Πως επηρεασε η ενασχοληση με την μοδιστρικη τη θεση της γυναικας στην κοινωνια της Κομοτηνης και ολης της χωρας

Μέσα από την έρευνα των φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ

Πολύ σημαντικά είναι τα ευρήματα που έχει φέρει η επιτόπια έρευνα με θέμα «Μοδίστρες και μοδιστρική τέχνη στον οικιακό και εξωοικιακό χώρο» στο πλαίσιο του μαθήματος «Υλικός πολιτισμός και λαϊκή τέχνη» που πραγματοποίησαν προπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ.

Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της έρευνας παρουσιάστηκαν την Τετάρτη 24 Μαΐου στο χώρο του Τμήματος, σε ημερίδα που διοργάνωσε το εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνική Ανθρωπολογίας του ΤΙΕ.

Σε αυτή φοιτητές παρουσίασαν έρευνες που αφορούν τις μουσουλμάνες μοδίστρες της Κομοτηνής, τα μαγαζάκια των οποίων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πόλης, αφηγήσεις ζωής από μοδίστρες από όλη την Ελλάδα, κυρίως από τους τόπους καταγωγής των φοιτητών, στοιχεία της μοδιστρικής ως πεδίο πολλαπλών εννοιολογήσεων αλλά και πως ένδυμα-έμφυλες και τοπικές ταυτότητες-μόδα περνούν διαχρονικά μέσα από το μοδιστρικό επάγγελμα.

Ανοίγοντας την εκδήλωση ο Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών και πρόεδρος του Εργαστηρίου Λαογραφίας και Κοινωνική Ανθρωπολογίας κ. Μανόλης Βαρβούνης συνεχάρη όλους όσους πήραν μέρος στο πρόγραμμα αυτό, που αποτελεί ένα δείγμα της έρευνας που γίνεται στο Εργαστήριο, με συμμετοχή από τους καθηγητές όλων των σχολών.

Αναδεικνύοντας την τέχνη και τους ανθρώπους πίσω από αυτή

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό την επιστημονική επιμέλεια της κ. Νάντιας Μαχά-Μπιζούμη, Επίκουρης Καθηγήτριας Λαογραφίας (Λαογραφία: Λαϊκή Τέχνη), ΤΙΕ, ΔΠΘ, που τόνισε πως η ημερίδα στην ουσία είναι το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής συνεργασίας που είχαν με τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του τμήματός στο πλαίσιο του μαθήματος «Λαϊκός Πολιτισμός και Λαϊκή Τέχνη».

Στο μάθημα μελετούν τις λαϊκές τέχνες και φέτος αποφάσισαν να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στην επιτόπια έρευνα της μοδιστρικής τέχνης, σε συνεργασία και με την Ελληνική Εταιρεία Δημοσιολογίας, και με το εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.

Το πρόγραμμα, το οποίο είναι μη χρηματοδοτούμενο, έχει έναν πολύ σημαντικό στόχο: Να αναδείξει αυτή την τέχνη, όχι μόνο ως τεχνική, αλλά κυρίως τα υποκείμενα, τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από αυτή.  Για αυτό και εστίασαν το ενδιαφέρον τους αρχικά στη μοδιστρική, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στον ιστορικό χρόνο. «Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να δούμε τη μοδιστρική ως κομμάτι της τεχνικής εκπαίδευσης που συνδέθηκε τις αρχές του 20ού αιώνα με την αυξημένη ζήτηση γυναικείων ενδυμάτων και ειδών ατομικής εμφάνισης» σημείωσε, σε μια εποχή που κυριαρχεί η δυτικότροπη μόδα και αυξάνονται οι ανάγκες, και η Μοδιστρική συνδέεται με ζητήματα καταπολέμησης της αμάθειας των γυναικών και επαγγελματικής κατάρτισης στο πλαίσιο της μιας γυναικείας φιλανθρωπικής δραστηριότητας.

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως ανέδειξαν και οι εργασίες που εκπονήθηκαν, διαφαίνεται η διάπλαση ενός ξεκάθαρα χειραγωγούμενου φθηνού και πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού μέσα από την παρουσία των γυναικών στην μοδιστρική.

Φτάνοντας το σήμερα, οι φοιτητές-ερευνητές, κατέγραψαν το λόγο, τα συναισθήματα και τα κίνητρα που ωθούν τις γυναίκες να ασχοληθούν με τη Μοδιστρική, σε όλη τη χώρα. Μάλιστα η έρευνα ανέδειξε για πρώτη φορά πως έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γυναικών, οι οποίες έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο, και τελικά ασχολήθηκαν με τη μοδιστρική, ιδιαίτερα την περίοδο μετά την κρίση.

Πάντα μπροστά ο άνθρωπος

Αυτό αποδίδεται στη γενικότερη δυσκολία εύρεσης εργασίας, αλλά και στο γεγονός ότι μετά την κρίση και την περίοδο της πανδημία όλοι, αλλά κυρίως οι γυναίκες ήθελαν να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν ρούχα για να μπορέσουν να αλλάξουν την μουντή καθημερινότητα, αλλά και να επιδιορθώσουν ή να αλλάξουν την ταυτότητα παλαιότερων ρούχων. Έτσι απευθύνθηκαν σε πάρα πολλές μοδίστρες, οι οποίες σε πολύ μεγάλο ποσοστό πια είναι νεότερες, σε νεαρή ηλικία,  που πλέον παρουσιάζουν τη δουλειά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαθαίνουν τα νέα της μόδας από αυτά, με κάποιες να παίρνουν ακόμα και μαθήματα μοδιστρικής από αυτά.

«Στόχος είναι να δείξουμε ότι η λαογραφία μέσα σε συνεργασία ή σε συνομιλία με τις ανθρωπολογικές θεωρήσεις του υλικού πολιτισμού, μπορεί να προσεγγίσει και τέτοιου είδους θέματα, τέχνης, τεχνικών, τεχνογνωσίας, αλλά πάντοτε έχοντας μπροστά ή πάνω απ’  όλα τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος είναι αυτός που συνδέεται με την τέχνη και κρύβεται πίσω από την τέχνη» ανέφερε.

Άλλωστε μέσα από την έρευνα που έγινε καταγράφηκε και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η διαμόρφωση του τοπικού γούστου από τις γυναίκες που ασκούν το επάγγελμα, αναδεικνύοντας πως αναπτύσσονται πολύ ισχυρές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στις μοδίστρες και στις πελάτισσες. «Επηρεάζουν στον τρόπο με τον οποίο θα ντυθούν οι πελάτισσες, και δεύτερον, δημιουργούν μια τοπική αισθητική η οποία βέβαια συμβαδίζει με την τρέχουσα μόδα, έχει όμως σε πολλές περιπτώσεις και τοπικά χαρακτηριστικά» κατέληξε.

Η ιστορία μιας μοδίστρας-επιδιορθώτριας της μειονότητας στην Κομοτηνή

Τη μία παρουσίαση για τις μουσουλμάνες μοδίστρες πραγματοποίησε η κ. Μαρία Τσαούση, με τίτλο «Χατιτζέ: Η αφήγηση μίας μοδίστρας-επιδιορθώτριας της μειονότητας στην Κομοτηνή. Βιοπορισμός ή ανάγκη εξωστρέφειας και κοινωνικής ενσωμάτωσης ως σύγχρονης γυναίκας;».

Η κ. Τσαούση βάσισε την συγκεκριμένη έρευνα στην Χατιτζέ, η οποία ασχολείται με τον κάδο της επιδιόρθωσης. Όπως τόνισε, όταν πρωτοήρθε στην Κομοτηνή, εντυπωσιάστηκε από το μεγάλο αριθμό των ραφείων, ιδιοκτησίας γυναικών που προέρχονται από τη μειονότητα.

Αυτό που την εντυπωσίασε από το συγκεκριμένο ραφείο ήταν η εικόνα του, γιατί ήταν ζωγραφισμένη χειροποίητα από κάποιο ζωγράφο, και μπαίνοντας μέσα για να εκφράσει το θαυμασμό της, συνάντησε μια γυναίκα εξαιρετικά χαμογελαστή και φιλική, ανέπτυξαν μια καλή επικοινωνία μεταξύ τους, και αντάλλαξαν προβληματισμούς που αφορούν την γυναίκα, την εργαζόμενη και τη μητέρα.

Αυτή η επαφή, καθώς και το γεγονός ότι και η κ. Τσαούση είχε στην οικογένειά της γυναίκες που τη δεκαετία του ’50 και του ’60 ασχολήθηκαν με τη μοδιστρική σαν τρόπο να βγουν από τον ιδιωτικό χώρο και να υπάρχουν και στον δημόσιο,  τροφοδότησε και την συγκεκριμένη παρουσίαση.

Και ενώ η εργασία αυτή ενέχει το κομμάτι του βιοπορισμού, από τις συζητήσεις της με την Χατιτζέ διαπίστωσε πως το πιο σημαντικό, ήταν η κοινωνικοποίησή της: να βγει μια γυναίκα που ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να βγει διαφορετικά από το πλαίσιο στο οποίο την είχε τοποθετήσει η κοινωνία. Αυτό θεωρεί ότι ήταν το σημαντικότερο πράγμα της ζωής της, ότι βγήκε από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο.

Ευρισκόμενη στην ηλικία των 50 χρονών, αποτελεί και τη «γέφυρα» μεταξύ των παλιότερων και των νεότερων γυναικών της δουλειάς της, είναι μητέρα δύο παιδιών, πολύ ανοιχτόμυαλη με πολλές πελάτισσες από την πλειονότητα και τη μειονότητα.

Ένα άλλο εύρημα που εντοπίστηκε από την έρευνα, είναι η αλλαγή των συνηθειών της ελληνικής κοινωνίας και η δυσπραγία των νοικοκυριών στα χρόνια της κρίσης, που προκειμένου να καλύψει τις βασικές ανάγκες, επιστρέφει στην επιδιόρθωση των ενδυμάτων, και μάλιστα της έφερναν ουσιαστικά κουρέλια, κάτι που δείχνει το μέγεθος του προβλήματος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.