Ελληνικη γλωσσα: Το σημαινον και το σημαινομενο

Κάθε λέξη που επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε σηματοδοτεί μια επιλογή. Μαρτυρά συγχρόνως την οπτική από την οποία βλέπουμε το συγκεκριμένο θέμα, και συνοδεύεται από αξιολογικές κρίσεις σχετικά με αυτό

«Αν κάποιος ενδιαφέρεται ως πολίτης για μία πιο δίκαιη κοινωνία, τότε δεν μπορεί να είναι αδιάφορος ή αδιάφορη για τις λεκτικές επιλογές ως προς τα ζητήματα φύλου»

«Η γλώσσα συντελεί να συνεχιστεί μία ισχύουσα τάξη πραγμάτων, όμως  μπορεί να οδηγήσει και στην ανατροπή»

Κάθε λέξη που επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε σηματοδοτεί μια επιλογή. Μαρτυρά συγχρόνως την οπτική από την οποία βλέπουμε το συγκεκριμένο θέμα, και συνοδεύεται από αξιολογικές κρίσεις σχετικά με αυτό. Συγχρόνως, κάθε γλώσσα αποτελεί «εργαλείο» διαμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας, αποτυπώνει μια ισχύουσα τάξη πραγμάτων αλλά και συμμετέχει στην όποια προσπάθεια αλλαγής της. Πόσα βήματα έχουν γίνει ώστε η ελληνική κοινωνία, όπως αποτυπώνεται μέσα από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε, να μπορεί να θεωρείται ως μία κοινωνία δημοκρατική, σύγχρονη, και κυρίως «καθαρή» από αρνητικές αξιολογικές κρίσεις και συνδηλώσεις;

Απαντήσεις στα προαναφερθέντα επιδιώκει να δώσει η Καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου και συγγραφέας κ. Ελένη Καραντζόλα, συνομιλώντας με τον καθηγητή Χαράλαμπο Πουλόπουλο στα «Μαθήματα Αναπνοής».  

Χ.Π.: Θέλω να μιλήσετε για την εμπειρία σας. Για παράδειγμα, πώς είναι μία γυναίκα να ασχολείται με την πολιτική, ούσα Γραμματέας σε ένα υπουργείο και σε μία κυβέρνηση ανδροκρατούμενη;

Ε.Κ.:  Είναι πάντα δύσκολο. Μεγάλωσα σε μια κοινωνία με αρκετούς περιορισμούς για τις γυναίκες, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίσω κανένα σοβαρό εμπόδιο στην υλοποίηση των ονείρων και των φιλοδοξιών μου. Στον χώρο εργασίας, ήδη στην πρώτη μου δουλειά, συνειδητοποίησα ότι ζούμε σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, στην οποία δυσκολεύεσαι να ανέβεις ως γυναίκα στα ψηλά σκαλιά της πυραμίδας αλλά και εφόσον ανέβεις αντιμετωπίζεσαι άνισα. Στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας λ.χ., όπου είχα την τύχη να συνεργαστώ με εξαιρετικούς δασκάλους και φίλους, όπως τους αείμνηστους Τάσο Χρηστίδη και Μίμη Μαρωνίτη, η δομή είχε ως εξής: το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτιζόταν κατά βάση από άνδρες, ενώ ερευνήτριες και βοηθοί έρευνας ήταν κατά βάση γυναίκες, με μια δυσκολία να λαμβάνονται υπόψιν οι θέσεις μας στα θέματα διοίκησης και σχεδιασμού της έρευνας. Η πορεία μου στο Πανεπιστήμιο με έφερε πολλές φορές αντιμέτωπη με ανάλογα θέματα, όπως για παράδειγμα την περίοδο που υπηρέτησα ως πρόεδρος του Τμήματός μου. Το αποκορύφωμα βέβαια ήταν η περίοδο της θητείας μου ως Γενικής Γραμματέα Διά Βίου Μάθησης στο Υπουργείο Παιδείας, σε μια κυβέρνηση με πολύ ισχνή γυναικεία παρουσία, φαινόμενο ιδιαίτερα σύνηθες στην Ελλάδα, διαχρονικό και διαπαραταξιακό. Το γεγονός πως γνώριζα την ανθρωπογεωγραφία του χώρου, γιατί για πολλά χρόνια ήμουν ερευνητική συνεργάτιδα της Γενικής Γραμματείας, βοήθησε πάρα πολύ στο να μην αντιμετωπιστώ εκ προοιμίου με επιφύλαξη από πολλά στελέχη της υπηρεσίας. Σίγουρα στην εποχή μας είναι καλύτερα από παρελθούσες εποχές, ακόμη και σήμερα όμως δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα και να βρίσκεσαι σε θέση εξουσίας.

«Το να θες να κάνεις ως γυναίκα πολιτική, δεν είναι καθόλου αυτονόητο»

Χ.Π.: Πώς αντιμετωπίζουν οι άνδρες πολιτικοί τις γυναίκες πολιτικούς;

Ε.Κ.: Να ξεκαθαρίσω ότι αυτοπροσδιορίζομαι ως επαγγελματίας, επιστήμων, γλωσσολόγος, με περιστασιακά «περάσματα» από την πολιτική, όποτε έκρινα πως η πολιτική συγκυρία ευνοούσε τη στράτευση. Αυτά τα περάσματά ήταν σύντομα, γιατί η πολιτική έχει τους δικούς της όρους και πρέπει να είσαι διατεθειμένος/η να τους ακολουθήσεις, αλλιώς δεν μπορεί να βγει παραπέρα. Ακόμα και στα προοδευτικά κόμματα, στα αριστερά κόμματα, τα οποία εξ ορισμού θα έπρεπε να είχαν πιο ανοιχτή θέση σε αυτά τα θέματα, εν πολλοίς το ζήτημα παραμένει ταμπού, οι ιεραρχίες είναι ακλόνητες, και το να θες να κάνεις ως γυναίκα πολιτική, δεν είναι καθόλου αυτονόητο.

«Αν κάποιος γίνεται αόρατος μέσα από την γλωσσική επιλογή είναι συνήθως οι γυναίκες»

Χ.Π.:  Πώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτυπώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα στη γλώσσα;

Ε.Κ.: Όσοι/ες δουλεύουμε επιστημονικά με τη γλώσσα, συνήθως την αντιμετωπίζουμε ως ένα σύστημα σχέσεων ανάμεσα σε διάφορα στοιχεία. Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να παραβλέψει κανείς είναι η κοινωνική διάσταση της γλώσσας. Δηλαδή οι γλώσσες μιλιούνται μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, αποτυπώνουν κοινωνικές σχέσεις, άρα και σχέσεις ανισότητας. Το ζήτημα των φύλων μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια γιατί έχει πολλές κοινωνικές διαστάσεις. Σε μια γλώσσα όπως τα ελληνικά, που έχουμε το αρσενικό και το θηλυκό γένος, γεγονός είναι ότι όταν μιλάμε χρησιμοποιούμε το αρσενικό γένος περισσότερο και συμπεριληπτικά.  Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες τελευταία, και συναδέλφισσες του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχουν πρωτοστατήσει στην προσπάθεια, για παράδειγμα, να αποτυπώνονται συστηματικά και τα δύο γένη στα δημόσια έγγραφα. Να λέμε δηλαδή αλλά και να γράφουμε στις εγκυκλίους «οι μαθητές και οι μαθήτριες», και όχι μόνο «οι μαθητές» αναφερόμενοι και στις μαθήτριες. Αυτό ενδεχομένως που μας διαφεύγει είναι πως οι γυναίκες γίνονται «αόρατες» μέσα από αυτές τις καθημερινές γλωσσικές επιλογές. Αν κάποιος όμως ενδιαφέρεται, με βάση τη γενική του στάση ως πολίτης για μια πιο δίκαιη κοινωνία, τότε δεν μπορεί να είναι αδιάφορος/η για τις λεκτικές επιλογές ως προς τα ζητήματα φύλου. 

«Η ελληνική γλώσσα έχει τις κατασκευαστικές ικανότητες να δημιουργήσει λέξεις για τις γυναίκες που λαμβάνουν αξιώματα ή θέσεις, το κρίσιμο ωστόσο είναι οι λέξεις αυτές να γίνουν αποδεκτές από την κοινωνία»

Μια δεύτερη διάσταση του θέματος, ίσως πιο επίμαχη, είναι το τι γίνεται με τις γυναίκες όταν λαμβάνουν αξιώματα ή θέσεις. Επειδή αυτό είναι σχετικά πρωτόγνωρο, η γλώσσα έχει μεν τις κατασκευαστικές ικανότητες να πλάσει καλοσχηματισμένα από γραμματική άποψη «επαγγελματικά θηλυκά», όπως τα λέμε, όμως οι τύποι αυτοί δεν είναι ακόμα αποδεκτοί από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα είναι η ανάληψη θέσεων εξουσίας / αξιωμάτων από γυναίκες στη διοίκηση των Πανεπιστημίων, όπως στην Κοσμητεία ή την Πρυτανεία. Όταν πριν από μερικά χρόνια, η συνάδελφος Δήμητρα Κογκίδου στο ΑΠΘ εξελέγη «Κοσμήτωρ», όπως λέγανε τότε, επέλεξε πολύ συνειδητά να υπογράφει σε όλα τα έγγραφα ως «Κοσμητόρισσα». Προτίμησε δηλαδή να χρησιμοποιήσει έναν καλοσχηματισμένο τύπο στα νεοελληνικά που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έχει γίνει εξαιρετικά αποδεκτός και σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτατα, δεν ενοχλεί. Πριν από 2-3 χρόνια, στις εκλογές του δικού μας Πανεπιστημίου, εξελέγη η Χρυσή Βιτσιλάκη και τότε ετέθη το δίλημμα: «Πρύτανις», «Πρύτανης» ή «Πρυτάνισσα»; Το τρίτο, που είναι το πιο ομαλό για τη γλώσσα, ήταν το λιγότερο οικείο, και για κάποιους/ες αναντίστοιχο με το κύρος του αξιώματος. Προσωπικά, αισθάνομαι χαρά που υπογράφει ως «Πρυτάνισσα» σε όλα τα επίσημα έγγραφα – αν και στο εσωτερικό του πανεπιστημίου ή στα δελτία τύπου που αποστέλλει δεν γίνεται πάντα σεβαστή η επιλογή αυτή. Θεωρώ ότι με την απόφασή της αυτή έχει βάλει ένα σημαντικό λιθαράκι στο ζήτημα των γυναικείων αξιωμάτων και του πώς αντιμετωπίζονται γλωσσικά.

Το ζήτημα των φύλων μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια γιατί έχει πολλές κοινωνικές διαστάσεις. Σε μια γλώσσα όπως τα ελληνικά, που έχουμε το αρσενικό και το θηλυκό γένος, γεγονός είναι ότι όταν μιλάμε χρησιμοποιούμε το αρσενικό γένος περισσότερο και συμπεριληπτικά. (…) Αυτό ενδεχομένως που μας διαφεύγει είναι πως οι γυναίκες γίνονται «αόρατες» μέσα από αυτές τις καθημερινές γλωσσικές επιλογές. Αν κάποιος όμως ενδιαφέρεται, με βάση τη γενική του στάση ως πολίτης για μια πιο δίκαιη κοινωνία, τότε δεν μπορεί να είναι αδιάφορος/η για τις λεκτικές επιλογές ως προς τα ζητήματα φύλου

Χ.Π.: Η γλώσσα διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα ή το αντίστροφο;

Ε.Κ.: Σίγουρα η γλώσσα αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτή συντελεί να συνεχιστεί μία ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Όμως τη διαμορφώνει κιόλας, μπορεί να οδηγήσει και στην ανατροπή. Η γλώσσα μπορεί να παίξει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην αλλαγή, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Το να αλλάξει ένας τρόπος έκφρασης δεν αρκεί. Δεν έχει μαγικές ιδιότητες η γλώσσα, αλλά μπορεί να συμβάλει σε αυτό. Όσο επιμένουμε να χρησιμοποιούμε όρους με αρνητικές συνδηλώσεις, που οι αξιολογικές κρίσεις που φέρουν είναι αρνητικές, τόσο συντηρούμε αυτήν την άσχημη πραγματικότητα που θέλουμε να αλλάξουμε.

«Η λέξη που επιλέγουμε να περιγράψουμε μία ετερότητα, φανερώνει πώς την αντιμετωπίζουμε, αν την αποδεχόμαστε ή αν τη στηλιτεύουμε»

Χ.Π.: Πολύ συχνά, εκφράσεις, χαρακτηρισμοί, αντιλήψεις έρχονται και «πιέζουν» τους άνδρες, τις γυναίκες, ανθρώπους με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν. Δεν αναφέρομαι μόνο σε ακραίους χαρακτηρισμούς, αλλά και σε κυρίαρχες αντιλήψεις για τον ρόλο κάθε κοινωνικής ομάδας.

Ε.Κ.: Φυσικά, εκτός από τον έμφυλο λόγο και παράλληλα με αυτόν, μια σειρά από γλωσσικές επιλογές «στοχεύουν» τη σεξουαλική προτίμηση. Δεν είναι τυχαίο γιατί έχουμε τόσες δυσφημιστικές εκφράσεις σχετικά με τις γυναίκες σε σχέση με τη σεξουαλική τους δραστηριότητα. Αν πάμε αντίστοιχα στους άνδρες, θα δούμε πως εκεί οι όροι συνδέονται με αποκλίνουσα σεξουαλική προτίμηση, δηλαδή όχι σε σχέση με το «κυρίαρχο αρσενικό», αλλά με αυτούς που έχουν διαφορετική σεξουαλική προτίμηση. Σκεφτείτε επίσης όλη την κατηγορία λέξεων που σχετίζονται με τους τρανς. Υπάρχουν πιο ουδέτερες λέξεις αλλά και πιο ακραίες, που στην ουσία δείχνουν πώς αντιμετωπίζει ο καθένας μας το ζήτημα. Η λέξη που επιλέγουμε για να περιγράψουμε μια ετερότητα, φανερώνει και πώς την αντιμετωπίζουμε, αν την αποδεχόμαστε ή αν τη στηλιτεύουμε.

Χ.Π.:  Πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα; Όχι μόνο για τα φύλα, αλλά και για άλλες κοινωνικές ομάδες;

Ε.Κ.:  Πάντα όταν αναφερόμαστε σε θέματα ετερότητας, οι γλωσσικές μας επιλογές συνοδεύονται από διαφορετικές αξιακές στάσεις. Σαφώς υπάρχουν λέξεις που με το πέρασμα του χρόνου πέφτουν σε αχρηστία, οι παλιότεροι θυμόμαστε ας πούμε τη λέξη «σακάτης». Υπάρχουν επίσης όροι που αντικαταστάθηκαν από άλλους, με πιο επιθετική μάλιστα χροιά – στο πλαίσιο του σχολικού bullying, λέγονται πολύ σκληρά πράγματα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε προσπάθειες που γίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση, στο πλαίσιο της γλωσσικής πολιτικής ορθότητας. Κοιτούσα πρόσφατα νομικά κείμενα που έχουν ψηφιστεί και  έβλεπα για παράδειγμα την αντικατάσταση του όρου «ομοφυλόφιλος» από τον όρο «ομοερωτικός». Εδώ βλέπουμε μία προσπάθεια ακτιβισμού μέσα από τα κείμενα, μια προσπάθεια η γλώσσα να μην κάνει διακρίσεις απέναντι στις κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν πολλές ακόμα κατηγορίες, όπως η ψυχική νόσος. Εδώ, δεν χρειάζεται να εμφανίζουμε τη νόσο ως συστατικό χαρακτηριστικό ή αποκλειστικό προσδιοριστικό του ατόμου. Έτσι αντί για «ψυχοπαθής», μπορούμε να πούμε «άτομο ψυχικά πάσχον», ή «άτομο με ψυχικές διαταραχές».  Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιούμε με μεγάλη ευκολία τη λέξη «υστερική», όταν περιγράφουμε μία γυναίκα με έντονο χαρακτήρα και ομιλία, ενώ πρόκειται για συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή. Έχουμε μια μεγάλη κατηγορία γλωσσικών επιλογών που σχετίζονται με θέματα φύλου, εθνότητας, φυλής και τα συναφή και έχουμε προσπάθειες εν εξελίξει, όπως αυτή που συντελείται στην Αμερική γύρω από τη χρήση των όρων «νέγρος», «αράπης», «έγχρωμος», ώστε να μην γίνεται η διάκριση μέσω της γλώσσας στη συγκεκριμένη ομάδα.

«Το καλύτερο πλαίσιο για την ανατροπή όρων με αξιολογικές κρίσεις στην εκπαίδευση είναι να τους ιστορικοποιήσει»

Χ.Π.: Γίνονται όντως προσπάθειες να ανατραπούν αυτοί οι όροι αλλά δυστυχώς παραμένουν, γιατί παραμένουν οι κυρίαρχες αντιλήψεις. Για παράδειγμα παλιότερα οι Έλληνες λέγανε πως «δεν είμαστε ρατσιστές, δεν έχουμε πρόβλημα με τους μαύρους αλλά οι γύφτοι μας ενοχλούν»…

Ε.Κ.: Όταν έχεις έναν προβληματικό όρο, με αξιολογικές κρίσεις, όπως για παράδειγμα το «νέγρος», ο οποίος υπάρχει σε σημαντικά λογοτεχνικά έργα, τι κάνεις; Στην Αμερική, όπου υπάρχει προβληματικός όρος, τον διαγράφουν. Προσωπικά θεωρώ πως το καλύτερο στο πλαίσιο της εκπαίδευσης είναι να τον ιστορικοποιήσεις. Να υπάρχει δηλαδή ο όρος, αλλά να γίνεται σε βάθος συζήτηση για να εξηγήσουμε στα παιδιά το ιστορικό υπόβαθρό του, ώστε να μπορέσει να τοποθετηθεί η λέξη στη σωστή της διάσταση. Στην ιδιωτική σφαίρα μπορεί όλοι/ες μας να χρησιμοποιούμε με καλή διάθεση, με διάθεση χιούμορ, ακόμα και μη πολιτικά ορθούς όρους. Η χρήση τους όμως στον δημόσιο χώρο τους προσδίδει άλλη διάσταση, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Σε σχέση με το ερώτημα που τέθηκε, σε διάφορες κοινωνίες, οι τσιγγάνοι θεωρούνται τελευταίοι στην ιεραρχία. Σίγουρα έχει επέλθει αλλαγή στη χρήση των όρων με το πέρασμα του χρόνου («Αθίγγανοι», «Ρομά»), ωστόσο ακόμα και αν καταλαβαίνουμε τη σημασία του να χρησιμοποιούμε έναν πιο ουδέτερο όρο, αν αυτός χρησιμοποιείται μέσα σε φράσεις που δείχνουν την προκατάληψη που έχουμε απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, δεν αλλάζουν και πολύ οι παγιωμένες απόψεις που υπάρχουν.

«Υπάρχει ανάγκη εκπαίδευσης βιωματικού τύπου, αποδόμησης και σχολιασμού για τους λεκτικούς χαρακτηρισμούς»

Χ.Π.: Να μείνουμε λίγο στις κυρίαρχες αντιλήψεις αλλά και στο πώς αυτές αναπαράγονται…

Ε.Κ.: Λεκτικοί χαρακτηρισμοί με αρνητικό πρόσημο εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στον δημόσιο χώρο και μάλιστα, υπάρχει και προσπάθεια από κάποιους/ες να νομιμοποιηθεί η χρήση τους στο όνομα της εκφραστικότητας της γλώσσας. Είναι αυτό, αν θέλετε, που αποτυπώνεται στη διαμάχη μεταξύ «πολιτικής ορθότητας» και «κορεκτίλας» όπως την αποκαλούν οι επικριτές της. Το κρίσιμο βέβαια ερώτημα είναι τι χώρο καταλαμβάνουν τέτοιες εκφράσεις που αναπαράγουν στερεότυπα και ανισότητες στη δημόσια σφαίρα, τι κοινωνική αποδοχή έχουν. Το ερώτημα δηλαδή είναι τι κάνει ο καθένας μας ως προς αυτό, και η δική μου γνώμη είναι ότι το μόνο που μπορεί κάποιος να κάνει είναι μια συστηματική δουλειά αποδόμησης και σχολιασμού. Δηλαδή να εξηγείς ότι πληγώνονται άνθρωποι και επομένως χρειάζεται δουλειά σε επίπεδο εκπαίδευσης.

Το κρίσιμο βέβαια ερώτημα είναι τι χώρο καταλαμβάνουν τέτοιες εκφράσεις που αναπαράγουν στερεότυπα και ανισότητες στη δημόσια σφαίρα, τι κοινωνική αποδοχή έχουν. Το ερώτημα δηλαδή είναι τι κάνει ο καθένας μας ως προς αυτό, και η δική μου γνώμη είναι ότι το μόνο που μπορεί κάποιος να κάνει είναι μια συστηματική δουλειά αποδόμησης και σχολιασμού. Δηλαδή να εξηγείς ότι πληγώνονται άνθρωποι και επομένως χρειάζεται δουλειά σε επίπεδο εκπαίδευσης

Υπάρχει μια πολύ αξιόλογη πρωτοβουλία της Βουλής, το εκπαιδευτικό βιωματικό πρόγραμμα «Λέξεις που πληγώνουν, λέξεις που χαμογελούν». Απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς σε όλη την χώρα για να δουλέψουν γύρω από θεματικούς άξονες στους οποίους έχουμε προβληματικές λεκτικές επιλογές, όπως η εξωτερική εμφάνιση, η νοημοσύνη, η σχολική επίδοση, το κοινωνικό φύλο, η οικονομική κατάσταση, η εθνοτική προέλευση, η ασθένεια και η αναπηρία. Λέξεις που βρίσκονται καθημερινά στο λεξιλόγιο των παιδιών και δεν αλλάζουν επειδή θα ακούσουν μια διάλεξη. Θέλει δουλειά βιωματικού τύπου, καθώς το παιδί πρέπει να καταλάβει ότι η λέξη πληγώνει και δεν χρειάζεται ντε και καλά να χρησιμοποιεί τέτοιες λέξεις.

«Η γλώσσα έχει το πέρασμα από το εδώ και τώρα, σε μία πιο διαχρονική ιδιότητα»

Χ.Π.:  Κάποιες λέξεις «κατασκευάζονται» μέσα στην κοινωνία. Αυτές που φτιάχνονται στο δρόμο και έχουν ιδιαίτερη φόρτιση πώς θα μπορούσαν να αντικατασταθούν;

Ε.Κ.: Σε κάθε γλώσσα υπάρχει η γλωσσοπλαστική ικανότητα, και «από τα πάνω» και «από τα κάτω». Εξαρτάται κάθε φορά από τη χρήση, το αν θα αγκαλιαστεί ή όχι μια λέξη από τον κόσμο, με βάση μια σειρά από κριτήρια (ψυχολογικά, αισθητικά, κ.λπ.). Υπάρχουν κάποια ζεύγη λέξεων, στα οποία η επιλογή του ενός όρου αντί του άλλου σηματοδοτεί κάτι πολύ συγκεκριμένο. Για παράδειγμα οι όροι «λαθρομετανάστης» / «πρόσφυγας». Είναι δύο όροι που χρησιμοποιώντας τους, κάνουμε μια επιλογή που δείχνει πώς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα, δηλώνοντας ταυτόχρονα μια πολιτική τοποθέτηση. Το πέρασμα από τη λέξη «ανάπηρος» στο «άτομο με αναπηρία» δηλώνει επίσης μια σημαντική μετατόπιση. Όταν για κάποιον λέω πως είναι «ανάπηρος», λέω πως είναι μόνο αυτό, ενώ όταν λέω πως είναι «άτομο με αναπηρία» δέχομαι πως μεταξύ άλλων έχει και αυτό το χαρακτηριστικό. Η γλώσσα έχει τη τάση να μετασχηματίζει το «εδώ και τώρα», ένα συμβάν, σε μια πιο μόνιμη, εγγενή ιδιότητα. Η επιστήμη αντίθετα, λ.χ. η ιατρική ή η ψυχιατρική, αναφέρεται στην ασθένεια ή στα συμπτώματα, όχι στο άτομο. Έχει σημασία ως κοινωνία να προσπαθήσεις να βρεις, σε συνεργασία με συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, τρόπους να είναι ορατοί, δείχνοντας συγχρόνως τον σεβασμό σου και μην προσβάλλοντάς τους.  Είναι μια σημαντική μετατόπιση, σχετικά πρόσφατη. Το βλέπουμε να συμβαίνει και στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχει ένας προοδευτισμός σε αυτό το σημείο. Σε νομοσχέδια που πέρασαν τα τελευταία 4 χρόνια υιοθετήθηκαν «από τα πάνω» όροι που πρότειναν άτομα ή ομάδες «από τα κάτω», και γενικεύτηκε η χρήση τους. Αλλιώς, ο χρόνος που απαιτείται για την υιοθέτηση νέων όρων είναι πολύ περισσότερος. Και η περίπτωση που λέγαμε νωρίτερα, για τους «γύφτους», αποτυπώνει κι ένα άλλο ενδεχόμενο. Μπορεί να αλλάξουν πολλά, αλλά κάποια θα αλλάξουν αργά ή καθόλου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.