«Η ελληνικη ιστορια δεν ειναι ενας διαφορετικος πλανητης που επιβιωνει και αναπτυσσεται χαρη στην κανονικοτητα της συνεχειας του»

«Για “τον ελληνικό 20ό αιώνα” του Αντώνη Λιάκου»

Ακολουθεί η ομιλία της κ. Ελπίδας Βόγλη στην διαδικτυακή εκδήλωση, που διοργάνωσε το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ, παρουσίασης του βιβλίου του Αντώνη Λιάκου «Ο Ελληνικός 20ος Αιώνας».
 
Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης, και τις εισηγήσεις των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.

Ελπίδα Βόγλη όμως…

Θα αποτολμήσω μια σύντομη ανάγνωση του «Ελληνικού 20ού αιώνα» του Αντώνη Λιάκου, εστιάζοντας την προσοχή μου στην αποκωδικοποίηση των μεθοδολογικών τεχνασμάτων του. Και για να το πετύχω αυτό θα απομονώσω τις τρεις παραμέτρους που στην αλληλοσύνδεσή τους δομούν, κατά τη γνώμη μου, τον αφηγηματικό ιστό που επενδύει το θεωρητικό υπόβαθρο του βιβλίου.
 
Η πρώτη: Ο ιστορικός χρόνος του έθνους και της εθνικής ταυτότητας. Το έθνος, όπως αποδεικνύει ο Αντώνης Λιάκος, είναι μια κατηγορία ανάλυσης που χαρτογραφεί τον χώρο και τον ιστορικοποιεί για να τον συναρθρώνει με τις σπονδυλώσεις του χρόνου, όχι απλά τις συμβατικές περιοδολογήσεις με τις οποίες αναπόδραστα όλοι είμαστε εξοικειωμένοι, αλλά με εκείνες τις οργανικές ενότητές του που στην ουσία ενημερώνουν τη θεωρία της ιστορίας και τη μεταμορφώνουν σε μια καθημερινή διαλογική πράξη. Με άλλα λόγια ο ελληνικός 20ός αιώνας δεν είναι απλά μια περίοδος της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, ούτε η ελληνική ιστορία είναι ένας διαφορετικός πλανήτης που επιβιώνει και αναπτύσσεται χάρη στην κανονικότητα της συνέχειάς του. Το ιδεολόγημα της εθνικής συνέχειας δεν περιγράφει κάποια κανονικότητα. Μάλλον περιγράφει την ουτοπία που κι αυτή διαθέτει την ιστορία της, με την αρχή της να τοποθετείται προφανώς στην «επινόηση» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ή σωστότερα στη νοηματοδότηση της νεωτερικότητας στο πλαίσιο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας (της νεωτερικότητας που στην ουσία τροφοδότησε και την επινόηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού).  Ο ελληνικός 20ός αιώνας μοιάζει με το «απομνημονευμένο παρελθόν» της ελληνικής ταυτότητας που προσαρμόζεται στο παρόν, τις συγκυρίες και τις ανάγκες του και επίσης στα καθεστώτα της ιστορικότητάς του, προσβλέποντας στο μέλλον. Μεταφέρω αυτήν τη σκέψη από παλιότερη μελέτη του Αντώνη Λιάκου, όχι μόνον για να τονίσω εμφατικά τις αποχρώσεις του εθνικού χρόνου που ενσωματώνονται στην ελληνική ταυτότητα του 20ού αιώνα αλλά για τον εξής πρόσθετο λόγο: για να επισημάνω ότι σε αυτό το βιβλίο  του προβάλλονται μέσω ενός συστηματικά καταρτισμένου μεθοδολογικού χάρτη οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι του 20ού αιώνα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και την ιστορία τους –δηλαδή τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος στο παρόν τους. Με άλλα λόγια, όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή, στις σελίδες αυτού του βιβλίου αναδύεται μια Ελλάδα «σαν ένα κύτταρο σε μεταβολισμό με το περιβάλλον του» –δηλαδή με τον χώρο που ιστορικοποιείται, απορροφώντας τις μεταφορές του χρόνου σε αυτόν.
 
 
Έτσι αναδύεται η δεύτερη παράμετρος που θέλω να τονίσω: ο ρόλος του επιστήμονα ιστορικού, ο οποίος δεν είναι προφήτης, δεν είναι γκουρού –το σχολιάζει ο Αντώνης Λιάκος– και επιπλέον δεν είναι ντετέκτιβ, ούτε όμως καθρέφτης που θα μας εφοδίαζε με πιστούς αντικατοπτρισμούς του παρελθόντος (φυσικά όχι με πιστά είδωλα, αλλά μόνον με επιλεκτικές παραμορφώσεις τους, όπως δηλαδή κάθε καθρέφτης). Το εφαλτήριο για την εμφατική προβολή εδώ του επιστήμονα ιστορικού σκιαγραφούν οι πολλαπλές επιτελέσεις της επιστημονικής του ταυτότητας, που πρωταγωνιστούν στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Είναι γεγονός όμως ότι δεν περιορίζονται σε αυτό. Ολόκληρος ο αφηγηματικός ιστός του βιβλίου χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία του ιστορικού, ο οποίος συνομιλεί με τα γεγονότα, τα αφηγείται, τα παρουσιάζει και τα επαναπροσεγγίζει ερμηνευτικά, παρακινώντας έναν πολυδιάστατο (δι)επιστημονικό διάλογο στον οποίο ο ίδιος συμμετέχει ενεργά. Και είναι μάλιστα ένας διάλογος που δεν αποκλείει τους μη ειδικούς. Με άλλα λόγια στο βιβλίο αυτό ο ιστορικός επιβεβαιώνει την αναπόδραστη αναγκαιότητα της επικοινωνίας του με τον αναγνώστη, με τον οποίο συζητά ανοικτά, γιατί αναγνωρίζει πως αυτός είναι ο αποδέκτης των πορισμάτων της έρευνάς του. Και καμία επιστήμη δεν είναι ολοκληρωμένη εάν δεν είναι χρήσιμη για την κοινωνία και τους ανθρώπους. Άλλωστε καμία ιστορία δεν είναι ολοκληρωμένη επειδή δήθεν περικλείει τα συνολικό φάσμα των γεγονότων που εξετάζει. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο!
 
 
Αξίζει να μνημονεύσω εδώ τον χαριτωμένο τρόπο με τον οποίο εξομολογείται την επιλεκτικότητα του ιστορικού στην εισαγωγή ενός δικού του βιβλίου ο James Joll. Αναφέρομαι στη κλασική μελέτη του «Η Ευρώπη, 1870-1970», την οποία είχα την τύχη να μεταφράσω πριν από χρόνια (εκδόσεις Βάνιας στη σειρά Ίστωρ, 2006). Βέβαια, ο ευρωπαϊκός 20ός αιώνας του Joll ξεκινά από το 1870, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πριν από την αρχή του ελληνικού 20ού αιώνα, στον οποίο μας ταξιδεύει ο Αντώνης Λιάκος. Να λοιπόν που προβάλλουν ξεκάθαρα και οι επενέργειες της προέκτασης, σωστότερα της «εφόρμησης» και της «επέλασης» του χρόνου στον χώρο. Τονίζουν όχι μόνον το ασύμβατο και το ασαφές στη συνάντηση ή καλύτερα στη σύγκριση του ελληνικού με το ευρωπαϊκό αλλά και αυτό το ανείπωτο στις εσωτερικευμένες συναρτήσεις του αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων, της κατανόησής τους για την ταυτότητά τους, του πώς νοηματοδοτούν αυτό που έχουν συνηθίσει να ακούν και να γνωρίζουν για το παρελθόν, ώστε να κατανοούν τον εαυτό τους, να τον εντάσσουν στο παρόν και να τον φαντάζονται στο μέλλον:  σαν να ανήκει δηλαδή η ιστορία σε ανθρώπους και λαούς, που μάλλον αδιαφορούν για τους μηχανισμούς οι οποίοι μπορούν να μετατρέπουν τις εθνικές συγκρούσεις και τα πεδία μαχών σε πολέμους ιστορίας.
 
Αναμφίβολα ο 20ός αιώνας με αφετηρία τον Μακεδονικό και τον παράλληλο Θρακικό Αγώνα και επίσης τις εξελίξεις στο ηπειρωτικό, καθώς κορυφώνονταν οι δράσεις και κυρίως τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι τον Μεγάλο πόλεμο και πρωτίστως τη Μικρασιατική Καταστροφή, που έπλασε τη νέα ταυτότητα του Έλληνα και της Ελλάδας, σκιαγραφεί αριστοτεχνικά το επιστημονικό «πεδίο» της ιστορίας, όπως περίπου το θεωρητικοποιεί ο Pierre Bourdieu. Πράγματι σε αυτό το πεδίο, όπως εξηγούσε και ο Joll, ο ιστορικός θα πρέπει να αναζητά εμπειρικά στοιχεία, αποσυμβολοποιώντας τις αποτυπώσεις του τεράστιου φάσματος της ανθρώπινης δράσης, οι οποίες δεν περιορίζονται στην πολιτική και την οικονομία, αλλά επεκτείνονται στην τέχνη, ακόμη και στην τεχνολογία και την επιστήμη. Σήμερα θα πρέπει να προσθέσουμε στον υπολογιστή και την πληροφορική, στο διαδίκτυο, στα κινητά, στο περιβάλλον της τηλεόρασης, των ΜΜΕ, αλλά και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
 
Πράγματι τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται και μεταβάλλονται στο πλαίσιο μιας ιστορίας, κοινωνικής και πολιτισμικής, που αγκαλιάζει τη μικροϊστορία, ώστε με παρονομαστή το πολιτικό και το οικονομικό να αναδεικνύει την καθημερινότητα ανθρώπων που δρουν αλλά και γερνούν, ανησυχούν, φοβούνται και αρρωσταίνουν, πονούν αλλά και πεινούν, άλλοτε μιμούνται, άλλοτε αντιδρούν είτε εξεγείρονται ή παρανομούν, και έχουν αδυναμίες αλλά και διαφέρουν ο ένας από τον άλλο –δεν είναι όμοιοι. Επομένως, στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται μια ιστορία που βιώθηκε συλλογικά –αυτή είναι η τρίτη παράμετρος την οποία απομονώνω σε αυτή τη σύντομη ανάγνωσή μου. Και η ιστορικότητα; Είναι μια έννοια που δεν υποτάσσεται στη συνέχεια ούτε είναι απαραίτητο πως την αναπαράγει. Ο Αντώνης Λιάκος εξηγεί: ο ιστορικός είναι θεμιτό αλλά και σκόπιμο να αντιλαμβάνεται «την εθνική ιστορία ως μία εκδοχή του ιστορικού παρελθόντος, όχι τη μοναδική».
 
Θα ήταν ίσως εξαιρετική ιδέα να ολοκληρώσω την ανάγνωσή μου στον «Eλληνικό 20ό αιώνα» με ένα ερώτημα από την καίρια συζήτηση για το «τέλος» ή τη «συνέχεια» της ιστορίας που είχε εγκαινιάσει λίγο μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ο Francis Fukuyama με το γνωστό βιβλίο του «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (εκδόσεις Λιβάνη, 1992). Ενδεχομένως, θα μπορούσα να συνδυάζω τις εντυπώσεις μου για τον «Ελληνικό 20ό αιώνα» με μία προκλητική θεωρητική συνιστώσα της «Σύγκρουσης των πολιτισμών» του Samuel Huntington. Μια τρίτη λύση θα ήταν να στρέψω την προσοχή μου σε ένα άλλο βιβλίο του Huntington, το «Ποιοι είμαστε» (εκδόσεις Λιβάνη, 2005), που μεταφέρει στη σημερινή εποχή ένα τόσο επίκαιρο ερώτημα για την αμερικανική ταυτότητα από τα πρώτα χρόνια του 21ού αιώνα που το έγραψε ο Huntington, προβλέποντας, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, την εποχή του Trump (την οποία ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει: απεβίωσε το 2008).
 
Κι όμως θα προτιμήσω να  δώσω έμφαση στον ελληνικό 20ό αιώνα, όχι γιατί το ελληνικό παρελθόν αποτελεί μια αυτόνομη «επικράτεια» με απροσπέλαστα «σύνορα», αλλά γιατί η προσέγγισή του από τον Αντώνη Λιάκο μας προικοδοτεί με δύο σημαντικούς προβληματισμούς. Ο πρώτος αφορά τις πολυποίκιλες διαδρομές της προσφυγιάς και επίσης της μετανάστευσης αλλά και του φαινομένου της διασποράς που επηρεάζουν την ελληνική ιστορία. Ο δεύτερος φωτίζει κατά προτεραιότητα τον «νεοέλληνα» της Μεταπολίτευσης: Γιατί άραγε οι Έλληνες αποχαιρέτησαν τον 20ό αιώνα όντας πολύ ισχυρότεροι σε σύγκριση με το πώς τον υποδέχθηκαν, αλλά και τόσο ανασφαλείς για τον εαυτό τους, για την ταυτότητά τους! Μήπως τελικά θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι η ιστορική κουλτούρα και ποια είναι η ελληνική ιστορία της στα διακόσια χρόνια μετά το 1821;.**
 
* Η Ελπίδα Βόγλη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΤΙΕ/ΔΠΘ. Το κείμενο είναι η ομιλία της στη διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Aντώνη Λιάκου  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2019, που διοργανώθηκε την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου από το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ.
**Τα ερωτήματα επιλέξαμε να παρατεθούν γιατί μεταφέρουν στοιχεία από τους ιστορικούς προβληματισμούς των ημερών μας.

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.