«Το θεμα του βιβλιου ειναι η συνεχης “ανταλλαγη υλης αναμεσα στην εθνικη ιστορια και στον κοσμο που την περιβαλλει”»

«Για “τον ελληνικό 20ό αιώνα” του Αντώνη Λιάκου»

Ακολουθεί η εισήγηση της κ. Αθηνάς Συριάτου στην διαδικτυακή εκδήλωση, που διοργάνωσε το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ, παρουσίασης του βιβλίου του Αντώνη Λιάκου «Ο Ελληνικός 20ος Αιώνας».
 
Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης, και τις εισηγήσεις των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.
 
Αθηνά Συριάτου όμως…
 

Ι. «Ο Αντώνης Λιάκος, ένας από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της Ελλάδας σήμερα»

 
Είναι μεγάλη τιμή να υποδεχόμαστε σήμερα  έναν από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της Ελλάδας, τον Αντώνη Λιάκο. Είναι μεν κοινότυπο να λέμε ότι δεν χρειάζονται συστάσεις αλλά θα ήταν καλό να αναφέρουμε έστω και επιγραμματικά κάποια βασικά στοιχεία για αυτόν. Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε στην Αθήνα, και σπούδασε μετ’ εμποδίων στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα εμπόδια αυτά συνδέονται άμεσα με την ιστορία του ελληνικού εικοστού αιώνα, εφόσον είναι γνωστό ότι φυλακίστηκε από τη χούντα την περίοδο από το 1969-1973. Συνέχισε τις σπουδές του μετά το πρώτο πτυχίο στην Ιταλία και μετά πίσω στην Θεσσαλονίκη από όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα. Από το 1981 δίδαξε για εννέα χρόνια στο Αριστοτέλειο στην Θεσσαλονίκη, ενώ στη συνέχεια υπηρέτησε στο Καποδιστριακό στην Αθήνα αλλά περιστασιακά στο Birmingham, στη Φλωρεντία, στο Σύδνεϋ, στη Βοστώνη, στο Παρίσι, στο Πεκίνο, στη Νέα Υόρκη.
 
Έχει δημοσιεύσει πάνω από 15 βιβλία που αφορούν τη νεότερη ιστορία αλλά και την ιστοριογραφία και πάμπολλες ιστορικές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά και τόμους με επιμέλεια. Συμμετέχει και συμμετείχε ως μέλος σε ιστορικές εταιρείες, ιστορικά αρχεία, διευθύνει εκδοτικές σειρές, υπήρξε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για την Ιστορία και τη Θεωρία της Ιστοριογραφίας και,  πρόσφατα, πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού διαλόγου για την Παιδεία με την επίτευξη ενός πολύ σημαντικού έργου που, δυστυχώς, έμεινε αναξιοποίητο.  Πολύ γνωστές, συνεχείς και σημαντικές είναι οι παρεμβάσεις του στον δημόσιο λόγο για σύγχρονα πολιτειακά θέματα.
 
Μαζί με ένα κύκλο νέων ιστορικών ίδρυσε το περιοδικό “Historein”, (που τώρα είναι από τα πιο έγκυρα περιοδικά ιστοριογραφίας παγκοσμίως). Ωστόσο σπανιότερα αναφέρεται κανείς και στο γεγονός ότι με τον συγκεκριμένο κύκλο ιστορικών δημιούργησε, αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «σχολή» με την έννοια των κοινών μεθόδων και προβληματισμών. Ίσως η μόνη κοινή συνισταμένη που, κατά την γνώμη μου, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη γενιά αυτή είναι η αναζήτηση νέων μεθόδων και προβληματισμών πάνω στην ιστορία, η εξαντλητική έρευνα της βιβλιογραφίας και η ιστορικοποίηση των  προβληματισμών που αφορούν και τις κοινωνίες που μελετούν, συχνά εκκινώντας από την σημερινή κοινωνία.  Σε μια παρόμοια συνάντηση που έγινε πριν λίγους μήνες για το βιβλίο, οι πρώην φοιτητές του και νυν έγκριτοι καθηγητές σε πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη την Ελλάδα ανέδειξαν ένα κοινό σημείο. Όπως ομολόγησαν σχεδόν όλοι, αυτό που τους εξέπληξε, ή ίσως όχι πια, ήταν η φρέσκια ματιά του καθηγητή τους πάνω στην ιστορία. Η φρέσκια ματιά που προκύπτει από την τεράστια ικανότητα σύνθεσης της νεότερης ιστοριογραφίας, ανάμεσά της και τα έργα των ιδίων και γράφοντας τελικά ένα βιβλίο που μπορεί να αναμετρηθεί με πολλές διαφορετικές γενιές και πολλές διαφορετικές σχολές.
 
 

ΙΙ. «Το θέμα  του βιβλίου είναι η συνεχής “ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στην εθνική ιστορία και στον κόσμο που την περιβάλλει”»

 
Ας περάσουμε λοιπόν στο εν λόγω βιβλίο για τον ελληνικό 20ό αιώνα. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα γοητευτικό και πολύ ευανάγνωστο βιβλίο το οποίο μελετά τον εικοστό αιώνα με αφορμή μόνο την Ελλάδα.  Την Ελλάδα, δεν την αντιλαμβάνεται ως ένα κλειστό κράτος θέτοντας ως σκοπό να μας πει πώς και πότε δημιουργήθηκε ή πώς επεκτάθηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Δεν επιχειρεί να μας μας πει αν ήταν «κράτος θριαμβευτής» ή αποτυχημένο κράτος, αν ήταν το «κακομαθημένο παιδί της ιστορίας», αν ήταν εντός ή εκτός κάποιου ιστορικού κανόνα.  Αντίθετα αυτό που μελετά είναι η δυναμική που δημιουργείται μέσα από τις μεγάλες και μικρές διασταυρώσεις των ιστορικών συγκυριών και το νόημα που διαρκώς αναμορφώνεται μέσα από τις συνεχείς μετατοπίσεις του κέντρου βάρους. «Μια εθνική ιστορία, λέει ο Λιάκος, εξαρτάται από το περιβάλλον της, όμως το περιβάλλον της δεν είναι δεδομένο αλλά μοχλεύεται», ή ανακατατάσσεται θα μπορούσαμε να πούμε. Το θέμα λοιπόν του βιβλίου είναι η συνεχής «ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στην εθνική ιστορία και στον κόσμο που την περιβάλλει», μια φράση του βιβλίου. Προτείνοντας μια διαφορετική περιοδολόγηση του 20ού αιώνα, άλλη από εκείνες που έχουν μέχρι τώρα προταθεί από ιστορικούς που καταγίνονται με τη μελέτη του 20ού αιώνα, εξετάζει την Ελλάδα από την πρώτη πολεμική δεκαετία 1910-1922 μέχρι την αρχή της δεκαετίας της κρίσης το 2010. Μέσα από την πρώτη κοσμογονική πολεμική δεκαετία παρακολουθεί τις μετακινήσεις των πληθυσμών όχι μόνο για να αναδείξει νέα σύνορα αλλά για να μεταφέρει την εμπειρία της προσφυγιάς, και την εμπειρία της συνεχούς στρατιωτικής ζωής, τον ιδεολογικό διχασμό και με αυτό τον τρόπο να επανασυγκροτήσει την εικόνα της Ελλάδας στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Αναλύει στην συνέχεια την πορεία των διαφορετικών πληθυσμών που βρέθηκαν στην Ελλάδα του μεσοπολέμου και αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο διεύρυναν τον κανονιστικό ρόλο του κράτους και το ανέδειξαν, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες την ίδια εποχή, ως καθοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Λιάκο, η Ελλάδα με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μπαίνει στο κέντρο της ευρωπαϊκής ιστορίας ως σημαίνων παράγων των πολεμικών εξελίξεων. Από την άλλη όμως η κατάρρευση του κράτους οδηγεί σε πόλεμο μέσα στον πόλεμο. Ο εμφύλιος που ακολούθησε θέτει πια την Ελλάδα στο παγκόσμιο φάσμα της σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, με την τραγική διχαστική κατάληξη που μια ακόμα φορά αναμόχλευσε πληθυσμούς και ιδεολογίες. Κατά την διάρκεια της άμεσης μετεμφυλιακής περιόδου στη δεκαετία του 1950 και 1960,  η ανασύνταξη του κράτους και της οικονομίας πραγματοποιεί εκσυγχρονιστικούς άθλους που στήνουν την υποδομή της χώρας με παράλληλες όμως απώλειες και πληθυσμού, με τη μετανάστευση, αλλά και τη στρεβλή δημοκρατία. Ο Λιάκος παρακολουθεί αυτούς που φεύγουν, στους τόπους της ελληνικής διασποράς, ενώ αφουγκράζεται τον σπαραγμό και την περιθωριοποίηση που συνεπάγεται η δίωξη των μη εθνικοφρόνων.
 
Η δικτατορία, εντελώς αναπάντεχα για τους περισσοτέρους αναγνώστες που μάλλον περίμεναν κάτι εκτενέστερο, καταλαμβάνει μικρό χώρο. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή η δικτατορία εκλαμβάνεται ως απόληξη του στρεβλού Κοινοβουλευτισμού και της πολιτικής και πολιτισμικής κουλτούρας που έχει προηγηθεί στη μεταπολεμική περίοδο. Αντίθετα στο υπόλοιπο μισό βιβλίο και σε αρκετά ακόμα κεφάλαια καλύπτεται η περίοδος της μεταπολίτευσης, μέχρι και το 2010. Το κεφάλαιο που ονομάζει «το πανηγύρι της δημοκρατίας», όπως άλλωστε το βίωσε και ο ίδιος, αναφέρεται στον εκδημοκρατισμό των θεσμών που αποτέλεσαν και τον μοχλό του εκδημοκρατισμού των νοοτροπιών μη χάνοντας ποτέ το βλέμμα της συγχρονίας στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα σε εκείνες τις χώρες, που παράλληλα με εμάς, άφηναν πίσω ένα τραυματικό παρελθόν για την ένταξή τους στους μετασχηματιστικούς μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το μαγικό έτος 1989 που για κάποιους σήμανε «το τέλος της ιστορίας»  ο Λιάκος το ονομάζει η αρχή για την εσωτερίκευση της παγκοσμιοποίησης, αφού αναλυτικά εξηγήσει τι σημαίνει ο πολυχρησιμοποιημένος αυτός όρος στη συγκεκριμένη στιγμή για μια διαδικασία που είχε αρχίσει δεκαετίες πριν.  Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Λιάκο, στη φάση αυτή γίνεται ένα εργαστήρι της παγκοσμιοποίησης και τα θέματα που την απασχολούν συνεχώς αντιπαραβάλλονται με τη διεθνή συγκυρία. Θέματα που μέχρι πρότινος δεν είχαν θέση στη μεγάλη ιστορία, όπως οι τηλεπικοινωνίες και η χρήση των κινητών, τα νέα ρεύματα μεταναστών που αναζητούσαν στην Ελλάδα μια νέα πατρίδα,  η διαμάχη για τις ταυτότητες, η ανάδυση των δικαιωμάτων των γυναικών, η μείωση του πληθυσμού, ο θρίαμβος της Ολυμπιάδας του 2004 και το κόστος της, οι μαθητικές καταλήψεις, και η κρίση στην οικογένεια, όλα αναδεικνύονται σε μείζονα ιστορικά γεγονότα που καθορίζουν και την πολιτική και την οικονομία.
 
Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο ενδύεται ξανά το ένδυμα του καθηγητή ιστορίας και γυρνά προς τους ιστορικούς για μια ανακεφαλαίωση των επιδραστικών  ιστορικών έργων για την Ελλάδα. Ωστόσο το βιβλίο κλείνει με ένα σχόλιο για τη Δημόσια ιστορία, όπως καθιερώθηκε να ονομάζουμε την έκρηξη του ενδιαφέροντος για την ιστορία, που έχει γίνει επίσης ένα παγκόσμιο φαινόμενο. «Η ιστορία που χορεύει γυμνή στις πλατείες», είναι η φράση του με την οποία στο συνέδριο για την ιστορική κουλτούρα το 2001 από την μια δείχνει τη δική του αμηχανία (όπως και άλλων ιστορικών) μπροστά στο «σφετερισμό» της ιστορίας από τους πολλούς, κάποιοι από τους οποίους βλέπουν στην ιστορία ένα δημόσιο αγαθό, ή ένα πατριωτικό και δημοκρατικό καθήκον ή ακόμα ένα όπλο στη φαρέτρα των φανατισμών θα μπορούσαμε να προσθέσουμε. Από την άλλη όμως ο Λιάκος στέκει με αισιοδοξία στο γεγονός ότι οι ιστορικοί αλλά και όλοι όσοι πλησιάζουν την ιστορία με ανοιχτό μυαλό θα μάθουν να πλοηγούνται στις θάλασσες της δημόσιας ιστορίας.
 
Στο βιβλίο αυτό, η μεγάλη και η μικρή ιστορία συνομιλούν συνεχώς. Η μεγάλη στιγμή με την προσωπική αφήγηση. Το πολιτιστικό με το οικονομικό, οι νοοτροπίες με την πολιτική. Ο Λιάκος δεν φοβάται να καταθέσει ψήγματα από την προσωπική του εμπειρία χάριν κάποιας απρόσωπης αντικειμενικότητας. Αντίθετα η αφήγηση ζωντανεύει και τα επιχειρήματα αποκτούν το βάρος της βιωμένης αλήθειας της δικής του και των άλλων, καθώς γράφει. Η τέχνη, ο αθλητισμός, διαπλέκονται με τα ιστορικά βιώματα και την λειτουργία του κράτους αντί να μένουν ως παραρτήματα στο τέλος. Η κοινωνία, η ελληνική και η παγκόσμια έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της προσοχής καθώς το βιβλίο εστιάζει στη ροή της καθημερινότητας είτε αναλύει κρίσεις είτε αναλύει κανονικότητες την ίδια στιγμή που εξετάζει το ρόλο του κράτους στη διαμόρφωση της ιστορίας. Ο Λιάκος δεν προτείνει ένα ενιαίο τρόπο ανάλυσης αλλά αντίθετα ακολουθεί την ίδια την ιστορία για να προβάλλει το σημαντικό της κάθε περιόδου αλλά και τον τρόπο που η Ελλάδα μεταλλάσσεται. Από Βαλκάνια στην αρχή του αιώνα, γίνεται μέρος της παγκόσμιας σύγκρουσης στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μέρος του Ψυχρού Πολέμου με τον εμφύλιο, γίνεται μέρος της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στη δεκαετία του 1980 αλλά και μέρος των Μεσογειακών χωρών της Νότιας Ευρώπης που απαλλάχτηκαν από τη δικτατορία, γίνεται μια ιστορία επιτυχίας την εποχή του εκσυγχρονισμού αλλά και απατηλών, όπως αποδείχθηκαν θριάμβων, στο δρόμο προς την κρίση.  Η αισιοδοξία του όμως δεν σταματά, και η παρότρυνσή του είναι προς το κοινό για περισσότερη μελέτη της ιστορίας και περισσότερη κατανόηση του κόσμου. Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν ιστορικό;.
 
 
*Η Αθηνά Συριάτου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια του ΤΙΕ/ΔΠΘ και επικεφαλής του Εργαστηρίου  Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ιδίου Τμήματος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στη διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Aντώνη Λιάκου  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2019, που διοργανώθηκε την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου από το προαναφερθέν Εργαστήριο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.