Μιλωντας για τον Βιζυηνο και το ελληνικο «λαικο» μυθιστορημα του 19ου αι.

Θανάσης Κούγκουλος, μέλος Ε.ΔΙ.Π. στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ

«Η μονογραφία για τον Βιζυηνό δίνει το στίγμα του γενέθλιου τόπου μέσα από την ίδια την οπτική του γενέθλιου τόπου»

«Η έρευνα αποδεικνύει ότι οτιδήποτε –ή σχεδόν οτιδήποτε– αναφέρεται στο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού και αφορά τοπωνύμια, κτίσματα ή γεωγραφικά στοιχεία, είναι απολύτως υπαρκτά»

«Τα τελευταία περίπου 30 χρόνια άρχισαν να γίνονται συστηματικές μελέτες γύρω από τα ζητήματα της πεζογραφίας του 19ου αιώνα και να συσχετίζεται  η ελληνική πεζογραφία της περιόδου  με τα ευρωπαϊκά δεδομένα»

Δυο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκδόσεις κυκλοφόρησαν πριν κάποιους μήνες και βρίσκονται στα ράφια ηλεκτρονικών και φυσικών βιβλιοπωλείων. Η πρώτη έχει τίτλο «Η αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στα διηγήματα του Γ. Μ. Βιζυηνού» που κυκλοφόρησε από το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδας με τη σύμπραξη των εκδόσεων του «ΠτΘ», από τις οποίες και διατίθεται. Μάλιστα, η διαδικτυακή  παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί στις 10 Απριλίου. Η δεύτερη είναι η συλλογική έκδοση υπό τον τίτλο «Το ελληνικό “λαϊκό” μυθιστόρημα του 19ου αιώνα», η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg. Το συγκεκριμένο βιβλίο θα λειτουργήσει ως εγχειρίδιο στον εαρινό εξάμηνο για διάφορα μαθήματα, τόσο του ΤΕΦ/ΔΠΘ όσο και του ΤΙΕ/ΔΠΘ.

Ο ερευνητής που σχετίζεται και με τις δύο εκδόσεις αυτές δεν είναι άλλος από τον κ. Θανάση Κούγκουλο, ο οποίος υπογράφει το πρώτο βιβλίο και επιμελείται το δεύτερο. Ο κ. Κούγκουλος, είναι μέλος Ε.ΔΙ.Π. στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και Διδάκτορας Νέας Ελλη­νικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Έτσι, με αφορμή την κυκλοφορία των δύο εκδόσεων μίλησε στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β» και στη Νατάσσα Βαφειάδη για την αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στον Βιζυηνό, για την συμβολή του βιβλίου του στη Βιζυηνική βιβλιογραφία, για το ελληνικό «λαϊκό» μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και για την τιμητική συνεργασία του με το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδα.

Ο λόγος στον ίδιο, λοιπόν…

ΠτΘ: Πώς προέκυψε ως θεματολογία ο γενέθλιος τόπος και οι αναφορές του Βιζυηνού στο γενέθλιο τόπο, σε ό,τι αφορά το δικό σας επιστημονικό αντικείμενο;

Θ.Κ.: Σε ό,τι αφορά την έναρξη της μελέτης, αυτή τοποθετείται γύρω στο 2007 και αφορμή στάθηκε ένα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τότε στη Βιζύη,  στο οποίο είχα την ευθύνη από ελληνικής πλευράς, όταν ακόμα ήμουν Υποψήφιος Διδάκτορας στον Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων. Το συνέδριο αυτό στην πατρίδα του Βιζυηνού έγινε με τη σύμπραξη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Πανεπιστημίου της Αδριανούπολης. Η δικιά μου ανακοίνωση έλαχε τον τίτλο της μελλοντικής μου μονογραφίας «Η αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στα διηγήματα του Βιζυηνού», και έκτοτε η έρευνα συνεχίστηκε από το 2007 μέχρι σχεδόν την έκδοση του βιβλίου. Η δουλειά ήταν μεγάλη, καθώς περιελάμβανε επιτόπια έρευνα  και προσπάθεια εντοπισμού όλων των τοπωνυμίων και περιγραφών που αναφέρονται στα διηγήματα του Βιζυηνού με τη χρήση της τουρκικής βιβλιογραφία,  κάτι που φαντάζομαι ότι είναι, κυρίως, το καινούριο στοιχείο που προστίθεται στην Βιζυηνική βιβλιογραφία. Βέβαια, η τουρκική βιβλιογραφία αγνοεί τον Βιζυηνό ή σχεδόν τον αγνοεί, καθώς έχουμε όλο κι όλο μόνο δύο μεταφράσεις των λεγόμενων θρακικών διηγημάτων του που εκπλήσσονται στο χώρο της Ανατολικής Θράκης και της Βιζύης. Επίσης, έχουμε κι ένα μεταπτυχιακό που πρόσφατα ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης, το οποίο θα λέγαμε ότι περισσότερο μεταφράζει τα αποσπάσματα που αφορούν τη Θράκη, και λιγότερο τα σχολάζει. Εντούτοις, υπάρχει μια πολύ έντονη επιστημονική δραστηριότητα γύρω από ζητήματα ιστορίας και αρχαιολογίας, από μια τεκμηρίωση για τα δημογραφικά στοιχεία μέσω του οθωμανικού αρχείου, τα οποία χρησιμοποιούνται συστηματικά στην μονογραφία μου.

«Η Βιζύη και η Θράκη είναι απλώς ένας χώρος δράσης, ένα γεωγραφικό σύμβολο για να μιλήσει για ευρύτερα ζητήματα»

ΠτΘ: Πώς ο ίδιος ο Βιζυηνός «επιστρέφει» στο γενέθλιο τόπο; Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα ως προς τα συμπεράσματα της έρευνάς σας και ως προς τα καινούρια στοιχεία που φέρνει στο φως;

Θ. Κ.: Ο διηγηματογράφος Βιζυηνός,  δεν «φεύγει» ποτέ από τη Θράκη. Στην πραγματικότητα ο γενέθλιος τόπος του είναι μια μόνιμη επιστροφή στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας και στα τραύματά της. Στην ουσία ο μικρόκοσμος της Βιζύης χρησιμοποιείται ως ένα παράδειγμα για να μπορέσει να μιλήσει μέσα από την μικρή κλίμακα του τοπικού για τη μεγάλη κλίμακα του παγκόσμιου και για πανανθρώπινα ζητήματα, όπως είναι τα τραύματα, οι οικογενειακές σχέσεις και οι ταυτότητες. Θα υποστηρίζαμε, ότι η Βιζύη και η Θράκη είναι  απλώς ένας χώρος δράσης, ένα γεωγραφικό σύμβολο για να μιλήσει για ευρύτερα ζητήματα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η προσέγγιση παγκόσμιων, πανανθρώπινων ζητημάτων γίνεται με απόλυτη πιστότητα σε ό,τι αφορά το σκηνικό, τον χώρο δράσης. Η έρευνα αποδεικνύει ότι οτιδήποτε –ή σχεδόν οτιδήποτε– αναφέρεται στο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού και αφορά τοπωνύμια, κτίσματα ή γεωγραφικά στοιχεία, είναι απολύτως υπαρκτά. Έτσι, λοιπόν, ο ρεαλισμός της διηγηματογραφίας του  ξεκινάει από μια απολύτως ρεαλιστική απεικόνιση της εμπειρίας του στον γενέθλιο τόπο του.

ΠτΘ: Ποια είναι η θέση της έκδοσης αυτής στην ήδη γνωστή Βιζυηνική βιβλιογραφία και τι νέο κομίζει;

Θ.Κ.: Η Βιζυηνική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά μεγάλη και ο Βιζυηνός αποτελεί μιά από τις ελάχιστες περιπτώσεις, όπου οι επέτειοι ευνόησαν φιλολογικά το έργο του. Δηλαδή, από το 1966 που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τον θάνατο του μέχρι σήμερα –έχουμε με την επέτειο των 200 χρόνων της επανάστασης και τα 125 χρόνια από το θάνατο του Βιζυηνού στις 15 Απριλίου– θα έλεγα ότι η Βιζυηνική βιβλιογραφία και λόγω των φιλολογικών αυτών επετείων διογκώθηκε και μάλιστα με ένα πολύ θετικό τρόπο. Τα τελευταία περίπου 25 χρόνια αλλά και νωρίτερα, εννοώντας την πολύ σημαντική δουλειά του Παναγιώτη Μουλά, ο Βιζυηνός στην ουσία διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται. Η συγκεκριμένη μονογραφία δίνει το στίγμα του γενέθλιου τόπου μέσα από την ίδια την οπτική του γενέθλιου τόπου, καθώς με επιτόπιες έρευνες και με τη χρήση της τουρκικής βιβλιογραφίας έρχεται για να αποδείξει δυο πράγματα. Πρώτον, την ρεαλιστική απεικόνιση του γενέθλιου τόπου,  και δεύτερον τη χρήση αυτών των στοιχείων, των τοπωνυμίων και των χώρων δηλαδή, στο διηγηματικό του έργο μέσω μια σημειωτικής προσέγγισης.

«Θα υποστηρίζαμε, ότι η Βιζύη και η Θράκη είναι  απλώς ένας χώρος δράσης, ένα γεωγραφικό σύμβολο για να μιλήσει για ευρύτερα ζητήματα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η προσέγγιση παγκόσμιων πανανθρώπινων ζητημάτων γίνεται με απόλυτη πιστότητα σε ό,τι αφορά το σκηνικό, τον χώρο δράσης. Η έρευνα αποδεικνύει ότι οτιδήποτε –ή σχεδόν οτιδήποτε– αναφέρεται στο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού και αφορά τοπωνύμια, κτίσματα ή γεωγραφικά στοιχεία, είναι απολύτως υπαρκτά. Έτσι, λοιπόν, ο ρεαλισμός της διηγηματογραφίας του  ξεκινάει από μια απολύτως ρεαλιστική απεικόνιση της εμπειρίας του στον γενέθλιο τόπο του»

ΠτΘ: Το βιβλίο απαρτίζεται και από ένα παράρτημα, το οποίο εμπεριέχει μια σειρά φωτογραφιών τόσο αρχειακών και σύγχρονων της Βιζύης, όσο και σχεδιαγραμμάτων προσφύγων από τη Βιζύη και τη Σκέβια. Πώς έφτασε αυτό το υλικό  στα χέρια σας και ποιος είναι ο σκοπός παράθεσής του;

Θ.Κ.: Το υλικό, κυρίως το αρχειακό αλλά και το σύγχρονο φωτογραφικό υλικό, που συνοδεύει την έκδοση αποτελείται από 32 πίνακες, και στην πραγματικότητα τεκμηριώνει την πιστή αναπαράσταση του γενεθλίου τόπου στο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού. Δηλαδή καταγράφει, φωτογραφίζει, και παρουσιάζει, είτε μέσω αρχειακών φωτογραφιών –η παλιότερη μάλιστα είναι του 1913– στοιχεία τα οποία περιγράφει ο Βιζυηνός, είτε μέσω σύγχρονων φωτογραφιών εντοπίζει ζητήματα και στοιχεία όψης του χώρου που εμπεριέχονται στο έργο του Βιζυηνού. Επίσης, τα σχεδιαγράμματα των προσφύγων βοήθησαν πάρα πολύ για να ταυτιστούν διάφορα τοπωνύμια και διάφορες περιοχές, όπως είναι η Εκκλησία του Αμαρτήματος της Μητρός μου που σήμερα σώζεται απλά και μόνο ως θεμέλιο. Κι αυτό διότι οι σύγχρονοι Τούρκοι κάτοικοι της Βιζύης είναι πρόσφυγες από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, οπότε αγνοούν το οθωμανικό παρελθόν της πόλης, το οποίο και εμπεριέχεται μέσα στο έργο του Βιζυηνού. Έτσι, θα λέγαμε, ότι οι προσφυγικές αυτές μνήμες, όπως αποτυπώνονται σε σχεδιαγράμματα και χάρτες κυρίως από τη «Θρακική Εστία» της Βέροιας και το Αρχείο του Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς, είναι  πολύτιμα ντοκουμέντα, προκειμένου να φτάσουμε στις ταυτίσεις χώρων, εκκλησιών, κτισμάτων και του σπιτιού του Βιζυηνού που σήμερα δεν υπάρχει, καθώς έχει γκρεμιστεί.

«Ήρθε η ώρα  να ανοίξει μια εκδοτική σειρά που θα αφορά καθαρά τη νεοελληνική λογοτεχνία»

ΠτΘ: Μιλήστε μας τώρα για τη συμβολική συνεργασία σας με το Πανεπιστήμιο της Γρανάδα και το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών, το οποίο διευθύνει ο κ. Μόσχος Μορφακίδης, καθότι η μονογραφία σας εγκαινιάζει μια νέα εκδοτική σειρά.

Θ.Κ.: Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα που μου έκανε αυτή την πολύ μεγάλη τιμή να συμπεριλάβει την μονογραφία μου στις εκδόσεις του και, μάλιστα, να εγκαινιάσει κατ’ αυτό τον τρόπο μια νέα εκδοτική σειρά. Το Κέντρο της Γρανάδα και η δραστηριότητα του καθηγητή Μορφακίδη και των συνεργατών του στο χώρο των νεοελληνικών σπουδών είναι εξαιρετικά γνωστή και πολύτιμη. Δεν είναι, φυσικά, αυτή η πρώτη έκδοση, εδώ και πολλά χρόνια εκδίδει κυρίως για τον ισπανόφωνο χώρο, αλλά και ευρύτερα για τον χώρο τον παγκόσμιο των νεοελληνιστών, μια σειρά από μονογραφίες, οι οποίες κυρίως μέχρι στιγμής ήταν εντοπισμένες στο χώρο των Βυζαντινών Σπουδών, στο χώρο του ευρύτερου πολιτισμού και με λαογραφικό ενδιαφέρον, και στο χώρο των μεταφράσεων. Σε ό,τι αφορά την νεοελληνική λογοτεχνία, το Κέντρο θα έλεγα ότι διέπρεψε στο χώρο των μεταφράσεων, δηλαδή  της μετάφρασης ελληνικής λογοτεχνίας στα ισπανικά,  και μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει και τον Βιζυηνό. Ήρθε η ώρα λοιπόν που θα ανοίξει μια εκδοτική σειρά που θα αφορά καθαρά τη νεοελληνική λογοτεχνία.

ΠτΘ: Θα θέλαμε, κάπου εδώ, να μας πείτε  για τη δεύτερη έκδοση, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg με τίτλο «Το ελληνικό “λαϊκό” μυθιστόρημα του 19ου αιώνα» την επιμέλεια της οποίας υπογράφετε εσείς, και τον πρόλογο ο κ. Εμμανουήλ Βαρβούνης. Τι ορίζουμε ως «λαϊκό» μυθιστόρημα ή τι οριζόταν ως ελληνικό «λαϊκό» μυθιστόρημα τον 19ο αιώνα;

Θ.Κ.: Ο Τόμος αυτός προκύπτει από ένα συνέδριο –το οποίο κάλυψε ικανοποιητικά ο «ΠτΘ»–, που έγινε το 2018 από το Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και ήταν αφιερωμένο στον Henri Tonnet τον πρωτοπόρο Γάλλο νεοελληνιστή-μελετητή του λαϊκού μυθιστορήματος. Συνεπώς, έχουμε στον τόμο  την γραπτή πλέον εκδοχή της προφορικής συζήτησης που έγινε το ’18 στην Κομοτηνή. Στην ουσία οι 21 μελέτες-κεφάλαια του τόμου αυτού προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα σας. Ο τόμος έχει, προφανώς, ένα στοιχείο εντοπιότητας, το θέμα του, δηλαδή,  ξεπερνάει τα ελληνικά σύνορα, διότι ως ελληνικό ορίζεται και το μυθιστόρημα, το οποίο παράγεται τον 19ο αιώνα και στον ευρύτερο ελληνισμό της διασποράς, κυρίως στον αστικό ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στον παροικιακό ελληνισμό των Βαλκανίων.  Εν τοιαύτη περιπτώσει, αυτό που θα μπορούσα να πω πολύ σύντομα είναι ότι τα τελευταία περίπου 30 χρόνια –όταν ανακαλύφθηκε η ελληνική πεζογραφία του 19ου  αιώνα και  άρχισαν σταδιακά μέσω των ψηφιοποιήσεων να έχουν πρόσβαση σε αυτήν  νεότεροι μελετητές– άρχισαν να γίνονται συστηματικές μελέτες γύρω από τα ζητήματα της πεζογραφίας του 19ου αιώνα και να συσχετίζεται  η ελληνική πεζογραφία της περιόδου  με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.  Το κεντρικό ερώτημα για τους μελετητές σχετίζεται με τη διαμόρφωση του μυθιστορήματος ως ένα λαϊκό είδος –με την έννοια του δημοφιλούς είδους μέσα στο 19ο αιώνα–, το οποίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά στους λόγιους κύκλους, αλλά γενικότερα στους εγγράμματους που δεν είναι διανοούμενοι. Υπό αυτή την έννοια προσεγγίζεται το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα του 19ου  αιώνα που σήμερα γνωρίζουμε ότι απαριθμεί αρκετούς τίτλους.

«Υπάρχουν αρκετές συμβολές που χρησιμοποιούν το λαϊκό μυθιστόρημα ως ένα τεκμήριο, ως μια μαρτυρία λαογραφικών πληροφοριών. Ταυτοχρόνως, βέβαια, μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει και ως μια κοινωνιολογική μαρτυρία, μια μαρτυρία για τις κοινωνίες, τη διαστρωμάτωση, τη σκέψη, τις αγωνίες, και τις αξίες, της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξεως του 19ου  αιώνα»

«Το ζήτημα είναι ποιος γνωρίζει γράμματα και ποιος μπορεί να διαβάσει αυτές τις εκδόσεις αν και δεν ανήκει στους λόγιους»

ΠτΘ: Χρησιμοποιούνταν, δηλαδή, άνθρωποι «κατώτερης» κοινωνικής/οικονομικής τάξης, το βοηθητικό προσωπικό, για παράδειγμα, μιας οικίας. Ποια ήταν η θεματολογία η οποία εντοπίζεται και καταγράφετε στον Τόμο, μέσα από τις μελέτες που εμπεριέχονται;

Θ.Κ.: Ένα ζητούμενο που εξετάζεται εδώ –και θεωρώ πως μπαίνει κι ένα λιθαράκι για μεταγενέστερες έρευνες– σχετίζεται με το ποιο ήταν ακριβώς αυτό το κοινό. Στον ελληνικό 19ο  αιώνα, εννοώντας τόσο το ελληνικό νεοσύστατο κράτος, όσο και τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τον παροικιακό ελληνισμό των Βαλκανίων, το ζήτημα είναι ποιος γνωρίζει γράμματα και ποιος μπορεί να διαβάσει αυτές τις εκδόσεις, αν και δεν ανήκει στους λόγιους. Σίγουρα το ποσοστό των ανθρώπων που γνωρίζουν γράμματα είναι μικρό, αλλά σταδιακά μέσα στον αιώνα εμφανίζεται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σήμερα «μικροαστική τάξη». Δηλαδή, ένα προσωπικό το οποίο μπορεί να γνωρίζει γραφή, ανάγνωση και να συνδέεται με τραπεζικές επιχειρήσεις ή με παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο σπίτι, δηλαδή, οι εκπαιδευτικοί της εποχής. Μιλάμε, κυρίως,  για γυναίκες μιας αναδυόμενης μικροαστικής και αστικής τάξης που πηγαίνουν στο παρθεναγωγείο, το αντίστοιχο δημοτικό της εποχής μας, γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση, με αποτέλεσμα η καταφυγή στο μυθιστόρημα να αναπληρώνει  την επαφή με το δημόσιο χώρο. Η γυναίκα, δυστυχώς, ήταν «φυλακισμένη» στον οικιακό της χώρο με ελάχιστη πρόσβαση στον δημόσιο. Άρα, παρουσιάζεται ως αναγνώστρια που παρεμβαίνει ονειρικά-φαντασιακά σ’ αυτόν τον δημόσιο χώρο.

ΠτΘ: Επομένως, μιλάμε για ένα πλούσιο υλικό καταγραφής τόσο για την κοινωνική πραγματικότητα, όσο και για την ιστορία και την λαογραφία εκείνης της περιόδου.

Θ.Κ.: Πράγματι, αυτό που λέτε φαίνεται έντονα στον Τόμο. Υπάρχουν αρκετές συμβολές που χρησιμοποιούν το λαϊκό μυθιστόρημα ως ένα τεκμήριο, ως μια μαρτυρία λαογραφικών πληροφοριών. Ταυτοχρόνως, βέβαια, μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει και ως μια κοινωνιολογική μαρτυρία, μια μαρτυρία για τις κοινωνίες, τη διαστρωμάτωση, τη σκέψη, τις αγωνίες, και τις αξίες, της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξεως του 19ου  αιώνα.

ΠτΘ: Όπως είπατε ο Τόμος ανοίγει τον δρόμο για μια μακρά συνέχεια της έρευνας των λεγόμενων λαϊκών μυθιστορημάτων, ακόμα και της σύγχρονης εποχής με τις διαφορετικές μορφές που αυτό μπορεί να λάβει.

Θ.Κ.: Σωστά. Εύχομαι πράγματι ο Τόμος να αποτελέσει έναυσμα για μια περαιτέρω μελέτη του πολύ ενδιαφέροντος αυτού ζητήματος του ελληνικού λαϊκού μυθιστορήματος του 19ου  αιώνα. Ταυτοχρόνως, η ψηφιακή βάση δεδομένων που έχουμε με μυθιστορήματα του αιώνα αυτού στο Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, επίσης αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τους μελετητές,  διότι χωρίς πρόσβαση στα κείμενα δεν έχουμε μελέτες.  Στην πραγματικότητα το ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου  αιώνα, το λαϊκό μυθιστόρημα, από τη μια μεριά, αντιγράφει ή εξελληνίζει ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως είναι τα απόκρυφα πόλεων που κυκλοφορούν για το Παρίσι ή για άλλες μεγάλες πόλεις και αποτελούν μια πρώιμη μορφή αστυνομικής λογοτεχνίας,  και από την άλλη μεριά, προσπαθεί να σφυρηλατήσει με τη σειρά του, ταυτοχρόνως, και το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, το οποίο, μάλιστα, θα λέγαμε ότι έχει δυο εκδοχές.  Η πρώτη εκδοχή, όπως παρουσιάζεται μέσα στον ελληνικό κράτος, είναι η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας πίσω από το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας. Η δεύτερη εκδοχή στον ευρύτερο Οθωμανικό χώρο και στον ελληνισμό του, παίρνει τη μορφή ενός άλλου ιδεολογήματος του λεγόμενου «ελληνοθωμανισμού».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.