Tο σφυριγμα

Της Λίζας Μαμακούκα*

Ίσως όχι κατά 100%, πάντως κατά ένα 98,5 %, η Φένια το είχε αποφασίσει: την 31η Δεκεμβρίου 2016, στις 11.55΄ το βράδυ, λίγο προτού σφυρίξουν τα βαπόρια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο, η Φωτεινή (Φένια) Αναστοπούλου θα έβαζε πλώρη ολοταχώς για να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο.

Εκτός από το «πότε», είχε αποφασίσει και το «πώς». Το γύριζε και το ξαναγύριζε στο μυαλό της αρκετό καιρό πριν. Δεν ήταν αυτή φτιαγμένη για ηρωισμούς και το ήξερε: μαχαίρια, πιστόλια και συναφή αιματηρά αποκλείονταν. Το ίδιο εξαιρούνταν και η λύση των ξυραφισμένων φλεβών, όχι μόνο λόγω της θέας του αίματος, αλλά και γιατί το διαμέρισμα της Φένιας δεν διέθετε παρά μια μίζερη ντουζιέρα μόνο. Οι πετσοκομμένοι καρποί των χεριών μπορεί μεν να αιμορραγούσαν χωρίς πόνο μέσα στο νερό μιας άνετης μπανιέρας, θα την τρέλαιναν όμως στο τσούξιμο εκτός νερού. Άσε που πιθανόν θα λιποψυχούσε και θα έπαιρνε το 166, γιατί η Φένια τον πόνο δεν τον άντεχε! Γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα επέλεγε ποτέ να καταπιεί ένα μπουκάλι Άζαξ, Φόρτε, χλωρίνη Κλινέξ ή κάποιο συναφές απορρυπαντικό με αποτρόπαιη γεύση: πέρα από τους απερίγραπτους πόνους που θα προκαλούσε στα σωθικά της, η υποψήφια αυτόχειρας δεν ανεχόταν την ιδέα πως θα την έβρισκαν ―όποτε την έβρισκαν― να πλέει μέσα σε μια αηδιαστική λίμνη φτιαγμένη από ένα κοκτέιλ σωματικών εκκρίσεων. Μπλιαααααχ! Εντάξει, να πεθάνει. Αλλά με αξιοπρέπεια!

Εξαιρούνταν ακόμη: πρώτον, το κρέμασμα. Δεν ήξερε να κάνει θηλειά και ήταν λίγο αργά για να το παίξει προσκοπάκι και ν’ αρχίσει να μαθαίνει πώς να κάνει κόμπους, καντηλίτσες και τα συναφή. Δεύτερον, το σαλτάρισμα απ’ την ταράτσα. Είχε πλήρη συναίσθηση πως ―λόγω υψοφοβίας― δεν θα κατάφερνε ποτέ να πλησιάσει στα κάγκελα, πόσο μάλλον να τα καβαλήσει. Τρίτον, το να πέσει στις ρόδες περαστικού αυτοκινήτου. Τι της έφταιγε ο κακομοίρης ο οδηγός, να τον φορτώσει με τύψεις για όλη την υπόλοιπη ζωή του; Το να ριχτεί στις ράγες του τρένου, σαν την Άννα Καρένινα, δεν το συζητούσε καν: με τις καθυστερήσεις που έχουν στις μέρες μας τα τρένα, λόγω κρίσης, θα έσπαγαν τα νεύρα της απ’ την αναμονή («όχι, τώρα θα’ ρθεί», «όχι, σε λίγο θα’ρθεί», «όχι, σε σαρανταπέντε λεπτά θα’ρθεί») και μπορεί να το μετάνιωνε. Το να πέσει, πάλι, στις γραμμές του μετρό ούτε που το σκέφτονταν, μια και πιθανότερο ήταν να πεθάνει από βαθιά γεράματα παρά να ολοκληρωθεί και να μπει σε λειτουργία το μετρό της Θεσσαλονίκης.

Τι απέμενε λοιπόν; Έμενε η λήξη των δειλών: τα υπνωτικά χάπια! Αυτό ακριβώς είχε επιλέξει και η Φένια για να βάλει τέρμα στην άχαρη ζωή της. Το είχε μεθοδεύσει σωστά και ύπουλα κάπου έξη μήνες νωρίτερα, τότε που συνειδητοποίησε ότι δεν θ’ άντεχε για πολύ ακόμα αυτή τη μίζερη ύπαρξη. Άρχισε να διαδίδει στους λίγους γνωστούς που της είχαν απομείνει  ―συναδέλφους από τη δουλειά ως επί το πλείστον― ότι υπέφερε από συχνές αϋπνίες. Εκείνοι της σύστησαν να πάει σε γιατρό κι αυτός της έγραψε υπνωτικά χάπια. Από εκεί και μετά ήταν εύκολο: μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, η Φένια αγόραζε τα χάπια από διάφορα φαρμακεία, χρησιμοποιώντας τις συνταγές που της έδινε ο γιατρός. Της τα είχε αλλάξει μάλιστα με πιο δυνατά, μια και συνέχιζε να παραπονιέται για τις αγρύπνιες της. Αυτό δεν ήταν κι εντελώς ψέμα, αλλά ακόμα κι αν βρικολάκιαζε ως το πρωί που έπρεπε να πάει στη δουλειά, η Φένια διατηρούσε τα κουτιά με τα χάπια της άθικτα. Είχε μαζέψει έτσι μια γερή καβάτζα, ασφαλές εισιτήριο για το μεγάλο της ταξίδι.
Αν κανείς έψαχνε να βρει ένα και μόνο επίθετο για να χαρακτηρίσει τη Φένια, αυτό θα ήταν το «μέτρια». Στα 41 της δεν ήταν ούτε ηλικιωμένη, μα ούτε και μικρή. Κακάσχημη δεν θα την έλεγες με τίποτα, αλλά ούτε κι όμορφη, βέβαια. Είχε κανονικά χαρακτηριστικά, που τα ξεχνούσες όμως μόλις την προσπερνούσες στο δρόμο' μαλλιά μεσαίου μήκους σ’ ένα χρώμα ουδέτερο' μέτριο μπόι και σωματική κατασκευή. Επιπλέον, φορούσε ρούχα αδιάφορα, δίχως κανένα στοιχείο προσωπικότητας στο χρώμα ή στο στιλ τους. Επιπροσθέτως, παρόλο το λαμπερό όνομά της, η Φένια δεν ήταν και κανένας φωστήρας στα μαθήματα, κατάφερε πάντως να περάσει στα ΤΕΙ της Κοζάνης: Λογιστική. Το πτυχίο, μαζί με το Lower στ’ αγγλικά κι ένα μπιλιέτο από βουλευτή του κόμματος όπου ανήκε ο μπαμπάς της (η ίδια δεν ασχολούνταν καθόλου με την πολιτική), της εξασφάλισαν τη δουλειά στην οποία διορίστηκε. Εργάζονταν εδώ και 17 χρόνια στο Λογιστήριο του Ινστιτούτου Βάμβακος & Βιομηχανικών Φυτών. Υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας πλέον, η Φένια είχε «δέσει», ας πούμε, οικονομικά «τον γάιδαρό της». Και όσο για τα προσωπικά της… «Αλίμονο», έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα της, «τόσοι ερευνητές γεωπόνοι και οικονομολόγοι δουλεύουν εκεί μέσα! Αντρολίβαδο. Διάλεξε και πάρε!!!»

Εντούτοις, δεν ήταν καθόλου έτσι: οι ανύπαντροι συνάδελφοι ήταν είτε δεσμευμένοι, είτε γυναικάδες που τα έριχναν στις πεταχτούλες του γραφείου. Η Φένια όμως πεταχτούλα δεν ήταν. Μέτρια ήταν. Με μέτριο μυαλό, μετριοπαθή αισθήματα και μετριόφρονα ιδέα για τον εαυτό της. Ίσως και να έμενε στο ράφι ―ποιος ξέρει;― αν δεν βρισκόταν ο Χαρίλαος, συνάδελφος μιας παντρεμένης εξαδέλφης της, που δούλευε σε φαρμακαποθήκη. Έγινε το προξενιό, εικοσιεννιά η νύφη, τριανταπεντάρης ο γαμπρός, μια χαρά! Μέτριας εμφάνισης και ταμπεραμέντου η Φένια, αντίστοιχα μέτριος ήταν κι ο Χαρίλαος, κάπου τα βρήκανε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη. Παντρευτήκανε, δόξη και τιμή, σε μια συνοικιακή εκκλησία, νοικιάσανε και διαμέρισμα κάπου προς το Βαρδάρη και στήσανε εκεί το σπιτικό τους. Παιδιά δεν ήρθαν, για να τους αφιερώσει την προσοχή και την αγάπη της η Φένια: δυστυχώς, εκτός από μέτρια, ήταν κι άτυχη. Τρεις εγκυμοσύνες, τρεις διαδοχικές αποβολές…

Μεγάλη ταλαιπωρία και το πηγαινέλα με τα λεωφορεία στη Θέρμη, στη δουλειά' «ίσως να έφταιγε κι αυτό που χάθηκαν τα μωρά μου», σκέφτονταν, «ίσως πάλι και όχι, ποιος θα μπορούσε να πει με σιγουριά;» Και νά’ τανε καμιά ενδιαφέρουσα δουλειά, πάει στα κομμάτια… Απ’ το πρωί που έφτανε μέχρι την ώρα που σχολούσε, η Φένια ασχολούνταν με τιμολόγια λιπασμάτων, συνέλεγε αποδείξεις εργαλείων, μελετούσε μισθοδοσίες. Σιγουριά μεν, ρουτίνα, ρουτίνα, ρουτίνα, δε… Χόμπι δεν είχε, αισθάνονταν πως σε τίποτα δεν ήταν αρκετά καλή. Λεφτά για ταξίδια δεν υπήρχαν, αλλά ούτε και όρεξη υπήρχε, εδώ που τα λέμε. Πού να μπαίνεις τώρα σε περιπέτειες; Με τούτα και με κείνα, ο γάμος της βάλτωσε…

Όταν ο Χαρίλαος ζήτησε να τον φωνάζουν όλοι «Χάρη», δεν πήγε ο νους της Φένιας στο κακό. Όταν ξεκίνησε να πηγαίνει στο κομμωτήριο για «ρεφλέ» στο γκριζαρισμένο μαλλί και στην αγορά για κανένα «φρέσκο ρουχαλάκι», εκείνη το είδε σαν μια μάλλον συμπαθητική προσπάθεια ανανέωσης. Όταν ξεφορτώθηκε όλα τα παλιά του εσώρουχα και πήρε άλλα, μοντέρνα (κάτι που εκείνη για χρόνια τον παρακαλούσε να κάνει, μα εκείνος κώφευε), ομολογουμένως η Φένια ξαφνιάστηκε αρκετά. Όταν το ―χλιαρό― σεξ κάθε δεκαπέντε μέρες (και αν…) αραίωσε κι έφτασε τους τρεις μήνες αποχής, η σύζυγος κάτι πήρε να υποψιάζεται. Όταν ο «Χάρης» άρχισε να κάνει μπάνιο κάθε μέρα, να εξαφανίζεται με το κινητό του στο μπαλκόνι ―Φλεβάρη μήνα!― και ν’ αργεί συστηματικά τα βράδια, ε, τότε, ναι! Ανάψαν επιτέλους κόκκινα λαμπάκια κινδύνου στο μυαλό της Φένιας κι ακόμα πιο κόκκινα κάρβουνα κάτω απ’ τα πόδια της!

Χωρίσανε λίγο πριν βγει το 2013. Στους τρεις μήνες απάνω, αφότου βγήκε το διαζύγιο, εκείνος παντρεύτηκε μια κοπέλα είκοσι χρόνια μικρότερή του, που την είχε μάλιστα αφήσει και έγκυο! Η Φένια αναρωτιόταν στην αρχή τι στο καλό βρήκε μια νέα κοπέλα σ΄ έναν άντρα που είχε σχεδόν τα διπλά της χρόνια, κι επιπλέον ήταν μέτριος σε όλα… Αργότερα όμως έπαψε ν’ απορεί, γιατί έμαθε πως, μισόν περίπου χρόνο προτού χωρίσουν, ο Χαρίλαος, νυν «Χάρης», είχε κερδίσει το Joker και δεν της είχε πει κουβέντα γι’ αυτό. Τόσο καλά!!! Έτσι, τώρα ο «Χάρης» έκανε

«Restart» στα σαρανταεφτά του, ενώ η Φένια, στα σαράντα ένα της μόλις χρόνια, ένοιωθε εντελώς ξοφλημένη. Περιφρονημένη. Καμμένο χαρτί. Κορόιδο. Ανάξια. Άσχημη. Μόνη…

Γι’ αυτό το τελευταίο θα μπορούσε ίσως να είχε κάνει κάτι, όμως δεν της περνούσε καν απ’ το μυαλό να ξεκινήσει άλλη σχέση. Βούλιαζε στη μιζέρια και στην αυτολύπηση, αρνιότανε συστηματικά την οποιαδήποτε πρόταση για έξοδο, θεωρώντας την χειρονομία οίκτου. Αποκαρδιωμένες, μια-μια, οι λιγοστές της φίλες απομακρύνθηκαν…

Μετά το χωρισμό, η Φένια είχε νοικιάσει ένα φοιτητικό δυαράκι κοντά στην Καμάρα. Τι να το κάνει το μεγαλύτερο; Σάμπως δεχότανε κανέναν σπίτι της ; Κάθε πρωί, έπαιρνε το 10 απ’ το Σιντριβάνι ως το τέρμα της Νέας Ελβετίας, κι από εκεί, το 66 για τη Θέρμη. Τ’ απογεύματα έκανε την αντίθετη διαδρομή. Τα Σαββατοκύριακα έκανε δουλειές, πήγαινε στο σούπερ-μάρκετ, έβαζε πλυντήριο και σίδερο, κοιμόταν. Κατά τ’ άλλα, σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Ρομπότ. Έπρεπε να τελειώνει μ’ αυτό το υποκατάστατο ζωής! Το ταχύτερο!

Η πόλη είχε στολιστεί απ’ το Νοέμβρη μήνα, σε μια μάταιη προσπάθεια να κουκουλώνονται τα βράδια οι αδειανές βιτρίνες των πεθαμένων μαγαζιών από τις φωτεινές γιρλάντες των διπλανών, εκείνων που έπνεαν ακόμα τα λοίσθια. Το «Last Christmas I gave you my heart» είχε αρχίσει ν’ ακούγεται ξανά και ξανά, εμετικά συχνά, απ’ τα μεγάφωνα των καταστημάτων. Η πλατεία Αριστοτέλους φωταγωγήθηκε και πάλι, αλλιώτικα φέτος («Ε, και;», σκέφτηκε η Φένια που δεν της έκανε καμιάν εντύπωση, «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς!») κι οι άνθρωποι άρχισαν νωρίς-νωρίς ν’ ανταλλάσσουν στο δρόμο κούφιες ευχές για καλές γιορτές, με την αιώνια, ανόητη ελπίδα πως η νέα χρονιά δεν θα έφερνε μαζί της αρρώστιες, οικονομική μιζέρια, πολέμους και θάνατο, αλλά υγεία, ειρήνη κι ευτυχία, «εν ανθρώποις ευδοκία». Τα μάτια των ανθρώπων έλαμπαν από την προσμονή της νέας χρονιάς. Το ίδιο έφεγγαν με λάμψη κρυφή και της Φένιας τα μάτια: μέρα με τη μέρα περίμενε να φτάσει επιτέλους η καθορισμένη ημερομηνία της λύτρωσης.

Το βράδυ εκείνο, μια ώρα μόλις πριν απ’ το τέλος του 2016, κι ενώ είχε ετοιμάσει τα πάντα, μέχρι και το κρυστάλλινο ποτήρι και την κανάτα με το νερό για να πάνε κάτω τα χάπια, της ήρθε η ακατάσχετη επιθυμία να φάει προηγουμένως σοκολάτα. Όχι απλά μία, αλλά πολλές! Μια ζωή τις απέφευγε ή τις μασούλιζε γεμάτη ενοχές («Μηηηη! Οι σοκολάτες παχαίνουν / χαλάνε τα δόντια / σε κάνουν να βγάζεις σπυριά, κλπ. κλπ.») Ε, να λοιπόν που τώρα δεν είχε πλέον καμιά σημασία! Μπορούσε να τις καταβροχθίσει ανεξέλεγκτα, χωρίς την παραμικρή επίπτωση!

Κλειδιά, πορτοφόλι, παλτό. Βγήκε στην Εγνατία. Περίπτερο ανοιχτό όμως, ούτε για δείγμα! Κοίταξε προς τον πεζόδρομο της Γούναρη, σκότος' κοίταξε προς την Εθνικής Αμύνης, έρεβος. Κοίταξε το ρολογάκι στον καρπό της, πανικός!!! Η ώρα είχε φτάσει 11.20 και σοκολάτες πουθενά! («Είναι άδικο να στερηθεί ο μελλοθάνατος το τελευταίο του γεύμα!», σκέφτηκε). Από την άλλη όμως, έπρεπε, πάση θυσία, να είναι στο σπίτι πριν χάσει το κουράγιο της, για να πάρει τα χάπια μόλις θ’ άκουγε το σφύριγμα των καραβιών: η έναρξη του 2017 θα ήταν συνάμα και το σφύριγμα λήξης του αγώνα της ζωής της. Με τσουχτερά δάκρυα αποτυχίας να θαμπώνουν τα μάτια της, κατηφόρισε την Αγγελάκη, ψάχνοντας εναγωνίως για τις πολυπόθητες σοκολάτες: ήταν, να πάρει η ευχή, ένα απ’ τα ελάχιστα πράγματα που λαχτάρησε ποτέ πραγματικά στη ζωή της… Και τότε το είδε, ανάμεσα στα θεόκλειστα μαγαζιά, το είδε!

Ο γεματούλης μεσόκοπος τής είχε γυρισμένη την πλάτη κι έκανε τ’ απαραίτητα για να κλείσει για βράδυ το περίπτερό του. «Περίμενε! Μην κλείσεις ακόμα, κύριε, περίμενέ με!» του φώναξε σπαραχτικά, κι εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος της. Είχε γκριζαρισμένο μουσάκι, φορούσε λεπτά, συρμάτινα γυαλιά κι ένα σκουροκόκκινο σκουφί μ’άσπρο ρέλι' παγωνιά, βλέπεις. Σε δευτερόλεπτα μέσα ήρθε η αναγνώριση: «Φωτεινούλα!», πρόφερε τρυφερά ο άντρας, μην πιστεύοντας στα μάτια του, «Βασίλη!», φώναξε έκπληκτη εκείνη.

Σε λίγο βρέθηκαν να περπατούν βιαστικά προς τα κάτω, η Φένια με την τσέπη γεμάτη από κάθε είδος σοκολάτας που διέθετε το περίπτερο. Δώρα του Βασίλη, του νεανικού της φλερτ απ’ την παλιά γειτονιά, στη Νεάπολη. «Δεν με περιμένει κανένας στο σπίτι», της είχε πει, «πάμε μια βόλτα στην παραλία;». Εκείνη έκανε «ναι» με το κεφάλι, χωρίς να σκέφτεται τίποτα, με το στόμα γεμάτο ΙΟΝ αμυγδάλου. Ήτανε σαν να περνούσε πλέον ο χρόνος σ’ άλλη διάσταση, σαν να διαστέλλονταν το κάθε λεπτό και να κρατούσε αιώνια, κι ακόμη, σαν να εκτυλίσσονταν οι στιγμές περισσότερο προς τα πίσω, στο μακρινό παρελθόν, παρά στο «τώρα» ή στο κοντινό μέλλον. Καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα, ο Βασίλης της διηγήθηκε με δυό λόγια τη ζωή του, κι εκείνη τον άκουγε σαν να βρίσκονταν έτη φωτός μακριά. Τρία χρόνια νωρίτερα, στα σαρανταέξη του, της έλεγε, είχε την ατυχία να μείνει χήρος' ο μοναχογιός του δούλευε πλέον στη Σουηδία, κι οι λίγοι συγγενείς του είχανε πεθάνει ή ζούσαν αλλού. Ήταν πολύ μόνος …

Όταν ακούστηκε το ομαδικό χαρμόσυνο σφύριγμα των βαποριών, η Φένια υποδέχτηκε το 2017 με το μπράτσο του προσωπικού της Άη-Βασίλη τυλιγμένο προστατευτικά γύρω απ’ τους ώμους της. Το φιλί που αντάλλαξαν κατόπιν, δεν είχε μόνο γεύση σοκολάτας: είχε γεύση ζωής. Έκανε ένα ψοφόκρυο!!!

*Η Λίζα Μαμακούκα είναι μουσικός, συγγραφέας και επίκουρη καθηγήτρια στον τομέα Λογοτεχνίας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.  Έχει εκδώσει  ―όλες από τις εκδόσεις Μέθεξις― τις συλλογές διηγημάτων «Αστικοί μύθοι» (2020), «Κουλούρια Θεσσαλονίκης» (2019) και  «Ζωολογικός κήπος τσέπης» (2018). «Το σφύριγμα» προέρχεται από την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Αστικοί μύθοι» και φιλοξενείται με την άδεια του εκδότη και της συγγραφέως.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.