Απο την Κυψελη στους Αμαξαδες και απο εκει στη Ροδοπη ολη

Ο Ιωάννης Σιγούρος και η πολύχρονη σταδιοδρομία του στην εκπαίδευση και τη συγγραφή

«Πλέον, μετά από τόσα χρόνια αισθάνομαι Κομοτηναίος!»

Ο κ. Ιωάννης Σιγούρος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε στην Αθήνα, η πολυετής διαδρομή του στην εκπαίδευση τον «έφερε» στην Κομοτηνή και μετά από τόσα χρόνια αισθάνεται Κομοτηναίος!

Είναι εκπαιδευτικός, υπεύθυνος σχολικών δραστηριοτήτων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Ροδόπης. Πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου, του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και διπλωματούχος του Διδασκαλείου “Θεόδωρος Κάστανος” του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και από τον Μάρτιο του 2015 είναι διδάκτορας του τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών της σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών επιστημών του ΔΠΘ. Έχει εκδώσει εφτά βιβλία, ενώ πολλά είναι τα άρθρα του σε επιστημονικά περιοδικά, οι συμμετοχές του σε συλλογικούς τόμους και αμέτρητες οι εισηγήσεις του σε συνέδρια. Ένας δάσκαλος, ένας άνθρωπος με πλούσιο συγγραφικό ταλέντο και με βαθειά γνώση της διδασκαλίας της τέχνης, που τόσο πολύ αγαπά. Ο Ιωάννης Σιγούρος είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος.

Ο ίδιος μίλησε για την προσωπική, την εκπαιδευτική και συγγραφική του διαδρομή στην εκπομπή του «Ράδιο Παρατηρητής», «Κομοτη.. νέοι και παλιοί» της Ελένης Καλίτση.  Η συνομιλία απολαυστική και διαφωτιστική, όχι μόνο για την προσωπική διαδρομή του κ. Σιγούρου, αλλά και τον ρόλο του εκπαιδευτικού και την ιστορία του τόπου, για την ανάδειξη της οποίος ο ίδιος συνέβαλε.

Ιωάννης Σιγούρος λοιπόν «εφ’ όλης της ύλης»…

Τα παιδικά χρόνια και ο πρώτος διορισμός

ΠτΘ: Γεννηθήκατε στην Αμαλιάδα, αλλά περάσατε πολλά χρόνια στην Αθήνα…

Ι.Σ.: Έφυγα από την Αμαλιάδα όταν ήμουν δύο χρονών, γιατί οι γονείς μου μετανάστευσαν. Το δίλημμά τους τότε ήταν, αν θα πήγαιναν στην Αθήνα ή στην Αμερική. Αποφάσισαν τελικά να πάνε στην Αθήνα κι έτσι μεγάλωσα εκεί. Τα μαθητικά και τα πρώτα εφηβικά και νεανικά μου χρόνια τα πέρασα εκεί.

ΠτΘ: Πώς ήταν να είναι κανείς έφηβος στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70, μια δεκαετία επαναστατική με μεγάλες αλλαγές;

Ι.Σ.: Τα χρόνια εκείνα η Κυψέλη, όπου έμενα, ήταν μια περιοχή της Αθήνας που έμεναν όλοι οι καλλιτέχνες, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές… Στην πολυκατοικία που έμενα, έμενε και η τραγουδίστρια Αφροδίτη Μάνου. Υπήρχαν διάφορα γεγονότα  που συνέβαιναν καθημερινά και παρόλο που ήμουν μικρός σε ηλικία και δεν ήξερα πολλά πράγματα για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, με εντυπωσίαζαν.

ΠτΘ: Τι είδους γεγονότα;

Ι.Σ.: Γεγονότα που είχαν σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις εκείνης της εποχής. Θυμάμαι μερικά πράγματα επί χούντας και λίγο μετά, στη μεταπολίτευση. Όμως, εκεί στη γειτονιά μας υπήρχαν και καλλιτέχνες της εποχής που ήταν πολύ πολιτικοποιημένοι, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έμεναν μερικά στενά πιο πέρα από εμάς.

ΠτΘ: Τότε καταλαβαίνατε τη βαρύτητα του να ζείτε σε μια τέτοια περιοχή;

Ι.Σ.: Όχι, δεν το ένιωθα και οι γονείς μου δεν ήξεραν και πολλά γράμματα, οπότε, όταν έχεις, κατά βάση «αγράμματους» γονείς δεν μπορείς να έχεις και πολύ μεγάλη πληροφόρηση.

ΠτΘ: Τα χρόνια περνούν, δίνετε εξετάσεις, περνάτε και αποφοιτείτε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου. Θυμάστε τον πρώτο σας διορισμό;

Ι.Σ.: Ο πρώτος μου διορισμός ήταν εδώ στη Ροδόπη, μαζί με τη σύζυγό μου. Με έστειλαν στους Αμαξάδες και ήμουν πολύ τυχερός που πήγα εκεί και όχι στα βουνά. Επειδή ήμουν παντρεμένος, ήμουν η εξαίρεση στον κανόνα. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου που διοριστήκαμε τότε μαζί ήταν ελεύθεροι και τους ελεύθερους τους έστελναν σε χωριά του ορεινού όγκου της Ροδόπης. Εμένα με ρώτησαν πρώτα αν θέλω να πάω κι έτσι είχα το προνόμιο να είμαι στον «κάμπο».

ΠτΘ: Πώς ήταν για έναν νέο άνθρωπο να έρθει από το κέντρο της Αθήνας σε ένα επαρχιακό σχολείο στους Αμαξάδες;

Ι.Σ.: Πριν διοριστώ πρόλαβα περίπου μισό σχολικό έτος στην Αθήνα, όπου δούλεψα ως αναπληρωτής σε ένα πολύ καλό σχολείο, το 1° Δημοτικό Κηφισιάς. Από εκεί τον επόμενο χρόνο βρέθηκα στο Δημοτικό Σχολείο Αμαξάδων, ένα διθέσιο -τότε- σχολείο. Το πολιτισμικό και κοινωνικό σοκ ήταν πολύ μεγάλο, όμως όλα αυτά για τον εκπαιδευτικό και για τον κάθε εργαζόμενο, είναι εμπειρίες. Ακόμη και σε μία γειτονιά που έχει υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως ήταν η Κηφισιά, έβλεπα να συμβαίνουν πολλά άσχημα πράγματα. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν πάντα τέτοια φαινόμενα και ο εκπαιδευτικός καλείται πάντοτε να τα αντιμετωπίσει με τις γνώσεις που έχει και αυτό κάνει σε οποιοδήποτε περιβάλλον και να βρεθεί. Πρέπει να προσαρμόζεσαι και να δουλεύεις για το καλύτερο αποτέλεσμα για τα παιδιά.

Η δύσκολη προσαρμογή, η αλληλογραφία με το εξωτερικό και τα πρώτα συγγραφικά βήματα

ΠτΘ: Η Κομοτηνή εκείνης της εποχής ήταν μία μικρή πόλη. Προσαρμοστήκατε στους ρυθμούς της; Σας άρεσε;

Ι.Σ.: Η Κομοτηνή τότε μου άρεσε σαν πόλη, αλλά η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Πέρασαν περίπου πέντε με έξι χρόνια για να προσαρμοστώ στους ρυθμούς της μικρής επαρχιακής πόλης σε σχέση με τους ρυθμούς της Αθήνας, που ήταν τελείως διαφορετικοί. Εκείνο που έβλεπα εδώ- πλέον και σαν εκπαιδευτικός που ζούσα στην Κομοτηνή- ήταν ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κοντά μας ένα πανεπιστήμιο. Ακόμα και το να πάει κανείς στην Αλεξανδρούπολή τότε δεν ήταν εύκολο, όπως είναι σήμερα. Οτιδήποτε έκανες στην τάξη σου, που θεωρούσες ότι είναι καινοτόμο, δεν ήξερες κάποιον να το δείξεις, να σου πει «Γιάννη βρίσκεσαι σε καλό δρόμο» ή «αυτό πρέπει να το διορθώσεις».  Ένιωθες μια μοναξιά, μια επιστημονική απομόνωση. Δεν μπορούσες να εξελιχθείς κάνοντας μία μετεκπαίδευση. Παρ’ όλα αυτά η κοινωνική προσαρμογή στην πόλη ήρθε, αλλά αυτή η επιστημονική απομόνωση  ήταν πάντα κάτι που με έτρωγε. Στο τέλος βρήκα διέξοδο με την ιδέα να αρχίσω να αλληλογραφώ με φορείς που ασχολούνταν με την εκπαίδευση, -με διαφορετικό  τρόπο ο καθένας- οι οποίοι βρίσκονταν στο εξωτερικό. Αυτό έγινε περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και διήρκησε μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, δηλαδή γύρω στα δέκα με έντεκα χρόνια. Επικοινωνούσα με φορείς από όλες τις ηπείρους, όπως διάφορα μουσεία, ινστιτούτα και άλλους φορείς που εκπονούσαν εκπαιδευτικά προγράμματα. Για  παράδειγμα, στη Γερμανία υπάρχουν διάφορα ινστιτούτα που εκπονούν εκπαιδευτικό υλικό για τους Γερμανούς εκπαιδευτικούς, η Nasa για τους Αμερικανούς εκπαιδευτικούς ή αντίστοιχα η ESA, που είναι η διαστημική υπηρεσία της Ευρώπης, για τους Ευρωπαίους. Όλοι αυτοί μου έστελναν εκπαιδευτικό υλικό, που τους ζητούσα και το υλικό αυτό μου άνοιγε τους ορίζοντες, γιατί έβλεπα τι έκαναν άνθρωποι που ασχολούνταν με διάφορες πτυχές της εκπαίδευσης και διάφορα γνωστικά αντικείμενα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Παρόλο που το υλικό αυτό κανονικά το πουλούσαν δεν μου ζήτησαν ποτέ χρήματα γιατί θεωρούσαν ότι υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον, ειδικά όταν έβλεπαν ότι στέλνει κάποιος από τόσο μακριά.

ΠτΘ: Παρ’ όλα αυτά σας έστελναν πλούσιο υλικό…

Ι.Σ.: Πολύ πλούσιο υλικό κι εμένα άνοιγε το μυαλό μου! Θυμάμαι ακόμα πολύ χαρακτηριστικά μια επιστολή που μου έστειλαν από ένα αρχαιολογικό μουσείο στη Στοκχόλμη, το Medelhavsmuseet , ως απάντηση σε επιστολή που έστειλα αρχικά εγώ.  Άνοιξα την επιστολή που βρισκόταν μέσα σε ένα πακέτο, η οποία ήταν στα ελληνικά. Ήταν με περισπωμένες και δασείες και την είχε συντάξει η αρχαιολόγος του μουσείου, η οποία γνώριζε άπταιστα ελληνικά! Το μουσείο αυτό στα ελληνικά σημαίνει «Μεσογειακό Μουσείο» και περιλάμβανε αρχαιότητες από διάφορες χώρες της Μεσογείου, από την Ιταλία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Κύπρο… Θυμάμαι, μου είχαν στείλει επαγγελματικά slides, τα οποία τότε ήταν πανάκριβα και ήταν φυσικά πάρα πολύ χρήσιμα. Όλο αυτό μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Έβλεπα ότι ήμουν στον «σωστό δρόμο» και άρχισα να αξιοποιώ όλο αυτό το υλικό, μεταφράζοντας -όσο μπορούσα- μέρος του υλικού και προσαρμόζοντάς το στην ελληνική πραγματικότητα.

ΠτΘ: Πώς αποφασίσατε να εκμεταλλευτείτε όλο αυτό το υλικό;

Ι.Σ.: Προσπαθούσα να φτιάχνω διάφορα φύλλα εργασίας  σε έντυπη μορφή, καθώς τότε  στην εκπαιδευτική κοινότητα υπήρχε ένα μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών που είχε υπολογιστές. Σε αντίθεση με σήμερα, την εποχή εκείνη έλειπε η πληροφορία από τα παιδιά γι’ αυτό προσπαθούσα στα φύλλα εργασίας να εντάσσω πληροφοριακό υλικό. Έτσι δημιούργησα εκπαιδευτικό υλικό προσαρμοσμένο στα μαθήματα που κάναμε στο πρόγραμμα του σχολείου, το οποίο έδινα στα παιδιά  προσπαθώντας να τους δημιουργήσω κάποια ερεθίσματα για συζήτηση στην τάξη και νομίζω πως το πετύχαινα. Παράλληλα, δημιουργούσα και εικαστικό εκπαιδευτικό υλικό, γιατί τότε το μάθημα των εικαστικών το κάναμε οι δάσκαλοι, δεν υπήρχαν ειδικότητες.

Το μάθημα των εικαστικών με γοήτευε ανέκαθεν! Από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που λάμβανα από το εξωτερικό έβλεπα ότι ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να μάθεις στα παιδιά να διαβάζουν μια εικόνα, η οποία φαινόταν από τότε ότι θα ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας. Έπρεπε οι μαθητές να μάθουν να διαβάζουν μια εικόνα στο σχολείο, να μάθουν το «αλφάβητο» ανάγνωσής της. Όπως μαθαίνουμε το γλωσσικό αλφάβητο κι έτσι ένας μαθητής μπορεί να επικοινωνεί, να διαβάζει ένα βιβλίο και να μπορεί να εκφράζεται, το ίδιο συμβαίνει και με την εικόνα. Όταν ο άνθρωπος δεν ξέρει το αλφάβητο της οπτικής επικοινωνίας, του οπτικού γραμματισμού μένει άναυδος και αμήχανος μπροστά σε μια εικόνα, όχι μόνο όταν επισκέπτεται ένα μουσείο τέχνης, αλλά ακόμη βλέποντας μια γιγαντοαφίσα στον δρόμο ή μία έντυπη διαφήμιση σε ένα περιοδικό.

Την εποχή εκείνη, ωστόσο, δεν υπήρχαν σχολικά εγχειρίδια εικαστικών και συνήθως στην ώρα του μαθήματος οι περισσότεροι συνάδελφοι δίδασκαν άλλα μαθήματα, πιστεύοντας ότι τα εικαστικά δεν προσφέρουν κάτι στα παιδιά. Αντιθέτως, εγώ πίστευα πολύ βαθειά ότι το μάθημα αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό για τα παιδιά και ότι τα βοηθούσε να αποκτήσουν πολλές δεξιότητες στη ζωή τους. Παράλληλα, λοιπόν, δημιουργούσα εκπαιδευτικό υλικό που είχε σχέση με τα εικαστικά και το χρησιμοποιούσα στο μάθημα των εικαστικών. Κάποια στιγμή ο Άλκης Πρέπης, που δίδασκε «Ιστορία της Τέχνης» στο παιδαγωγικό τμήμα και ο οποίος είχε δει το υλικό και του άρεσε, μου πρότεινε να το οργανώσω. Τελικά κάθισα και το οργάνωσα, το κατέταξα σε ενότητες κι έτσι προέκυψε ένα βιβλίο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2001 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και λέγεται «Ανακαλύπτω τα μυστικά της ζωγραφικής».

ΠτΘ: Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο σας. Θα μας πείτε λίγα πράγματα για το πρώτο;

Ι.Σ.: Όταν πρωτοήρθα εδώ στην Κομοτηνή διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε κάποιο βιβλίο στο οποίο να μπορεί ένας εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, να βρει πληροφορίες και βιβλιογραφικές αναφορές σχετικά με τα μνημεία της περιοχής μας κι έτσι να συγκεντρώσει εύκολα και γρήγορα μία βασική  βιβλιογραφία. Υπήρχε, βέβαια, ένα βιβλίο που είχε γράψει ο σπουδαίος Κομοτηναίος ιστοριοδίφης, Αντώνης Λιάπης, το οποίο είχε εκδώσει ο Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής. Ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης για τη Ροδόπη, ένας τουριστικός οδηγός, πολύ χρήσιμος και αναγκαίος, που

όμως δεν είχε βιβλιογραφικές αναφορές. Έτσι σκέφτηκα να αρχίσω να συγκεντρώνω όλο αυτό το υλικό που υπήρχε διάσπαρτο σε διάφορους τόμους, πρακτικά συνεδρίων και επετηρίδες αρχαιολόγων. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Για να μάθω πού θα ψάχνω και πώς θα τα συγκεντρώνω όλα αυτά, έκανα πάνω από έναν χρόνο. Άρχισα, λοιπόν, να συγκεντρώνω όλο αυτό το διάσπαρτο υλικό και να γράφω σιγά σιγά ένα βιβλίο, το οποίο προσπαθούσα να το ισορροπήσω, έτσι ώστε να μην βγει ένα καθαρά επιστημονικό βιβλίο, αλλά ούτε και ένα απλουστευμένο κείμενο. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό, αλλά πιστεύω ότι τελικά σε μεγάλο βαθμό το κατάφερα και αυτό το βλέπω εκ του αποτελέσματος, γιατί το βιβλίο αυτό το έχουν χρησιμοποιήσει επιστήμονες σε πάρα πολλές αναφορές που έχουν κάνει, αλλά και μαθητές δημοτικού και γυμνασίου σε εργασίες τους. Αυτό σημαίνει ότι πέτυχε τον σκοπό του.

Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε το 1997 από την Εταιρία Παιδαγωγικών Επιστημών Κομοτηνής και την ίδια χρονιά εκδόθηκε και τόμος της Θράκης, ένα βιβλίο της περιφέρειας, το οποίο ήταν εξαιρετικό. Δυστυχώς, έκτοτε δεν έχουν εκδοθεί άλλα παρόμοια βιβλία.

Ωστόσο, η Μητρόπολη ετοιμάζει ένα έργο για την ιστορία της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Ροδόπης, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε δίτομο έργο. Νομίζω ότι θα είναι ένα πολύ σημαντικό έργο, καθώς μέσα σε αυτό γράφουν πολλοί συγγραφείς και όχι ένας. Επιπλέον, ο Μητροπολίτης είχε την σοφία να αναθέσει την επιμέλειά του σε καθηγητές του τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ. Υπάρχει, δηλαδή, μία επιστημονική επιτροπή από πίσω, η οποία ανέλαβε -πέρα από την επιμέλεια των κειμένων- την εύρεση και τον συντονισμό των συγγραφέων. Πιστεύω πως αυτό το δίτομο έργο από την Μητρόπολη θα είναι έτοιμο τους πρώτους μήνες του 2023 και θα αφορά όλο τον νομό. Θα είναι ένα έργο πολύ σημαντικό για την περιοχή μας. Εμένα μου έχει ανατεθεί ένα κεφάλαιο για τους ευεργέτες. Νομίζω ότι όταν βλέπουμε ένα τέτοιο συλλογικό έργο είναι καλύτερο από το να είναι ένας συγγραφέας.

Το κεφάλαιο «Μαρώνεια» και τα βιβλία που ακολούθησαν

ΠτΘ: Νομίζω πως η μεγάλη σας αγάπη στον νομό είναι η Μαρώνεια. Ζήσατε καθόλου εκεί;

Ι.Σ.: Εκεί δεν έζησα, αλλά δούλεψα για τρία χρόνια στο σχολείο. Το πέρασμά μου από το σχολείο εκείνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο και έκανε ακόμα μεγαλύτερη την αγάπη μου για την Μαρώνεια. Και στο βιβλίο που είχα γράψει για την Ροδόπη, αλλά και σε άλλα γραπτά μου έχει πάντοτε ιδιαίτερη θέση.

ΠτΘ: Πλέον έχει εγκαταλειφθεί…

Ι.Σ.: Δυστυχώς ο επισκέπτης της Μαρώνειας βλέπει σήμερα μια εγκατάλειψη. Βλέπει κανείς το -επί αρκετά χρόνια- κλειστό σχολείο, τους δύο ενοριακούς ναούς, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Κοίμηση της Θεοτόκου, τις παλιές κρήνες, τα ξωκλήσια που υπάρχουν διάσπαρτα και τα παλιά αρχοντικά, τα οποία δυστυχώς, είναι όλα υπό κατάρρευση. Και βλέπω με λύπη ότι τα τελευταία χρόνια στη Μαρώνεια δεν ζουν πολλοί άνθρωποι, όπως παλιότερα, που να είναι σε θέση να πιέσουν καταστάσεις, δήμους ή διάφορους κρατικούς φορείς, ώστε να γίνει κάτι και να σωθούν όλα αυτά.

Τις προάλλες είχα πάει στη Μαρώνεια με μία τάξη, μετά από πρόσκληση μίας συναδέλφου από το 1° Δημοτικό και βλέπαμε το αρχοντικό του Λεονταρίδη. Αν ανοίξετε τον τόμο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής από τις εκδόσεις «Μέλισσα», θα δείτε μέσα πάρα πολλές φωτογραφίες από το συγκεκριμένο αρχοντικό, γιατί ήταν από τα πιο ονομαστά της Μαρώνειας. Κι αν δείτε τις τότε φωτογραφίες και δείτε και το αρχοντικό στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, θα σας πιάσει η ψυχή σας. Είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση.

ΠτΘ: Τα κτίρια αυτά ανήκουν σε ιδιώτες;

Ι.Σ.: Αυτά τα κτίρια είναι ιδιόκτητα και υπάρχουν προβλήματα, γιατί ξέρουμε ότι ανήκουν πάντα σε πολλούς κληρονόμους, οι οποίοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Θα έπρεπε, όμως το κράτος να παρέμβει.  Και εδώ στην Κομοτηνή,- παρόλο που δεν ήταν σημαντικό αστικό κέντρο τους προηγούμενους αιώνες- υπήρχαν κάποιοι έμποροι που είχαν εγκατασταθεί εδώ, όπως ο Πεΐδης, που είχε έρθει από τη Φιλιππούπολη και στο σπίτι του στεγάζεται σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο Κομοτηνής. Υπήρχαν κι άλλα τέτοια αρχοντικά στην πόλη μας, αλλά σιγά σιγά χάθηκαν. Εγώ όταν είχα έρθει στην Κομοτηνή θυμάμαι ότι είχε καμιά δεκαριά παραδοσιακά αρχοντικά και σήμερα έχουν μείνει ένα – δύο. Αν δεν ήταν και ο Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής με τον τότε πρόεδρο κ. Ρωσσίδη και τον παπα-Δημήτρη Βασιλειάδη που ήταν επίσης πρόεδρος δεν θα υπήρχαν ούτε αυτά.

ΠτΘ: Με τα δύο βιβλία ολοκληρώνετε έναν μεγάλο κύκλο. Πώς συνεχίσατε;

Ι.Σ.: Μετά έγινε μία έκδοση με τίτλο «Τα εικαστικά στοιχεία και οι αρχές του design, το αλφάβητο της ζωγραφικής», το οποίο εξέδωσε το 2006 ο Σύλλογος Καλλιτεχνών νομού Ροδόπης, «Αθηνίων», και είχε γίνει πολύ καλή δουλειά. Στη συνέχεια έκανε μία έκδοση η Περιφέρεια ΑΜΘ, μία σειρά τουριστικών οδηγών, «Οδηγός περιήγησης Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης», όπου μου είχαν αναθέσει να γράψω τον τουριστικό οδηγό όλης της περιφέρειας. Αυτό ήταν καθαρά τουριστικός οδηγός χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές, με κείμενα και πολλές εικόνες σαν λεύκωμα.

ΠτΘ: Ύστερα από τα βιβλία που αναφέραμε, ήρθαν και οι «Εικαστικές τέχνες και μαθηματικά με τεχνολογίες πληροφορικής». Πώς τα συνδυάσατε αυτά σε ένα βιβλίο;

Ι.Σ.: Αυτό το βιβλίο είναι καρπός μιας εργασίας που έκανα μαζί με κάποιους συναδέλφους, όταν ήμουν σε μετεκπαίδευση του διδασκαλείου της Αλεξανδρούπολης. Παρακίνησα τότε τους συναδέλφους να ασχοληθούμε με αυτό το θέμα, με το οποίο εγώ είχα ασχοληθεί προηγουμένως από προσωπικό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, στην αλληλογραφία που σας έλεγα, είχα δεχθεί μία μπροσούρα από ένα μουσείο Τέχνης στην Αμερική που αφορούσε μία περιοδική έκθεση που είχε πραγματοποιηθεί εκεί. Επάνω στο εξώφυλλο της μπροσούρας έγραφε, “Math art – Art math”, το οποίο μου κίνησε πάρα πολύ το ενδιαφέρον και άρχισα να ψάχνω. Τότε βρήκα ότι στη Αθήνα βρίσκεται ένα νεόδμητο -τότε- μουσείο, το μουσείο «Ηρακλειδών», που βρίσκεται κοντά στο Θησείο και η πρώτη έκθεσή του, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα, ήταν αναφορικά με αυτό το θέμα. Είχε δηλαδή να κάνει με το πώς τα μαθηματικά εμπνέουν την τέχνη και το αντίστροφο. Στο μουσείο τότε υπήρχε μία μόνιμη έκθεση με έργα δύο ζωγράφων, που είχαν ασχοληθεί πολύ με αυτή τη διάσταση, του Ούγγρου ζωγράφου Βίκτωρος Βαζαρέλι, που είναι και ο ηγέτης του κινήματος της “optical art” και του Ολλανδού ζωγράφου, Μαουρίτς Έσερ. Τα έργα αυτά τα είχε ο κ. Φυρός, ιδιοκτήτης του μουσείου «Ηρακλειδών», στην προσωπική του ιδιωτική συλλογή, τα εξέθεσε ο ίδιος εκεί κι έτσι ξεκίνησε το μουσείο, το οποίο άνοιξε τα φτερά του στη συνέχεια και έκανε πολύ ωραία εκπαιδευτικά προγράμματα, περιοδικές εκθέσεις κλπ. Αυτό το μοναδικό στον κόσμο μουσείο μου έδωσε την ώθηση να ασχοληθώ με αυτό το αντικείμενο κι έτσι κάναμε αυτή την εργασία που προανέφερα, καρπός της οποίας ήταν το βιβλίο, «Εικαστικές τέχνες και μαθηματικά με τεχνολογίες πληροφορικής», που είχαν εκδώσει οι αδερφοί Κυριακίδη στη Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο αυτό είχε την τύχη να επανεκδοθεί πολλές φορές, γιατί δόθηκε και ως εγχειρίδιο στους φοιτητές του Παιδαγωγικού τμήματος Αλεξανδρούπολης.

Ο Ορφικός μύθος, η διατριβή και η τέχνη της φωτογραφίας μέσα από ένα νέο συγγραφικό έργο

ΠτΘ: Μετά από αυτό το βιβλίο κάνατε τη διδακτορική σας διατριβή με θέμα, «Εικαστική αγωγή με τη χρήση των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας (ΤΠΕ): εφαρμογές με τους μύθους του Ορφέα». Πώς ασχοληθήκατε με τους μύθους του Ορφέα;

Ι.Σ.: Ασχολήθηκα επειδή είναι ένας τοπικός μύθος, που συνδέεται με τη Θράκη. Στην αλληλογραφία μου με το εξωτερικό, πολλές φορές τυχαία μου έστελναν διάφορα βιβλία ή εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία περιείχαν και έργα με τον Ορφέα. Μου είχε κινήσει πολύ το ενδιαφέρον το γεγονός ότι πάρα πολλοί καλλιτέχνες, ξεκινώντας περίπου από την κλασική εποχή μέχρι και τις μέρες μας, έχουν εμπνευστεί από αυτόν τον μύθο. Και επειδή τα εικαστικά μου άρεσαν πάρα πολύ και ασχολιόμουν πολύ από παιδαγωγικής άποψης, θεώρησα ότι έπρεπε να κάνω κάτι με αυτόν τον μύθο και να προσφέρω κι εγώ το λιθαράκι μου σε κάτι που έλειπε από την περιοχή μας, καθότι δεν είχε ασχοληθεί κανένας. Είδα ότι στην παγκόσμια βιβλιογραφία, ήταν ελάχιστοι αυτοί που είχαν ασχοληθεί με τον μύθο του Ορφέα σε ό,τι αφορά το εικαστικό μέρος. Οι πιο πολλοί ερευνητές ήταν επιστήμονες που είχαν ασχοληθεί με το μουσικό κομμάτι που αφορούσε τον ορφικό μύθο. Έτσι, από προσωπικό ενδιαφέρον, άρχισα να συγκεντρώνω υλικό και κάποια στιγμή προέκυψε η εκπόνηση του διδακτορικού. Επειδή είχα πλέον πάρα πολύ υλικό, πρότεινα στην επιβλέπουσα καθηγήτρια που είχα, την κ. Μπολιάκη, η οποία δίδασκε και η ίδια τον μύθο του Ορφέα στο πανεπιστήμιο, να συνεργαστούμε κι έτσι ξεκίνησε η εκπόνηση αυτής της διατριβής.

ΠτΘ: Διαβάζοντας κι εγώ τον μύθο του Ορφέα για να φρεσκάρω τη μνήμη μου, αυτό που έκανε εντύπωση ήταν ότι -σύμφωνα με την πρώτη συνιστώσα του μύθου- ο Ορφέας είχε συμμετάσχει στην Αργοναυτική εκστρατεία. Πώς ανακαλύψατε αυτό το κομμάτι της μυθολογίας;

Ι.Σ.: Μου είχαν στείλει σε slides από το Medelhavsmuseet ( το μεσογειακό μουσείο της Στοκχόλμης) ένα σύμπλεγμα αγαλμάτων, το οποίο παρίστανε τον Ορφέα να παίζει τη λύρα του μέσα στην Αργώ, κάτι που είναι πάρα πολύ σπάνιο, δεν έχω ξαναδεί κάτι αντίστοιχο από την αρχαιότητα τουλάχιστον. Ήταν πολύ σπάνιο εύρημα και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.

ΠτΘ: Με τι ασχολείστε αυτό το διάστημα;

Ι.Σ.: Τώρα έχω ολοκληρώσει ένα καινούργιο βιβλίο σχετικά με την εικαστική γλώσσα και το πώς μπορεί να καλλιεργηθεί ο οπτικός γραμματισμός στο σχολείο μέσω φωτογραφικών παραδειγμάτων. Πολλοί ιστορικοί της τέχνης θεωρούν ότι οι καλές τέχνες δεν είναι μόνο η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, αλλά και η φωτογραφία. Κάποιοι βέβαια διαφωνούν με αυτή την άποψη, αλλά εγώ είμαι υποστηρικτής της. Θεωρώ ότι η φωτογραφία είναι και αυτή ένα είδος εικαστικών τεχνών. Κάποιος είχε πει ότι η φωτογραφία είναι η τέχνη της επιλογής. Για παράδειγμα αυτό που σήμερα λέμε «έλα να βγάλουμε μία selfie», στον Αναγέννηση το έλεγαν προσωπογραφία…

Νομίζω ότι η φωτογραφία είναι πραγματικά ένας πολύ σημαντικός κλάδος των εικαστικών τεχνών και μάλιστα τώρα με την ψηφιακή τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να έχουμε πολύ εύκολη εφαρμογή στη διδακτική πράξη. Γι’ αυτό και μέσα σε κάθε ενότητα του βιβλίου αυτού προτείνω διάφορες διδακτικές πρακτικές. Έτσι το βιβλίο μπορεί να έχει ενδιαφέρον και για κάποιον εκπαιδευτικό.

ΠτΘ: Όταν γίνονται κάποιες εκθέσεις φωτογραφίας, σαν πρωτοβάθμια εκπαίδευση ενθαρρύνετε τους μαθητές να παίρνουν μέρος; Υπάρχει, έστω και πειραματικά, κάποια τάξη που να ασχολείται περισσότερο με τη φωτογραφία;

Ι.Σ.: Η αλήθεια είναι ότι σπάνια γίνεται αυτό στην πρωτοβάθμια και απ’ όσο γνωρίζω και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν γίνονται πολλές τέτοιες κινήσεις από φορείς. Η φωτογραφία θεωρείται ως κάτι «παρακατιανό», μία τέχνη πιο λαϊκή, που ίσως δεν είναι τόσο ποιοτική και δεν ξέρω για ποιον λόγο. Γίνονται διάφοροι διαγωνισμοί από φορείς όπως το Κέντρο Φωτογραφίας και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, αλλά θα έπρεπε να πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία και να έρθουν σε επαφή με το υπουργείο παιδείας με δικές τους προτάσεις.  Παρ’ όλα αυτά γίνονται προτάσεις, αλλά οι περισσότεροι διαγωνισμοί επικεντρώνονται στο εικαστικό κομμάτι της ζωγραφικής. Για παράδειγμα, τώρα μας ήρθε ένα έγγραφο που αφορά έναν διαγωνισμό για μία εικαστική δημιουργία από μαθητές. Δεν τολμούν εύκολα να κάνουν κάτι σχετικά με τη φωτογραφία, όπως το να βάλουμε τα παιδιά να διαγωνιστούν στη φωτογραφία με κάποιο απλό θέμα, που να μην χρειάζεται το παιδί ή ο εκπαιδευτικός να έχει ιδιαίτερες γνώσεις. Γι’ αυτό και στο βιβλίο που ετοιμάζω, με τις φωτογραφίες που περιέχονται μέσα, οι οποίες είναι δικές μου και επειδή δεν είμαι επαγγελματίας φωτογράφος, προσπάθησα να δείξω στον αναγνώστη ότι είναι φωτογραφίες που μπορεί να τραβήξει ο καθένας χωρίς να έχει ιδιαίτερα μηχανήματα και επαγγελματικές γνώσεις. Μέσα στο βιβλίο αυτό δείχνω πώς ο εκπαιδευτικός μπορεί να οργανώσει ένα μάθημα εικαστικών, το οποίο να έχει έναν στόχο.

Το παιδί καταλαβαίνει όταν ο δάσκαλός που μπήκε στην τάξη για να του κάνει οποιοδήποτε μάθημα, έχει έναν συγκεκριμένο στόχο, αν έχει δουλέψει ή όχι πριν μπει στην τάξη. Η προετοιμασία, λοιπόν του δασκάλου, είναι να έχει οργανώσει το μάθημά του ώστε να έχει συγκεκριμένους στόχους. Πολλές φορές με λύπη έχω δει εκπαιδευτικούς που στο μάθημα των εικαστικών λένε «βγάλτε μία κόλλα χαρτί και ζωγραφίστε ό,τι θέλετε». Αυτό, όμως δεν είναι μάθημα εικαστικών, είναι «περνάω την ώρα μου». Ο μαθητής καταλαβαίνει όταν ο δάσκαλος έχει προετοιμάσει το μάθημα και ξέρει τι κάνει.

Το παιδί καταλαβαίνει όταν ο δάσκαλός που μπήκε στην τάξη για να του κάνει οποιοδήποτε μάθημα, έχει έναν συγκεκριμένο στόχο, αν έχει δουλέψει ή όχι πριν μπει στην τάξη. Η προετοιμασία, λοιπόν του δασκάλου, είναι να έχει οργανώσει το μάθημά του ώστε να έχει συγκεκριμένους στόχους. Πολλές φορές με λύπη έχω δει εκπαιδευτικούς που στο μάθημα των εικαστικών λένε «βγάλτε μία κόλλα χαρτί και ζωγραφίστε ό,τι θέλετε». Αυτό, όμως δεν είναι μάθημα εικαστικών, είναι «περνάω την ώρα μου». Ο μαθητής καταλαβαίνει όταν ο δάσκαλος έχει προετοιμάσει το μάθημα και ξέρει τι κάνει. Μέσα από αυτό το βιβλίο προσπαθώ να δείξω αυτό το πράγμα με παραδείγματα φωτογραφίας.

ΠτΘ: Θα το έχουμε σύντομα στα χέρια μας;

Ι.Σ.: Το έχω στείλει στις εκδόσεις «Κέδρος» και οι πρώτες εκτιμήσεις τους ήταν θετικές. Είναι ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος και δεν ξέρω ποιο είναι το εκδοτικό του πρόγραμμα, πιστεύω όμως ότι αν το προχωρήσουμε ίσως σε έναν χρόνο θα κυκλοφορήσει. 

ΠτΘ: Το υλικό του βιβλίου προέκυψε από τη διδασκαλία σας σε παιδιά;

Ι.Σ.: Προέκυψε από την προσωπική εμπειρία που έχω αποκτήσει τόσα χρόνια διδάσκοντας το αντικείμενο αυτό, δεν είναι όμως εξ ολοκλήρου υλικό που έχω εφαρμόσει στην τάξη.

Το «Θρακικό Μουσείο Παιδείας» και ιστορικές ανακαλύψεις

ΠτΘ: Θα μας πείτε λίγα πράγματα για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, «Ανακαλύπτω τα παλιά σχολεία της πόλης μου: Τα ελληνορθόδοξα εκπαιδευτήρια της περιόδου από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1913»;

Ι.Σ.: Αυτό είναι ένα πρόγραμμα που εκπονήθηκε από εμένα για λογαριασμό της Εταιρίας Παιδαγωγικών Επιστημών, η οποία βρίσκεται στο παλαιό διδακτήριο του παλιού νηπιαγωγείου Κομοτηνής, του λεγόμενου νηπιαγωγείου του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται μέσα στον αυλόγυρο του Αη Γιώργη. Εκεί στο ισόγειο έχουμε τα γραφεία και τη βιβλιοθήκη της εταιρίας μας και στον όροφο έχουμε φτιάξει το Θρακικό Μουσείο Παιδείας, στο οποίο εκτίθενται σχολικά αντικείμενα παλιότερων εποχών, που εμείς οι πιο παλιοί τα βλέπουμε με νοσταλγία και οι νεότεροι τα βλέπουν με πολύ μεγάλη απορία. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε αυτό το μουσείο, λόγω του κορωνοϊού που προηγήθηκε και λόγω της έλλειψης προσωπικού. Υπήρχαν κάποιες περίοδοι που το λειτουργούσαμε με τη βοήθεια φοιτητών από το τμήμα Φιλολογίας και το τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας που έκαναν εκεί την πρακτική τους άσκηση, αλλά αυτό ήταν κάτι που γινόταν για μικρό χρονικό διάστημα, όσο διαρκούσε η πρακτική, δίχως να έχει συνέχεια και δυστυχώς το μουσείο παραμένει κλειστό.

Σκέφτηκα, λοιπόν να φτιάξουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο να μπορεί να το υλοποιήσει ένας εκπαιδευτικός από την πρωτοβάθμια ή την δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς να χρειάζεται να επισκεφθεί το μουσείο. Έχουμε βέβαια και εκπαιδευτικό πρόγραμμα που βασίζεται πάνω στην επίσκεψη στον χώρο του μουσείου. Έτσι λοιπόν, εκπόνησα αυτό το πρόγραμμα, το οποίο είναι ουσιαστικά ένας ιστορικός περίπατος, όπου ο εκπαιδευτικός με την τάξη του μπορεί, ξεκινώντας από το συγκεκριμένο παλιό διδακτήριο του λεγόμενου «πάνω μαχαλά» – της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου, να πορευτεί πιο δίπλα που βρίσκεται το παλιό αρρεναγωγείο, όπου τώρα στεγάζεται το 5° Γυμνάσιο και το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας και στη συνέχεια μέσω της πλατείας στην οδό Βενιζέλου, όπου θα έχουν την ευκαιρία να δουν τη θέση που άλλοτε ήταν το νηπιαγωγείο Βαροσίου, το οποίο δυστυχώς γκρεμίστηκε τη δεκαετία του ’90 από τον δήμο και πίσω από το παλιό καμπαναριό μπορούν να δουν το παλιό παρθεναγωγείο της πόλης, που οι νεώτεροι το θυμούνται και ως οικονομικό γυμνάσιο, ενώ ο περίπατος καταλήγει στην Αστική Σχολή Αρρένων, τη λεγόμενη «Τσανάκλειο Σχολή».

ΠτΘ: Από το παλιό νηπιαγωγείο δεν έχει μείνει τίποτε;

Ι.Σ.: Υπάρχει μόνο η κτητορική επιγραφή, η οποία σώθηκε από θαύμα θα έλεγα και η οποία εκτίθεται μέσα στο κτίριο.

Πρόσφατα από μία έρευνα που έκανα σχετικά με το καμπαναριό της Παναγίας ανακάλυψα ότι αυτή η καμπάνα έχει κατασκευαστεί σε μία πόλη που λέγεται Γκάτσινα, η οποία βρίσκεται περίπου 45χλμ νοτιοδυτικά της Αγίας Πετρούπολης. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική πόλη της τότε ρωσικής αυτοκρατορίας διότι εκεί η Αικατερίνη, σύζυγος του Αγίου Πέτρου, είχε φτιάξει τα θερινά τους ανάκτορα. Είναι πραγματικά απορίας άξιο το πώς μεταφέρθηκε η καμπάνα – η οποία ζυγίζει μισό τόνο- από τόσο μακριά στην Κομοτηνή. Είναι πολύ μεγάλη τιμή για εμένα που κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω αυτά που αναγράφονται επάνω στην καμπάνα και να αποδώσω φόρο τιμής με ένα άρθρο που έχω στείλει για δημοσίευση στο ψηφιακό περιοδικό «Μακεδονικά» της εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη.

ΠτΘ: Και το καμπαναριό της πόλης είναι πολύ παλιό…

Ι.Σ.: Δεν ξέρουμε πότε χτίστηκε, αλλά πιθανολογούμε πως έγινε κάπου στα 1880-1890. Έχει όμως δύο πολύ παλιές καμπάνες που σώζονται. Η μία είναι από την Ιταλία, κατασκευασμένη στην Τεργέστη το 1871 και δεν χρησιμοποιείται γιατί έχει ραγίσει, ενώ η δεύτερη είναι δωρεά των αδερφών Κούλογλου, που ήταν έμποροι οι οποίοι ζούσαν στην Οδησσό και δώρισαν την καμπάνα αυτή στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κομοτηνής. Η καμπάνα αυτή είναι κατασκευασμένη το 1895-96, γράφει επάνω τα ονόματα των δωρητών της και έχει γράμματα από το χυτήριο, τα οποία είναι στα ρώσικα και μας δίνουν διάφορες χρήσιμες πληροφορίες. Πρόσφατα από μία έρευνα που έκανα σχετικά με το καμπαναριό της Παναγίας ανακάλυψα ότι αυτή η καμπάνα έχει κατασκευαστεί σε μία πόλη που λέγεται Γκάτσινα, η οποία βρίσκεται περίπου 45χλμ νοτιοδυτικά της Αγίας Πετρούπολης. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική πόλη της τότε ρωσικής αυτοκρατορίας διότι εκεί η Αικατερίνη, σύζυγος του Αγίου Πέτρου, είχε φτιάξει τα θερινά τους ανάκτορα. Είναι πραγματικά απορίας άξιο το πώς μεταφέρθηκε η καμπάνα – η οποία ζυγίζει μισό τόνο- από τόσο μακριά στην Κομοτηνή. Είναι πολύ μεγάλη τιμή για εμένα που κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω αυτά που αναγράφονται επάνω στην καμπάνα και να αποδώσω φόρο τιμής με ένα άρθρο που έχω στείλει για δημοσίευση στο ψηφιακό περιοδικό «Μακεδονικά» της εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη.

Συνέντευξη: Ελένη Καλίτση

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.