Βουλευτικη ασυλια και αρση της

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

1. Δεν είναι, ίσως, ευρέως γνωστό ότι η βουλευτική ασυλία, προερχόμενη από τη βρετανική κοινοβουλευτική πράξη, κατοχυρώθηκε ρητά για πρώτη φορά το 1689 με τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων (Bill of Rights). Στην εν λόγω Διακήρυξη προέβη το Αγγλικό Κοινοβούλιο μετά την «ένδοξη επανάσταση» του 1688, διά της οποίας εκηρύχθη οριστικά έκπτωτος ο Ιάκωβος Β΄, τρίτος βασιλιάς της δυναστείας των Stuarts.

Μεταξύ άλλων η Διακήρυξη Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από τους νέους βασιλείς Γουλιέλμο και Μαρία της Οράγγης, προέβλεπε την ελευθερία του λόγου, των συζητήσεων και των διαδικασιών εντός του Κοινοβουλίου. Περαιτέρω κατοχυρώθηκε το ακαταδίωκτο των μελών του Κοινοβουλίου από οποιοδήποτε δικαστήριο ή από οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό εκτός του Κοινοβουλίου. Έκτοτε ο σχετικός θεσμός της βουλευτικής ασυλίας υιοθετήθηκε αρχικά ως πολιτικό πρόταγμα και ακολούθως ως νομικά κατοχυρωμένη πράξη στα Συντάγματα των κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης.

2. Η ελληνική συνταγματική ιστορία ουδόλως αγνοεί τη βουλευτική ασυλία. Ήδη το Σύνταγμα του 1844 κατοχύρωσε αφενός το νομικά ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή χωρίς την άδεια της Βουλής, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής συνόδου, και αφετέρου απαγόρευσε την προσωπική κράτηση βουλευτή τέσσερις εβδομάδες πριν την έναρξη και τρεις εβδομάδες μετά τη λήξη της βουλευτικής συνόδου.

Το Σύνταγμα του 1864 προσέθεσε στη σχετική ρύθμιση ότι η άδεια της Βουλής δεν απαιτείται εάν ο βουλευτής καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να διαπράττει κακούργημα. Η ανωτέρω ρύθμιση δεν μετεβλήθη στο Σύνταγμα του 1911. Αξιοπρόσεκτη μεταβολή επήλθε με το Σύνταγμα του 1927, όταν και η σχετική διάταξη επέκτεινε το ακαταδίωκτο καθ’ όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου.
Το ισχύον Σύνταγμα κατοχύρωσε για πρώτη φορά την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο των βουλευτών, αν και αντίστοιχη διάταξη είχε επίσης το «Ηγεμονικό Σύνταγμα» του 1832, το οποίο όμως ουδέποτε ίσχυσε. Με την εν λόγω διάταξη (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.), ο συνταγματικός νομοθέτης αποσαφήνισε το περιεχόμενο της ελεύθερης εντολής, ιδίως ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης των πολιτικών κομμάτων, τα οποία μπορούν εξάλλου να θέτουν ζήτημα κομματικής πειθαρχίας στα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων τους. Βουλευτής ο οποίος απειθαρχεί υπόκειται στη διαγραφή από μέλος του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, όχι όμως σε απώλεια της βουλευτικής έδρας, εκτός αν ο ίδιος επιλέξει να παραιτηθεί.

Το ισχύον Σύνταγμα εισήγαγε ωστόσο για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία, εξαίρεση στον κανόνα του βουλευτικού ανεύθυνου στην περίπτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Εν προκειμένω, για τη δίωξη, απαιτείται άδεια της Βουλής. Ως προς τα πολιτικά εγκλήματα, μετά την πρόσφατη Αναθεώρηση του 2019, η Βουλή υποχρεούται να χορηγήσει άδεια εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή.

3. Εν όψει των ανωτέρω γίνεται ευλόγως αντιληπτό ότι ο κρίσιμος όρος για τη δίωξη βουλευτή είναι η «γνώμη ή ψήφος κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Αναμφιβόλως ο βουλευτής ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντά του εντός του Βουλευτηρίου όπου συνεδριάζει η Βουλή. Επίσης ο βουλευτής ασκεί τα καθήκοντά του εντός των αιθουσών όπου συνεδριάζουν οι λοιποί κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί, όπως είναι το Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής (της Ολομέλειας) και οι πάσης φύσεως και είδους επιτροπές της. Ωστόσο ο βουλευτής δραστηριοποιείται και εκτός Βουλής, ιδίως με εκφορά λόγου και απόψεων σχετικών με τα ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος, είτε αυτά ανάγονται στον δημόσιο βίο και την οικονομία της χώρας είτε πρόκειται για κριτική επί των κυβερνητικών πεπραγμένων. Ορθότερο είναι το βουλευτικό ανεύθυνο να ισχύει και στις ανωτέρω δράσεις του βουλευτή.

4. Το βουλευτικό ανεύθυνο μολονότι επεκτείνεται σε όλες τις μορφές ευθύνης (ποινική, αστική, πειθαρχική) σχετικοποιείται έτι περαιτέρω από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο εφαρμόζοντας το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ απεφάνθη ότι η βουλευτική ασυλία παύει να αποτελεί θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαιοδοτικό σχηματισμό εφόσον λειτουργεί δυσανάλογα προς τον σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί. Η εν λόγω διαπίστωση ισχύει όταν η επίδικη συμπεριφορά δεν συνδέεται προδήλως προς την κοινοβουλευτική δραστηριότητα.

Από τη μελέτη και συνεξέταση των σκέψεων και των πορισμάτων της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι ως κοινοβουλευτική δραστηριότητα νοείται κυρίως η εντός της Βουλής καθώς και αυτή η οποία λαμβάνει μεν χώρα εκτός της Βουλής, συνδέεται δε και με προηγούμενη κοινοβουλευτική δράση. Δεδομένων των ανωτέρων είναι σαφές ότι η –εντός του Βουλευτηρίου και των άλλων χώρων συνεδρίασης της Ολομέλειας και των κοινοβουλευτικών επιτροπών–  άσκηση σφοδρής κριτικής, η οποία περιλαμβάνει απόψεις και δυσμενείς κρίσεις, σχετίζεται πλήρως με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, καθιστά την άρση της βουλευτικής ασυλίας πολλαπλώς προβληματική ως προς τη συμφωνία της με το Σύνταγμα.
 
* O Άλκης N. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος υπήρξε η άρση ασυλίας της Βουλευτίνας του ΜέΡΑ 25 κ. Αγγελικής Αδαμοπούλου. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα του Εργαστηρίου Συνταγματικού Δικαίου «Λεύκιππος», στις 13/01/2021. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.