιά -και μετέπειτα ενήλικες- με αναπηρίες και ψυχικές ασθένειες –των οποίων το στίγμα δυστυχώς υφίσταται και σήμερα- κλπ.

Τι θέλω να πω, όμως, με όλα αυτά: όταν ένας άνθρωπος –είτε παιδί είτε ενήλικας- «λιθοβολείται» στοχοποιείται και απομονώνεται από το σύνολο δεν μπορεί να είναι μετά καλά ψυχολογικά. Αν, λοιπόν, υπάρχει και η εκ φύσεως ροπή του χαρακτήρα –πλέον έχει αποδειχθεί ότι ο χαρακτήρας καθορίζεται και από το DNA- δεν θέλει και πολύ για να «γίνει το κακό», για να «φτιαχτεί» ένας εγκληματίας. Αν δεν παρατηρήσει, λοιπόν, κάποιος τα πρώιμα σημάδια –ναι κι όμως υπάρχουν- τότε το αποτέλεσμα είναι ένα: η παραβατικότητα, το «βαρύ» έγκλημα.

Τι συμβαίνει, όμως, μετά από αυτό; Μετά το έγκλημα; Επιβάλλεται ποτέ ουσιαστική τιμωρία/ποινή; Μπορεί ένας άνθρωπος που έχει διαπράξει ένα πραγματικά ειδεχθές έγκλημα να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία;

Τα ερωτήματα είναι αναμφίβολα πολλά, πάρα πολλά. Ας τα βάλουμε, όμως, αρχικά σε μια σειρά. Αφού διαπραχθεί ένα έγκλημα, όπως μια δολοφονία, ένας βιασμός ή και μια απαγωγή, υπάρχουν τρείς αντιμαχόμενες πλευρές: του θύτη, του θύματος και των συγγενών/φίλων του θύματος και σε αυτήν την τελευταία εντάσσεται και η λεγόμενη «κοινή γνώμη».

Ο θύτης –ή σωστότερα ο δικηγόρος του- επικαλείται συνήθως: ψυχική ασθένεια, «εν βρασμώ ψυχής» κλπ. Αυτά, βέβαια, μπορεί όντως να ισχύουν σε κάποιες περιπτώσεις ή ακόμα και στην πλειοψηφία αυτών. Ναι, γνωρίζω πολύ καλά πως ακούγεται αυτό. Αλλά σκεφτείτε το λίγο: είναι δυνατόν κάποιος που διαπράττει βιασμό ή ακόμα χειρότερα παιδοφιλία, κάποιος που έβγαλε μαχαίρι επειδή κάποιος άλλος τον έβρισε, να είναι ψυχικά σταθερός ή υγιής; Σίγουρα όχι. Σε καμία περίπτωση ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι «στα καλά του».

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η ψυχική αστάθεια, το πρόβλημα είναι οι ελαφρύτερες ποινές λόγω της ψυχικής ασθένειας και των διάφορων παρόμοιων ελαφρυντικών που επικαλούνται οι δικηγόροι. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγει κάποιος με αρχική ποινή δις ισόβια να μένει στη φυλακή για 10-15 χρόνια. Αν βάλουμε μέσα σε αυτό και την λεγόμενη «καλή διαγωγή» τότε η ποινή μειώνεται κι άλλο. Και όσο γίνονται όλα αυτά, τόσο η οργή των άλλων πλευρών αυξάνεται. Η οργή αυτή οδηγεί στην εκ νέου απομόνωση και στοχοποίηση, όχι μόνο του θύτη, αλλά και όσων σχετίζονται με αυτόν. Σαν να φταίνε και αυτοί. Και ο φαύλος κύκλος της «δημιουργίας εγκληματιών» δεν τελειώνει ποτέ.

Επιτρέψτε μου να σας φέρω ένα παράδειγμα: ένας βιαστής, ας πούμε, είναι παντρεμένος και έχει και ένα παιδί. Αυτοί, λοιπόν, μετά τη δίκη του θα αποκαλούνται : «η γυναίκα του βιαστή» και «το παιδί του βιαστή» (για να μην πω και μερικά χειρότερα που σκέφτηκα). Αγαπητή μου κοινωνία, έχεις σκεφτεί ότι κατά πάσα πιθανότητα –για να μην πω σίγουρα- η γυναίκα αυτή είναι επίσης κακοποιημένη; Ότι το παιδί αυτό θα στιγματιστεί για όλη του τη ζωή για κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται; Ότι είναι πολύ πιθανό, αν αυτό το παιδί συγκρίνεται διαρκώς με τον πατέρα του, να ακολουθήσει την ίδια πορεία; Μάλλον όχι. Γι’ αυτό, λοιπόν, καλό είναι πριν μιλάμε να σκεφτόμαστε και λίγο.

Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να σκεφτούμε πάνω από όλα είναι –εκτός φυσικά από το θύμα- και τους συγγενείς των δραστών, γιατί συχνά όντως δεν γνωρίζουν ή δεν είχαν καταλάβει τι πήγαιναν αυτοί (οι δράστες) να κάνουν. Κάπως έτσι περνάμε και στο τελευταίο –και πιο κρίσιμο- ερώτημα: μπορεί να αποτραπεί ένα έγκλημα;

Φυσικά και ναι, γιατί όπως είπα και νωρίτερα ο χαρακτήρας και οι ροπές ενός ατόμου καθορίζονται μεν αρκετά από το DNA, αλλά πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει και η οικογένεια και η κοινωνία. Η σωστή παιδεία είναι αυτή που μπορεί να «αποτρέψει» κάποιον από το να γίνει εγκληματίας.

 Και τι εννοώ με αυτό; Αν οι μηχανισμοί κοινωνικοποίησης –οικογένεια, σχολείο, κοινωνία- λειτουργήσουν ορθά, τότε θα αποτραπούν πολλές παραβατικές συμπεριφορές. Αν όλοι εμείς σαν κοινωνία μάθουμε στα παιδιά αξίες, όπως του σεβασμού και της αλήθειας. Αν πρώτοι εμείς δώσουμε το καλό παράδειγμα, ώστε να μάθουν τα παιδιά να είναι σωστοί πολίτες και καλοί άνθρωποι, τότε μπορούμε να αποτρέψουμε ένα μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας.

Τελευταίο και μη εξαιρετέο, είναι όμως και το φαινόμενο των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και αυτές είναι μια αιτία της εγκληματικότητας. Αφορούν κατά κύριο λόγο τα φαινόμενα κλοπής και ληστειών, δεν παύουν όμως να είναι και αυτές σημαντικές. Ανισότητες ανέκαθεν υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν.

 Θα σκεφτείτε τώρα: μα αυτό δεν είναι ευθύνη του κράτους; Φυσικά και είναι. Μπορούμε, όμως, και εμείς να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, μέσω του εθελοντισμού, μέσω της Κοινωνίας Πολιτών. Βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στις οργανωμένες δράσεις. Μπορούμε πολύ απλά αν γνωρίζουμε κάποιον συνάνθρωπο μας που έχει ανάγκη –το οτιδήποτε- να τον βοηθήσουμε –όπως μπορούμε- απλά και διακριτικά.

Η εγκληματικότητα υπάρχει όσο υπάρχει στη Γη και ο άνθρωπος. Τα αίτια και τα κίνητρα των δραστών είναι αμέτρητα και συχνά παράλογα και ακατανόητα. Η απονομή της δικαιοσύνης, όμως, είναι δουλειά των δικαστηρίων, γι’ αυτό δημιουργήθηκαν. Δεν είναι δική μας δουλειά να «κρεμάσουμε» κανέναν. Τα δικαστήρια σίγουρα πολλές φορές κωλυσιεργούν –ένεκα της γραφειοκρατίας κυρίως- , αυτό είναι γεγονός. Εμείς σαν κοινωνία αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να μην «κάνουμε πως δεν ακούμε» μια γυναίκα που υποφέρει στο σπίτι της, να μην «κάνουμε τα στραβά μάτια» στην παιδική κακοποίηση, να απλώσουμε το χέρι μας στο συνάνθρωπό μας.

Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης –οι γονείς σαφώς παραπάνω- στην σωστή κοινωνικοποίηση των «αυριανών πολιτών». Ας γίνουμε, λοιπόν, το καλό παράδειγμα. Μην ξεχνάμε ότι ένα παιδί μπορεί να μην ακούει τι του λέμε, αλλά παρατηρεί πολύ καλά το τι κάνουμε.

~Η παιδεία, η κοινωνική αλληλεγγύη,

η αποδοχή του διαφορετικού, μπορούν

πραγματικά να αλλάξουν τον κόσμο.~

(Την ιδέα για αυτό το κείμενο την χρωστώ στον φίλο και συμφοιτητή μου Λεωνίδα Καλτσίδη)

*Η Ειρήνη Στεργίου είναι φοιτήτρια του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.