Δυο λογια για το βιβλιο του Γιωργου Σιακανταρη
Το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη συνιστά μια συγκριτική ανάλυση της εξέλιξης των πολιτικών συστημάτων σε σχέση με τους διακηρυγμένους στόχους τους. Ο συγγραφέας εξηγεί μέσα από μια εκτενέστατη βιβλιογραφία, την οποία σχολιάζει και συζητά με κριτική σκέψη και πρωτοτυπία, πώς καταλήξαμε στη μεταπολιτική, τα μετακόμματα και τη μεταδημοκρατία και αναδεικνύει τα κυρίαρχα ζητήματα που πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την πολιτική στο μέλλον. Ένα κεντρικό ζήτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη σε σχέση με την ανάπτυξη και υπό αυτό το πρίσμα θα σχολιάσω το βιβλίο του. Η θεματολογία του βιβλίου είναι πλούσια και θίγει πολλά άλλα κρίσιμα ζητήματα που προσπερνώ εδώ στον σχολιασμό μου, όπως η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία, καθώς και ζητήματα που δεν σχετίζονται άμεσα ή αποκλειστικά με το κεντρικό ζήτημα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή, ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός.
Τα μοντέλα δικαιοσύνης αποτελούν γνωστικό πεδίο της επιστήμης των υπολογιστών. Η δικαιοσύνη στην κατανομή των πόρων αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα όταν η ζήτηση ξεπεράσει την προσφορά – όσο αρκούν οι πόροι για να καλύψουν τις ανάγκες των χρηστών, δεν τίθεται θέμα δικαιοσύνης. Στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα, οι επίδοξοι χρήστες εξυπηρετούνται κατά σειρά, μέχρι να εξαντληθούν οι πόροι. Όταν αυτοί εξαντληθούν, τα αιτήματα των υπολοίπων χρηστών απορρίπτονται. Επομένως, όταν η ζήτηση ξεπεράσει την προσφορά, το σύστημα λειτουργεί μεν θεωρητικά με μέγιστη απόδοση, ωστόσο δεν εξυπηρετούνται όλοι οι χρήστες. Στο Διαδίκτυο, αντίθετα, όταν η ζήτηση ξεπεράσει την προσφορά οι πόροι αναδιανέμονται: ο κάθε χρήστης λαμβάνει πάντα το δίκαιο μερίδιο που του αναλογεί, ακόμη και αν το σύστημα, προκειμένου να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη, χρειάζεται να υστερήσει προσωρινά σε απόδοση. Έτσι, εξυπηρετούνται όλοι χρήστες, ενδεχομένως με λιγότερους πόρους ο καθένας, χωρίς να αποκλείεται κανείς. Μάλιστα, προκειμένου να εγγυηθεί τη δικαιοσύνη, το Διαδίκτυο χρησιμοποιεί έναν δείκτη δικαιοσύνης που ελέγχει ανά πάσα στιγμή αν οι πόροι μοιράζονται δίκαια. Το μοντέλο αυτό της δικαιοσύνης συντέλεσε καθοριστικά στην ανάπτυξη του Διαδικτύου, καθώς του επέτρεψε να αξιοποιήσει τους πόρους για όλους τους χρήστες του· χάρη σ’ αυτό, το Διαδίκτυο κατάφερε τελικά να μειώσει το κόστος στις επικοινωνίες, να απορροφήσει τις τηλεπικοινωνίες και την τηλεόραση και να επεκταθεί. Στη μάχη μεταξύ δικαιοσύνης και απόδοσης κέρδισε η δικαιοσύνη· και αυτή με τη σειρά της, χάρη στη συμμετοχή των πολλών, εγγυήθηκε την ανάπτυξη.
Ο Σιακαντάρης στο βιβλίο του ασχολείται με τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη, με πολιτικούς όρους. Μας λέει ότι στην πολιτική, τη μάχη μεταξύ Κοινωνικής Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης την κέρδισε η Ανάπτυξη και υστέρησε η Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Πώς πείστηκε όμως η κοινωνία; Πίστεψε στο αφήγημα ότι η Ανάπτυξη θα οδηγήσει σε περισσότερο πλούτο και κοινωνική ευημερία για όλους, με αποτέλεσμα η κοινωνική δικαιοσύνη να θεωρηθεί βάρος που στερεί πόρους από τις επενδύσεις και επομένως από την Ανάπτυξη. Ωστόσο, ο πλούτος κατέληξε να διανέμεται σε ένα μικρό μόνο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού: το 1% του πληθυσμού της γης κατέχει τα 2/3 του παγκόσμιου πλούτου, μας λέει ο συγγραφέας. Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι δεν υπάρχει στην πολιτική ή την οικονομία αντίστοιχος δείκτης δικαιοσύνης που να αποτυπώνει πώς μοιράζονται οι πόροι στους πολίτες, παρά μόνο επιμέρους μετρικές τις οποίες πρέπει με περίπλοκο τρόπο να συνθέσει κάποιος ειδικός για να βγάλει αντίστοιχα συμπεράσματα. Αν υπήρχε τέτοιος δείκτης, θα βλέπαμε ότι η οικονομία αναπτύσσεται μεν κάθε χρόνο, όμως η κοινωνική ευημερία υποχωρεί και οι ανισότητες αυξάνονται.
Πώς συνέβη αυτό; Η πολιτική, στο όνομα της Ανάπτυξης, πήρε αποφάσεις που ευνόησαν τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο Σιακαντάρης επισημαίνει στο βιβλίο του τα λάθη της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία συναίνεσε σε κρίσιμες λανθασμένες αποφάσεις που οδήγησαν στο να χάσει τελικά η πολιτική τα εργαλεία της και ουσιαστικά να παραδώσει τα κλειδιά της στις μεγάλες επιχειρήσεις. Μια τέτοια απόφαση ήταν η ευνοϊκή φορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Αναφέρει ως παράδειγμα στο βιβλίο του 95 επιχειρήσεις τροφίμων που έβγαλαν το 2022 κέρδος 306 δισεκατομμύρια δολάρια με το 84% αυτών των κερδών να διανέμονται σε μετόχους με ελάχιστη φορολόγηση. Ο συγγραφέας στέκεται με έμφαση στην απόφαση της σοσιαλδημοκρατίας να συναινέσει στο Financial Services Modernization Act, που υπέγραψε ο Κλίντον το 1999 και επέτρεψε τη συγχώνευση εμπορικών, επενδυτικών και ασφαλιστικών ομίλων, όπως η Citigroup. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να γίνουν ανεξέλεγκτες πλέον οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις που αξιοποίησαν το χρηματοπιστωτικό μοντέλο και συνδύασαν τις επενδυτικές με τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Έτσι, αντί να υπακούσουν οι μεγάλες επιχειρήσεις στους κανόνες που έθετε η πολιτική, έθεταν αυτές τους πολιτικούς κανόνες. Προφανώς, η ενδεχόμενη κατάρρευση μιας τέτοιας επιχείρησης θα συνιστούσε οικονομική καταστροφή με διεθνείς συνέπειες.
Τέτοιες πολιτικές αποφάσεις που υπονόμευσαν την κοινωνική δικαιοσύνη οδήγησαν προοδευτικά στο να καταργηθεί η διαχωριστική γραμμή αριστεράς-δεξιάς, να δημιουργηθεί ένα πολιτικό κέντρο που διαχειρίζεται απλώς την εξουσία σαν να μην υπήρχε εναλλακτική (There Is No Altenrative – TINA), να χάσει ο κόσμος την εμπιστοσύνη του στην πολιτική και να οδηγηθούμε στην μεταπολιτική (δηλ. τεχνοκρατική διαχείριση αντί πολιτικής) τα μετακόμματα (δηλ. διαχειριστικά κόμματα του κέντρου χωρίς διακριτή ιδεολογία) και τη μεταδημοκρατία (δηλ. θεσμοί αποδυναμωμένοι). Η κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής οδήγησε στην ιδεολογική σύγκλιση των μετακομμάτων του κέντρου και την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους· και είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της ακροδεξιάς.
Με μια γενναία πολιτική τοποθέτηση, ο Σιακαντάρης εξηγεί ότι το βασικό εργαλείο με το οποίο υλοποιήθηκε το μοντέλο συναίνεσης στο κέντρο ήταν η υποτιθέμενη Αξιοκρατία, η οποία παρουσιάστηκε από τον κρατικό μηχανισμό ως δίκαιη ανταμοιβή για τους άξιους. Οι άξιοι, θεωρητικά, θα μπορούσαν να βελτιστοποιήσουν το παραγωγικό μοντέλο και να παράγουν περισσότερο πλούτο προς όφελος της κοινωνίας. Ο συγγραφέας παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στον Σαντέλ, και εξηγεί πώς πείστηκε αφενός η κοινωνία και πώς λειτούργησε αφετέρου η υποτιθέμενη αξιοκρατία ως Δούρειος Ίππος της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και της Σοσιαλδημοκρατίας, ειδικότερα. Ποιος δεν θα δεχόταν το επιχείρημα ότι πρέπει οι πολίτες να επιβραβεύονται με βάση την αξία τους και όχι με βάση την καταγωγή τους ή την οικονομική τους επιφάνεια; Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν η αξία να ταυτιστεί με το χρήμα, «άξιος» να θεωρείται ο πλούσιος και ο φτωχός να θεωρείται «ανάξιος». Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στην «τυραννία της αξίας» και για τους άξιους και για τους ανάξιους. Οι άξιοι επιδίδονται σε έναν διαρκή αγώνα απόκτησης τυπικών προσόντων που συχνά δεν ανταποκρίνονται καν στην πραγματικότητα και την πραγματική αξία· δεδομένου μάλιστα ότι η κοινωνία δεν εγγυάται ίσες ευκαιρίες για όλους, η αξία κατέληξε προνόμιο των λίγων που είχαν τις ευκαιρίες. Οι δε «ανάξιοι», δηλαδή οι φτωχοί, κατέληξαν στο περιθώριο, χωρίς αξιοπρέπεια, να επιδίδονται σε έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης. Με λίγα λόγια, ο διαχωρισμός με βάση την υποτιθέμενη αξία δεν οδήγησε απλώς σε μια μεγάλη κοινωνική ανισότητα, καθώς κατάργησε τα ίσα δικαιώματα και διαχώρισε τους πολίτες σε «άξιους» και «ανάξιους», αλλά λειτούργησε και αναποτελεσματικά: δεν οδήγησε σε κοινωνική ευημερία για τους πολλούς. Συγκεκριμένα, ο πλούτος που παράγεται από τους «άξιους» κατανέμεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε πολύ λίγους, κατά ένα μικρό μόνο μέρος του στους «άξιους» και κατά ένα ελάχιστο μέρος του στους «ανάξιους», ως επίδομα φτώχειας. Είναι γνωστό, εξάλλου, στη βιβλιογραφία το «παράδοξο της αξιοκρατίας» (paradox of meritocracy): οργανισμοί που επιμένουν σε «αξιοκρατικές» προσλήψεις καταλήγουν να προσλαμβάνουν μόνο άνδρες. Αυτό από μόνο του καταδεικνύει όχι μόνο την παρανόηση της «αξίας» αλλά και την αδικία που δημιουργεί η εφαρμογή της.
Και τι κάνουμε τώρα; Τα κόμματα είναι τα θεμέλια της Δημοκρατίας, λέει ο Σιακαντάρης και από εκεί πρέπει να ξεκινήσει η ανασύνταξη. Σήμερα, τα μετακόμματα λειτουργούν ως κόμματα σούπερ-μάρκετ, εξαρτημένα από το κρατικό χρήμα. Θα πρέπει να λειτουργούν ανοιχτά, όχι φοβικά αλλά ταυτόχρονα με κριτήρια ιδεολογικά. Καυτηριάζει, για παράδειγμα, τα κόμματα που, προκειμένου να αυξήσουν τα μέλη τους και να αποφύγουν τη συρρίκνωση, εφαρμόζουν διαδικασίες επιλογής αρχηγού από τη βάση, την οποία διευρύνουν με άτομα που δεν έχουν καμία ιδεολογική σχέση με το κόμμα. Ανοιχτά κόμματα σημαίνει διάλογος, σύνθεση και ανοχή σε ιδεολογικές τάσεις. Μας λέει επίσης ότι η διαχωριστική γραμμή Αριστερά-Δεξιά πρέπει να ξανατεθεί με ανανεωμένους πολιτικούς όρους, ώστε να αποδομηθεί η τεχνοκρατική διαχείριση του κέντρου που απονεύρωσε την πολιτική με την λογική There Is No Alternative (ΤΙΝΑ). Η Αριστερά θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της, να εγγυηθεί την Κοινωνική Δικαιοσύνη και να πετύχει την Ανάπτυξη με τη συμμετοχή των πολλών. Η μαζική συμμετοχή στην παραγωγή, αντί για υπερεπιχειρήσεις που συγκεντρώνουν τον παγκόσμιο πλούτο, μπορούν και Ανάπτυξη να πετύχουν και τη διασπορά του πλούτου να αυξήσουν. Κάντο όπως το «Ιντερνετ», μας λέει με λίγα λόγια ο Σιακαντάρης. Η προοδευτική φορολόγηση του μεγάλου πλούτου είναι ένα ακόμη χρήσιμο εργαλείο που πρέπει να ανακτήσει η πολιτική, ώστε να εγγυηθεί την αναδιανομή του πλούτου σε όλους και επομένως, την Κοινωνική Δικαιοσύνη. Ο συγγραφέας προσθέτει και άλλες παραμέτρους στη ζυγαριά αριστερά-δεξιά, σε σχέση με τα εθνικά σύνορα, τη μετανάστευση, την ισότητα, την προστασία της εργασίας, όπου επιμένει στην αξία των συλλογικών συμβάσεων.
Το βιβλίο του αποτέλεσε για μένα αφορμή να προβληματιστώ σε πολλά επίπεδα. Κλείνω τα σχόλιά μου με ένα ζήτημα που με προβλημάτισε και σχετίζεται με την «αξία», την τεχνολογία και την εργασία. Η σύγχρονη τεχνολογία, κυρίως η τεχνητή νοημοσύνη, θα επηρεάσει τα θεμέλια της «αξιοκρατικής» προσέγγισης, την οποία αναλύει ο Σιακαντάρης· και μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες. Καταρχάς, η τεχνητή νοημοσύνη θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής. Όμως, η ανθρώπινη εργασία προοδευτικά θα αποσυνδέεται από την παραγωγή, στην οποία θα συνεισφέρει όλο και περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη· ταυτόχρονα, ο εργοδότης θα εξαρτάται όλο και λιγότερο από τον εργαζόμενο. Δεν είναι όμως μόνο ποσοτικός ο κίνδυνος για την ανθρώπινη εργασία. Είναι και ποιοτικός: οι περίπλοκες δουλειές θα γίνονται από την τεχνητή νοημοσύνη γρηγορότερα, ορθότερα και χωρίς κόστος. Με δεδομένο ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αναλαμβάνει προοδευτικά όλο και περισσότερες σύνθετες και περίπλοκες εργασίες (π.χ. ρομποτική ιατρική), η συνεισφορά της αξίας και η ανταμοιβή της θα υποβαθμίζονται. Πρακτικά, θα μπορούσε η κοινωνία του 2050 να συντηρεί με επιδόματα όχι τους λίγους αλλά τους πολλούς: και τους «ανάξιους» και τους «πρώην άξιους».
Διαβάζοντας το βιβλίο του Σιακαντάρη αντιλαμβάνεται κανείς ότι τώρα είναι η ώρα της πολιτικής.
*Ο Βασίλης Τσαουσίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΔΠΘ
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.