Μερες και νυχτες που εγιναν δικες μας (+ Gallery)

Παρουσιάστηκε το μυθιστόρημα της Ελισάβετ Παπαδοπούλου «Μέρες και Νύχτες που δεν ήταν δικές μας» - Από τον φιλόλογο Μπάμπη Καραγεωργίου και τη δικηγόρο Κλεοπάτρα Στογιαννίδου

Παρουσιάστηκε το Σάββατο που μας πέρασε στο καφέ «Οχτώ» το υποψήφιο για τα βραβεία public μυθιστόρημα της άξιας εβρίτισσας συγγραφέως Ελισάβετ Παπαδοπούλου.
 
Κατάμεστος, παρά το ασυνήθιστο της ώρας, ο χώρος του καφέ, απόλαυσε από καρδιάς το σφριγηλό, νεανικό λόγο των δύο ομιλητών.
 
Αφενός της διδακτόρισσας-δικηγόρου Κλεοπάτρας Στογιαννίδου, που, όπως με όλα που καταπιάνεται ανέγνωσε το μυθιστόρημα, με ευαισθησία, ως συστηματική, όπως τουλάχιστον καταδεικνύεται από τον περιεκτικό χαρακτήρα της εισήγησής της, αναγνώστρια λογοτεχνίας.
 
Αφ’ ετέρου, τον ουσιαστικό, εναργή, πολυεπίπεδο και αποκαλυπτικό των εσωτερικών λογοτεχνικών αρετών του μυθιστορήματος λόγο του φιλολόγου Μπάμπη Καραγεωργίου.
 
Αναγνώσεις και οι δύο που αποδεικνύουν μαζί με τον ικανοποιητικό αριθμό επιστημόνων και ανθρώπων των γραμμάτων που αναδείχθηκαν από τους κύκλους εκδηλώσεων με θέμα «Λογοτεχνικές αποτυπώσεις της πόλης» που διοργάνωσε το Γραφείο Σχολικών Δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Ροδόπης πόσους ταλαντούχους και εργατικούς συνάμα, άρτιους σε κατάρτιση επιστήμονες διαθέτει εν γένει η περιοχή μας, όταν βεβαίως τους δίνεται ο λόγος.
 
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του μεγάλος αριθμός συμπολιτών μεταξύ των οποίων διακρίναμε, τον π. πρύτανη του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Κώστα Ρέμελη, τον αναπληρωτή καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Άλκη Δερβιτσιώτη, την πρόεδρο του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας Ζωή Γαβριηλίδου, τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Στέλιο Κυριαζίδη, τον πρόεδρο του Σωματείου Ζυθεστιατόρων νομού Ροδόπης Ανέστη Βαφειάδη, τον εκπρόσωπο του βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη Παναγιώτη Χαλβατζή, τον υπ. Βουλευτή του «Ποταμιού» Σταμάτη Κουρούδη, τον συγγραφέα και μαθηματικό Ανδρέα Λύκο, τον Βασίλη Βαφειάδη των βιβλιοπωλείων «Βαφειάδης», τους φιλολόγους Σοφία Σουβατζόγλου, Μαρία Αλεξίου, Κική Παιδαράκη και Άρτεμη Αρχοντογεώργη, τους δημοτικούς συμβούλους Εμρέ Αχμέτ-με τη σύζυγό του Γκιζέμ Μπεσίμ και Χασάν Χασάν, τους δημοσιογράφους Μουσταφά Τσολάκ και Βασίλη Κάργα, την Ελένη Στογιαννίδου, μητέρα της Κλεοπάτρας, τη Χριστίνα Δώδου, τη Ζωή Ρωσσίδου, σύζυγο του Μπάμπη Καραγεωργίου και την μητέρα του, Κατερίνα.
Στην επιτυχία της εκδήλωσης που διοργανώθηκε από τα βιβλιοπωλεία «+βιβλία Καφετζή», τον «Παρατηρητή της Θράκης», το «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» και τις εκδόσεις «Καστανιώτη» πολύ συνέβαλε η εξαιρετική ανάγνωση καλοεπιλεγμένων αποσπασμάτων από την ηθοποιό και δημοσιογράφο Μαρία Παπαδοπούλου, στη συμβολή της οποίας στην πρόσληψη του μυθιστορήματος από τους παριστάμενους, αναφέρθηκε και η συγγραφέας Ελισάβετ Παπαδοπούλου, η οποία μετά τη σύντομη ομιλία της για τις δυσκολίες της συγγραφής, αφού εργάζεται παράλληλα, υπέγραψε αντίτυπα του μυθιστορήματός της για τους αναγνώστες.
 
Ακολουθούν οι εισηγήσεις των δύο ομιλητών, ως συμβολή στο βιβλιογραφικό αποτύπωμα του μυθιστορήματος, το οποίο εμπλουτίζουν οι δύο νέες αναγνώσεις του.

Κλεοπάτρα Στογιαννίδου, δρ. νομικής- δικηγόρος «Έργο επίτευγμα συγγραφικής ωριμότητας»*

«Το εξαιρετικό μυθιστόρημα της Ελισάβετ Παπαδοπούλου με τίτλο «Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας» κυκλοφόρησε πέρσι από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αποτελεί το έκτο συνολικά έργο της συγγραφέως και το δεύτερο που εκδόθηκε από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο. Το βιβλίο αυτό αναδείχτηκε ήδη στην 1η Φάση των Βραβείων Βιβλίου Public 2015 ως ένα από τα 10 επικρατέστερα βιβλία της κατηγορίας, ανάμεσα σε βιβλία πολύ γνωστών συγγραφέων, όπως ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο Χρήστος Χωμενίδης κ.ά. Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό βιβλίο, με την αγωνία ενός ερωτικού μυθιστορήματος και μια προτροπή σε εσωτερικές αναζητήσεις, με πολύ έντονες σκηνές, τέτοιες που σου χαράσσονται στο μυαλό και η γεύση που αφήνουν σε συνοδεύει για μέρες…
 
Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο γραφής της, δεν θύμιζε σε τίποτε το λογοτεχνικό ύφος που συναντάμε στα ευπώλητα σύγχρονα μυθιστορήματα. Θύμιζε παλιό καλό λογοτέχνη, με πένα δυνατή και ύφος λιτό και απέριττο, χωρίς φλυαρία και κουραστικές περιγραφές που δεν προσθέτουν αξία στην αφήγηση. Η συγγραφέας αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, ως αμέτοχη παρατηρήτρια όσων διαδραματίζονται, μεταφέροντάς μας τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων. Ο λόγος της, πυκνός σε νοήματα και πλούσιος σε εκφραστικούς τρόπους, εντάσσει τον αναγνώστη πλήρως στο κλίμα της εποχής και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της, αποδεικνύοντας ότι η συγγραφέας κρύβει μέσα της πλούτο σκέψεων και συναισθημάτων. 

Από το καλοκαίρι του 1975 η ζωή της Αθηνάς

Η αφήγηση ξεκινά το καλοκαίρι του 1975, στα … σύνορα, όπως ονομάζεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, σε ένα μικρό χωριό του Έβρου κοντά στο Διδυμότειχο, ένα χωριό κλεισμένο στο μικρόκοσμό του με ανθρώπους φτωχούς αλλά εργατικούς, που προσπαθούν να συμβιώνουν αρμονικά αντιμετωπίζοντας λίγο ή πολύ τις ίδιες δυσκολίες και προβλήματα. Η συγγραφέας επικεντρώνει την περιγραφή της στις συνθήκες ζωής μιας οικογένειας, της οικογένειας της Αθηνάς που είναι η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Ένα κορίτσι νέο, που ασφυκτιά στο πλαίσιο της ζωής στην ακριτική επαρχία του Έβρου και που αναζητά συγκινήσεις και ερεθίσματα μέσα από τα βιβλία, τα οποία λατρεύει και διαβάζει με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας τα την πολυτιμότερη περιουσία της. Μεγαλωμένη σε ένα περιορισμένο οικογενειακό περιβάλλον με μια μητέρα καταθλιπτική που παρακολουθεί αμέτοχη το μεγάλωμα των παιδιών της, και ένα πατέρα που έχει μάθει να ζει μόνο για να εργάζεται και όχι για να αισθάνεται, η Αθηνά νιώθει έντονα συναισθηματικά κενά. Έχει όνειρο να γίνει δικηγόρος και να ξεφύγει από τη ζωή στο ακριτικό χωριό, να ζήσει στη μεγάλη πόλη εκεί όπου μπορεί να βιώσει συγκινήσεις και εμπειρίες και όλα αυτά που είχε μάθει μόνο από εφημερίδες, τραγούδια, βιβλία, συναναστροφές. Όλες αυτές τις συγκινήσεις που γέμιζαν μέρες και νύχτες άλλων, και πάντως μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές της, καθώς αυτή δεν μπορούσε να τις ζήσει, γιατί εκεί ήταν τα σύνορα, εκεί ήταν στην άκρη… στην άκρη του κινδύνου, στην άκρη της απειλής, στην άκρη του φόβου, στον Έβρο που πάντα αποτελούσε μια γωνιά ξεχασμένη και συνάμα μια … απειλή.
 
Στην Αθήνα θα μπορούσε να γνωρίσει και όσα της έχει διηγηθεί ο ξένος… ο Αλέξανδρος, ένας φαντάρος με καταγωγή από την πρωτεύουσα, ο οποίος εισβάλλει στη ζωή της ξαφνικά κάνοντάς της δώρο το ομώνυμο βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ και στη συνέχεια την πολιορκεί κάνοντάς της αισθητή την παρουσία του με ένα ασυνήθιστα διαφορετικό τρόπο: Για ατελείωτα βράδια στέκεται στο ίδιο μέρος με το βλέμμα στραμμένο προς το σπίτι της Αθηνάς και καπνίζει ασταμάτητα, ώστε η Αθηνά να βλέπει την καύτρα από το τσιγάρο του που καίει συνεχώς σαν ένα ιδιαίτερο σινιάλο – σημάδι μιας άλλης «φλόγας που σιγοκαίει», αυτής του έρωτα…
Θα ερωτευτούν παράφορα και θα βιώσουν αισθήματα ειλικρινούς και αμοιβαίας αγάπης μέχρι που θα καταφθάσει η Λώρα, η φίλη του Αλέξανδρου που συστήνεται ήδη ως αρραβωνιαστικιά του, χωρίς να είναι, και η οποία έρχεται για να του ανακοινώσει ότι έγινε πραγματικότητα η «πολυπόθητη» μετάθεσή του στην Αθήνα.
 
Ο Αλέξανδρος αποχωρίζεται την Αθηνά αλλά θα ικανοποιήσει την επιθυμία της να της γράφει με κάθε λεπτομέρεια με μεγάλα και χορταστικά γράμματα, όπως του ζητά η ίδια τα πάντα γι αυτόν, τί κάνει όλη τη βδομάδα, πώς λένε τα μαγαζιά που πηγαίνει, πώς είναι οι δρόμοι γύρω από τα μαγαζιά, πώς είναι οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτά, τι μουσικές ακούνε, τι πίνουν και τι φοράνε, ποιες ταινίες βλέπουν…. Οι περιγραφές αυτές θα την κάνουν να ονειρεύεται ακόμη περισσότερο την Αθήνα, στην οποία εγκαθίσταται και η ίδια λίγα χρόνια μετά ως φοιτήτρια νομικής αρχικά και στη συνέχεια ως μαχόμενη δικηγόρος, συνεργάτης σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Κολωνακίου.
 
Ακολουθεί λοιπόν η άνοδος….. αυτός είναι ο τίτλος του δευτέρου κεφαλαίου του βιβλίου, το οποίο –εκτός από την πορεία των δύο πρωταγωνιστών- περιγράφει τον αστραπιαίο τρόπο με τον οποίο απέκτησε πλούτο η ελληνική κοινωνία, γεγονός που οδήγησε στον άκρατο υλισμό, προκάλεσε τη φθορά και έφερε την πτώση. Περιγράφεται γλαφυρά η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, η Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου και της «Αλλαγής», στην οποία πίστευε ο Οδυσσέας, ο παππούς της Αθηνάς, που εκείνο το βράδυ του Οκτωβρίου του 1981, που το Πασοκ κέρδισε τις εκλογές έβγαλε το μαντήλι να σκουπίσει τα δάκρυά του από τη συγκίνηση και ο οποίος πίστευε ότι η νίκη αυτή ήταν μεγάλη, γιατί δεν είχε παρελθόν, αλλά μόνο παρόν και μέλλον.
 
Η συγγραφέας αποδίδει εύστοχα την πορεία της Ελλάδας, που μέσα σε λίγα χρόνια έγινε, από μια φτωχή αγροτική χώρα, μια χώρα παροχής υπηρεσιών με ανομολόγητο πλούτο, καθώς το φρέσκο χρήμα που ερχόταν από την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα έμοιαζε στο πέρασμά του να σαρώνει κάθε παλιό φραγμό. Και τότε, η ευημερία αποδυνάμωσε τις παλιές συλλογικότητες, αποθεώθηκε η θέληση του ατόμου, η δύναμή του απέναντι στους παραδοσιακούς μαζικούς κώδικες οι οποίοι αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας. Η αλλαγή αυτή παρέσυρε τα πάντα: το κοινωνικό πρόσωπο της χώρας, την αντίληψη που είχε η κοινωνία για την επιτυχία ή αποτυχία, την ατομική ευτυχία, ακόμη και τον τρόπο που ασκούνταν η δικηγορία, τον τρόπο που αποδιδόταν η δικαιοσύνη… Στόχος έγινε η τρυφηλή tax free ζωή, όπως ονομάζεται το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, και άρχισαν να κυριαρχούν το λάιφ στάιλ και οι… χειραψίες, όπως τιτλοφορείται το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου.. Οι χειραψίες αποτέλεσαν το νέο «εθνικό σπορ» των Ελλήνων, καθώς αποτελούσαν εισιτήριο εισόδου σε αυτή τη νέα ζωή, σηματοδοτώντας νέες γνωριμίες, και κυρίως έφερναν χρήμα, ζεστό χρήμα… Ο κόσμος άλλαζε προς μια κατεύθυνση που το ευκαιριακό, το πρόχειρο, το επιφανειακό, το ρουσφετολογικό αποτελούσαν τον κανόνα και η Αθηνά μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, αισθανόταν πάλι να ασφυκτιά, ένιωθε ότι έμενε πίσω … Μέσα σε όλο αυτό το ευρύτερο περιβάλλον η Αθηνά θα ξαναβρεθεί με τον Αλέξανδρο, τον οποίο όμως θα συναντήσει παντρεμένο με τη Λώρα.. για να συνειδητοποιήσουν και οι δύο ότι ο μεγάλος τους έρωτας και το πάθος τούς στοιχειώνει ακόμη… Τους στοιχειώνουν όμως και όσα ονειρεύτηκαν για μια χώρα που αλλάζει δραματικά και δεν τους μοιάζει..
 
Αυτοί οι δυο άνθρωποι, που ο καθένας περνάει από μια διαφορετική κόλαση, καθώς δεν καταφέρνουν να βιώσουν την ευτυχία ο ένας μακριά από τον άλλο, φαίνεται ότι ενώνονται από τον απόλυτο έρωτα, αυτόν που δεν ξεθωριάζει στο πέρασμα του χρόνου. Γι αυτό και στο φινάλε, καλοκαίρι, όπως λέγεται το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, θα τους ενώσει ξαφνικά ο θάνατος του παππού Οδυσσέα, και αυτή η καύτρα του τσιγάρου του Αλέξανδρου, που ανάβει ξανά είκοσι χρόνια μετά, στο ίδιο μέρος, απέναντι από το πατρικό σπίτι της Αθηνάς για να της δείξει ότι είναι εκεί και δεν θα φύγει ποτέ ξανά… 

«Ένα μυθιστόρημα από το οποίο θυμάσαι πάντα τη γεύση που σου άφησε»

Η Ελισάβετ Παπαδοπούλου έπλασε μια υπόθεση πρωτότυπη, με ευρηματικές επινοήσεις και κορυφώσεις της πλοκής, που κρατά αδιάπτωτη την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και έγραψε ένα δυνατό και πραγματικά αξιόλογο βιβλίο, από αυτά που ακόμη κι αν ξεχάσεις την υπόθεση, θυμάσαι πάντα τη γεύση που σου άφησαν. Διέκρινα ρομαντισμό και διακριτικό ερωτισμό, εντόπισα διάχυτη σε όλο το κείμενο έντονη οργή για την κοινωνική αδικία και την επιδίωξη του άμετρου προσωπικού πλουτισμού, την χωρίς δισταγμό και ηθικούς φραγμούς προσπάθεια απόκτησης εύκολου πλούτου.

«Η συγγραφέας καταφέρνει να σκιαγραφήσει με απόλυτη ακρίβεια χαρακτήρες και να εμβαθύνει βαθιά σ’ αυτούς»

Η συγγραφέας επιτυγχάνει να διαπλάσει και να διαμορφώσει δύο πολύ ενδιαφέροντες και ολοκληρωμένους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών της: της Αθηνάς και του Αλέξανδρου, βουτώντας με ιδιαίτερη ευαισθησία τη λογοτεχνική της πένα σ’ ένα θέμα διαχρονικά κυρίαρχο για τη ζωή του ανθρώπου: τον έρωτα ή ακριβέστερα τον απόλυτο έρωτα. Εκτός όμως από την απόδοση μιας παθιασμένης ιστορίας αγάπης, η συγγραφέας αποδεικνύει την ικανότητά της αφενός να σκιαγραφήσει με απόλυτη ακρίβεια χαρακτήρες, και να εμβαθύνει βαθιά σ’ αυτούς. Κατορθώνει να εισχωρήσει στην ψυχολογία της ερωτευμένης γυναίκας, να την αποκαλύψει και να την περιγράψει. Εξ ίσου όμως εύστοχα διεισδύει και στη διαφορετική ψυχοσύνθεση του άντρα που, εκείνο που φαίνεται να τον φοβίζει περισσότερο σ’ έναν έρωτα είναι τα δεσμά του και οι τυπικές δεσμεύσεις, και που ξεγλιστρά όταν τα πράγματα ζορίζουν… Οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές βιώνοντας ο καθένας ένα διαφορετικό προσωπικό Γολγοθά, μέσα από μια μαιανδρική τελικά πορεία δείχνουν ότι δεν πρόκειται να χωρίσουν ποτέ. Όχι μόνο αχώριστοι, αλλά και πάντα το ίδιο ερωτευμένοι.
 
Αφετέρου, όμως η συγγραφέας επιτυγχάνει και ένα δεύτερο ακόμη πιο δύσκολο στόχο. Να περιγράψει γλαφυρά έναν ολόκληρο κόσμο, που κινείται γύρω από την Αθηνά και τον Αλέξανδρο, ένα κόσμο από μικρούς και μεγάλους πρωταγωνιστές της ζωής που καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, ιδίως της επαρχίας, από το 1970 και μετά, από τους μετανάστες που επιστρέφουν, την κοινωνία του θεάματος και του ευδαιμονισμού, αλλά και της επιδεικτικά χλιδάτης και προκλητικής ζωής της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Εκείνο μάλιστα που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση σε αυτό το μυθιστόρημα είναι τα μέρη εκείνα, που αναφέρονται στις ραγδαίες αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας στην 30ετία που εκτυλίσσεται. Οι κοινωνικές σχέσεις όπως εξελισσόμενες αναδιαμορφώνονται και με τον τρόπο που περιγράφονται μαζί με τους χαρακτήρες, συνιστούν ένα κοινωνικό φόντο και περιβάλλον, που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς και γιατί οι άνθρωποι επηρεάζονται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές τους. Με άλλα λόγια, αυτό που τελικά αποδεικνύεται είναι ότι καμιά, μα καμιά, μυθοπλασία και λογοτεχνική επινόηση, δεν μπορεί να νοηθεί αποσυνδεδεμένη από το κοινωνικό υπόστρωμα στο οποίο λαμβάνει χώρα, δηλαδή τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Διαφορετικά όση ευρηματικότητα και πρωτοτυπία και αν εμφανίζει, θα ήταν καταδικασμένη να είναι άχρωμη και ατελής, αφού θα κρέμεται στο κενό. Είναι αυτό ακριβώς που μετατρέπει μια μοναχική ανθρώπινη ύπαρξη σε κοινωνική ύπαρξη.
 
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι η τέχνη αποκτάται αποκλειστικά με μάθηση και διδασκαλία ενώ η σύγχρονη αισθητική θεωρεί πως η τέχνη και ιδίως αυτή του λόγου δεν διδάσκεται. Θα έλεγα ότι ίσως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Ταλέντο, γνώση και καλλιέργεια συνυπάρχουν. Νομίζω ότι γνώση και καλλιέργεια βοηθούν την ανάπτυξη του ταλέντου, την εξέλιξη και τελικά την ωρίμανση του συγγραφέα. Θεωρώ ότι η περίπτωση της Ελισάβετ Παπαδοπούλου ενισχύει την άποψη αυτή. Η συγγραφέας σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή της πόλης μας. Μπορεί να σπούδασε μια βαθιά λογική και ανθρωπιστική επιστήμη και την τέχνη του δικογράφου, αλλά αποδεικνύει ότι κατέχει άριστα την τέχνη της αφήγησης και του λόγου. Όπως ήδη έχει επισημανθεί από πολλούς κριτικούς το συγκεκριμένο έργο της αποτελεί ένα επίτευγμα συγγραφικής ωριμότητας, που λίγοι ομότεχνοί της καταφέρνουν τόσο σύντομα να αποκτήσουν. Ένα επίτευγμα που μολονότι διαφαινόταν και στα προηγούμενα έργα της δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει ευχάριστα. Ο Βασίλης Βασιλικός επισήμανε εύστοχα στην κριτική του για το συγκεκριμένο βιβλίο, ότι ο τρόπος που ανασταίνει κοινωνικά και πολιτιστικά τη Θράκη σε αυτό το έργο της η Ελισάβετ Παπαδοπούλου θα έκανε σίγουρα περήφανο τον Βιζυηνό… Εγώ –κλείνοντας- θα προσθέσω ότι θα έκανε υπερήφανους και τον Βάρναλη και τον Λουντέμη, τα μεγαθήρια δηλαδή της ευρείας θρακικής λογοτεχνίας. » 

Μπάμπης Καραγεωργίου, φιλόλογος «Ένα αφήγημα που μας χορηγεί μια γενναία δόση ανθρωπογνωσίας»

«Όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για το βιβλίο της Ελισάβετ Παπαδοπούλου το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν αν μπορούσα να βρω το χρόνο να το διαβάσω, να το διαβάσω όπως αρμόζει σε κάθε βιβλίο για το οποίο πρόκειται να πει κανείς την άποψή του σε άλλους ανθρώπους. O Όσκαρ Γουαϊλντ, βέβαια, έλεγε ότι δεν διαβάζει ποτέ τα βιβλία για τα οποία γράφει κριτική, γιατί κάτι τέτοιο τον εμποδίζει να πει αυτά που υπολόγιζε να πει εξ’ αρχής… Θα τον αφήσω στις ναρκισσιστικές του κριτικές και θα μιλήσω για ένα βιβλίο που όχι μόνο βρήκα το χρόνο να διαβάσω αλλά και απόλαυσα.

«Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας» … Πρόκειται για ένα αφήγημα που μας χορηγεί μια γενναία δόση ανθρωπογνωσίας. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ουσιαστικοί και γίνονται πιστευτοί, αποκτούν υπόσταση μπροστά μας, γιατί η συγγραφέας τους χαρίζει βάθος• δεν είναι χάρτινοι, έχουν σάρκα και οστά, και το κυριότερο: οι σκέψεις τους και η δράση τους έχουν αιτίες, αιτίες που στην περίπτωση της κεντρικής ηρωίδας, της Αθηνάς, είναι μύχιες αντανακλάσεις των παιδικών και εφηβικών της βιωμάτων στο χωρίο του Έβρου όπου μεγάλωσε. Δίπλα της, εκεί, κοντά στο Διδυμότειχο, η οικογένειά της, η μικρή της αδελφή, η Άννα, δύο αδιάφοροι γονείς που δεν έχουν χρόνο για τα παιδιά τους γιατί παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, θείοι μετανάστες στη Γερμανία που έρχονται κάθε καλοκαίρι και όλα αυτά με φόντο τις παρελάσεις, τα στρατόπεδα, την αγροτική ζωή και την γενικότερη κατάσταση του Έβρου της δεκαετίας του 70. Στην ανθρωπογνωσία που μας χαρίζεται συμβάλλει και η εναργής παρουσίαση των ελληνικών ανθρωπότυπων που καθόρισαν με τη δράση τους την – δυστυχώς κατιούσα- πορεία της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.
 
Η καρδία της ιστορίας μας είναι ερωτική. Η Αθηνά, όταν την συναντάμε έφηβη μαθήτρια, λατρεύει τον Φλωμπέρ, τον Σταντάλ, τον Μπαλζάκ και όλους αυτούς τους συγγραφείς μυθιστορημάτων που είτε τα διαβάζει κανείς 16 και 17 χρονών και τον στιγματίζουν για πάντα ή περνά την ενήλικη ζωή του διερωτώμενος γιατί δεν έχει την υπομονή να τα διαβάσει. Η Αθηνά ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Αυτοί οι συγγραφείς είναι ένα μέσο διαφυγής από μια πραγματικότητα που δεν αντέχεται εύκολα, μέσα στην οποία νιώθει ξένη, μέχρι να γνωρίζει το δικό της «Ξένο». Έτσι θα ονομάσει τον φαντάρο που θα της αφήσει ένα βιβλίο δώρο: τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ. Θα γεννηθεί μια σχέση πολυκύμαντη.
 
Αφήγηση με μηδενική εστίαση που γράφουν και τα σχολικά βιβλία. Η αφηγήτρια μας τα γνωρίζει όλα, είναι παντού, πίσω από κλειστές πόρτες και μέσα στις κρυφές σκέψεις των ηρώων. Οι χαρακτήρες ανατέμνονται μπροστά μας και για χάρη μας. Όσον αφορά την Αθηνά γινόμαστε κοινωνοί των 5 αισθήσεών της και του εσώτατου εαυτού της. Πορευμένοι μη γραμμικά σε πολλά σημεία περιμένουμε μαζί της στο σκοτάδι για να δούμε την κάφτρα από το τσιγάρο του «Ξένου», κοιμόμαστε μαζί της στο άθλιο δωμάτιό της στην φοιτητική εστία της Αθήνας, αγωνιούμε μαζί της για αυτά που της συμβαίνουν και την πάλη που δίνει με τις επιθυμίες και τα βιώματα που την καθορίζουν. 

«Μέσα από την ιστορία της Αθηνάς παρελαύνουν όλες οι παθογένειες που σημάδεψαν την Ελλάδα της μεταπολίτευσης»

Παρ’ όλα αυτά το μυθιστόρημά μας μπορεί να προσεγγιστεί και ως μια κοινωνιολογική μελέτη, καθώς η συγγραφέας καταφέρνει να θίξει επιτυχώς όλα εκείνα τα πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά στοιχεία που συνέθεσαν τη μεταπολίτευση και εξηγούν ίσως τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Από τη δεκαετία του 80 και μέσα σε λίγα χρόνια η Ελλάδα μεταμορφώθηκε από μια χώρα σαφώς καθυστερημένη σε σχέση με τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο σε κέντρο νεοπλουτισμού. Μια εξωπραγματική, αλλόκοτη και απότομη αλλαγή αξιών που, αν την αναλογιστεί κανείς, σοκάρει. Καταστάσεις καθόλου ξένες σε κάθε Έλληνα ζωντανεύουν με λόγο θαρραλέο και διατυπώσεις ευστοχότατες: βουλευτές που έχουν γίνει άσοι στο κλείσιμο του ματιού από τις πολλές υπόγειες συνεννοήσεις, σύστημα που στηρίζεται στην απόλυτη υποκειμενικότητα των γνωριμιών, κυβερνητικές ενέργειες που προηγούνται της οικονομικής δύναμης ενώ θα έπρεπε να γίνεται το αντίθετο, χρήμα που φωνάζει από φόβο μήπως θεωρηθεί άχρηστο, ιδιότυπος σοσιαλισμός όπου το χρήμα διοχετεύεται απευθείας στους πολίτες χωρίς να περνάει μέσα από κοινωνικούς φορείς.
 
Μέσα από την ιστορία της Αθηνάς παρελαύνουν όλες οι παθογένειες που σημάδεψαν την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, όλα αυτά με τα οποία αναγκάστηκαν να αναμετρηθούν οι Έλληνες, όλες οι καταστάσεις που αξίζουν να μνημονεύονται από τους ιστορικούς. Έλληνες μετανάστες που ζουν με τη φωτογραφία του Καζαντζίδη και έχουν κουραστεί να θεωρούνται ξένοι και κατώτεροι, εθνικόφρονες στρατιωτικοί που λατρεύουν την έτοιμη σκέψη και τα παραγγέλματα, πρώην χουντικοί που συμπράττουν με τους ανερχόμενους σοσιαλιστές για χάρη της κουτάλας του δημόσιου χρήματος («Α!», θα πει ένας πρωταγωνιστής, «ήξεραν να γλεντάνε τη ζωή οι σοσιαλιστές!»), ο καταναλωτισμός και η διασκέδαση που προβάλλουν τα ιδιωτικά κανάλια ως απόλυτες νεοελληνικές αξίες, το πρώτο τραπέζι πίστα με τα λεφτά των επιδοτήσεων, η άλωση της συλλογικότητας από την ευημερία και της κουλτούρας από το lifestyle. Η εθνοφθόρα συμβουλή της εποχής που χαρακτηρίζει και την Ελπινίκη, θεία της Αθηνάς, είναι «να κοιτάς το συμφέρον σου, όλοι αυτό δεν κάνουν;». Οι χειραψίες και οι συστάσεις γίνονται το εθνικό σπορ. Η μάσα των επιδοτήσεων, η φοροδιαφυγή και η παγκόσμια πατέντα της μεγαλοαστικής τάξης δημοσίων υπάλληλων γίνονται τα απόλυτα σύμβολα της εποχής.
 
Κοντά σ’ αυτά βλέπουμε όλες τις ιδιαιτερότητες της ζωής σε ένα χωριό του Έβρου, μιας από κάθε άποψη υστερούσας περιοχής. Άνθρωποι που δεν ξέρουν άλλες αποχρώσεις παρά μόνο το σωστό και το λάθος, άνθρωποι που η βιοτική μέριμνα τους ρίχνει στην αδιαφορία για τα συναισθήματα, που δεν τους αφήνει να έχουν δικαίωμα ούτε στο ψυχικό υπόστρωμα. Η κοινωνία στον Έβρο, καθώς μεγαλώνει η Αθηνά, ζει με τον στρατό• ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεγάλο στρατώνα. Υπό τον ήχο τουρκικών ραδιοφωνικών παρασίτων που πνίγουν το 3ο πρόγραμμα του Χατζηδάκη, με τάγματα ανεπιθύμητων και οικογένειες στρατιωτικών, ο Έβρος ζει και κοιμάται στον αστερισμό των στρατιωτών και των παπάδων.
 
Η Αθηνά θα φύγει για να σπουδάσει νομική στην Αθήνα. Εκεί θα ζήσει τη φοιτητική ζωή των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Εκεί όπου κανείς δεν διάβαζε και κανείς δεν ανησυχούσε επειδή δεν έπαιρνε πτυχίο. Με τις αναμνήσεις του Μάη του ’68 και ευκαιρίας δοθείσης με την πτώση της Χούντας οι νέοι της εποχής επιδίδονται σε ατέρμονες πολιτικολογίες εν μέσω άφιλτρων τσιγάρων, αμπέχονων και άφθονης ρετσίνας με μια μόνιμη απορία να πλανάται στο μυαλό των ψύχραιμων παρατηρητών: μα πώς θα χειρουργήσουν αυτοί οι γιατροί, μα πώς θα δικάσουν αυτοί οι νομικοί, μας πώς θα βγάλουν άκρη αυτοί οι οικονομολόγοι; Νομίζω ότι οι γιατροί και οι νομικοί δεν τα πήγαν άσχημα…
 
Ο λόγος της Παπαδοπούλου είναι όμορφος, καταληπτικός και η ματιά της πάντα εταστική, βαθιά παρατηρητική. Επίθετα χαρίζουν απρόσμενη αναζωογόνηση: ο Μητροπάνος γίνεται «λιγωτικός», η αναπηρία που σημαδεύει την Αθηνά είναι «ιδιωτική», η εξουσία του πατέρα της γίνεται «δίκαιη». Κάθε οσμή, κάθε χρώμα, κάθε εικόνα γίνεται αφορμή για δυνατές μεταφορές και παρομοιώσεις και αυτά με τη σειρά τους εργαλεία ψυχικής διερεύνησης του υποκειμένου: «ο λυγμός στέκεται στο λαρύγγι σαν ψαροκόκαλο», «η Αθηνά φλυαρεί χαρμόσυνα σαν κυριακάτικη καμπάνα», ενώ το απόγευμα και η ζέστη έχουν συγκεκριμένη μυρωδιά…
 
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου υπάρχει η φράση του Τολστόι: «Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Πρόκειται για επιλογή πολύ ταιριαστή με τη ζωή της Αθηνάς. Η οικογένεια, η σχέση με τους γονείς, τα παιδικά και εφηβικά χρόνια είναι τα στοιχεία που χαράσσουν τη μοίρα και την πορεία του καθενός. Όσο και αν νομίζουμε πως αργότερα, στην ενήλικη ζωή, αποδεσμευόμαστε από αυτά που ζήσαμε στην οικογένεια και έχουμε ελεύθερη βούληση σε ό,τι μας αφορά, στην πραγματικότητα όλες μας οι επιλογές, όσο και να τις εκλογικεύουμε, είναι αποτελέσματα αυτών των αρχικών μας βιωμάτων. Η οικογένεια της Αθηνάς είναι κάποιες φορές ευτυχισμένη, τις περισσότερες όμως φορές δυστυχισμένη, δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο. Αυτός ο τρόπος, αυτά τα ιδιαίτερα προβλήματα της αφήνουν μια πολύ προσωπική και ιδιωτική αναπηρία, ένα ψυχισμό ιδιότυπο και μοναδικό, όπως σε τελικά ανάλυση είναι και ο ψυχισμός του καθενός μας. 

«Μια καλογραμμένη, συναισθηματική, αμιγώς νεοελληνική και βαθιά ανθρώπινη αφήγηση»

Λένε ότι ένα βιβλίο είναι ένα οπλισμένο πιστόλι: ποτέ δεν ξέρεις πότε και σε ποιον θα εκπυρσοκροτήσει. Με λίγα λόγια το κείμενο που θεωρεί ότι έγραψε ο συγγραφέας και αυτό που πιστεύει ότι διάβασε ο κάθε αναγνώστης είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Ο συγγραφέας μπορεί να έχει την οποιαδήποτε πρόθεση, όμως ουσιαστικά δημιουργεί ένα καθρέφτη μέσα στον οποίο ο αναγνώστης έρχεται να δει τον εαυτό του. Η στιγμή που μέσα στο βιβλίο βλέπει τον εαυτό του είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον αναγνώστη. Τα καλά βιβλία έχουν αλήθεια ακόμα και όταν μιλάνε για πράγματα φανταστικά. Γιατί; Γιατί ο αναγνώστης έχει πάντα δικές του μνήμες να ανακαλέσει καθώς διαβάζει και οι μνήμες του καθενός μας είναι σίγουρα αληθινές.
 
Ένα όμορφο ταξίδι λοιπόν, μια ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει και θρέφεται από τις ιστορικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Μια φροϋδική ηρωίδα που ρίχνεται στη μάχη της ζωής για να ξεφύγει από αυτά που την στενοχωρούσαν καθώς μεγάλωνε, μόνο για να διαπιστώσει ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Όλη της η διαδρομή και η ψυχική της εξέλιξη μέσα από τις επαγγελματικές και ερωτικές της αναζητήσεις μας καθηλώνουν μέσα από μια καλογραμμένη, συναισθηματική, αμιγώς νεοελληνική και βαθιά ανθρώπινη αφήγηση.»
 
*Παραλείπεται μικρό της τμήμα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.